Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/277

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
275
Η ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΟ «ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΝ.»

Το ἔτος τὸ καλούμενον πεντηκοστὸν καὶ τρίτον,
Τὴν νύκτα ταύτην δικασθὲν ὑπὸ τῆς Ἱστορίας,
Ἀπήχθ’ εἰς μαύρην φυλακὴν, ὅπου γραμμένον ἦτον
Μὲ χαρακτῆρας ἀραιοὺς Περίβολος Κακίας.
Ἐκεῖ τὸ περιέμενον πολλοὶ ἀδικημένοι,
— Ἔχει θεσμοὺς ἀλλοφανεῖς ὁ σκοτεινὸς Ἀχέρων. —
Ἐνώπιόν του, ἀνὰ εἷς, τὸ πλῆθος διαβαίνει
Ἰδίου ἀδικήματος τὸν ἔλεγχον προφέρον.

Ο ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ.

Παρεῖδες τὴν ἀγχόνην μου.

Ο ΡΗΓΑΣ.

Παρεῖδες τὴν σφαγήν μου.

ΤΟ 1821.

Νεκροῦ ψαλμὸν ἀπήγγειλες εἰς τὴν ἀνάστασίν μου.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ.

Τὰ δύο μου κειμήλια, Βουλὴν καὶ Γερουσίαν,
Τὴν μίαν εἶχες παίγνιον, τὴν ἄλλην παρῳδίαν.

Ο ΑΙΣΧΥΛΟΣ.

Ἐμόλυνε τὸ δρᾶμά μου ἡ φραγκικὴ Σκηνή σου,
Καὶ Ἰταλίδες βεβηλοῦν τοῦ στέματός μου τἄνθη.

Ο ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ.

Ἐμοῦ θανόντος, ἄκαιρος ὑπῆρξεν ἡ ζωή σου,
Τὸ στῆθος των Κλεώνων σου οὐδὲ βολὴν ᾐσθάνθη. —