Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/202

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
200

Μὲ τὸ μάτι φλογισμένο
Οἱ γενίτσαροι κυττᾶνε
Τὸν ἀγᾶ τους σκοτωμένο
Καὶ ὅλοι σέρνουν μιὰ κραυγὴ
Καὶ τινάζονται, πετᾶνε
Πυκνωμένοι εἰς τὴν σφαγή.

Τὸ λιοντάρι ποῦ ἀντικρύζει
Κατὰ γῆς αἱματωμένα
Τὰ παιδιά του, δὲν γυρίζει
Τὲς ματιὲς πλειὸ φοβερὰ,
Δὲν χυμάει πλειὸ λυσσασμένα
Νὰ ξεσχίσῃ τὸν φονιᾶ.

Ἀναμέτρητοι εἶναι οἱ σκύλοι·
Ἦσαν λίγοι οἱ ἀνδρειωμένοι
Τοῦ Παλαιολόγου φίλοι,
Καὶ ἀπομείνανε μισοὶ,
Ναὶ, μισοὶ καὶ κουρασμένοι
Ἀπ’ τὴν μάχη τὴ διπλῆ.

Ἀλλὰ πάντα ἐμπρὸς τὸ στῆθος
Σέρνουν πίσω τὸ ποδάρι
Ὡς τὲς θύρες τόσο πλῆθος
Πολεμῶντας σὰν θεριὰ,
Καὶ τὴ νίκη οἱ γενιτσάροι
Ἀγοράζουν ἀκριβά.