Οὗτος ὁ πρωτομάρτυς τῆς ἐπαναστάσεώς μας ἦτον υἱὸς τοῦ περιφήμου Γιαννιᾶ ἀπὸ τὴν Προστοβίτσαν, ὅστις ἦτο κλέφτης πρὸ τῆς ἐπαναστάσεως, καὶ πολλοὺς Τούρκους ἔστειλεν εἰς τὸν κάτω κόσμον, ἀλλ’ αὐτοὶ δὲν ἐσώνοντο. Ἐλθούσης δὲ τῆς ἐπαναστάσεως, ὁ υἱὸς ἐμιμήθη τὸν πατέρα, καὶ πολὺ ἐζάλισε τοὺς Λαλαίους Τούρκους μαχόμενος κατ’ αὐτῶν. Εἰς ὅλας δὲ τὰς μάχας ἔδειξεν ἀνδρείαν μεγάλην καὶ πολεμικὴν φρόνησιν. Ἀλλ’ ἐπὶ τέλους ἔμπλεξεν εἰς ἕνα πόλεμον μὲ τοὺς Λαλαίους, ἐκλείσθη μὲ ὀλίγους συντρόφους εἰς ἕνα ἐρημοκλησάκι κατὰ τὸ χωρίον Κάψα τῆς Ἠλείας, καὶ πολλοὺς Τούρκους ἐσκότωσεν ἕως ὅτου ἔσωσε τὰ πολεμοφόδια. Τότε οἱ Τοῦρκοι τοῦ ἐπρότειναν νὰ παραδοθῇ, ἀλλ’ αὐτὸς ἀρνήθη, καὶ μετὰ ταῦτα Τοῦρκοι καὶ Ἕλληνες ἐλιανίσθησαν μὲ τὰ σπαθία. Τὸ δὲ ὄνομα τοῦ Γεωργίου Γιαννιᾶ διὰ τὴν παληκαριάν του ἐγράφη εἰς τὴν στήλην τῆς ἀθανασίας. Ὁ λαὸς δὲ ὁ ποιητὴς ὕμνησε τὴν μάχην ταύτην καὶ τὸν θάνατόν του διὰ τοῦ ἑξῆς ἡρωϊκοῦ ποιήματος.
Πολλαῖς μανούλαις θλίβονται κι’ οὕλαις παρηγοριῶναι·
Τοῦ Γιώργ’ ἡ μάνα θλίβεται, παρηγοριὰ δὲν ἔχει,
Στὸ παραθύρι κάθεται, τοὺς κάμπους ἀγναντεύει,
Τὰ ῥιζοβούνια τ’ Ὠλονοῦ βλέπει σκοτιδιασμένα·
Μὴν ἀπ’ τὰ χιόνια τὰ πολλὰ, μὴν ἀπὸ τὸ χειμῶνα;
Μητ’ ἀπ’ τὰ χιόνια τὰ πολλὰ, μητ’ ἀπὸ τὸν χειμῶνα,
Τὸν μαῦρο Γιώργη ἔκλεισαν οἱ ἄπιστοι Λαλαῖοι.
Αὐτοὶ δὲν ἦσαν λιγοστοὶ, ἦσαν δύο, τρεῖς χιλιάδες,