Σελίδα:Αβδηρίτης Τεύχος 3.djvu/14

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

Πεταχτὴ, κακιὰ σὰν βρέφος νὰ, πετιέτ' ἐμπρός μου ἄλλη·
Τὰ δυὼ 'μάτια της σμαράγδια, καὶ τὰ χείλη της κοράλλι!
Πλὴν ποῦ φεύγει;... Πεταλούδα, τὴν μαμμά σου νὰ χαρῇς,
Μιὰ στιγμὴ δὲν καρτερεῖς;
Τὸ μαντῆλι της δαγκάνει ὡς νὰ μ' ἔλεγε «νὰ σκάσῃς.»
Λεμονιᾶς τῆς δίνω ἄνθος· μὲ τὸ παίρνει κι' ἂν τὴν πιάσῃς!



Τόπον κάμετε· μὲ νέκταρ ὡς νὰ ἔπλυνε τὸ σῶμα,
Ἐρχεται κ' ἡ Ὁδδαλίσκη μὲ τὸ ῥόδινόν της χρῶμα.
Σὰν τῆς πούλιας τὸ διαμάντι χύνει κἄθε της 'ματιὰ
Γοργοκίνητη φωτιά.
Λάβε, Κίρκη· ς' τὰ μαλλιά σου τῆς μυρτιᾶς κλαδὶ ταιριάζει.
Κ' εἰς λευκὸν ἐκείνη στῆθος τὴν μυρτιὰ μὲ γέλοια βάζει.



Ὠσὰν ὄνειρον, ἰδέτε, ἀερῶδες πλάσμα ἕνα
Σείει τὸ λευκόν του πέπλον καὶ τὸν κύκνειον αὐχένα.
Ἱλαρὸν, βαθὺ, ῥεμβῶδες βλέμμα θλίψεως πλανᾷ
Εἰς πελάγη καὶ βουνά...
Χερουβὴμ, τὴν εἶπα, θέλεις γιασεμὶ νὰ σὲ στολίσῃ;
Γαλανὰ δυὼ 'μάτια στρέφει καὶ μὲ λέγει «κυπαρίσσι.»



Ἕνα μ' ἔμεινε· κἀμμιά σας δὲν ζητεῖ νὰ μὲ τὸ πάρῃ;
Εἶν ἡ χήρα τῶν ἀνθέων, τῆς ἰτιᾶς πτωχὸ κλωνάρι.
Ὅταν ἔζης, ἀδελφή μου, ὡς εὐῶδες κρῖνον ζῇ,
Τ' ἀγαπούσαμεν μαζῆ...
Αἰμυλία μου· εἰς δύω τὴν ἰτιὰν, ἰδοὺ, χωρίζω,
Καὶ τὸ μνῆμά σου ἐν μέρει καὶ τὸ στῆθος μου στολίζω.


εἶπε δὲν εἰμπορῶ νὰ κάμω ποτέ μου· ἂν τύχῃ νὰ μοῦ λείψῃ, παίρνω καρπὸ λέμονιάς. Ἔκτοτε δὲν ἀνέφερα τὴν γαζίαν εἰμὴ διὰ τῶν λέξεων «ἄνθος Σολωμοῦ.» Εἰθε νὰ υἱοθετηθῃ τὸ γλυκὺ ὄνομα τοῦτο, διὰ νὰ συνενόνῃ τὴν ποίησιν μὲ τὴν εὐωδίαν.