Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ρωμαίος και Ιουλιέτα/Ε

Από Βικιθήκη
Ρωμαίος και Ιουλιέτα
Συγγραφέας:
Μεταφραστής: Δημήτριος Βικέλας
Πράξις Ε



ΠΡΑΞΙΣ ΠΕΜΠΤΗ.




ΣΚΗΝΗ ΠΡΩΤΗ.



   Οδός εις Μάντουαν.
   (Εισέρχεται ο ΡΩΜΑΙΟΣ).

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Εάν του Ύπνου ημπορώ το 'μάτι να πιστεύσω,
   τα όνειρά μου είδησιν χαροποιάν προλέγουν.
   Αισθάνομαι ‘ς τον θρόνον του ελαφροκαθισμένον
   τον κύριον του στήθους μου. Κι απ' την αυγήν ως τώρα
   μια ασυνείθιστη χαρά ανοίγει την καρδιάν μου,
   κι από την γην με στοχασμούς φαιδρούς μ' ανασηκόνει.
   Απόψε την γυναίκα μου την είδα στ’ όνειρόν μου,
   ωσάν να ήρχετο εδώ να με ιδή· και μ' ηύρεν
   αποθαμμένον (όνειρον παράδοξον! ν' αφίνη
   να συλλογήται ο νεκρός)· κι' αυτή με τα φιλιά της
   τόσην εφύσησε ζωήν εις τα νεκρά μου χείλη,
   ώστε ανέζησα εγώ, και ήμουν βασιλέας.
   Αχ! Τι απόλαυσις γλυκειά η ζωντανή αγάπη,
   αν της αγάπης η σκιά τόσην χαράν χαρίζη!

   (Εισέρχεται ο ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ).

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Απ' την Βερώναν μήνυμα! Τι γίνεσαι, Βαλτάσσαρ;
   Του καλογήρου γράμματα μου φέρνεις; δόσε μου τα.
   Πώς είναι η γυναίκα μου; Τι κάμνουν οι γονείς μου,
   Τι κάμν' η Ιουλιέτα μου; Το ερωτώ και πάλιν.
   Όταν εκείν' ήναι καλά, κανείς κακά δεν είναι.

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   Λοιπόν εκείν' είναι καλά, κ' είναι καλά τα πάντα·
   ‘ς τον τάφον των προγόνων της το σώμα της κοιμάται,
   κ' η άυλή της η ψυχή πετά με τους αγγέλους.
   Εξαπλωμένην νεκρικά την είδα εις το μνήμα,
   κ' ήλθα εδώ να σου το 'πώ. Συγχώρησε, αυθέντα,
   αν φέρνω είδησιν κακήν. Το πρόσταγμά σου κάμνω.

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Αυτό μου έμελε; Λοιπόν, δεν σας ψηφώ, αστέρια! —
   Πήγαιν' εκεί που κατοικώ· χαρτί να γράψω θέλω·
   κ' ενοίκειασέ μου άλογα. Αναχωρώ απόψε.

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   Υπομονή, αυθέντα μου. Το πρόσωπόν σου είναι
   αγριευμένον και χλωμόν. Φοβούμαι μη ξεσπάση
   καμμία νέα συμφορά.

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Μην έχης τέτοιον φόβον.
   Πήγαινε τώρα· άφες με, κι' ό,τι σου είπα κάμε.
   Του καλογήρου γράμματα δεν έχεις να μου δώσης;

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   Όχι, αυθέντα μου καλέ, δεν έχω.

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Δεν πειράζει.
   Τρέξε να εύρης άλογα. Ευθύς κ' εγώ θα έλθω.

   (Απέρχεται ο Βαλτάσσαρ).

   Απόψε, Ιουλιέτα μου, μαζή σου θα πλαγιάσω!
   Πλην πώς να γίνη; — Ω! ‘ς τον νουν ενός απελπι-
                                          [σμένου
   τι γρήγορα που το κακόν εμβαίνει! — Ενθυμούμαι,
   εδώ πλησίον κατοικεί ένας φαρμακοπώλης.
   Προχθές τον είδα. Βότανα εμάζευε σκυμμένος,
   με ξεσχισμένον φόρεμα, με φρύδια σουφρωμένα·
   τον είχε ως το κόκκαλον η πτώχεια φαγωμένον.
   Και εις του ξεπεσμένου του εργαστηρίου τους τοίχους
   χελώναν είχε κρεμαστήν, και δέρμα κροκοδείλου
   βαλσαμωμένον, και πετσιά ψαριών φρικωδεστάτων·
   κι' ανάρια ‘ς το τραπέζι του αραδιασμένα ήσαν
   άδεια κουτιά, και πράσινα αγγεία χωματένια,
   και φούσκαις κατακίτριναις, και μουχλιασμένοι σπόροι,
   και τριαντάφυλλα παστά, κι' απομεινάρια σπάγγου.
   Κ' εγώ επαρατήρησα την πτώχειαν του, και είπα:
   Εάν ευρίσκεται κανείς να χρειασθή φαρμάκι,
   αυτός ο άθλιος εδώ θα του το επωλούσε,
   κι ας τιμωρή τον πωλητήν με θάνατον ο Νόμος.
   Ωσάν να το επρόβλεπα πως θα τον λάβω χρείαν!
   Εδώ νομίζω κατοικεί· αλλά το εργαστήρι
   είναι κλειστόν. Έχει εορτήν. — Εσύ, φαρμακοπώλη!

   (Εισέρχεται ο φαρμακοπώλης).

ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
   Ποιος κράζει τόσον δυνατά;

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Έλα εδώ, καλέ μου.
   Πτωχός μου φαίνεσαι. Ιδού· λάβε φλωριά σαράντα.
   Θέλω φαρμάκι δυνατόν, να ενεργή αμέσως,
   κι' άμα σταις φλέβαις σκορπισθή νεκρόν να τον αφίνη
   εκείνον που βαρέθηκε να ζη, και θα το πάρη.
   Από το σώμα την ζωήν το θέλω να την διώχνη
   διά μιας, ορμητικά, καθώς ορμά κ' εβγαίνει
   από τα σπλάγχνα κανονιού πυρίτις αναμμένη.

ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
   Φαρμάκι έχω δυνατόν, καθώς το θέλεις· όμως
   τον τιμωρεί τον πωλητήν με θάνατον ο Νόμος.

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Τόσον πτωχός και ελεεινός, και θάνατον φοβάσαι;
   ‘ς τα μάγουλά σου φαίνεται ζωγραφισμένη η πείνα·
   ‘ς τα λιμασμένα 'μάτια σου η στέρησις' κ' η πτώχεια·
   ‘ς την ράχιν σου η ζητανιά κι' ο εξευτελισμός σου·
   ο Νόμος δεν σε αγαπά, κι' ο κόσμος δεν σε θέλει·
   Νόμον να γίνης πλούσιος ο κόσμος δεν τον έχει·
   λοιπόν, τον Νόμον πάτησε και πάρε, να πλουτήσης.

ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
   Τα δέχεται η πτώχεια μου, η θέλησίς μου όχι.

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Όχι την θέλησιν κ' εγώ, την πτώχειαν σου πληρόνω.

ΦΑΡΜΑΚΟΠΩΛΗΣ
   Πάρε αυτό και χύσε το 'ς ό,τι πιοτόν κι' αν ήναι,
   και πιέ το. Είκοσι ανδρών την δύναμιν να έχης,
   αμέσως οπού το γευθής, ευθύς σε τελειόνει.

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Να τα φλωριά. Χειρότερον φαρμάκι τούτο είναι,
   εις τον βρωμόκοσμον αυτόν πλειότερον σκοτόνει,
   από αυτό, που να πωλής ο Νόμος σ' εμποδίζει.
   Εγώ φαρμάκι σου πωλώ, κι’ όχι εσύ εμένα!
   Ώρα καλή. Αγόρασε ψωμί να κάμης σάρκα. —
   Έλα εσύ, ω ιατρικόν, όχι φαρμάκι· έλα· εκεί, στης Ιουλιέτας μου
   τον τάφον θα σε πάρω!

   (Εξέρχονται).



ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΑ.



   Το κελλίον του πάτερ Λαυρεντίου.

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ, εισερχόμενος.
   Ω άγιε καλόγηρε, ω αδελφέ, πού είσαι;

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, εισερχόμενος.
   'Σάν την φωνήν μου φαίνεται του πάτερ Ιωάννου.
   Καλώς 'τον απ' την Μάντουαν! Τι λέγει ο Ρωμαίος;
   Αν σ' έδωσε απόκρισιν γραμμένην, δος το γράμμα.

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ
   Του τάγματός μας μοναχόν επήγα να ζητήσω,
   νάχω ‘ς τον δρόμον σύντροφον (53)· κ' εκεί όπου τον ηύρα
   να περιθάλπη ασθενείς, διά μιας πλακόνουν
   οι φύλακες της πόλεως· επήραν υποψίαν
   μη έπεσε θανατικόν, κ' εσφράγισαν τας θύρας,
   και μας εκλείδωσαν εκεί ‘ς το μολυσμένον σπίτι,
   κ' εμένα εις την Μάντουαν μ' εμπόδισαν να 'πάγω.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Με ποίον έστειλες λοιπόν το γράμμα ‘ς τον Ρωμαίον;

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ
   Δεν ήτο τρόπος να σταλθή. Ιδού· εδώ το έχω
   ούτε μου ήτο δυνατόν να σου το στείλω 'πίσω.
   Τόσος τους έπιασε πολύς επιδημίας φόβος.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Ω συμφορά! Το γράμμα μου ασήμαντον δεν ήτο,
   αλλ' είχε, μα το ράσον μου, μεγάλην σημασίαν,
   και ίσως η αναβολή κακόν μεγάλον φέρη.
   Πήγαινε τώρα, πήγαινε, ω πάτερ Ιωάννη,
   εύρε λοστόν, και φέρε τον αμέσως ‘ς το κελλί μου.

ΠΑΤΕΡ ΙΩΑΝΝΗΣ
   Ευθύς τον φέρνω.

   (Απέρχεται).

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Μόνος μου θα τρέξω εις το μνήμα.
   Η Ιουλιέτα ξυπνητή θα ήναι εις τρεις ώραις.
   Θα έχη εναντίον μου παράπονον μεγάλον,
   πως ο Ρωμαίος είδησιν ακόμη να μη λάβη.
   Αλλά θα στείλω γράμματα ‘ς την Μάντουαν και πάλιν,
   κ' έως να έλθη ο άνδρας της την κρύπτω ‘ς το κελλί μου.
   Καϋμένον πτώμα ζωντανόν, με τους νεκρούς θαμμένον!

   (Απέρχεται).



ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ.



   Κοιμητήριον· εν αυτώ το οικογενειακόν των Καπουλέτων
   μνημείον.
   (Εισέρχεται ο ΠΑΡΗΣ, και ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ του φέρων άνθη και δαυλόν).

ΠΑΡΗΣ
   Δος τον δαυλόν και πήγαινε. Παράμερα τραβήξου.
   Ή σβύσε τον καλλίτερα. Να με ιδούν δεν θέλω.
   Εσύ 'ξαπλώσου καταγής ‘ς τα έλατα αποκάτω,
   κ' έχε τ’ αυτί σου κολλητόν κάτω ‘ς την γην την κούφιαν
   απ' το συχνόν το σκάψιμον είν' άστρωτον το χώμα,
   και αν ‘ς το κοιμητήριον κανείς περιπατήση,
   θα τον ακούσης. Σφύριξε αμέσως που ακούσης.
   Δόσε μου τ’ άνθη. Πήγαινε, και κάμε όπως είπα.

ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ, καθ' εαυτόν.
   Φοβούμαι ολομόναχος ‘ς τους τάφους· πλην θα μείνω.

   (Απομακρύνεται).

ΠΑΡΙΣ
   Σκορπίζω άνθη, άνθος μου, ‘ς την νυμφικήν σου κλίνην,
   αλλοίμονον, με χώματα στρωμένην και με πέτραις!
   Ταις νύκταις με ροδόσταγμα εγώ θα την ραντίζω,
   κι' αν λείψη το ροδόσταγμα, με δάκρυα πικρά μου.
   Το μοιρολόγι μου αυτό θα έχης κάθε νύκτα,
   να έρχωμαι ς' τον τάφον σου, να ραίνω και να κλαίω.

   (Σφυρίζει ο ακόλουθος).

   Α! το παιδί μ' ειδοποιεί· θα πλησιάζη κάποιος.
   Ποιος είν' αυτός που έρχεται μ' ανόσιον ποδάρι,
   και μου χαλνά την νεκρικήν πομπήν του Έρωτός μου;
   Κρατεί ‘ς το χέρι του δαυλόν. Ω νύκτα, σκέπασέ με!

   (Εξέρχονται ο ΡΩΜΑΙΟΣ και ο ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ κρατών δαυλόν,
   μοχλόν και αξίνην).

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Δος μου, Βαλτάσσαρ, τον μοχλόν και την αξίνην δος μου.
   Το γράμμα τούτο δόσε το ‘ς τα χέρια του πατρός μου
   πρωί πρωί. Δος μου το φως. Αν θέλης την ζωήν σου,
   ό,τι κι' αν τύχη να ιδής και ό,τι κι' αν ακούσης,
   μη πλησίασης κύτταξε και μη με διακόψης!
   Έχω σκοπόν να καταιβώ ‘ς την κλίνην του θανάτου,
   διότι και το πρόσωπον της γυναικός μου θέλω
   να το ιδώ, κι' απ' το νεκρόν το χέρι της να πάρω
   το δακτυλίδι που φορεί· πολύτιμόν μου είναι
   και έχω λόγον ακριβόν που θέλω να το έχω.
   Πλην αν γυρίσης και βαλθής να με παραμονεύσης,
   μα τον Θεόν, τα μέλη σου κομμάτια θα τα κάμω,
   να τα σκορπίσω εις αυτούς τους πεινασμένους τάφους!
   Είν' οι σκοποί μου άγριοι, όσον κ' η ώρα τούτη·
   ακόμη πλέον τρομεροί και εξαγριωμένοι
   απ' ωργισμένην θάλασσαν, ή τίγριν πεινασμένην!

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   θα τραβηχθώ, αυθέντα μου, και δεν θα σε ταράξω.

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Με τούτο την αγάπην σου θα μου την αποδείξης.
   Πάρε αυτά,

   (Τω δίδει το βαλάντιόν του)

   και πήγαινε, και ο Θεός μαζή σου!
   Ώρα καλή σου, φίλε μου.

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   Ας λέγη ό,τι θέλει,
   εδώ τριγύρω θα κρυφθώ· δεν φεύγω· με τρομάζει
   το 'μάτι του· κάτι κακόν έχει ‘ς τον νουν φοβούμαι.

   (Αποσύρεται).

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Ω στόμα μαύρον και φρικτόν! ω σπλάγχνον του θανάτου,
   με τ’ ακριβώτερον κορμί του κόσμου χορτασμένον!
   Ιδού, πώς τα σαγόνια σου τα σάπια θα τ’ ανοίξω,
   κι' άλλην τροφήν ‘ς τα δόντια σου να χώσω στανικώς σου!

   (Ανοίγει την θύραν του μνημείου).

ΠΑΡΗΣ
   Αυτός είν' ο εξόριστος Μοντέκης, ο αυθάδης,
   εκείνος οπού έχυσε το αίμα του Τυβάλτη,
   και ν' αποθάνη έκαμε τ’ ωραίον τούτο πλάσμα
   από την λύπην. Κ' έρχεται ακόμη να υβρίση
   και τα θαμμένα των κορμιά! Να τον συλλάβω πρέπει. —
   Σταμάτησε το έργον σου, ανόσιε Μοντέκη!
   Και πέραν απ' τον θάνατον εκδίκησιν γυρεύεις;
   Κατάδικε τρισάθλιε, σε συλλαμβάνω. Έλα,
   υπάκουσέ με· πήγαινε μαζή μου. Θ' αποθάνης!

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Ναι· ο σκοπός μου είν' αυτός αλήθεια! Ν' αποθάνω! —
   Απελπισμένον άνθρωπον μη ερεθίζης, νέε·
   φύγε· ω! φύγε απ' εδώ και άφες με. Φοβήσου
   αυτούς εδώ που κείτονται. Παρακαλώ σε νέε,
   μη μ' αγριεύης, μη ζητής και άλλην αμαρτίαν
   επάνω ‘ς το κεφάλι μου να μου επισωρεύσης.
   Φύγε, σου λέγω· σ' αγαπώ καλλίτερ' απ' εμένα.
   Κακόν δεν θέλω κανενός παρά του εαυτού μου.
   Μη μένης· φύγε γρήγορα. Ζήσε να λέγης, ότι
   ένας τρελλός ευσπλαγχνικός σ' εβίασε να φύγης.

ΠΑΡΗΣ
   Δεν τα ψηφώ τα λόγια σου και τους εξορκισμούς σου,
   κι' ως άνθρωπον παράνομον εδώ σε συλλαμβάνω.

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Πόλεμον θέλεις και καλά; Ιδού λοιπόν!

   (Μάχονται).

Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
   Θεέ μου!
   Σπαθιαίς! Τους νυχτοφύλακας ας τρέξω να φωνάξω.

   (Απέρχεται).

ΠΑΡΗΣ
   Μ' εσκότωσες! 'σπλαγχνίσου με, και άνοιξε το μνήμα,
   κ' εξάπλωσέ με νεκρικά κοντά ‘ς την Ιουλιέταν.

   (Αποθνήσκει).

ΡΩΜΑΙΟΣ
   Καλά· σου το υπόσχομαι. Να σε ιδώ, ποιος είσαι;
   Του Μερκουτίου ο καλός ο συγγενής, ο Πάρης!
   Τι μ' έλεγεν ο δούλος μου ‘ς τον δρόμον; και τα λόγια
   δεν τα επρόσεχα εγώ ‘ς την ταραχήν μου μέσα;
   Ο Πάρης να στεφανωθή την Ιουλιέταν ήτον;
   Αυτό μου είπε; ή εγώ το είδα στ’ όνειρόν μου;
   Ή επειδή επρόφερεν ο Πάρης τ’ όνομά της,
   τα εφαντάσθηκεν αυτά ο σαλευμένος νους μου; —
   Δος μου το χέρι. Είμεθα κ' εγώ και συ, καϋμένε,
   μαζή γραμμένοι ‘ς το πικρόν της συμφοράς βιβλίον!
   Δος μου το χέρι σου. Εγώ εσένα θα σε θάψω
   εις μνήμα θριαμβευτικόν... εις μνήμα; όχι! Φάρον!
   διότι αναπαύεται εδώ η Ιουλιέτα,
   κ' η ευμορφιά της χύνει φως στου τάφου ταις καμάραις!
   Εδώ 'ξαπλώσου, ω νεκρέ! ένας νεκρός σε θάπτει.

   (Καταθέτει τον Πάρην εντός του τάφου).

   Πολύ συχνά ο άνθρωπος ‘ς το ψυχομαχητόν του
   αισθάνεται χαρούμενος, και οι τριγυρινοί του
   το ονομάζουν αστραπήν προ του θανάτου τούτο.
   Ιδού, κ' εμένα είν' αυτό η αστραπή μου τώρα!
   Αγάπη μου, γυναίκα μου! Ω! της αναπνοής σου
   το μέλι το ερρούφησεν ο Θάνατος· αλλ' όμως
   ακόμη δεν εκάλυψε την ωραιότητά σου,
   ακόμη δεν σ' ενίκησε. Το κόκκινόν της χρώμα
   ακόμη αξεδίπλωτον το έχ' η ωραιότης
   επάνω εις τα χείλη σου και εις τα μάγουλά σου·
   του Χάρου δεν τα 'σκέπασεν η κίτρινη σημαία!
   Εις το αιματωμένον σου το σάβανον, Τυβάλτη,
   εδώ κοιμάσαι· τι ζητείς; τι άλλην χάριν θέλεις
   από το χέρι πώκοψε τα νειάτα σου ‘ς την μέσην,
   παρά να κόψη την ζωήν αυτήν, που εμισούσες;
   Συγχώρησέ με εξάδελφε! — Αχ, Ιουλιέτα, φως μου,
   πως είσαι τόσον εύμορφη ακόμη; Μη αλήθεια
   ο Θάνατος ο άυλος ερωτευμένος είναι;
   Μήπως το αποτρόπαιον, το άσαρκον το τέρας
   εδώ ‘ς το σκότος σε κρατεί, να σ' έχη ερωμένην;
   Από τον φόβον μου εδώ, μαζή σου θ' απομείνω.
   Ποτέ δεν φεύγω απ' αυτό του Σκότους το παλάτι.
   Εδώ θα μένω πάντοτε μαζή με τα σκουλήκια,
   που έχεις συνοδείαν σου. Εδώ, εδώ θα εύρω
   αιώνιον ανάπαυσιν. Εδώ θ' αποτινάξω
   απ' το τυραννισμένον μου κι' απηυδισμένον σώμα,
   τον βαρυτράχηλον ζυγόν του άστρου του κακού μου!
   Ιδέτε ύστερην φοράν, ω 'μάτια μου! Χαρήτε
   το ύστερον αγκάλιασμα, ω χέρια μου! Ω χείλη,
   εσείς, ω θύραις της πνοής, μ' ένα σεμνόν φιλί σας
   σφραγίσετε το πάκτωμα, που κάμνω με τον Χάρον!
   Έλα, πικρέ μου οδηγέ, τον δρόμον να μ' ανοίξης.
   Απελπισμένε ναύκληρε, ω! έλα να συντρίψης
   ‘ς τους βράχους το καράβι μου το θαλασσοδαρμένον!
   Καλώς σε ηύρα αγάπη μου!

   (Πίνει το δηλητήριον)

   Πιστέ φαρμακοπώλη,
   το ιατρικόν σου δεν αργεί. — Μ' ένα φιλί ‘πεθαίνω.

