Περί γέροντος να μην πάρη κορίτσι
Περὶ γέροντος νὰ μὴν πάρῃ κορίτσι |
Επιμέλεια Wilhelm Wagner, Carmina graeca medii aevi, Teubner, Λειψία 1874, σ. 106—111 |
Ἄρχοντες πλούσιοι καὶ πτωχοὶ, πατέρες καὶ μητέρες,
καὶ συγγενεῖς ὁπὤχετε ὕπανδραις θυγατέρες,
περιττοπλεὸν ᾑ κορασιαῖς ποῦ θὲ νὰ ʼπανδρευτῆτε,
γροικήσετε τὰ λόγια μου καὶ κάμε νὰ φρονῆτε.
ὅτι ἐσεῖς τὰ μέλλοντα τοῦ κόσμου τὰ δέν πράξῃ 5
οὐδὲν ἠξεύρω νὰ τὸ ʼπῇ οὐδʼ ἄλλην νά διατάξῃ·
μόνον ἐγὼ ὁ πολυπαθὴς ὁποῦ ἤκουσα καὶ ξεύρω
ἐσᾶς ὁποῦ εἶσθεν ἄμαθοι, θέλω τα νὰ τὰ φέρω,
μάλιστα ὁποῦ ἔμαθα ἀπό τοὺς ποιητάδες
ὁποῦ ἔπραξαν ἀπὸ καιρὸν τοῦ κόσμου ταῖς γλυκάδες. 10
λοιπὸν παρακαλῶ σάς το, καλογροικήσετέ το,
κι ἂν ἔναι ʼμπορεσάμενον, ἐκ στήθου μάθετέ το,
ἐτοῦτο τὸ ἐξήγημα ὁποῦ ἔγραψα σε ῥῆμα,
κι ἂν ἐν καὶ λέγω ψέματα, ὅλοι μὲ ʼπέτε κτῆμα,
εἰπέτε με „ἀνάθεμα ἐσένα, τʼ ὄνομά σου, 15
ἐσένα καὶ τὴν τέχνην σου καὶ μὲ τὸ μάθημά σου.“
κι ὅποια τῆς φαίνεται κακὸ, ἂς βήξῃ νὰ γροικήσω,
κʼ ἐγὼ διὰ τὴν ἀγάπην της πλέον νὰ μὴν ʼμιλήσω.
λοιπὸν, ἄρχοντες, νὰ τὸ ʼπῶ, κι ὅποια θέλει ἂς χολιάσῃ,
κι ὅποια μὲ ʼβρίζει μέσα της, Χριστὲ, νὰ μὴν χρονιάσῃ. 20
ὅποια ζηλέψῃ σὲ φλουριὰ, σὲ ῥοῦχα, σὲ λογάρι,
καὶ γέρον νὰ καταδεκτῇ, ἄνδρα νὰ τὸν ἐπάρῃ,
νὰ τὴν ἰδῶ, νὰ δέρνεται μὲ δυὸ μαῦρα λιθάρια,
καὶ νὰ τὴν κάψῃ κʼ ἡ φωτιὰ, τοῦ ἅι Ἀντωνιοῦ ἡ λάβρα,
εἰ τύχῃ μάνα κι ἀγαπᾷ ἢ συγγενὴν καὶ κύριν, 25
νὰ τοὺς ἰδῶ νὰ κολυμποῦν σὲ βοῦρκα σὰν οἱ χοῖροι,
διατί λιμπίζονται εἰς φλουρὶν, σὲ πλοῦτος κʼ εἰς ἀμπέλια,
καὶ συμπωλοῦν τοῦ γέροντος ταῖς γλύκαις καὶ τὰ μέλια,
τὴν νεότην καὶ ταῖς ἐμμορφιαῖς, τὰ δροσερὰ τὰ κάλλη,
ἐπούλησαν τοῦ γέροντος διὰ τὰ φλωριά του πάλι. 30
διὰ τὸ πολὺν τʼ ἀντίπροικο καὶ ῥοῦχα ὁποῦ δίδει,
παίρνει τὴν νεὰν ὁ γέροντας καὶ τρῷ την σὰν ἀπίδι,
ἐκεῖνον τὸ γλυκώτατον τʼ ἄνθος τῆς παρθενίας,
τὴν γλύκαν τῆς γλυκότητος, τῆς ἐρωτοκρατίας,
καὶ τοῦ δενδροῦ τʼ ὀπωρικὸ τʼ ἀνάθρεφεν ἡ κόρη 35
μὲ προσοχὴ καὶ μὲ τιμὴ, κι ἀνάθρεφʼ ὅσον ʼμπόρει.
ηὗρεν ὁ γέρος ὥριμον τʼ ἀπίδι καὶ δροσίστη,
καὶ τὸ κλαδάκιν τοῦ δενδροῦ ἀπὸ τὸν τόπον σχίσθη,
καὶ στάξασιν τὰ φύλλα του δρόσον ὁποῦ ἐγέμαν,
ὁμάδι μὲ τῆς παρθενιᾶς τὸ τιμημένον αἷμαν. 40
καὶ στέκω καὶ θαυμάζομαι τὸ θαύμασμα τὸ μέγα,
πῶς ἐδυνήθη κʼ ἔκοψεν ἡ μαραμένη βέργα
τῆς παρθενιᾶς τὴν δύναμιν καὶ τὴν ἐνοστιμάδα,
τῆς ἐρωτιᾶς τὴν δύναμιν πὤγεμε τὴν γλυκάδα.
κι ἀπήτις ἔφα μισὴ φορὰ τὸ ζαχαράτο μέλι, 45
ἀπὸ τὸν κόπον τὸν πολὺν ἔμεινε σὰν γυψέλη,
καὶ πλεὸν οὐδὲν δυνήθηκεν τὸ μέλι νὰ τὸ στύψῃ,
ὅτι ἔπεσάν του τὰ νεφρὰ καὶ δὲν ʼμπορεῖ νὰ σκύψῃ,
ἀτόνησε καὶ δὲν μπορεῖ τάχα ὡσὰν νὰ σκάπτῃ,
ἀγκομαχεῖ συχνὰ συχνὰ, καὶ ἡ καρδιά του ἅφτει. 50
ῥωχαλίζει ὡς ἀγριόχοιρος καὶ βρυχημὸν καὶ ῥόχη
ἀγκομαχεῖ ὁ κακότυχος σὰν νὰ ʼτρεχε σʼ ἐγδόχη,
ἀγριόνει καὶ τὰ μάτια του σὰν ψοφισμένου σκύλου,
ἀφρίζει καὶ τὸ στόμα του ὡσὰν λυσσιάρη σκύλου,
ἀνατριχοῦν τὰ γένεια του καὶ τρίζουν σὰν * χηναίου. 55
τὰ ʼδόντια του ἐκ τὰ γερατιὰ δὲν ἔχουν τί σοῦ λέγουν,
καὶ δὲν τὸ γνώθει ὁποῦ γροικᾷ τοῦ γέροντα κανάκια
πῶς εἶναι πούπετις πικρὰ πλεὸν παρὰ φαρμάκια.
καὶ πῶς νὰ σᾶς διηγηθῶ εἰς τʼ ