Σελίδα:Αθηναΐς Α αρ. 9.djvu/5

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
69
ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

ἐνόμιζον ὄντως ὅτι δὲν ζῶ ἂν ἔμενον ἥσυχος· ἐν ᾧ ἡ μήτηρ, ὑπερήφανος διὰ τὸν παῖδα της, ἐθαύμαζε πᾶν ὅ,τι ἔπραττον καὶ μάλιστα ὅτε ἔβλεπεν ἑαυτὴν ὑποχρεωμένην νὰ μὲ ἐπιπλήττῃ. Ἐκ τῶν συνεσταλμένων ἐπιπλήξεών της ἐνόμιζον ὅτι ἔλεγε καθ’ ἑαυτήν. «Εἷναι καλός! ἰσχυρός! ἔχει πνεῦμα! δὲν ζῇ ἢ διὰ νὰ ἐφευρίσκει!» Καὶ τοῦτο κατέστρεφε πᾶσαν συνέπειαν τῆς ἐπιπλήξεως.

Τὴν ἠγάπων ἐν τούτοις ὡς ἠγάπων καὶ τὴν Αἰκατερίνην καὶ τὴν Μαρίαν, μὲ μόνην τὴν διαφορὰν ὅτι εὐηρεστούμην, τὴν μὲν πρώτην νὰ κάμνω νὰ μαίνηται, τῆς δὲ δευτέρας νὰ συντρίβω ὅσα τυχὸν νευρόσπαστα τῇ ἐδώρουν. Ὅσον ἀφορᾷ τὸν πατέρα μου, δὲν εἶχον αἰτίαν νὰ τὸν φοβοῦμαι διότι δὲν ἦτο ποτὲ εἰς τὴν οἰκίαν· ἡ τοῦ ξυλοκόπου καὶ ξυλεμπόρου τέχνη του, τὸν παρέσυρε πολλάκις πολλὰς λεύγας ἀπὸ τῆς οἰκίας καὶ δὲν ἦτο σπάνιον νὰ λείπῃ εἰς δάσος τι ἐπὶ μῆνα καὶ πολλάκις καὶ πλέον. Ἐπανερχόμενος ἔφερε διὰ μὲν τὴν οἰκογένειαν χρήματα, δια δὲ τὰ μικρὰ παιδία του δῶρα καὶ λιχνεύματα, ἦτο χαρίης καὶ εὐχαριστημένος διότι μᾶς ἐπανέβλεπεν ὑγιεῖς καὶ διὰ τοῦτο ἡ μήτηρ μου δὲν ἤθελε νὰ διαταράξῃ τὴν χαράν του, μεμψιμοιροῦσα εἰς λογαριασμόν μου. Ἀνεχώρει τὴν ἐπαύριον καὶ ἐγὼ ηὔξανον μετὰ τῶν ἐλαττωμάτων μου.

(Ἴδε σελ. 67).

Ἡ πτωχή μου μήτηρ ἐν τούτοις τὸ ἔβλεπε καὶ τὸ ἐσκέπτετο, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ μὲ διορθώσῃ. Καὶ διὰ τοῦτο ὅτε ἦτο ἑτοιμοθάνατος (ἤμην δὲ ἐγὼ τότε μόλις ἑπταετὴς), εἶπεν εἰς τὴν Αἰκατερίνην, ὀδυρομένην καὶ προσευχομένην ἐπὶ τοῦ προσκεφαλαίου της. «Φρόντιζε διὰ τὰ μικρὰ καὶ πρὸ πάντων διὰ τὸν Ῥοβέρτον· στεῖλέ τον εἰς τὸ σχολεῖον.»

Ὤ! εἰς τὸ σχολεῖον δὲν ἠθέλησα ποτὲ νὰ ὑπάγω. Ἡ ἰδέα τοῦ ὅτι θὰ ἤμην καθήμενος ἐπὶ θρανίου ἐν θαλάμῳ κεκλεισμένῳ, μένων ἐκεῖ ἐπὶ δύο κατὰ συνέχειαν ὥρας, μοὶ ἐπροξένει φρικίασιν. Ἀγνοῶ πῶς μοὶ συνέβη ὅμως νὰ μὴ ἀντισταθῶ εἰς τὴν Αἰκατερίνην, ὅταν λαβοῦσα με ἐκ τῆς χειρὸς, μὲ ἔφερεν εἰς τὸ σχολεῖον δύο μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸν τῆς μητρός μου ἡμέρας. Καὶ ἐπεθύμουν μὲν νὰ δραπετεύσω ὅταν ἡ Αἰκατερίνη ἔτεινε τὴν χεῖρα ὅπως λάβῃ τὸ ῥόπτρον, ἀλλ’ αὕτη εἶχεν οὕτω σοβαρὸν καὶ ἐπιβλητικὸν τὸ ἦθος, ὥστε ᾐσθανόμην ἐπ’ ἐμοῦ τὴν ἰσχυρὰν θέλησίν της καὶ μάλιστα ὅταν, εἰσαγάγουσά με εἰς τὴν θύραν, μοὶ ἀπηύθυνε τὰς ὀλίγας ταύτας λέξεις: «Θὰ προσπαθήσῃς νὰ ἦσαι φρόνιμος καὶ ἐπιμελὴς Ῥοβέρτε;»

Ἔκτοτε ἤρξατο νέα τῆς ζωῆς μου φάσις. Ἤκουον πάντοτε τὰς γυναῖκας τοῦ χωρίου νὰ οἰκτείρωσι τοὺς ὀρφανοὺς καὶ νὰ λέγωσιν, ὅτι πάντα ἦσαν στραβὰ εἴς τινα οἰκίαν, ὅταν ἀνεχώρει ἡ μήτηρ ἐξ αὐτῆς. Ἠρώτων λοιπὸν ἐμαυτὸν μετ’ ἀνησυχίας, καθ’ ἣν ὥραν ὁ διδάσκαλος ἐπραγματεύετο περὶ τῶν εἰκοσι-