   (Αποθνήσκει).
   (Εισέρχεται εκ της ετέρας πλευράς του κοιμητηρίου ο ΠΑΤΕΡ
    ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, φέρων λύχνον, μοχλόν και αξίνην).

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Βοήθειά μου ο Θεός! πόσαις φοραίς απόψε
   εσκόνταψαν τα πόδια μου εις τάφους. — Ποίος είσαι;

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   Πάτερ Λαυρέντιε, εγώ, φίλος και γνώριμός σου.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Ευλογητός! Δεν μ' εξηγείς, τι φως εκεί του κάκου
   φωτίζει μαυροσκούληκα κι' αόμματα κρανία;
   Του Καπουλέτου είν' εκεί ο τάφος, αν δεν σφάλλω.

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   Ο κύριός μου είν' εκεί, ω άγιέ μου πάτερ,
   ο νέος οπού αγαπάς.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Ποιος είναι;

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   Ο Ρωμαίος.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Προ πόσης ώρας είν' εκεί;

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   θα ήναι 'μισή ώρα.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   'Σ τον τάφον ακολούθει με.

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   Φοβούμαι να σ' ακούσω
   Ο κύριός μου αγνοεί πως είμ' εδώ ακόμη,
   και μ' εφοβέρισε φρικτά πως αν παραμονεύσω
   θα με σκοτώση.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Μείν' εδώ· εγώ πηγαίνω μόνος.
   Ω! τρέμω μήπως έγεινε καμμία δυστυχία.

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   Απεκοιμήθηκα εκεί ‘ς τα έλατ’ αποκάτω,
   και μέσα εις τον ύπνον μου 'σαν όνειρον τον είδα
   μ' ένα εδώ να πολεμά, και να τον θανατόνη.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ, προχωρών.
   Ρωμαίε! — Ω, αλλοίμονον! Τι αίμα κηλιδόνει
   τα μαρμαρένια πρόθυρα αυτού εδώ του τάφου;
   Εδώ τι θέλουν τα σπαθιά τα αιματοβαμμένα,
   γυμνά ριχμένα καταγής ‘ς τον τόπον της Ειρήνης;

   (Ακούεται θόρυβος έξωθεν).

   Α! ο Ρωμαίος! τι ωχρός! Ποιος άλλος; και ο Πάρης!
   και βουτημένος στ’ αίματα! Τι ώρα ωργισμένη,
   τι θρήνος!... Ω! εσάλευσεν η Ιουλιέτα.

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Πάτερ,
   ω πάτερ μου παρήγορε, ο άνδρας μου πώς είναι;
   Το ενθυμούμαι καθαρά πού έπρεπε να ήμαι·
   ηξεύρω πού ευρίσκομαι. Πού είναι ο Ρωμαίος;

   (Ακούεται θόρυβος έξωθεν).

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Ακούω κρότον. — Κόρη μου, να φύγης και φωληάζει
   εδώ αρρώστια, θάνατος, και ύπνος χωρίς τέλος.
   Μια Δύναμις, που δεν 'μπορεί κανείς να την νικήση,
   ανέτρεψε τα σχέδια και τους σκοπούς μας. Έλα!
   Νεκρός o άνδρας σου εδώ ‘ς την αγκαλιάν σου είναι·
   νεκρός κι' ο Πάρης. Φεύγωμεν. Θα σε τοποθετήσω
   εις μοναστήρι άγιον καλογρηών. Μη στέκης·
   μη μ' ερωτάς. — Eπλάκωσαν οι φύλακες! ω! έλα,
   γρήγορα, φύγε!

   (Θόρυβος έξωθεν).

   Δεν τολμώ πλειότερον να μείνω.

   (Εξέρχεται).

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Πήγαινε, φύγε απ' εδώ· αλλά εγώ δεν φεύγω.
   Τι έχεις, άνδρα μου γλυκέ, ‘ς το χέρι σου σφιγμένον;
   Ποτήρι; Σ' εθανάτωσε παράκαιρα φαρμάκι!
   Όλον το 'πήρες, ω κακέ; δεν άφησες κ' εμένα
   σταλαγματιάν, κατόπιν σου να έλθω; θα φιλήσω
   τα χείλη σου. Επάνω των ίσως φαρμάκι μένει,
   και με το βάλσαμον αυτό 'μπορέσω ν' αποθάνω.

   (Τον ασπάζεται).

   Είναι τα χείλη σου ζεστά!

   ΦΥΛΑΞ, έξωθεν.
   Οδήγει μας. Πού είναι;

ΙΟΥΛΙΕΤΑ
   Έρχοντ’ εδώ. Να μην αργώ.

   (Αρπάζει το εγχειρίδιον του Ρωμαίου)

   Καλότυχον μαχαίρι,
   χώσου εδώ και σκούριαζε, και δος μου ν' αποθάνω!

   (Αυτοχειριάζεται και πίπτει επί του πτώματος του Ρωμαίου).
   (Εισέρχονται οι νυκτοφύλακες και ο ακόλουθος του Πάρη).

Ο ΑΚΟΛΟΥθΟΣ
   Ιδού το μέρος. Κάτω 'κεί· κοντά ‘ς το φως εκείνο.

Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
   Γεμάτη αίματα η γη! — ‘ς τα μνήματα ιδέτε,
   και οποίον τύχη κ' εύρετε κρυμμένον, πιάσετέ τον.

   (Εξέρχονται ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ τινες).

   Τι θέαμα ελεεινόν! Ο Πάρης σκοτωμένος,
   κ' αιματωμένη και ζεστή ακόμ' η Ιουλιέτα,
   ενώ προ δύο ημερών ετάφηκ' εδώ κάτω! —
   Τρέξε στου πρίγκηπος εσύ, και συ στου Καπουλέτου,
   συ κράξε τους Μοντέκιδες. 'Σ τους τάφους ας σκαλίζουν
   οι άλλοι.

   (Εξέρχονται έτεροι ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ).

   Εδώ έγινεν όλος αυτός ο θρήνος,
   και έχομεν να μάθωμεν το διατί να γίνη.

   (Επιστρέφουσι ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ τινές μετά του ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ).

Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
   Τον ηύρα εις τα μνήματα· ο δούλος του Ρωμαίου.

Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
   Φυλάγετέ τον. Να φανή ο Πρίγκηψ δεν θ' αργήση.

   (Επιστρέφουσι έτεροι ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΚΕΣ μετά του ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΥ).

Β’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
   Ένας καλόγηρος ιδού, οπού θρηνεί, και τρέμει,
   κι' αναστενάζει. Έφευγε απ' το νεκροταφείον
   και εκρατούσε τον μοχλόν και την αξίνην τούτην.

Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
   Το πράγμα είναι ύποπτον. Κι αυτόν κρατήσετέ τον.

   Εισέρχεται ο ΠΡΙΓΚΗΨ μετά της συνοδείας του).

ΠΡΙΓΚΗΨ
   Τι έγινε; τι συμφορά τόσον πρωί συνέβη,
   κ' ετάραξε τον ύπνον μας και την ανάπαυσίν μας;

   (Εισέρχονται ο ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ, η ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ και έτεροι).

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Τι είν' η τόση ταραχή και το κακόν;

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   'Σ τους δρόμους
   τρέχει ο κόσμος· μερικοί φωνάζουν ο Ρωμαίος,
   του Πάρη άλλοι τ’ όνομα, και άλλοι Ιουλιέτα!
   Και όλοι τρέχουν με φωναίς προς το 'δικόν μας μνήμα.

ΠΡΙΓΚΗΨ
   Τι είν' αυτό το άκουσμα το φοβερόν;

Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
   Αυθέντα,
   μαχαιρωμένος είν' εδώ ο Πάρης, κι' ο Ρωμαίος
   αποθαμμένος, και ζεστή και νεοσκοτωμένη
   η Ιουλιέτα, που προχθές ετάφηκ' εδώ κάτω.

ΠΡΙΓΚΗΨ
   Κυττάξετε να εύρετε πώς έγιναν οι φόνοι.

Α’ ΝΥΚΤΟΦΥΛΑΞ
   Ένας καλόγηρος ιδού, κι' ο δούλος του Ρωμαίου.
   Είχαν ‘ς τα χέρια σίδερα, κατάλληλα ν' ανοίξουν
   τους τάφους τούτους των νεκρών.

ΚΑΠΟΥΛΕΤ0Σ
   Ω ουρανέ! — Γυναίκα,
   ιδέ την κόρην μας εδώ, το αίμα της πώς τρέχει!
   Ω! το μαχαίρι έσφαλε. Να η σωστή του θήκη.
   Αντί εδώ εις το πλευρόν να έμβη του Μοντέκη,
   στης θυγατρός μας άδικα εχώθηκε το στήθος!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΑΙΝΑ
   Αχ! Είν' αυτό το θέαμα νεκρώσιμη καμπάνα,
   που τα πικρά μου γηρατειά τα οδηγεί ‘ς τον τάφον!

   (Εισέρχεται ο ΜΟΝΤΕΚΗΣ και Έτεροι).

ΠΡΙΓΚΗΨ
   Έλα, Μοντέκη· πρόωρα σ' εξύπνησαν, καϋμένε,
   εδώ να εύρης πρόωρα τον υιόν σου κοιμισμένον.

ΜΟΝΤΕΚΗΣ
   Ω άρχον, η γυναίκα μου πέθανεν απόψε·
   του εξορίστου της παιδιού την έφαγεν η λύπη.
   Ποία καινούρια συμφορά με κατατρέχει πάλιν;

ΠΡΙΓΚΗΨ
   Κύτταξ' εδώ να την ιδής.

ΜΟΝΤΕΚΗΣ
   Κακοαναθρεμμένε,
   απ' τον πατέρα σου εμπρός ‘ς τον τάφον καταιβαίνεις;

ΠΡΙΓΚΗΨ
   Ησύχασε, και πρόσμεινε να καθαρίσω πρώτα
   το σκότος τούτο το πυκνόν, να μάθω την αιτίαν,
   την κεφαλήν, και την πηγήν αυτής της παραζάλης.
   Τότε θα γίνω αρχηγός πρώτος εγώ των θρήνων,
   κι' ανοίγω εις την λύπην σας τον δρόμον του θανάτου·
   αλλ' έως τότ’ υπομονή. — Οι ένοχοι πού είναι;

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Ο πλέον ύποπτος ιδού, κι' άν ένοχος δεν ήμαι.
   Αλλά μου καταμαρτυρούν η ώρα και ο τόπος,
   κ' επάνω μου του φονικού την υποψίαν στρέφουν.
   Εγώ, αθώος κ' ένοχος, ιδού εμπρός σου στέκω,
   να 'πώ την καταδίκην μου και την αθώωσίν μου.

ΠΡΙΓΚΗΨ
   Ειπέ μου γρήγορα λοιπόν εκείνο που γνωρίζεις.

