ΚΡΑΤΗ. | Πληθυσμός. | Ἔκτασις τόπου εἰς χιλιάμετρα. | Πρωτεύουσαι. | |
μεταφορὰ | 41,836,000 | 638,096 | ||
26 | Οὐαλδέκης. | 60,000 | 1,201 | Κορβάχη. |
27 | Ῥεύσσης Κρεΐζης. | 35,000 | 374 | Κρεΐζη. |
28 | Ῥεύσσης Σχλεΐζης. | 77,000 | 1,139 | Σχλεΐζη |
29 | Λίππης Δεμόλδης. | 105,000 | 1,139 | Δεμόλδη. |
30 | Λίππης Σχαουμβούργου. | 30,000 | 538 | Βυκεβοῦργον |
31 | Ἔσσης Χομβούργου. | 25,000 | 427 | Χομβοῦργον. |
Ἐλεύθεραι πόλεις | ||||
32 | Φραγκφούρτη ἐπὶ τοῦ Μάϊνος. |
73,000 | 237 | |
33 | Λυβέκη. | 55,000 | 302 | |
34 | Βρέμη. | 79,000 | 175 | |
35 | Ἀμβούργη. | 188,000 | 391 | |
42,062,000 | 644,034 |
Σημ. Ἀπὸ 40 ἀριθμούμενα τὰ Κράτη ταῦτα πρότερον (ἴδε τὴν πρὸ ταύτης ἔκδοσιν σελ. 142) κατήντησαν νῦν εἰς 35· διότι τὰ δύο Πριγγιπάτα Ὁχενζολέρνου Ἐχιγγένης καὶ Ὁχενζολέρνου Σιγμαριγγένης παρεχωρήθησαν ἐσχάτως εἰς τὸν βασιλέα τῆς Πρωσσίας· τὸ δὲ τῆς Ῥεύσσης Λοβενστεΐνου συνεχωνεύθη μὲ τὸ τῆς Ῥεύσσης Σχλεΐζης, καθὼς καὶ τὸ Δουκάτον Ἀνάλτου Δεσαυΐας μὲ τὸ τοῦ Ἀνάλτου Καιθήνου· ἡ δὲ αὐθεντία Κνιφωσένης προσετέθη εἰς τὸ μέγα Δουκάτον τοῦ Ὁλδεμβούργου.
Πρὸς λεπτομερεστέραν περιγραφήν, ἀρχίζοντες ἐκ Δυσμῶν ἀπὸ τὰ μεσημβρινὰ Κράτη, τὰ δευτερεύοντα εἰς τὴν Συμμαχίαν, θέλομεν διέλθῃ τὰ κυριώτερα ἐξ αὐτῶν, καθὼς καὶ τὰ πρωτεύοντα.
371. Τὸ Μέγα δουκάτον τῆς Βάδης, κείμενον μεταξὺ Γαλλίας καὶ Ἑλβετίας, καὶ κατὰ μῆκος τοῦ Ῥήνου, δι’ οὗ χωρίζεται ἐκ τῶν εἰρημένων ἐπικρατειῶν, περιέχει πόλ:—τὴν Φριβούργην, (ἢ Φρεϊβούργην κάτ. 15 χιλ.) ἐπίσημον διὰ τὰ διδακτικὰ αὐτῆς καταστήματα καὶ τὴν βιβλιοθήκην.—Τὴν Βάδην (κάτ. 4 χιλ.) ὀνομαστὴν διὰ τὰ θειώδη θερμὰ λουτρά της, διὰ τὰ ὁποῖα πολλάκις συνέρχονται εἰς αὐτὴν ἕως 12 χιλ: ξένων κατ’ ἔτος. — Τὴν Δουρλάχην (κάτ. 4 χιλ.) καὶ πλησίον ταύτης τὴν Καρλοσρούην (κάτ. 24 χιλ.) τὴν καθέδραν τοῦ Μεγάλου Δουκός. — Εἰς τὰ Βόρ: μέρη ἡ Ἐϊλδεβέργη ἐπὶ τοῦ Νέκαρος ποτ: (κάτ. 13 χἰλ.) εἶναι ἐπίσημος διὰ τὸ πανεπιστημεῖόν της. — Μανεΐμη, ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ ποτ: συμβάλλοντος μὲ τὸν Ῥῆνον (κάτ. 24 χιλ.) εἶναι καὶ αὐτὴ μία τῶν καλλίστων Γερμανικῶν πόλεων, καὶ ἡ δευτέρα καθέδρα τοῦ Μεγ: Δουκός. — Τὰ ὄρη αὐτοῦ τοῦ τόπου, λεγόμενα Ἄλπεις Σουαβικαὶ, εἶναι σκεπασμένα ἀπὸ μεγαλώτατα δάση, ἐν οἷς καὶ τὸ ὀνομαστὸν Μαῦρον δάσος (Ἑρκύννιον 322)· ἔχει δὲ καὶ ἀμπελῶνας καὶ βοσκὰς ὁ τόπος, καὶ μεταλλεῖα σιδήρου, χαλκοῦ καὶ ἀργύρου, καὶ θερμὰ λουτρὰ ἰαματικά· παράγει δὲ καὶ λινάριον, καννάβιον, ταβάκον καὶ γεώμηλα.