Σελίδα:Αθηναΐς Α αρ. 9.djvu/7

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
71
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

μεγάλου λίθου ἐξέχοντος τοῦ τοίχου, ὡς ἐφ’ ἵππου, ἀναμένων.

Ἤμην εἰς τὴν αὐτὴν θὲσιν, ὅτε μετ’ ὀλίγον ἤκουσά τινα νὰ ξύῃ πρὸς τὸ ἄλλο μέρος τοῦ τοίχου. Δὲν ἐξεπλάγην διόλου· ὁ θροῦς ἦτο πρὸς τὸ μέρος τῶν τάφων· ἀλλ’ ἐν τούτοις ἐπέστησα καὶ ἐκεῖ τὴν προσοχήν μου· ὁ καιρός μου δὲν μοὶ ἐκόστιζε πολύ. Μοὶ ἐφάνη ὅτι ἤκουσα τὴν φωνὴν τῆς Αἰκατερίνης, κλαιούσης μᾶλλον ἢ ὁμιλούσης… καὶ ἦτο αὕτη. Ἔθεσα τὸ οὖς μου εἰς τὸν τοῖχον καὶ ἠκροάσθην τῶν ἐξῆς.

«Προσφιλεστάτη μου μῆτερ! (εὑρίσκετο ἐπὶ τοῦ τάφου τῆς μητρός μας) συγχώρησον με παρακαλῶ, διότι δὲν γνωρίζω νὰ ἀναθρέψω κάλλιον τὸν Ῥοβέρτον. Δὲν εἶναι λάθος μου· μετέρχομαι πᾶν μέσον ὅπως καταστῶ παρ’ αὐτῷ ἀξιαγάπητος καὶ ἀξιοσέβαστος, ἀλλ’ αὐτὸς δὲν μὲ ὑπακούει· δὲν θέλει, νὰ μανθάνῃ. Σὲ ἱκετεύω, μῆτερ μου, ὁμίλησον περὶ αὐτοῦ εἰς τὸν πανάγαθον Θεὸν, ὅπως μετατρέψῃ εἰς το καλὸν τοὺς λογισμούς του. Πόσον λυποῦμαι νὰ τὸν βλέπω ὀκνηρόν! Προσφιλής μου μῆτερ, παρακάλει τὸν Θεὸν δι’ ἐμὲ καὶ δι’ αὐτόν».

Ἡ δυστυχὴς Αἰκατερίνη εἰς οὐδένα ἄλλον ἐποίει γνωστὰ τὰ δι’ ἐμὲ παράπονά της εἰμὴ εἰς τὴν φιλτάτην σκιάν! Ἡ σαύρα ἐν τούτοις ἐννοήσασα ὅτι δὲν ἐσυλλογιζόμην πλέον περὶ αὐτῆς, ἐξῆλθε τῆς κρύπτης της καὶ ἀνεχώρησε. Τὴν εἶδον, ἀλλὰ δὲν τὴν κατεδίωξα· ἐνησχολοῦμην μᾶλλον νὰ καταπραΰνω τοὺς λυγμούς μου· δὲν ἤθελον νὰ ἐννοήσῃ ἡ ἀδελφή μου ὅτι ἤμην ἐκεῖ. Ἐν τούτοις ἔκλαιον, ἐξ ὅλης μου καρδίας μετανοῶν καὶ καταθλιβόμενος. ᾘσθανόμην ἐμαυτὸν, ναὶ ᾐσθανόμην ἐμαυτὸν ζητοῦντα νὰ μεταβληθῶ γινόμενος ὁ ὑπογραμμὸς τοῦ σχολείου. Ἐπεθύμουν νὰ ῥιφθῶ ἀμέσως εἰς τον τράχηλον τῆς φιλτάτης μου Αἰκατερίνης ὑποσχόμενος αὐτῇ … ἀλλ’ ἴσως μὴ ἦτο δύσκολος ἡ μάθησις! Καὶ πάλιν ἂν ἀπετύγχανον· κάλλιον ἦτο νὰ προσπαθῶ χωρὶς νὰ εἴπω τι. Ἄλλως τε τοσάκις τῇ ὑπεσχέθην τόσα ὥστε πιθανὸν δὲν ἤθελε μὲ πιστεύσει. Προτιμότερον ἐξ ἅπαντος ἦν νὰ σιωπῶ. Ναὶ τοῦτο ἔπραξα.