ΛΑΥΡΕΝΤΙΟΣ
   Ολίγα λόγια θα ειπώ· 'λίγη ζωή μου μένει,
   κι' ούτ’ ημπορώ (κι αν ήθελα) να τα μακρολογήσω.
   Η Ιουλιέτα σύζυγον τον είχε τον Ρωμαίον,
   αυτόν που βλέπετε νεκρόν. Και την νεκράν εκείνην
   πιστήν γυναίκα κι' ακριβήν την είχεν ο Ρωμαίος.
   Εγώ τους εστεφάνωσα, εγώ. Και την ημέραν
   του γάμου των του μυστικού απέθαν' ο Τυβάλτης.
   Ο άκαιρός του θάνατος εστάθηκεν αιτία
   εξωρισμένος ο γαμβρός από εδώ να φύγη.
   Αυτόν η νέα έκλαιε και όχι τον Τυβάλτην

   (Προς τον Καπουλέτον).

   και με σκοπόν την λύπην της εσύ να ξερριζώσης,
   την ηρραβώνισες ευθύς, και να την στεφανώσης
   διά της βίας ήθελες αμέσως με τον Πάρην.
   Απελπισμένη έτρεξεν εκείνη και με ηύρε,
   κ' εγύρευε βοήθειαν, και τρόπον να γλυττώση
   από τον δεύτερον αυτόν τον γάμον, ή αλλέως
   εις το κελλί μου ήθελε να σκοτωθή εμπρός μου.
   Τότε κ' εγώ, που των φυτών τα μυστικά γνωρίζω,
   της έδωσα ναρκωτικόν. Το αποτέλεσμά του
   επέτυχε ‘ς το σώμα της, καθώς της το προείπα,
   και του θανάτου την μορφήν την έκαμε να λάβη.
   Εν τούτοις τον εμήνυσα να έλθη τον Ρωμαίον
   αυτήν την νύκτα την φρικτήν, και να την περιλάβη
   από τον τάφον της εδώ τον δανεικόν, την ώραν
   που έμελλεν η δύναμις του ιατρικού να παύση.
   Πλην έτυχεν εμπόδιον, κι' αντί αυτός να λάβη
   τα γράμματά μου, χθες αργά ο πάτερ Ιωάννης
   οπίσω μου τα έφερε. Και τότε μοναχός μου,
   την ώραν που επρόσμενα η νέα να ξυπνήση,
   ήλθα απ' τον τάφον μυστικά να την ελευθερώσω,
   κ' εις το κελλί εσκόπευα να την κρατώ κρυμμένην,
   έως να στείλω μήνυμα και πάλιν ‘ς τον Ρωμαίον.
   Αλλ' όταν έφθασα εδώ, λεπτά ολίγα μόλις
   πριν να την εύρω ξυπνητήν, τους ηύρα και τους δύο,
   τον Πάρην τον ενάρετον και τον πιστόν Ρωμαίον,
   αποθαμμένους καταγής. Εξύπνησε κ' εκείνη,
   κ' ενώ να φύγη απ' εδώ την επαρακαλούσα,
   κ' εις του Θεού τους ορισμούς υποταγήν να δείξη,
   μ' εξίππασεν ο θόρυβος κ' εβγήκ' από το μνήμα.
   Εκείνη δεν ηθέλησε να με ακολουθήση,
   κι' απελπισμένη, φαίνεται, 'σκοτώθηκε μονάχη.
   Αυτά γνωρίζω. — Ήξευρε τα στεφανώματά της
   η παραμάνα της. — Εάν εις όλα τούτα πταίω,
   ας παιδευθώ. Ο Νόμος σου ο αυστηρός ας κόψη
   ολίγον πριν της ώρας των τα γέρικά μου χρόνια.

ΠΡΙΓΚΗΨ
   Δι' άνθρωπον ενάρετον και άγιον σε είχα.
   Τι άλλο έχει να ειπή ο δούλος του Ρωμαίου;

ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ
   Εις τον αυθέντην μου εγώ της Ιουλιέτας είπα
   τον θάνατον. Την Μάντουαν παραίτησεν αμέσως
   κ' ήλθεν εδώ βιαστικός, 'ς αυτόν εδώ τον τάφον.
   Το γράμμα τούτο μ' έδωσε να δώσω του πατρός του·
   να τραβηχθώ μ' επρόσταξε, να τον αφήσω μόνον
   αλλέως μ' φοβέρισε να κόψη την ζωήν μου.

ΠΡΙΓΚΗΨ
   Δος μου το γράμμα. Θα ιδώ τι γράφει του πατρός του.
   Πού είναι και ο άνθρωπος του Πάρη; Φέρετέ τον. —
   Ειπέ μου συ· τι έκαμεν εδώ ο κύριος σου;

Ο ΑΚΟΛΟΥΘΟΣ
   Έφερε άνθη στης νεκράς το μνήμα να σκορπίση,
   κ' επρόσταξε παράμερα εγώ να περιμένω.
   Εκεί που επερίμενα, είδα και ήλθεν ένας·
   φως εκρατούσε, κ' ήθελε το μνήμα να τ’ ανοίξη·
   κι ο κύριος μου ώρμησε με το σπαθί ‘ς το χέρι.
   Αμέσως έτρεξα κ' εγώ τους φύλακας να κράξω.

ΠΡΙΓΚΗΨ
   Το γράμμα του του μοναχού τα λόγια βεβαιώνει.
   Τον γάμον, την αγάπην του, τον θάνατον της γράφει,
   και λέγει πως ηγόρασε ‘ς την Μάντουαν φαρμάκι,
   και ήλθεν, εις τον τάφον της επάνω ν' αποθάνη,
   κ' εδώ κι' αυτός ν' αναπαυθή κοντά ‘ς την Ιουλιέταν.
   Αυτοί που είναι, οι εχθροί; — Μοντέκη, Καπουλέτε!
   Ιδέτε πώς την έχθραν σας ο Ουρανός παιδεύει·
   εξολοθρεύει ο Θεός μ' αγάπην την χαράν σας!
   Κ' εγώ, εγώ που έκλεισα ‘ς την έχθραν σας τα 'μάτια
   έχασα δύο συγγενείς. Οι πάντες τιμωρούνται!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Δος μου το χέρι σου εδώ, ω αδελφέ Μοντέκη.
   Ιδού το προικοσύμφωνον της κόρης μου. Τι άλλο
   να σου ζητήσω ημπορώ;

ΜΟΝΤΕΚΗΣ
   Εγώ θα δώσω κι' άλλο.
   Από χρυσάφι καθαρόν θα στήσω τ’ άγαλμα της,
   ώστε ενόσω εις την γην Βερώνα θα υπάρχη,
   της Ιουλιέτας της πιστής να σώζεται η μνήμη,
   και τ’ όνομά της ακριβόν κι' αγαπητόν να μένη!

ΚΑΠΟΥΛΕΤΟΣ
   Χρυσόν κοντά της τ’ άγαλμα θα στήσω του Ρωμαίου.
   Άδικα θύματα κ' οι δυο της παλαιάς μας έχθρας!

ΠΡΙΓΚΗΨ
   Αυτά τα 'ξημερώματα ειρήνην μαύρην φέρνουν.
   Ο ήλιος απ' την λύπην του το πρόσωπόν του κρύπτει.
   Πηγαίνωμεν. Θα έχωμεν πολύ συχνά αιτίαν
   να ομιλούμεν δι αυτά τα θλιβερά συμβάντα.
   Θα συγχωρήσω μερικούς· θα παιδευθούν οι άλλοι(54).
   Δεν εξανέγεινε ποτέ τόσος καϋμός και θρήνος,
   'σαν τον 'δικόν σας τον καϋμόν, Ρωμαίε, Ιουλιέτα!

   (Εξέρχονται).



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.



1) Η τραγωδία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας εδημοσιεύθη το πρώτον κατά το 1597 μ. Χ. Αλλά κατά συγχρόνους μαρτυρίας φαίνεται γραφείσα κατά το 1595· τινές δε των κριτικών θεωρούσιν αυτήν κατά δύο ή τρία έτη αρχαιοτέραν. Τω 1599 εξεδόθη εκ δευτέρου μετά προσθηκών και διορθώσεων· επί ταύτης δε βασίζονται αι μεταγενέστεραι της τραγωδίας εκδόσεις. Όπως δήποτε αύτη είναι εκ των πρώτων του Σαικσπείρου έργων, ή μάλλον ειπείν, το αριστούργημα της νεαράς αυτού ηλικίας. Διά τούτο, κατά το λέγειν του Mezières (Shakespeare ses Œuvres et ses critiques, σελ 259) «δεν είναι μεν η τελειοτέρα των τραγωδιών αυτού, αλλά προξενεί εντύπωσιν ζωηροτέραν ίσως πάσης άλλης, καθ' ο έχουσα εν εαυτή την έμπνευσιν και την έκφρασιν της νεότητος.»

«Το ποίημα τούτο, λέγει ο Schlegel, αποπνέει την ευωδίαν του έαρος, ανακαλεί την ηδυπάθειαν του άσματος της αηδόνος, και είναι τρυφηλόν ως ρόδον νεωστί διεπτυγμένον. Αλλ' από της πρώτης εν αυτώ περιεσταλμένης εκδηλώσεως και ανταλλαγής σεμνού έρωτος μεταφερόμεθα, — ταχύτερον ή όσον η άνθησις της νεότητος και του κάλλους διέρχεται, — εις πάθος άμετρον, εις ένωσιν αμετάκλητον· δι' αλλεπαλλήλων δε εκρήξεων ευδαιμονίας και απελπισίας, απολήγομεν εις το οικτρόν των δύο εραστών τέλος. Αλλά και αποθνήσκοντες φαίνονται ούτοι αξιόζηλοι, ωσεί θριαμβεύοντες διά του θανάτου αυτών κατά παντός του δυναμένου να τους αποχωρίση! Τα γλυκύτερα και τα πικρότερα, έρως και μίση, εορταί και θρήνοι, εναγκαλισμοί και ενταφιασμοί, η ζωή εν πάση αυτή τη ακμή, και αυτοκτονίαι, τα πάντα ενταύθα κατεπείγουσιν αλλεπάλληλα. Πάσαι δε αύται αι αντιθέσεις τοσούτον εναρμονίως συνέχονται, αποτελούσαι ενιαίαν εντύπωσιν, ώστε το σύνολον αντηχεί εν τη ψυχή ημών ωσεί διαρκής τις στεναγμός.»

