Σελίδα:Αθηναΐς Α αρ. 3.pdf/1

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.


 Ετοσ Α΄.Αριθ. 3 
Αθηναι 1 Μαρτιου 1876

ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ
ΕΤΗΣΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΕΚΑΣΤΟΝ ΦΥΛΛΟΝ
ΠΡΟΠΛΗΡΩΤΕΑ ΤΙΜΑΤΑΙ

Ἐν Ἑλλάδι....................................................................................................................................................................................................................................................Δρ. ν. 3

ΕΚΔΙΔΟΤΑΙ ΑΠΑΞ ΤΟΥ ΜΗΝΟΣ

Λεπτῶν....................................................................................................................................................................................................................................................15

Ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ....................................................................................................................................................................................................................................................00 3.50

29—Γραφεῖον ὁδ. Βουλῆς—29

ΓΝΩΣΤΟΠΟΙΗΣΙΣ

Παρακαλοῦνται οἱ μὴ πληρώσαντες τὴν συνδρομήν των κύριοι συνδρομηταὶ νὰ ἑξοφλήσωσιν αὐτὴν, διότι εἰς οὐδένα μὴ πληρώσαντα θέλει πεμφθῇ τὸ 4ον φύλλον. Ταῦτα ὅπως λείψῃ πᾶν παράπονον.


Η ΝΕΟΤΗΣ

(Ἴδε σελ. 20)

Ἡ ζωὴ εἶναι ὁδὸς τραχεῖα καὶ ἀνωφερὴς, ὑψουμένη πρὸς τὸν οὐρανὸν διὰ μέσου κρημνῶν ἀποτόμων καὶ παρέχουσα λαμπρὰς σκηνογραφίας, εἰς τὰς ἀῤῥενωπὰς προσβολὰς τῶν ὁποίων δὲν ἀντέχουσιν ὅλαι ἐπίσης αἱ ψυχαί. Ἡ νεότης μένει κεκμηκυῖα εἰς τὰς ῥίζας τοῦ κριμνοῦ. Μήπως ἐδελεάσθη ὑπὸ ἄνθους τινος θάλλοντος παρὰ τὸ χεῖλος τοῦ βαράθρου; ἢ μὴ κατελήφθη ὑπὸ κενοῦ ἔρωτος πρὸς τὴν κυανῆν ὀθόνην, ἣν ἐκτυλίσσει ἡ λίμνη εἰς τὸ βάθος τῆς στενῆς ταύτης φάραγγος; Ἐν ᾧ ὁ νεανίας ἀποθαυμάζει τὰ τόσα κάλλη, δι' ὧν ἡ φύσις ἠθέλησε νὰ κοσμήσῃ τὸ μονότονον ἀναχωρητήριόν του καταλαμβάνεται αἴφνης ὑπὸ ἀνίας, ἥτις, καταβάλλουσα κατὰ σμικρὸν τὰς αἰσθήσεις του, καταβάλλει ἐπὶ τέλους καὶ αὐτὴν τὴν ψυχήν του. Λησμονεῖ τὸ ἐπιδιωκόμενον τέρμα διότι πιθανὸν ἀπεγοητεύθη ἐκ τῆς τραχύτητος τῆς ὁδοῦ. Ἀποστρέφει τὰ βλέμματά του, κάθηται παρὰ τὸ χεῖλος τῆς ὁδοῦ καὶ κλίνων τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τοῦ στήθους παραδίδοται εἰς ἀποθάῤῥυνσιν.

