Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/16

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
14

Ἀλλ’ ὄχι, ὄχι, Φιλία μου ἱερά.· τοσαῦται συμφοραὶ δὲν ἐπήρκουν! Εἶχες ἀφήσει τὴν δίκελλαν τῶν τέκνων σου ἐπ’ ὀλίγον, καὶ μετὰ φόβου καὶ ὡσεὶ ἔνοχος ἀνακύπτων, ἐτόλμας μόλις νὰ μειδιάσῃς εἰς τὴν ζωὴν καὶ τὴν πολύπονον κεφαλήν σου ἐν μέσῳ ν’ ἀναπαύσῃς δύω νηπίων, ὅτε — εἷς κτύπος, μία λάμψις, εἷς καγχασμὸς τοῦ ᾄδου, καὶ πίπτεις πρόῤῥιζος ἔμπροσθέν μας, διὰ νὰ πέσῃ εἰς νύκτα αἰωνίαν ἡ σύζυγός σου, νὰ ἐνδυθῶσι μαῦρα μὲ τὸ μειδίαμα εἰς τὰ χείλη τὰ τέκνα σου, νὰ μείνουν εἰς θύελλας τρεῖς ἀπροστάτευτοι ὀρφαναὶ, καὶ νὰ θρηνῶ ματαίως, ματαίως νὰ σὲ κράζω, ἐρατεινὴ εὐφυΐα μου!

Πῶς λοιπόν! ἐκ τῆς χορείας τῶν γλυκυτέρων ἀγγέλων σου ἔλειπεν ἴσως ὁ ἄγγελος τῆς ἀγάπης, καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἀνεκάλεσες, Θεὲ τοῦ ἐλέους, ἢ ὁ τελῶν ἐνταῦθα τὰς ἐντολάς σου εἰς ἄλλην προωρίσθη νὰ μειδιάσῃ ζωήν;…

Ἀκατανόητον τὸ αἴνιγμα τοῦ θανάτου! Τείνω τὸ βλέμμα ἔνδακρυ εἰς τὴν περγαμηνὴν τῶν ἀστέρων, ἀλλ’ εἰς τὸ σύμπλεγμα κόσμων τόσων δὲν συλλαβίζω τὴν λύσιν τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου· τείνω τὰς ἀκοὰς εἰς τὴν διάλεκτον τῶν ἀνέμων, ἀλλ’ ἡ ψυχὴ κἀμμία δὲν μὲ λαλεῖ, ἢ θρῆνος ὀλολύζων μὲ καταπλήττει· κλίνω προσεκτικὸς εἰς τοὺς τάφους, πλὴν μόνης τῆς καρδίας αἰσθάνομαι τὴν ἠχὼ ἢ τὸν τρυγμὸν ἐντόμου ὅπερ διέρχεται φρίσσον!

Ὡραῖος εἶσαι καὶ νεκρὸς, ἐρατεινή μου φιλία, καὶ μὲ μαγεύει ἡ χλωμὴ αὕτη καὶ ἀνυπόκριτος ὄψις σου. Ἦσο γλυκὺς εἰς τὴν ζωὴν ὡς τὸ μειδίαμα ἀγνοῦ βρέφους, ἀθῷος ὡς ὁ στεναγμὸς πτηνοῦ κοιμωμένου, ἀμόλυντος ὡς ἡ πνοὴ παρθενικοῦ ἄνθους. Πλὴν εἶσαι Σὺ, σὺ εἶσαι, καὶ σιωπᾶς πλησίον μου ἔτι; Σὺ, ζηλευμένε μου καὶ πολυθρήνητε Ζαλοκώ-