Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/31

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Πιστολίων ἀκούονται κτύποι
Καὶ βαρβάρων φωναὶ συνεχεῖς,
Καὶ τινάσσουν τὴν χαίτην ταχεῖς
Καὶ ἀφρὀεντες ἵπποι.

Πρὸ τῶν ἄλλων ξιφήρης προβαίνει
Εἰς δερβίσης τὸν ἵππον κεντῶν·
Ὁ υἱὸς τοῦ Ἀνδρίτσου αὐτὸν
Ἐρωτᾄ ποῦ πηγαίνει.

Ἀποκρίνετ’ ἐκεῖνος· Νὰ σφάξω
Ὁποῦ ’βρῶ τοῦ προφήτου ἐχθροὺς,
Καὶ πατῶν τοὺς ἀπίστους νεκροὺς
Τὸ ἀλλὰχ νὰ ἀνακράξω.

Ἀλλ’ ἐδῶ, ὧ υἱὲ τοῦ προφήτου,
Μιναρὲν δὲν θὰ ’βρῇς ὑψηλὸν,
Ἀλλὰ μόνον τουφέκι καλὸν,
Καὶ ἰδοὺ ἡ φωνή του !

Καὶ ἡνίας καὶ σπάθην άφίνει
Ὁ δερβίσης τὰ στέρνα πληγεὶς,
Καἰ μὲ κρότον πεσὼν κατὰ γῆς,
Ῥεῖθρον αἵματος χύνει.

Τοῦ θανάτου ἱδρὼς περιβρέχει
Τὸ χλωμὸν μἐτωπόν του εὐθὺς,
Καὶ ὁ ἵππος αὐτοῦ πτοηθεὶς
Κοῦφος κ’ εὔκαιρος τρέχει.