Την υπόθεσιν του δράματος ηρύσθη ο Άγγλος ποιητής εξ ιταλικής πηγής, εκ της ιστορίας των δύο εραστών της Βερώνας, ήτις κατά παράδοσιν εγχώριον διεδραματίσθη τω έτει 1303 μ. Χ. Από του 1470 μέχρι του 1535 μ.. Χ. τρία ιταλικά διηγήματα εδημοσιεύθησαν πραγματευόμενα την υπόθεσιν ταύτην. Το τελευταίον τούτων, το του Bandello, μετεφράσθη γαλλιστί υπό του Pierre Boisteau· εκ της μεταφράσεως δε ταύτης επήγασεν αγγλικόν ποίημα, δημοσιευθέν τω 1562 μ. Χ.· ώστε η υπόθεσις του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας ήτο ήδη γνωστή εν Αγγλία, ότε ο Σαικσπείρος συνέλαβε την ιδέαν του δράματος, δι ου απηθανάτισε τους εραστάς της Βερώνης. Αλλά και εκτός της Αγγλίας η αυτή υπόθεσις ενέπνευσεν ετέρους συγχρόνους ποιητάς. Ούτως ο Ισπανός Lope de Vega έλαβεν αυτήν ως θέμα μιας των τραγωδιών του. Και ο ημέτερος δε Βικέντιος ο Κορνάρος φαίνεται μέχρι τινός επηρεασθείς υπό της αναγνώσεως των ιταλικών διηγημάτων, των πραγματευομένων περί του ατυχούς έρωτος του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας. Ναι μεν, ο μύθος του Ερωτοκρίτου πολλαχώς διαφέρει της ιταλικής εκείνης παραδόσεως, αλλ' υπάρχουσιν εν αυτώ ικανά σημεία υποδεικνύοντα την επίδρασιν της ιταλικής πηγής. Ο έρως του Ερωτοκρίτου και της Αρετής (ει και διάφορος κατά την αρχήν και τας περιπετείας του έρωτος του Βερωναίου ζεύγους,) αι συναντήσεις των εραστών εις το παράθυρον, η εξορία του τε Ερωτοκρίτου και του Ρωμαίου (ει και εκ διαφόρου αιτίας προκαλούμεναι), ο μυστικός αμφοτέρων αρραβών ή γάμος, ο επιβαλλόμενος υπό των πατέρων δεύτερος γάμος, και η άρνησις της τε Ιουλιέτας και της Αρετής, και η οργή των πατέρων και τα κατόπιν δεινά, και οι χαρακτήρες της Νένας εξ ενός και της παραμάνας αφ' ετέρου, ταύτα πάντα δεν φαίνονται τυχαίαι απλώς συμπτώσεις. Άλλως τε η επίδρασις της ιταλικής αγωγής και της ιταλικής φιλολογίας ήτο γενική καθ' άπασαν την τότε Ευρώπην. Εκεί ανεζήτουν υπογραμμόν και ηρύοντο έμπνευσιν ο Σαικσπείρος εν Αγγλία, ως ο Κορνάρος εν Σιτία της Κρήτης. Διά τούτο και μόνον, ανεξαρτήτως πάσης άλλης σχέσεως μεταξύ Ρωμαίου και Ιουλιέτας αφ' ενός και Ερωτοκρίτου αφ' ετέρου, !! εθεώρησα ως ουχί όλως αδιάφορον προς τον Έλληνα αναγνώστην την εν ταις επομέναις σημειώσεσι παραβολήν χωρίων τινών των δύο τούτων ποιημάτων. Ούτε θα σκανδαλίση τινά, φρονώ, η τοιαύτη παραβολή, ένεκα της ανισότητος των δύο ποιητών. Ο Σαικσπείρος ίσταται ως γίγας χρυσοστεφής εν μέσω απάντων των ποιητών της νεωτέρας εποχής, ενώ ο πτωχός Κορνάρος ούτε τον ταπεινόν στέφανον ελαίας, όστις τω προσήκει, ηυτύχησε εισέτι να περιβληθή. Αλλά δεν δικαιούμεθα διά τούτο να λησμονήσωμεν, ότι ο Ερωτόκριτός του, καίτοι φέρων τα ελαττώματα της εποχής καθ' ην εγράφη, έχει όμως τας αρετάς αληθούς ποιητικής εμπνεύσεως, και ότι δεν έσφαλεν ο ελληνικός λαός, ο επί τοσαύτας γενεάς αγαπήσας το ποίημα τούτο.

2) Εθεώρησα προτιμητέαν την βάρβαρον ταύτην γραφήν Μπεμβόλιος, ή την κακοφωνίαν και την διαστροφήν της διά του Β γραφής του ονόματος του Benvolio.

3) Τα δράματα του Σαικσπείρου, ότε το πρώτον εξεδόθησαν, δεν ήσαν διηρημένα εις πράξεις και σκηνάς. Οι μεταγενέστεροι εκδόται εθεώρησαν σκόπιμον τον εις πέντε πράξεις διαμερισμόν αυτών· τούτο δε εξηγεί την ανισότητα, ήτις ως επί το πολύ επικρατεί εις την πενταμερή ταύτην διαίρεσιν.

4) Προς τους προτιθεμένους να παραβάλωσι την μετάφρασίν μου προς το αγγλικόν κείμενον, οφείλω απολογητικήν τινα επεξήγησιν διά την μετρίασιν, έστιν ότε δε και την παράλειψιν εκφράσεών τινων του πρωτοτύπου. Απέναντι της δυσκολίας του να μεταφράσω, ή και της συστολής του να δημοσιεύσω τας τοιαύτας εκφράσεις εν πάση αυτών τη γυμνότητι, εθεώρησα προκριτωτέραν την συγκάλυψιν, ή την αποσιώπησιν ολιγίστων τινών χωρίων. Άλλως τε εις πολλάς των προς χρήσιν σχολείων ή οικογενειών αγγλικάς του ποιητού εκδόσεις πλείσται τοιαύται εκφράσεις παραλείπονται, ενώ ο μεταφραστής αντί της αποκοπής έχει το πλεονέκτημα να προσφεύγη εις την μετρίασιν αυτών. Και κατά τας θεατρικάς δε παραστάσεις πολλά επίσης αποσιωπώνται. Περί τούτου ιδίως η αγγλική εφημερίς Daily News, καταχωρίσασα την 28ην Ιανουαρίου 1875 επιστολήν ανταποκριτού αυτής, επραγματεύθη την επιούσαν δι άρθρου, ούτινος ιδού το συμπέρασμα. «Τινές των βαναυσολογιών, αίτινες παρεισβαίνουσιν εις τους διάλογους των Σαικσπειρείων δραμάτων δύνανται άνευ ζημίας τινός να παραλειφθώσιν. Αλλ' ενίοτε αι τοιαύται εκφράσεις χαρακτηρίζουσι δι' ανεξίτηλου τρόπου πρόσωπόν τι του δράματος, οίος λόγου χάριν ο Ιάγος, ούτινος η αισχρά καρδία διαστρέφει παν ό,τι αγνόν και όσιον. Αι τοιαύται βαναυσολογίαι δεν δύνανται να απαλειφθώσιν. Ο ποιητής εθεώρησεν αναγκαίον να χαρακτηρίση δι' αυτών τα ιδανικά πλάσματα, άτινα διά της φαντασίας αυτού ενεσάρκωσε». Ταύτα ας χρησιμεύσωσιν ως απολογία μου δι' όσα εν τη παρούση μεταφράσει ενδέχεται να θεωρηθώσιν ως μη αρκούντως σεμνοπρεπή. Εξ άλλου, καθ' α ο αυτός Άγγλος αρθρογράφος ορθώς επιλέγει, η γυμνότης πολλών εκφράσεων, αίτινες επετρέποντο κατά την εποχήν του Σαικσπείρου, δεν είναι τοσούτον επιλήψιμος, όσον τα υποκρυπτόμενα συχνάκις υπό την κατ’ επιφάνειαν ευπρέπειαν ή την κομψότητα της σημερινής δραματολογίας. Αλλά, ούτως ή άλλως, αναγκάζομαι να ομολογήσω, ότι η μετάφρασις των τοιούτων χωρίων και των υβριστικών εν γένει λέξεων του αγγλικού κειμένου, δεν ήτο η ελαχίστη των δυσχερειών του έργου μου, ως μεταφραστού.

5) Οι οπαδοί του Μοντέκη φέρουσιν επί του πίλου σημείον, δι' ου διακρίνονται από των του Καπουλέτου, αναγνωρίζονται δε ούτω επί της σκηνής και μακρόθεν.

6) Σημείον περιφρονήσεως. Κατά τους σχολιαστάς, σύρεται μετά βίας ο όνυξ του αντίχειρος επί των άνω οδόντων· ο εστίν, οίον το παρ' ημίν ισοδυναμούν τω γρυ σχήμα.

7) Ο πρίγκηψ προσκαλεί τους δύο γέροντας να έλθωσι

    Το old Free-town, our common judgement pace. 

Ο Γάλλος μεταφραστής (Fr. Hugo) μεθερμηνεύει το Free-town εις vieux Chateau de Villa-franca, ο δε Γερμανός zür alten Burg. Κατά σχολιαστήν Άγγλον old Free-town ήτο το φρούριον των Καπουλετών.

8) Αι αλλεπάλληλοι αλληγορίαι, των οποίων βρίθει το πρώτον ιδίως μέρος της προκειμένης τραγωδίας, μαρτυρούσιν ότι, καθ' ην εποχήν έγραφεν αυτήν, δεν είχεν εισέτι ο μέγας ποιητής απαλλαγή της επιδράσεως της συγχρόνου αυτού φιλολογίας. Η Ιταλία ήτο τότε το πρότυπον του πολιτισμού και ο οδηγός του συρμού. Εκεί δε τους μεγάλους συγγραφείς της προηγουμένης εκατονταετηρίδος είχε διαδεχθή σχολή ποιητική, της οποίας ιδιάζων χαρακτήρ ήσαν τα λεγόμενα concetti, αι μέχρι κόρου αλληγορικαί εκφράσεις. Άλλως τε, κατά την παρατήρησιν του Guizot, (Shakspeare et son temps), «ο Σαικσπείρος αυτός εναργώς υποδεικνύει, ότι δεν ηρέσκετο φύσει εις τον τρόπον τούτον του εκφράζεσθαι, ότε διά του μοναχού Λαυρεντίου επιπλήττει τον Ρωμαίον διά το γριφώδες του ύφους του.» (Εν σκηνή Γ' της Α' πράξεως.)

9) Μεταφράζων τα μεν πεζά εις πεζόν λόγον, τους δε στίχους εμμέτρως, δεν ετήρησα ίσην ακρίβειαν και ως προς την ομοιοκαταληξίαν. Αλλ' ως θέλει παρατηρήσει ο αναγνώστης, οι ομοιοκατάληκτοι στίχοι είναι πολυαριθμότεροι εν τη μεταφράσει της προκειμένης τραγωδίας ή εις τας δύο επομένας. Τα πρώτα του Σαικσπείρου δράματα περιέχουν πολλώ τελειότερους ομοιοκαταλήκτους στίχους, ή τα εις ωριμωτέραν της ζωής αυτού εποχήν γραφέντα. Ούτως εκ των τριών τούτων τραγωδιών, εις μεν τον Ρωμαίον και την Ιουλιέταν εκ των 3002 στίχων του αγγλικού κειμένου (συμπεριλαμβανομένων και των εις πεζόν χωρίων), οι 486 είναι ομοιοκατάληκτοι εν δε τω Οθέλλω εκ 3324 στίχων, οι 86 μόνον ομοιοκατάληκτοι, και εν τω Βασιλεί Ληρ 74 μόνον εκ 3298 στίχων. (Ίδε την εισαγωγήν του F. F. Furnivall εις την αγγλικήν μετάφρασιν των επί του Σαικσπείρου σχολίων του Γερβίνου και τον εν αύτη υπό του Κ. Fleay επεξεργασθέντα πίνακα). Οφείλω δ' ενταύθα να προσθέσω, ότι δεν συμφωνούσι πάντες οι εκδόται ως προς χωρία τινά, πού μεν ως πεζά, αλλαχού δ' ως έμμετρα διδόμενα. Ούτω τα της παραμάνας, εν σκηνή Γ' της Α' πράξεως, είς τινας των νεωτέρων της προκειμένης τραγωδίας εκδόσεων δημοσιεύονται ως στίχοι αντί πεζού.

