Σελίδα:Αθηναΐς Α αρ. 12.djvu/9

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
101
ΑΘΗΝΑΪΣ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ.

νον· ὅτε δὲ ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ, ἰδοῦσα ὅτι δὲν εἶχεν ὑποκάμισον, ἠγρύπνησε καθ’ ὅλην τὴν νύκτα καὶ τῷ κατεστεύασεν ἓν διὰ συντόνου ἐργασίας· τὴν πρωΐαν τὸ ἔφερεν εἰς αὐτὸν, παρακαλοῦσα νὰ μὴ περιφρονήσῃ τὸ πενιχρὸν δῶρον της. Μετὰ τὸ πρόγευμα, συνώδευσεν αὐτὸν ἐπὶ ὀλίγον διάστημα, ἀναχωρούσης δ’ αὐτῆς ὁ Φόχη εἶπεν. «Εἴθε τὸ πρῶτον ἔργον ὅπερ ἐπιχειρήσῃς νὰ διαρκέσῃ μέχρι τῆς ἑσπέρας.»

Ὅταν ἐπανῆλθεν αὕτη οἴκοι, ἤρχισε νὰ μετρῇ τὰ ἀσπρόρρουχα ἵνα ἴδῃ πόσα ἀπέμειναν· ἐμέτρει, ἐμέτρει καὶ οὐδέποτε ἔφθανεν εἰς τὸ τέρμα μέχρι τῆς ἑσπέρας, ὅτε ἡ οἰκία της καὶ ἡ αὐλή της ἐπληρώθησαν ἀσπρορρούχων· δὲν ἐγίνωσκε δὲ τί νὰ κάμῃ τὸν ἄπειρον αὐτῆς πλοῦτον. Ἡ πλουσία γείτων, βλέπουσα τοῦτο, πικρῶς ἐλυπήθη, καὶ ἀπεφάσισε νὰ μὴ ἀφήσῃ νὰ τῇ διαφύγῃ ἄλλοτε τοιαύτη καλοτυχία.

Μετά τινας μῆνας, ὁ ὁδοιπόρος ἦλθε πάλιν εἰς τὴν κώμην· αὕτη μετέβη εἰς ἀπάντησίν του, παρεκίνησεν αὐτὸν νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν οἰκίαν της, παρέθηκεν αὐτῷ τὴν ἀρίστην τροφὴν, τὴν δὲ πρωΐαν τῷ ἔφερε ὑποκάμισον ἐκ λεπτοῦ λινοῦ, ὅπερ εἶχε κατασκευάσει πρό τινος χρόνου· ἀλλὰ καθ’ ὅλην τὴν νύκτα εἶχε λαμπάδα ἀνημμένην ἐν τῷ δωματίῳ της, ἵνα ὁ ξένος, ἐὰν ἐξύπνει, ὑποθέσῃ ὅτι κατεσκεύαζε τὸ ὑποκάμισόν του. Μετὰ το πρόγευμα συνώδευσεν αὐτὸν ἔξω τοῦ χωρίου· ὅτε δὲ ἀπεχωρίσθησαν οὗτος εἶπεν. «Εἴθε ἡ πρώτη ἐργασία ἣν ἐπιχειρήσῃς νὰ διαρκέσῃ μέχρι τῆς ἑσπέρας!»

Ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον της, σκεπτομένη καθ’ ὁδὸν περὶ τῶν ἀσπρορρούχων της, καὶ προϊδεαζομένη τὴν θαυμασίαν αὐτῶν αὔξησιν· ἀλλὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἀκριβῶς αἱ ἀγελάδες της ἤρχισαν νὰ μυκῶνται. «Πρὶν ἢ μετρήσω τ’ ἀσπρόρρουχά μου», εἶπεν αὕτη, «θὰ φέρω εἰς τὰς ἀγελάδας ὀλίγον ὕδωρ». Ἀλλ’ ὅταν ἔχυσε τὸ ὕδωρ εἰς τὴν γορναν, ὁ κάδος της οὐδέποτε ἐκενοῦτο· ἐξηκολοῦθει χύνουσα, ὁ ῥύαξ ηὔξησεν, ταχέως δὲ ἡ οἰκία καὶ ἡ αὐλή της ἦσαν ὑπὸ τὸ ὕδωρ· οἱ γείτονες παρεπονοῦντο ὅτι τὰ πάντα κατεστράφησαν· τὰ κτήνη ἐπνίγησαν καὶ μετὰ δυσκολίας ἔσωσε τὴν ζωήν της, διότι τὸ ὕδωρ οὐδέποτε ἔπαυε χυνόμενον μέχρι τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου.


ΛΥΣΙΣ Ι΄. ΑΙΝΙΓΜΑΤΟΣ.
Ρὶς – Ἔ – Ἔρις.

Ἔλυσεν αὐτὸν ὁ Α. Δ. Μακρόπουλος. Α. Κ. Σιγαλὸς (Σύρου). Παναγιοτίτσα Θεοδώρου, Εὐάγγελος Δ. Καλλιοντζῆς. Ν. Δ. Χρυσαφίδης (Πειραιῶς) Πάν. Ἰωάν. Κατραβᾶς (Ἰθάκη) Καλλιόπη Ἀθανασίου. Λουΐζα Α. Λασκαράτου (Κέρκυρα). Ἐμ. Κ. Γεωργιάδης (Σύρου).

