Σελίδα:Αβδηρίτης Τεύχος 3.djvu/9

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
Η ΚΑΤΑΠΕΣΟΥΣΑ ΣΤΗΛΗ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΔΙΟΣ
ΙΣΤΟΡΗΜΑ
ὑπὸ Δ. Ν. Βρατσάνου

—Ὤ! πόσον εἶναι ὡραία! ἐψιθύρισεν ἔκθαμβος ὁ παρατηρητὴς αὐτῆς· εἶναι ἤδη ἡ τρίτη συνάντησις, καὶ ἡ ἡσυχία μου ἐπαπειλεῖται, εἶπε, καὶ κατέπνιξε τὸν πρῶτον παλμόν.

—Προχώρησε τέλος φίλε, τὸν λέγει φωνή τις ὄπισθεν, ὁποία Μέδουσα σὲ ἀπελίθωσεν εἰς τὰ πρόθυρα;

Ἐστράφη εἰς τὴν φωνὴν καὶ ἀνεγνώρισε φίλον πρόσωπον.

—Ὤ! καὶ σύ ἐδὼ; σὲ ἐνόμιζα ὄχι εἰς τόσην ἁρμονίαν μετὰ τῶν ἀγαθῶν τούτων οἰκοδεσποτῶν.

—Αἴ! φίλε, λησμονεῖς τί λέγει δημώδης τις παροιμία; «ὅταν σὲ δαγκάσῃ ὁ σκύλος, κόψε καὶ ἐπίθεσε ἀπὸ τὸ μαλί του». Ἤμην ποτὲ ὁ κύων τῆς παροιμίας διὰ τοὺς καλοὺς αὐτοὺς οἰκοδεσπότας, σήμερον αἱ τρίχες μου χρησιμεύουν ὡς ἐπίθεμα τῆς πληγῆς των........ Ἠξεύρεις ἀλήθεια; ἡ μικρὰ ἀνεπτύχθη, καὶ, πίστευσέ μου, μὲ εὑρίσκει ἀρκετὰ νόστιμον· νευραλγεῖ ἂν δὲν ἔλθω τρὶς τῆς ἡμέρας τοὐλάχιστον εἰς ἐπίσκεψίν της, ἀφ ὅτου μάλιστα ὁ μακαρίτης θεῖός μου...... μὲ ἐνθυμήθη εἰς τὰς τελευταίας στιγμάς του, καὶ, καθὼς ἠξεύρεις, διέθεσε καὶ ὑπὲρ ἐμοῦ τὴν μικρὰν ἐκείνην ποσότητα τῶν 60, 000 δραχμῶν, ὤ! ἔκτοτε εἶμαι ὁ εὐτυχέστερος τῶν βροτῶν.

Τί νὰ γίνῃ, πρέπει νὰ ἑλκύσῃ τις τὴν συμπάθειαν, ἤλπιζα ἐγὼ νὰ κυριεύσω καρδίαν διὰ τοιαὐτης μορφῆς; ψυχὴν τῇ ἀληθείᾳ μοὶ ἀποδίδουσιν ἀγγέλου, ἀλλὰ πρόσωπον......;

Καὶ τῷ ὄντι ὁ λαλὼν ἔφερεν ἐπὶ τοῦ προσώπου τὰ τρομερὰ στίγματα τῆς δριμυτέρας εὐλογίας, ἅτινα προσέθετον νέα φόβητρα εἰς τὸ σπιθαμιαῖον του ἀνάστημα.

—Αλλ' ἠξεύρεις, φίλε, ὅτι εἶναι μωροὶ οἱ ποιηταὶ τῆς σημερινῆς ἐποχῆς οἱ ὁπλίζοντες τὸν ἔρωτα μὲ λαμπάδα, τόξον καὶ φαρέτραν· ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ τούτου ἑδρεύει εἰς τὴν περιδέουσαν τους ὀφθαλμοὺς χρυσῆν ταινίαν.

Πλὴν δὲν γελᾷς σήμερον ἀλλὰ σκυθρωπάζεις, τί ἔχεις; δὲν θὰ χορεύσωμεν; ἰδὲ, πῶς συγκινοῦνται οἱ κύκλοι, ἀκούεις τὸν σισυρισμόν;