10) «Ο Ρωμαίος παρουσιάζεται κατά πρώτον εν τη τραγωδία ως αγαπών την Ροζαλίναν. Αύτη είναι ανεψιά του Καπουλέτου, νέα λευκόχρους και μελανόφθαλμος, υπερτέρα δε της Ιουλιέτας κατά την δύναμιν του τε νοός και του σώματος. Αλλ' ούτε φλογερών αισθημάτων ευεπίδεκτος είναι, ούτε την λατρείαν του Ρωμαίου προσδέχεται. Ώστε διά του έρωτος τούτου δεν ικανοποιούνται οι αόριστοι της καρδίας του πόθοι, και υποφέρει ο δυστυχής του Ταντάλου το μαρτύριον, το δε κενόν, εντός του οποίου ζη βασανιζόμενος απορροφά, της ψυχής αυτού την ικμάδα. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιον αν αιφνίδιος μέθη ανεκλαλήτου ευδαιμονίας πλημμυρίζει μετέπειτα την σφριγώσαν, αλλ' αλγούσαν καρδίαν του.» (Gervinus, Shakespeare Commentaries.)

Ούτω και ο Άγγλος Coleridge: «Ο Ρωμαίος παρίσταται ερωτευμένος ήδη. Η ανάγκη αγάπης ωθεί τον άνθρωπον εις αναζήτησιν αντικειμένου τινός του έρωτός του. Αλλ' υπάρχει ως προς τούτο διαφορά μεταξύ ανδρός και γυναικός. Εάν η Ιουλιέτα παρίστατο ως κυριευομένη ήδη, ή και ως νομίζουσα ότι κυριεύεται υπ' άλλου ήδη έρωτος, το τοιούτον ήθελε προξενήσει αλγεινήν εις ημάς εντύπωσιν. Αλλ' ουδείς φρονώ θεωρεί ως άτοπον, ότι ο Ρωμαίος μετά τοσαύτης ευκολίας λησμονεί την Ροζαλίναν και παραδίδεται διά μιας εις τον έρωτα, τον οποίον η Ιουλιέτα τω εμπνέει. Διότι η Ροζαλίνα ουδέν ήτο πλέον, ή το όνομα, εν ω ενεσαρκούτο, ούτως ειπείν, η ερωτική κλίσις της θαλεράς αυτού φαντασίας.»

11) Κατά τον Άγγλον Steevens ο ποιητής διά των στίχων τούτων υπαινίττεται την βασίλισσαν της Αγγλίας Ελισσάβετ, ήτις ηρέσκετο ακούουσα εξυμνουμένην την τε ωραιότητα και την αγνότητα αυτής.

12)Επί Σαικσπείρου έφερον προσωπίδας αι εις τας θεατρικάς παραστάσεις παρευρισκόμεναι Κυρίαι.

13) Της αυτής ηλικίας ήτο και η Αρετή του Ερωτοκρίτου.

    «Λοιπόν τον έρωτα κι' αυτή να την γελάση αφήκε,
    πούναι δεκατριών χρονών, δεκατεσσάρων 'μπήκε. »

(Ίδε σελ. 216 της Δ' εκδόσεως του Ερωτοκρίτου)

14) Plantain. Το πεντάνευρον ή αρνόγλωσσον (φύλλον φυτού) έχον ιαματικήν ιδιότητα τίθεται επί πληγών.

15) Εν τω κειμένω υπάρχει _Lammas-tide_, τούτο δε, εκ της αρχαίας Αγγλο - σαξωνικής παραγόμενον, σημαίνει εορτή τον άρτου, ήτοι εορτή των πρώτων οπωρών, τα πρωτόλεια. Ετελείτο δ' η εορτή αύτη την πρώτην Αυγούστου. Επροτίμησα να μεταφέρω το συμβάν, το οποίον η παραμάνα διηγείται, εις την εορτήν των Αγίων Αποστόλων, καίτοι μη ακριβώς συμπίπτουσαν μετά της αγγλικής του κειμένου εορτής· καθόσον είναι αύτη εκ των επισημοτέρων των καθ' ημάς εορτών, εξ εκείνων δηλονότι, τας οποίας Ελληνίς παραμάνα ήθελεν εκλέξει, όπως χαράξη γεγονός τι εις την μνήμην αυτής.

16) Και εν' Ερωτοκρίτω τριετή απέκοψε την Aρετήν η Νένα.

    «Μεγάλη αγάπη σου βαστώ, παιδί μου και κυρά μου, 
    Διά το γάλα πώφαγες τρεις χρόνους ‘ς τα βυζιά μου.»

(Ίδε σελ. 165.)

17) Εις τας παλαιάς εκδόσεις τα επί του κειμένου σχόλια ετυπούντο εν τω περιθωρίω της σελίδος. Ένθεν η παρομοίωσις αύτη της μητρός της Ιουλιέτας.

18) Κατά τα τότε ειθισμένα οι προσωπιδοφόροι εζήτουν την άδειαν του οικοδεσπότου πριν εισχωρήσωσιν εις συναναστροφήν τινα.

19) Προ της εφερεύσεως (λέγει Άγγλος σχολιαστής) των κηροπηγίων, chandeliers, αι αίθουσαι, εν αις ετελούντο εορταί, εφωτίζοντο δι' υπηρετών κρατούντων εις χείρας λαμπάδας. Δεν εθεωρείτο δε ταπεινωτικόν το υπούργημα τούτο, ώστε ηδύνατο ο Ρωμαίος να εισέλθη μετά δαυλού εις χείρας, και να μη εκληφθή ως υπηρέτης.

20) Προτού γενικευθή των ταπήτων η χρήσις εστρώνοντο ψάθαι επί του εδάφους.

21) Επροσπάθησα και ενταύθα και αλλαχού δι' ισοδυνάμου τινός λογοπαιγνίου ν' αντικαταστήσω τα εν τω πρωτοτύπω, όπως διατηρηθή, καθ' όσον τούτο μοι ήτο δυνατόν, το ύφος του κειμένου. Αλλά συχνάκις ηναγκάσθην να υποχωρήσω ενώπιον της δυσκολίας και να παραλείψω αυτά. Εννοείται δε ότι λογοπαίγνια δεν μεταφέρονται επιτυχώς από μιας γλώσσης εις ετέραν. Αλλά και εν τω κειμένω αυτώ, τα του Σαικσπείρου, είτε λογοπαίγνια είτε αστειότητες, δυσκόλως εννοούνται άνευ σχολίων και επεξηγήσεων.

22) Πιστεύω ότι δεν θα κατηγορηθώ, διότι μετέφρασα το fairy, (fée γαλλιστί) διά του Νεράιδα. She is fairies midwife. Κατά λέξιν: είναι η μαία των Νεράιδων. Αλλά κατ’ Άγγλον σχολιαστήν, τον Watson, «εκ των Νεράιδων, η Mab είναι η εκτελούσα μαίας καθήκοντα» το δε κείμενον έπρεπε να έχη ούτω: she is the fairy midwife. Το κύριον της Μαb έργον ήτο να κλέπτη τα νεογνά την νύκτα, αντικαθιστώσα αυτά δι άλλων πάλιν νεογνών. Εκτός δε τούτου ήτο αύτη και του εφιάλτου η προσωποποίησις. Αλλ' ο ποιητής αποκαλεί αυτήν μαίαν, ως εκ του ιδιάζοντος αυτής προσόντος, καθόσον και τα υπό του Μερκουτίου αποδιδόμενα εις αυτήν εξετελούντο την νύκτα επί κοιμωμένων.

23) And sometimes comes she with a tithe pig's tail

    tickling a parson's nose as a’ lies asleep, 
    then dreams he of another benefice.

Παρέλειψα την ουράν του χοίρου, και τα δέκατα και το benefice, καθ' ο άγνωστα παρ' ημίν, προς ζημίαν βεβαίως του ελληνικού κλήρου· αντικατέστησα δε ταύτα διά των αντιστοιχούντων ευτελεστέρων ωφελημάτων των ημετέρων εφημερίων.

24) Επιστεύετο κοινώς, ότι αι μάγισσαι και υπερφυσικά όντα περιέπλεκον διά νυκτός την χαίτην των ίππων, στάζουσαι επ' αυτών αναλελυμένον κηρόν από λαμπάδων ανημμένων.

25) Ο Ιταλός μεταφραστής Leoni δικαίως απορεί πώς ν' αναφθώσιν αι εστίαι του Καπουλέτου κατά την θερμοτέραν του έτους ώραν. Εκ της διηγήσεως της Παραμάνας γνωρίζομεν τω όντι, ότι τα εν τω δράματι συμβαίνουσι 15 περίπου ημέρας προ της εορτής _Lammas-tide_, ήτοι περί τας 15 Ιουλίου.

26) Ίδε σημείωσιν (43).

27) Ο Σαικσπείρος και οι πρώτοι της τραγωδίας του θεαταί δεν εθεώρουν ουδαμώς ανάρμοστα τα εν πλήρει συναναστροφή φιλήματα, καθόσον ήτο συνήθης χαιρετισμού τρόπος ούτος εν τη τότε Αγγλία. Ιδού τι περί τούτου γράφει ο ημέτερος Νίκανδρος Νούκιος, επισκεφθείς την Αγγλίαν είκοσι μόλις έτη προ της του Σαικσπείρου γεννήσεως: «Απλοϊκώτερον δε προς τας γυναίκας σφίσιν είθισται και ζηλοτυπίας άνευ. Φιλούσι γαρ ταύτας εν τοις στόμασιν, ασπασμοίς και αγκαλισμοίς, ουχ οι συνήθεις και οικείοι μόνοι, αλλ' ήδη και οι μηδέπω εωρακότες· και ουδαμώς σφίσιν αισχρόν τούτο δοκεί.» (Travels of N. Nucius, London 1846, σελ. 10.)

28) Ήτοι, να εύρης την καρδίαν σου.

29) Παραλείπονται ενταύθα οι δύο στίχοι:

    Young Abraham Cupid, he that shot so trim 
    when King Cophetua loved the beggar-maid.

Το δημοτικόν άσμα, εις ο ανάγονται, επραγματεύετο τας ερωτικάς περιπετεiας βασιλέως τινός, όστις επαγγελλόμενος περιφρόνησιν προς το ωραίον φύλον, ερωτεύεται επί τέλους ψωμοζήτριαν και νυμφεύεται αυτήν, προς ικανοποίησιν του τυφλού της Αφροδίτης υιού.