Ὁ ἀνὴρ, ὃν μικροτέρα πεῖρα ἐνίσχυσε κατὰ τῆς ἀπάτης καὶ τῶν ἀνιῶν τῆς ζωῆς, πλησιάζει τὸν νεανίαν· ἔχει περιεζωσμένην τὴν ὀσφῦν του ὡς ἐν ὁδοιπορίᾳ· ἀντιμετωπίζει μεγαλοπρεπῶς τὸν ἄνεμον τῶν ὁρέων, ὅστις παίζει μὲ τὰ ἐνδύματά του ὡς μὲ ὡραῖον πέπλον. Ὀρθὸς πρὸ τοῦ νεανίου, εὐθὺς καὶ σταθερὸς ἐκτείνει αὐτῷ τὴν χεῖρά του, καὶ διὰ τῆς ἄλλης τῷ δεικνύει τὸ ὕψος τῆς ὁδοῦ, λέγων αὐτῷ: Ἐμπρὸς, νεανία, ὀφείλεις νὰ μᾶς ἀκολουθήσεις. Ἐγνωρίσαμεν ὡς σὺ, θλίψεις καὶ δάκρυα. Ἐν τῇ ἀρχὴ τοῦ βίου νομίζεις, ὅτι ἡ ψυχὴ μεμεθυσμένη ἔτι ἐκ τῶν ἀρωμάτων τῆς διαμονῆς, ἣν ἐγκατέλειψε δὲν δύναται νὰ συνειθίσῃ εἰς τὸν νέον τοῦτον τῆς γῆς, εἰς ἣν ἐγεννήθη, ἀέρα. Μᾶλλον ἔξῳκειωμένη πρὸς τὴν μυστηριώδη ὕπαρξιν ἀφ’ ἧς ἀνεχώρησεν, ἢ πρὸς ἐκείνην, ἧς μέρος ἀποτελεῖ, λέγει ὅτι καταβεβλημένη ὑπὸ πικρᾶς θλίψεως ἐπιθυμεῖ νὰ στρέψῃ τὰ νῶτα, ζητοῦσα νὰ ἀνοιγῶσιν αὐτῇ ἐκ νέου αἱ πύλαι ὧν πρὸ μικροῦ ἐξῆλθε καὶ ἀρνουμένῃ νὴ ὑπακούσῃ εἰς τὸ κοινὸν πεπρωμένον ὅπερ ὠθεῖ αὐτὴν νὰ διέλθῃ ἐπὶ χρόνον διὰ τῆς μακρᾶς ὁδοῦ τῶν θλίψεων καὶ τῶν πόνων.

Ὅταν δὲ φθάσῃ εἰς τὸ μέσον τῆς ὁδοῦ ἐξίσου ἀπομεμακρυσμένη τοῦ σημείου, ὅθεν ἀνεχώρησε, καὶ ἐκείνου πρὸς ὃ ζητεῖ νὰ φθάσῃ τότε μόνον δύναται νὰ κρίνῃ ὀρθῶς περὶ τῶν δύο τοῦ βίου τερμάτων καὶ περὶ τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ, ὅστις μᾶς ἀναγκάζει νὰ ἐπιστρέψωμεν πρὸς αὐτὸν διὰ τῆς σκολιᾶς ταύτης ἀτραποῦ, ἐν ᾖ βαδίζεις καὶ ἣν θέλεις κατόπιν ἀγαπήσει τόσον.

Ἐμπρὸς νεανία! ἔγειρον τὴν κεφαλήν σου σπόγγισον τὰ δάκρυα ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν σου· μάτην ῥέουσι ἐπὶ τῶν χόρτων τῆς ὁδοῦ· μάτην μίγνυνται τοῖς διαυγέσι κύμασι τῆς λίμνης. Πρὸς ἀνάψυξιν τῶν ἀνθέων καὶ διατήρησιν τῶν πηγῶν ὁ Θεὸς καταπέμπει ἡμῖν τὰ διαυγῆ τοῦ οὐρανοῦ νάματα. Ἡ ἐκ τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ ἀνθρώπου ῥέουσα δρόσος εἶναι πικρά· φέρει ἅλας δριμύ· εἶναι μεμιγμένη τῇ χολῇ τῶν θορυβοδεστέρων παθῶν μας, καὶ δὲν πραΰνει ἢ τὸ πῦρ,