Ἡ ζωή μου ὑπῆρξε φορτικὴ δι’ ἐμὲ τὸν ἑπόμενον μῆνα. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ διορθωθῇ τις ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ, καὶ μόλις μετὰ κόπου κατώρθωσα νὰ καταστῶ ἀνεκτὸς ἐν διαστήματι μηνός. Πλὴν ὁ διδάσκαλος διέκρινε τὰς προσπαθείας μου, διότι τὴν ἡμέραν τῆς διανομῆς τῶν βαθμολογίων, ἐμειδία ἐγχειρίζων μοι τὸ τρομερὸν φύλλον τοῦ χάρτου καὶ τὸ μειδίαμα ἐκεῖνο μοὶ ἔδιδε χρηστὰς ἐλπίδας. «Εἶμαι βέβαιος ὅτι τὸ βαθμολόγιόν μου εἷναι καλὰ», εἷπον κατ’ ἐμαυτὸν ἐπιστρέφων ἐκ τοῦ σχολείου καλπάζων «Ὑπάγω νὰ τῆς τὸ δώσω πρὶν τὸ ζητήσῃ αὕτη· ἀλλ’ ἔτι τερπνότερον εἶναι νὰ βλέπω τὴν μορφὴν της μεταβαλλομένην καθ’ ὅσον τὸ ἀναγινώσκει». Οὕτω σκεπτόμενος ἠνέωξα τὴν θύραν.

«Τὸ βαθμολόγιόν σου; ἑρωτῇ ἡ Αἰκατερίνη. Δὲν ἦτο μακρὰν, τὸ ἐκράτουν μεταξὺ τῶν δύο μου δακτύλων.

Τὸ ἔλαβεν· ἡνέωξε τὸ περικάλυμμα καὶ ἤρξατο διὰ σκυθρωποῦ ὕφους νὰ ἀναγινώσκη «Διαγωγή…πῶς; διαγωγὴ καλή! προσοχὴ … ἀρκούντως σύντονος! μαθήματα, ἐπιμελῶς ἐγνωσμένα! Ῥοβέρτε, προσφιλές μοι Ῥοβέρτε! Εἶναι δυνατόν; εἶν’ ἀληθές;» Ἔκλαιεν ἀπὸ χαρᾶς· ἐκτείνουσά μοι τοὺς βραχίονας. Ἐπήδησα εἰς τὸν τράχηλόν της καὶ τὴν ἠσπάσθην εὐτυχής. Ἀγνοῶ ἂν θὰ εὑρεθῶ ἐκ δευτέρου εἰς τοιαύτην θάλασσαν εὐτυχίας.

Ἴδε σελ. 67.)

Ἔλαβον κατόπιν τὸ βαθμολόγιον καὶ ἀπετελειώσαμεν ὁμοῦ τὴν ἀνάγνωσιν αὐτοῦ «Καθήκοντα ἐπιμελῆ· μεγάλη πρόοδος· παῖς τέλος ἄξιος νὰ ἀποβῇ καλὸς μαθητὴς».

Ἡ μικρὰ Μαρία μὲ παρετήρει, ὡς παρατηρεῖ τις ἔκτακτον τι.

Εἶπον τὰ πάντα εἰς τὴν Αἰκατερίνην, ἤθελον νὰ γινώσκῃ αὕτη τὸ αἴτιον τῆς μεταβολῆς μου, ἐν ᾧ αὕτη μὲ ἐνηγκαλίζετο ἐξ ὀνόματός της καὶ τῆς μητρός μου. Καὶ τὸ ἑσπέρας μετὰ τὴν προσευχήν μας ηὐχαριστήσαμεν ἀμφότεροι ἐκείνην ἥτις ὡμίλησε περὶ ἐμοῦ εἰς τὸν Θεόν.

Ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης κατέστην καλὸς μαθητής·