Σελίδα:Άπαντα Σολωμού.djvu/243

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
231


ΩΔΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΕΛΗΝΗ

Γλυκύτατη φωνὴ βγάν’ ἡ κιθάρα,
Καὶ σὲ τούτη τὴν ἄφραστη ἁρμονία
Τῆς καρδιᾶς μου ἀποκρίνεται ἡ λαχτάρα·

Γλυκὲ φίλε, εἶσαι σύ, ποὺ μὲ τὴ θεία
Ἔκσταση τοῦ Ὀσσιάνου, εἰς τ’ ἀκρογιάλι,
Τῆς νυχτὸς ἐμψυχοῖς τὴν ἡσυχία.[1]

Κάθισε γιὰ νὰ ποῦμε ὕμνον ’ς τὰ κάλλη
Τῆς Σελήνης· αὐτὴν ἐσυνηθοῦσε
Ὁ τυφλὸς ποιητὴς συχνὰ νὰ ψάλλῃ.

Μοῦ φαίνεται τὸν βλέπω, ποὺ ἀκουμβοῦσε
Σὲ μίαν ἐτιά, καὶ τὸ φεγγάρι ὡστόσο
’Σ τὰ γένια τὰ ἱερὰ λαμποκοποῦσε.

Ἀπ’ τὸ Σκοπό, νἄτο, προβαίνει· ὢ πόσο
Σὺ τὴν νύχτα τερπνὰ παρηγορίζεις!
Ὕμνο παθητικὸ θὲ νὰ σοῦ ὑψώσω.

Παθητικὸ σὰ ἐσένα, ὅταν λαμπίζῃς
Στρογγυλό, μεσουράνιο, καὶ τὸ φῶς σου
Σὲ ταφόπετρα ὁλόασπρη ἀποκοιμίζῃς.


  1. Έμψυχώνεις τερπνὰ τὴν ἡσυχία.