Σελίδα:Αθηναΐς Α αρ. 5.djvu/1

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.


 ΕΤΟΣ Α΄.ΑΡΙΘ. 5. 
ΑΘΗΝΑΙ.—ΜΑΪΟΣ 1876.


ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ
ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΕΚΑΣΤΟΝ ΦΥΛΛΟΝ
ΠΡΟΠΛΗΡΩΤΕΑ ΤΙΜΑΤΑΙ

Ἐν Ἑλλάδι....................................................................................................................................................................................................................................................Δρ. 2.—

ΕΚΔΙΔΟΤΑΙ ΑΠΑΞ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ

Λεπτῶν....................................................................................................................................................................................................................................................20

Ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ....................................................................................................................................................................................................................................................0»0 2.50

261—ΓΡΑΦΕΙΟΝ ΟΔ. ΕΡΜΟΥ—261



ΦΙΛΑΥΤΙΑ, ΦΙΛΑΡΓΥΡΙΑ.

Τὸ ὄνομα φιλαυτία δὲν ἀρκεῖ ὅπως μᾶς δώσει νὰ ἐννοήσωμεν τὴν φύσιν αὐτῆς. Πρέπει νὰ ἐξακριβώσωμεν καὶ ἄλλας ἰδιότητας ὅπως λάβωμεν ἀκριβῆ ἰδέαν. Ὁ φίλαυτος οὐ μόνον ἀγαπᾷ ἑαυτὸν, ἀλλὰ δὲν ἀγαπᾷ ἢ ἑαυτὸν καὶ ὅ,τι ὠφελεῖ αὐτόν. Ἀγαπᾷ εἶναι βέβαιον πᾶν εἶδος ἀναπαύσεων τιμῶν ἡδονῶν ἀλλὰ δὲν ἀγάπᾳ αὐτὰς ἂν μὴ ἀφορῶσιν αὐτὸν μόνον. Καὶ ταῦτα μὲν ὁ φίλαυτος· εἶδος δὲ φιλαυτίας κέκτηται καὶ ὁ φιλάργυρος. Πλὴν οὗτος δεν ἀγαπᾷ τὰ χρήματα δι’ ἑαυτὸν μόνον· τουτέστιν ὅπως μεταχειρίζηται αὐτὰ ἔστω καὶ ἐν ἡδοναῖς, ἀλλ’ ἀγαπᾷ μόνον τὸν χρυσὸν καθ’ ἑαυτὸν ὅπως βλέπει αὐτὸν πολλαπλασιαζόμενον ὅσῳ πολλαπλασιάζεται. Ἡ φιλαργυρία τὸν ἀποκτηνώνει. Πρὸ τῆς φιλαργυρίας καὶ τὸ ἱερώτερον αἴσθημά τὸν οἰκογενειακὸν δεσμὸν καταπατεῖ. Ἴδετέ τον κωφὸς εἰς τοὺς πόνους τῆς συζύγου του τυφλὸς εἰς τὸ πάθος του μὴ βλέπων τὴν θλίψιν τοῦ ἀθώου πλάσματος ποδοπατεῖ αὐτὸ καὶ ὁρμᾷ ὡς λυσσῶν ἐπὶ τοῦ χρυσοῦ νομίζων ὅτι αὐτὸς εἶναι ἡ μόνη του εὐτυχία. Θησαυρίζει· τὸ κιβώτιον ἐξεχείλισε αἱ χεῖρες του δὲν δύνανται πλέον νὰ βαστάσωσι τὸ βάρος, ἀλλ’ αὐτὸς ἐξακολουθεῖ θησαυρίζων. Ὁ φιλάργυρος εἶναι τι χεῖρον τοῦ χαρτοπαίκτου ὅστις παίζει τὸ πᾶν παίζει τὴν σύζυγόν του αὐτήν· εἶναι τι χεῖρον τοῦ μεθύσου ὅστις ἐν τῇ μέθῃ του φονεύει τὸν υἱόν του. Ἡ φιλαργυρία εἶναι ἔγκληγα· εἶναι μάχαιρα στρεφομένη κατ’ αὐτοῦ τοῦ ἐγκληματοῦντος. Ἴδετε τὸν μὲν θνήσκοντα ἐπὶ τοῦ σωροῦ τοῦ χρυσίου του, ἕτερον κρατοῦντα ἐν τῇ κλίνῃ τοῦ θανάτου τὰς κλεῖδας τοῦ θησαυροφυλακείου του νομίζων ὁ δίστηνος ὅτι θὰ λάβῃ μεθ’ ἑαυτοῦ τὸ ἀντικείμενον τοῦτο τῆς ἀφοσιώσεώς του· ἀλλ’ ἀλλοίμονον τὰ πάντα μετὰ τοῦ σώματός του μένουσιν ἐν τῇ γῇ. Μόνον τὸ πνεῦμα του φέρον ἐν ἑαυτῷ τὸ μέτρον τῶν ἀγαθῶν ἢ κακῶν πράξεών του φέρει μεθ’ ἑαυτοῦ πρὸ τοῦ κρίτου του. Ὁ Ἰούδας πετῶν τὰ τριάκοντα ἀργύρια ἀνθ’ ὧν χάριν τῆς φιλαργυρίας του ἐπώλησε τὸν διδάσκαλόν του, εἰς ὃν συνεκεντροῦτο ἅπαν τὸ φίλτρον τῶν μαθητῶν του ἀπέρχεται ὅπως κρεμασθῇ εἰς συκῆν διότι ᾐσθάνθη μὲν τὸ μέγεθος τοῦ ἐγκλήματός του ἀλλὰ δέν εἶχε τὸ θάῤῥος νὰ ζητήσῃ τὴν συγχώρησιν, διότι εἰς αὐτὸ προσετίθετο καὶ ὁ ἐγωϊσμός. Ὁ Ἀνανίας ἕνεκα τῆς φιλαργυρίας ψευσθεὶς εἰς τὸ ἅγιον Πνεῦμα, πίπτει κεραυνόπληκτος. Τῷ φιλαργύρῳ ὅλα τὰ κακὰ συγγενῆ· ἀλλὰ τί λέγω; τί προσθέσω εἰς τοὺς λόγους τοῦ θείου ῥήτορος Παύλου λέγοντος,

«Ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετ’ αὐταρκείας· οὐδὲν γὰρ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον δῆλον ὅτι οὕτε ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα..... Οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβερὰς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν. Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἔστιν ἡ φιλαργυρία».


ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΟΥΑΣΙΓΚΤΩΝ

(Συνέχεια ἴδε ἀριθ. 4 καὶ τέλος).

Μικρὸν ἀνωτέρω εἴδομεν τὸν Γεώργιον, ὑπείκοντα τῇ θείᾳ τῆς πατρίδος φωνῇ, καὶ πολεμοῦντα μετὰ τῶν συμπατριωτῶν αὐτοῦ κατὰ Γάλλων καὶ Ἰνδῶν,