30) Αντί ελαίας ο Άγγλος ποιητής λέγει μεσπιλέαν, καθόσον τα μέσπιλα είχον παρ' αυτώ αλληγορικήν τινα σημασίαν, της οποίας η παράφρασίς μου διατηρεί ασθενή αντήχησιν·

         that kind of fruit
    as maids call medlars, when they laugh alone.

31) Μη λατρεύσης την Σελήνην, ο έστι, μη αφιερωθής εις την Άρτεμιν· μη θελήσης να διαμείνης παρθένος ες αεί.

32) Οι γελωτοποιοί έφερον, ως γνωστόν, ποικιλόχρουν ενδυμασίαν.

33) Παραθέτω περιέργειας χάριν την υπό του C. R. Kennedy εις αρχαίαν ελληνικήν μετάφρασιν του χωρίου τούτου. Εβραβεύθη αύτη εν τω διαγωνισμώ του της Κανταβριγίας Πανεπιστημίου κατά το έτος 1830 μ. Χ. Προς ενθάρρυνσιν των σπουδαζόντων την ελληνικήν και την λατινικήν, τελούνται εν τοις αγγλικοίς παιδευτηρίοις διαγωνισμοί τοιούτοι. Το θέμα της μεταφράσεως ή της συνθέσεως ορίζεται εκάστοτε υπό των αρχών της σχολής, οι δε διαγωνιζόμενοι είναι αποκλειστικώς φοιτηταί· δίδεται δε εις βράβευσιν μετάλλιον, ή πολύτιμόν τι βιβλίον. Εν Κανταβριγία τα βραβεία ταύτα δίδονται εκ κληροδοτήματος του ιατρού Sir William Browne, προς δε και εκ του εισοδήματος ποσού τινος, όπερ οι θαυμασταί του ελληνιστού Porson επί τούτω συνέλεξαν, προς τιμήν του διδασκάλου αυτών. Τα μέχρι του 1837 βραβευθέντα στιχουργήματα εξεδόθησαν υπό τον τίτλον: The Greek and Latin Prize Poems of the University of Cambridge. Ιδού η περί ης ο λόγος μετάφρασις:

    ΡΩΜΕΩΝ, ΙΟΥΛΙΑ

ΡΩΜ. Ουλαίς γελά τις τραυμάτων άπειρος ων.

    Τι χρήμα λεύσσω; τις ποθ' υψόθεν δόμων
    αυγή διήξεν; ηλίου μεν αντολαί
    φάος τόδ' έστιν, ήλιος δ' Ιουλία.
    Αλλ' ει εγείρου καλλιφεγγές ήλιε,
    φθονεράν σελήνην φθείρε, και γαρ άλγεσι
    τέτηκεν ήδη πάσα και μαραίνεται,
    σου της γε δούλης καλλονή νικωμένη.
    Μη νυν φθονούση τήδε δουλεύσης έτι·
    και παρθένειον ην σ' επαμπίσχει στολήν,
    χλωρά γαρ έστι και σαθρά, μόνοι δε νιν
    μωροί φορούσιν, ως τάχιστ’ έκδυέ συ.
    Δέσποιν' εμή πέφηνε, καρδίας εμής
    τα φίλταθ'· ως τόδ' ώφελε ξυνειδέναι.
    Φωνεί τι, φωνεί, κουδέν είφ' όμως. Τι μην;
    Όσσων με σαίνει φθέγμ', εγώ δ' αμείψομαι.
    Τι δήτ’ αναιδής είμ'; Εμ' ου προσεννέπει,
    εν ουρανώ γαρ οία καλλιστεύεται
    άστρω τιν' ασχολούντε της νεάνιδος
    λίσσεσθον όμματ’, εστ’ αν ικνήσθον πάλιν,
    εν τοίσιν αυτών εγκαταυγάζειν κύκλοις.
    Τι δ' ει μετοικισθέντ’ εν αιθέρος πτυχαίς
    τα μεν γένοιτο, τω δε παρθένου κάρα;
    Προς δη φαεννήν παρθένου παρηίδα
    μαυροίτ’ αν άστρα, λαμπάς ως παρ' ήλιον,
    μετάρσιός τ’ οφθαλμός αιθέρος διά
    πέμποι σέλας τηλαυγές, ορνίθων μέλη
    εώα κινών, ως σκότου πεφευγότος.
    Ίδ' ως παρειάν εις χέρ' αγκλίνασ' έχει·
    είθ' ην εκείνης δεξιάς χειρίς έπι,
    όπως εκείνης ηπτόμην παρηίδος.

ΙΟΥΛ. Ω μοι.

ΡΩΜ. Εφθέγξατ’· ω θεός φαιδίμη φθέγξαι πάλιν.

    Ούτω γαρ ούτω διαπρέπεις ύπερθέ μου
    άγαλμα νυκτίσεμνον, οι' απ' ουρανού
    πτηνός βροτοίσιν άγγελος φαντάζεται,
    οι δ' υπτιάζουσ' όμματ’ εκπαγλούμενοι,
    και τούμπαλιν κλίνουσι, και βραδυστόλων
    νεφελών εφιππεύοντα δέρκονται θεόν
    πτεροίσι ναυστολούντα κόλπον αιθέρος. 

ΙΟΎΛ. Ω Ρωμέων, τι δήτα Ρωμέων έφυς;

    πατέρα τ’ αναίνου κώνομ'· ει δε μη θέλεις,
    όμνυ φιλήτωρ τήςδε πιστώς εμμενείν,
    καγώ δόμων τε και γένους εξίσταμαι.

34) Οι όροι της ξιφομαχίας διετήρουν τας ιταλικάς αυτών ονομασίας εν Αγγλία.

35) Επροσπάθησα δι αντιστοιχουσών τίνων εκφράσεων να διατηρήσω και ενταύθα μέρος του διαλόγου τούτου, το σύνολον του οποίου είναι αμετάφραστον ως εκ της αλληλουχίας των αγγλικών λογοπαιγνίων.

36) Κατά τα τότε ειθισμένα ο Πέτρος προηγείται της παραμάνας. Ούτω κατά την παιδικήν μου ηλικίαν πολλάκις είδον εις τας οδούς της Κωνσταντινουπόλεως τους υπηρέτας βαδίζοντας προ των Αρμενίων Κυριών αυτών, όπως ταις ανοίγωσι τον δρόμον.

37) Κατά τον Dryden, ο Σαικσπείρος έλεγεν, ότι εβιάσθη να θανατώση εν τω μέσω του δράματος τον Μερκούτιον, διότι άλλως εκινδύνευε να θανατωθή αύτος υπό του Μερκουτίου. Αμφισβητείται το ακριβές της παραδόσεως ταύτης· αλλ' ο φόνος ούτος ανακουφίζει βεβαίως τον μεταφραστήν.

38) Ούτω και Ρήγας εξορίζει τον Ερωτόκριτον:

    Ο υιός σου μην πατήση πλειο ‘ς τους τόπους οπ' ορίζω· 
    τέσσαρες 'μέραις κι' όχι πλειο του δίδω να μισέψη, 
    τόπους μακρούς κι' αδιάβατους ας 'πάγη να γυρέψη, 
    και μην πατήση ώστε που ζω ‘ς τα μέρη τα 'δικά μου, 
    αλλιώς του δίδω θάνατον, κ.τ.λ
         (Ίδε σελ.193)

39) That run away's eyes may wink.

Μεταξύ διαφόρων του χωρίου τούτου εξηγήσεων εθεώρησα προτιμητέαν την έχουσαν το κύρος του Γερβίνου. Ίδε σημείωσιν 43.

40) Παραλείπω τέσσαρας στίχους λογοπαιγνικούς, βασιζομένους επί της προφοράς του φωνήεντος I. _I εγώ, Ay ναι, eye οφθαλμός_. Και τα τρία ταύτα προφέρονται ομοιοτρόπως· ένθεν το λογοπαίγνιον.

41) Some say the lark makes sweet division.

κατά λέξιν: λέγουν ότι ο κορυδαλός κάμνει γλυκειάν διαίρεσιν. Οι δε σχολιασταί προσθέτουσιν ότι η λέξις division ήτο τεχνικός όρος, σημαίνων τροπήν ήχου εν τη μουσική.

42) Του φρύνου οι οφθαλμοί ελέγοντο ωραιότεροι των του κορυδαλού· ένθεν η αρχαία αγγλική ρήσις περί ανταλλαγής των οφθαλμών αυτών. Επροτίμησα δε την λέξιν φρύνος, εν ελλείψει ή εν αγνοία μου κοινής τινος ονομασίας προς διαστολήν αυτού από του κοινού βατράχου.

43) Ιδού του Γερβίνου η κρίσις περί της σκηνής ταύτης και των δύο προηγουμένων ερωτικών σκηνών (Σκην. Ε' εν πράξει Α', και Σκην. Β' εν πράξει Β'). «Ανεξαρτήτως του δραματικού χαρακτήρος του συνόλου της προκειμένης τραγωδίας, ιδιάζων λυρικός τύπος επικρατεί είς τινα αυτής χωρία. Τοιαύτα είναι η εκδήλωσις του έρωτος του Ρωμαίου εν τω χορώ του Καπουλέτου, ο μονόλογος της Ιουλιέτας, ότε περιμένει τον νυμφίον την εσπέραν του γάμου αυτής, και ο αποχωρισμός των νεονύμφων την επιούσαν πρωίαν. Εν εκάστω των χωρίων τούτων παρεδέχθη ο ποιητής προϋπάρχοντας και κοινώς παραδεδεγμένους τύπους λυρικής ποιήσεως, ήτοι το sonnet, τον _επιθαλάμιον_ ύμνον και το άσμα της αυγής(*).

(*)Down-song; Tage lied; aubade; ο έστι το παρ' ημίν μ α τ ι ν ά δ α, ή κοινότερον π α τ ι ν ά δ α.

Κατά την πρώτην ερωτικήν εξομολόγησιν εν τω χορώ, υφίσταται το ύφος και η συναρμολογία του sonnet, καίτοι μη τηρηθέντων των συνήθων αυτού εξωτερικών τύπων. Ο Πετράρχης είχε καθιερώσει το είδος τούτο της λυρικής ποιήσεως προς έκφρασιν του έρωτος. Εξεφράζετο δ' έκτοτε δι’ αυτού ο αγνός έρως εν πάση αυτού τη λάμψει και τη ιερότητι, αλλ' ουδέποτε σχεδόν ο υλικός, ο σαρκικός έρως. Ούτω κατά την πρώτην ταύτην των δύο εραστών συνέντευξιν, ότε ο Ρωμαίος πλησιάζει προς την Ιουλιέταν, ως εις άγιον εικόνισμα ή προσκυνητάριον (holy shrine), μετά του σεβασμού, τον οποίον η αθωότης εμπνέει, και εκδηλοί τον αγνόν αυτού έρωτα, ο ποιητής παραδέχεται τον συνήθη λυρικής ποιήσεως τύπον, τον εν χρήσει προς έκφρασιν των πρώτων του έρωτος συγκινήσεων.