ΛΥΣΙΣ 2. ΓΡΙΦΟΥ.
Ὁ—χρ—χρόνος—τὸ Πὰν—καττα—στ—ρε—φ
ὁ χρόνος τὸ παν καταστρέφει.

Ἔλυσεν αὐτὸν ὁ κ. Δημ. Σ. Πάλλης. Ν. Κ. Φ. (Πειραιῶς) Α. Δ. Μακρόπουλος (Σύρου) Ἀλέξ. Δ. Θέμελης (Σμύρνης), Φάβιος, Ἑλένη Δερέκα, Εὐαγγ. Δ. Καλλιοντζής. Ν. Δ. Χρυσαφίδης (Πειραιῶς) Γ. Παπαδόπουλος. Λουΐζα. Α. Λασκαράτου (Κέρκυρα). Ἐμ. Κ. Γεωργιάδης (Σύρου).


Λύσις τῶν ἐν τῷ 1 ἀριθ. λογοπαιγνίων[1]
ΑΙΝΙΓΜΑ Α΄.
Χιτὼν—Χιών.
ΑΙΝΙΓΜΑ Β΄.
Κωδονοστάσιον—Κώδων.
ΠΑΡΟΙΜΙΑΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ.

1.—Ὑποκλεῖδης ὁ Ἀθηναῖος, ἔχων ἤδη κερδήσει τὴν εὔνοιαν τοῦ Κλεισθένους, ὡς μέλλων σύζυγος τῆς θυγατρός του μεταξὺ ἀπείρων ἄλλων μνηστήρων, ἤρξατο ἐν τῷ πρὸ τοῦ γάμου δοθέντι γεύματι νὰ χορεύῃ ἀναιδῶς ἐφ’ ᾧ ὁ Κλεισθένης εἶπεν αὐτῷ, ὦ παῖ Τισάνδρου ἀπωρχησαό γε μὴν τὸν γάμον. Ὁ δὲ Ἱπποκλείδης ὑπολαβὼν εἶπε. Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ. (Ἡροδοτ, VI 127 — 126). Λέγεται ἐπὶ τῶν διὰ μικρὰν πρόσκαιρον ἡδονὴν περιφρονούντων μέλλοντα ἀγαθά.

2.—Οἱ ὑπηρέται τοῦ Σαοὺλ κατὰ πρῶτον μετεχειρίζοντο περιπαικτικῶς τὴν φράσιν ταύτην (Καὶ Σαοὺλ ἐν προφήταις;) ἔκ τινος περιστάσεως, καθ’ ἣν ὁ κύριός των προσεπάθει νὰ προφητεύσῃ· ἀναλογεῖ δὲ πρὸς τὴν τῶν ἀρχαίων· καὶ κόρκυρος ἐκ λαχάνοις· καὶ πρὸς τὴν κοινὴν. Κι’ ἡ κοσκινοῦ τὸν ἄνδρα της μὲ τοὺς πραμματευτάδαις.

3.—Ποιμήν τις ἀφ’ οὗ κατησώτευσεν ὅλην τὴν εἰς ποίμνια περιουσίαν, ἣν κύριός τις εἶχεν ἐμπιστευθῇ αὐτῷ ἀναχωρῶν, προσέφερεν αὐτῷ ἐπὶ τῇ ἐπανόδου του, ὡς λείψανον τῆς περιουσίας ταύτης, ἀγγεῖον γιαουρτίου. Θυμωθεὶς ὁ κύριος τοῦ τὸ ἔῤῥιψε κατὰ πρόσωπον, Ἐν τοιαύτῃ καταστάσει ἐξελθὼν τῆς οἰκίας, περιεπαίζετο ὑπὸ τῶν διαβατῶν, εἰς οὓς ἀντὶ πάσης ἄλλης ἀπαντήσεως ἔλεγεν: Ἐβγῆκα ἀσπροπρόσωπος.—Λέγεται ἐπὶ των ἀναιδῶν.

ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ.

1. Ἐντὸς δωματίου, ἔνθα ὑπάρχουσιν βεβρεγμένα ἱμάτια δὲν πρέπει νὰ κοιμᾶταί τις, διότι κατὰ τὰς παρατηρήσεις τῶν φυσικῶν δὲν ὑπάρχει στιγμὴ καθ’ ἣν δὲν γίνεται ἐξάτμησις· ὅθεν οἱ ὑδρατμοὶ οἱ παραγόμενοι ἀπὸ τῶν βεβρεγμένων ἱματίων πληροῦσι τὴν ἀτμόσφαιραν τοῦ δωματίου καὶ καθιστῶσιν αὐτὴν κάθυγρον· ἐκ δὲ τούτου, τῆς ἀδήλου ἀναπνοῆς τοῦ ἐκεῖ κοιμωμένου κωλυομένης, συμβαίνει διατάραξις εἰς τὰς σωματικὰς λειτουργίας ἐπαγομένη πολλάκις καὶ αὐτὸν τὸν θάνατον.

ΚΛΕΙΣ Α΄.

Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ’ ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ.

ΕΙΚΩΝ 1.

ῬΏΜΗ—Quirinalis, Viminalis, Esquilinus, Capitolinus, Palatinus, Aventinus, Coelius.—Τίβερις—Καπιτώλιον—Χῆνες—Ταρπηΐα πέτρα.


  1. Ἐκ περιστάσεων ὅλως ἀνεξαρτήτων τῆς Διευθύνσεως ἡ λύσις τῶν λογοπαιγνίων τούτων ἀνεβλήθη διὰ τὸν παρόντα ἀριθμόν.