Σελίδα:Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Υπό Ε. Δ. Ροϊδου.djvu/24

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.
— 24 —

ταίας ἐπιστολῆς του τὴν ἀνάγνωσιν καὶ τὴν παραβολὴν πρὸς ὁμοίαν εἰκόνα ἐν τῷ «Κανάρῃ» τοῦ ἀπομονωθέντος σήμερον Παράσχου:

Βλαχάβα ποιὸς σ’ ἐγέννησε, ποιὰ μάνα, ποιὸς πατέρας;
Ὁ Ὄλυμπος ἀγάπησε τὴν ὤμορφη τὴν Ὄσσα....
Μιὰ νύχτα ἦταν ἄνοιξη, χαρὰ Θεοῦ γαλήνη....
Κρυφομιλοῦνε τὰ βουνὰ, ὁλονυχτῇς ρωτιῶνται.
Καὶ σὰν ἐβγῆκε ὁ Αὐγερινὸς κι’ ἀρχίσανε τὰ ῥόδα
Νὰ ξεφυτρώνουν τῆς αὐγῆς ψιλὰ στὰ κορφοβούνια,
Ὁ Ὄλυμπος ἐκύτταξε τὴν ὤμορφη τὴν Ὄσσα,
Τὴν εἶδε ποῦ κοκκίνιζε σὰν ντροπαλὴ παρθένο,
Καὶ γέρνει, γέρνει τὴν κορφὴ καὶ τὴ φιλεῖ ’ς τὸ στόμα,
Κι’ εὐθὺς μ’ ἐκεῖνο τὸ φιλὶ ποὖναι ζωὴ καὶ φλόγα·
Ἀνάφτουν, ζωντανεύουνε τῆς νειόνυφης τὰ σπλάγχνα,
Καὶ δὲν ἐπέρασε καιρὸς, χρόνοι πολλοὶ καὶ μῆνες
Π’ ἀκούστηκε σὰ μιὰ βοὴ μὲς τ’ Ἄγραφα τὸν Πίνδο
Τ’ ἀρματωλοῦ τὸ πάτημα τοῦ φοβεροῦ Βλαχάβα.

Οὐδόλως ἀρνούμενοι τὸν ἰδιόῤῥυθμον ῥωμαντισμὸν τῆς ἀνωτέρω ὀπτασίας, ὁμολογοῦμεν ἐν τούτοις ὅτι πολὺ μᾶλλον τῶν τοιούτων ἀχαλινώτων πτερυγισμάτων ἀρέσκουσιν ἡμῖν παρὰ Βαλαωρίτῃ οἱ εὐάριθμοι ἐκεῖνοι στίχοι, περὶ ὧν ἐπιτρέπεται τῷ τεχνοκρίτῃ νὰ διστάζῃ, ἂν εἰς τὴν ῥωμαντικὴν πρέπει ἢ τὴν κλασικὴν κειμηλιοθήκην νὰ τοὺς ἀποθέσῃ. Προκειμένου δὲ καὶ μεταξὺ τούτων νὰ ἐκλέξωμεν, ἠθέλομεν προτι-