Ο δε μονόλογος της Ιουλιέτας, ότε αναμένει τον νυμφίον, ανακαλεί τον εν χρήσει κατ’ εκείνην την εποχήν επιθαλάμιον ύμνον. Το θαυμάσιον τούτο χωρίον πρέπει ν' αναγινώσκηται, μάλλον δε ν' απαγγέλληται επί της σκηνής, μετ’ ευαισθησίας ενδομύχου, και αι προφερόμεναι λέξεις να εξέρχωνται των χειλέων ως αν ήσαν στοχασμοί σιωπηλοί. Ο Halpin υπέδειξεν ήδη, ότι εν τω αλληγορικώ του Υμεναίου μύθω, ως και εις τα επιθαλάμια ποιήματα, ο Υμέναιος πρωταγωνιστεί, ο δ' Έρως μένει κεκρυμμένος, μέχρις ου προ της θύρας του νυμφικού θαλάμου παραχωρεί ο Υμέναιος την θέσιν αυτού εις τον δευτερότοκον αδελφόν του. Η Ιουλιέτα υποτίθεται ως ούσα εν γνώσει των τε ποιημάτων εκείνων και των ιδεών, τας οποίας συνήθως περιέχουσιν. Όθεν προϋποθέτει την παρουσίαν του Έρωτος, τον αποκαλεί δε δραπέτην run-away, ως δραπετεύσαντα από της μητρός αυτού, κατά το ειδύλλιον του Μόσχου (_Δραπετίδας εμός εστίν_). Εύχεται δε να νυκτώση ταχέως, όπως ο Ρωμαίος έλθη αόρατος εις τας αγκάλας αυτής. Εύχεται να κλείση τους οφθαλμούς ο δραπέτης Έρως, ο εστι να μη φωταγωγήση τον νυμφικόν θάλαμον, διότι η ανάγκη επιβάλλει μυστικότητα και σκότος.... Εν ελλείψει άλλης φωνής αδούσης τον επιθαλάμιον, άδει μόνη αυτή. Τούτο δ' επιπροσθέτει χροιάν μελαγχολίας εις τον μονόλογόν της· διότι εθεωρείτο ως κακός οιωνός η παράλειψις της γαμηλίου τελετής· και οικτρώς απέληξε τω όντι ο επί κακοίς οιωνοίς τελεσθείς γάμος ούτος.

Εν δε τη σκηνή του αποχωρισμού ο ποιητής παρεδέχθη ως πρότυπον το εν είδει διαλόγου ποίημα, το κατά την εποχήν των Γερμανών αοιδών (Minnesinger) εισαχθέν, επιλεγόμενον δε άσμα της αυγής, καθ' α προείρηται. Σύνηθες των τοιούτων ποιημάτων θέμα ήτο η νυκτερινή συνέντευξις δύο εραστών, εχόντων έξωθεν φύλακα, όπως εξυπνήση αυτούς την αυγήν, ότε μη θέλοντες εισέτι ν' αποχωρισθώσιν ερίζουσι προς αλλήλους, ή και μετά του φύλακος, και φιλονεικούσιν εάν το φως προέρχεται εκ του ηλίου ή εκ της σελήνης, εάν ψάλλη κορυδαλός ή αηδών.

Τοιουτοτρόπως εν τοις χωρίοις τούτοις του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας περιλαμβάνονται τα τρία κύρια είδη, τα εκπροσωπούντα την λυρικήν ερωτικήν ποίησιν, καθ' ην εποχήν έγραφεν ο Σαικσπείρος.» (Gervinus, εν τω προμνημονευθέντι συγγράμματι, σελ. 206 και εφεξής).

44) Ενταύθα και εις τους εφεξής της σκηνής ταύτης στίχους η Ιουλιέτα εκφράζεται γριφωδώς, οι δε λόγοι της επιδέχονται διπλήν εξήγησιν. Αλλά κατά την ορθήν του Johnson παρατήρησιν δεν φαίνεται φυσική η επιδεξιότης της αύτη περί το υποκρύπτειν τας εννοίας της, ενώ η ψυχή της είναι εισέτι τεταραγμένη εξ όσων περί του Ρωμαίου επληροφορήθη.

45) Η λέξις νεκρόν δύναται να προσαρμοσθεί είτε εις την προηγουμένην, είτε εις την επομένην φράσιν.

46) Ούτω και ο Ρήγας εν Ερωτοκρίτω:

    Θυγατέρα μου, από την ώραν 'κείνη
    που φανερώθηκες στην γην, η έννοια σου με κρίνει,
    κι ο λογισμός σου, 'μάτια μου, πάντα 'ναι μετ’ εμένα,
    να σε τιμήσω και να 'δώ κληρονομιά από 'σένα.

Αλλ' η παρακοή της Αρετής εξεγείρει την οργήν του πατρός αυτής, καθώς η της Ιουλιέτας παροργίζει τον γέροντα Καπουλέτον. Ενώ δε ούτος απειλεί την Ιουλιέταν ότι θα την σύρη μέχρι της εκκλησίας και ότι θα την ραπίση, ότι τον τρώγουν τα δάκτυλά του, κατά την αγγλικήν έκφρασιν, ο Ρήγας, βιαιότερος του Καπουλέτου,

    Σηκόνεται απ' το θρονί και προς εκείνην 'πάγει,
    με μάχη και με μάνιτα την πιάνει από τα χέρια, κ.τ.λ.

Και η μήτηρ δε της Αρετής, καθώς την μητέρα της Ιουλιέτας,

    Ωσάν εχθροί εις τα παιδί τους 'κάναν. 

Αλλά διαμαρτύρεται ο ευαίσθητος Κορνάρος κατά της τοιαύτης μητρικής ασπλαγχνίας·

    Εγώ μεγάλο τα κρατώ 'σαν το κρατούν κ' οι άλλοι,
    να δείξη η μάνα στο παιδί τέτοια απονιά μεγάλη.

47) Ούτω και η Νένα παρακινεί κατ’ αρχάς την Αρετήν να ενδώση εις του πατρός αυτής το θέλημα·

         Θυγατέρα μου, ‘πέιδή ο καιρός δεν ’σάζει,
    κι ο κύρις σου για 'πανδρειά μ' άλλον σε λογαριάζει,
    άφες τον Ερωτόκριτον, διώξε την έγνοια τούτη,
    να 'μπης κυρά στην αφεντιά και στα μεγάλα πλούτη.

Καίτοι πολύλογος μέχρι κόρου, και υπέρ το δέον δακρυρροούσα, και εν συνόλω πληκτική, η Νένα όμως της Αρετής έχει καρδίαν πλέον ευαίσθητον και ηθικότητα ανωτέραν ή η παραμάνα της Ιουλιέτας. «Η παραμάνα, ως λέγει ο Γερβίνος, είναι η αληθής οικοδέσποινα· αύτη υπηρετεί μεν την θυγατέρα, αλλά διευθύνει την μητέρα, δεν φοβείται δε και τον πατέρα αυτόν εν τη στιγμή της εξάψεώς του, αλλά τω αντιλέγει. Φλυαρεί ουχί λίαν σεμνοπρεπώς, η δε συναναστροφή αυτής δεν είναι τοιαύτη ώστε ν' αναδείξη σώφρονα Άρτεμιν την Ιουλιέταν. Αύτη είναι της νέας η μυστικοσύμβουλος· αλλ' η πίστις αυτής δεν είναι διαρκής και επί τέλους η Ιουλιέτα την απωθεί.» Πού η αφοσίωσις, η πίστις, και η αρετή της πτωχής Νένας!

48) Κατά τε το ιταλικόν διήγημα και την μετάφρασιν, εξ ης ηρύσθη την υπόθεσιν του δράματος ο Σαικσπείρος, η Ιουλιέτα εκηδεύθη κατά την παλαιάν συνήθειαν· η παλαιά αύτη συνήθεια είναι η επικρατούσα παρ' ημίν.

49) Κάπως ασυμβίβαστον το περί είκοσι μαγείρων πρόσταγμα τούτο, με την πρόθεσιν του Καπουλέτου να προσκαλέση πέντε ή έξ μόνον φίλους.

50) Κατ’ αρχαίαν δεισιδαιμονίαν, το φυτόν του μανδραγόρα ενομίζετο ότι έχει αίσθησιν, και ότι αποσπώμενον της γης εκραύγαζε κραυγάς τοιαύτας, ώστε ο ακούων παρεφρόνει από του τρόμου, ή απέθνησκε. Προς αποφυγήν του τοιούτου κινδύνου, οι θέλοντες να εκριζώσωσι το φυτόν, έσκαπτον περί την ρίζαν αυτού το χώμα, και προσαρτώντες επί του στελέχους σχοινίον, η ετέρα του οποίου άκρα εδένετο περί τον τράχηλον κυνός, έφραζον τα ώτα και προσεκάλουν τον κύνα, όστις τρέχων απέσπα μεν το φυτόν, αλλ' έπιπτε νεκρός κατά γης.

51) Αρχαία εν Αγγλία συνήθεια, διατηρουμένη μέχρι τούδε παρ’ ημίν.

52) «Τους θρήνους και την θλίψιν επί τω θανάτω της Ιουλιέτας, διαδέχεται σκηνή ακαίρως κωμική. Ο σκοπός του διαλόγου τούτου μεταξύ του υπηρέτου και των μουσικών, είναι ν' αποδείξη την αδιαφορίαν, μεθ' ης οι ξένοι παρίστανται εις τας συμφοράς των προϊσταμένων αυτών. Αλλ' ενταύθα η φύσις άπασα ώφειλε να θεωρή μετά λύπης την καταστροφήν ταύτην της ζωής, της νεότητος, του κάλλους και του έρωτος. Πάντες ώφειλον να θλίβωνται. Άλλως τραγωδία δεν υπάρχει, δεν υπάρχει ανθρώπινος φύσις συμπαθούσα προς του ανθρώπου την δυστυχίαν· ώστε η σκηνή αύτη δεν είναι ουδαμώς κωμική, αλλ' εμπνέει φρίκην». (Lammartine, Shakespeare et son œuvre). Ο Γάλλος ποιητής συχνάκις εκφέρει κρίσεις στρεβλάς ή αδίκους περί Σαικσπείρου· αλλ’ ως προς την σκηνήν ταύτην, μόνοι οι εκ συστήματος μη θέλοντες να ίδωσι σφάλμα εις τον Σαικσπείρον, θα εύρωσι πάντη άδικον την κατάκρισίν του.

53) Κατά τας περιοδείας αυτών οι δυτικοί μοναχοί υπεχρεούντο να προσλαμβάνωσι συνοδοιπόρον εκ του τάγματος αυτών, όπως αμοιβαίως επιβλέπωνται.

54) Κατά το διήγημα, εξ ου η υπόθεσις του δράματος ελήφθη, η μεν παραμάνα κατεδικάσθη εις εξορίαν, ο υπηρέτης του Ρωμαίου απελύθη, ο φαρμακοπώλης υπεβλήθη εις βασανιστήρια και απηγχονίσθη, καθ' ο πωλήσας το δηλητήριον, ο δε πάτερ Λαυρέντιος εκλείσθη εν μοναστηρίω, όπου εξεμέτρησε το ζην εν συντριβή και μετανοία.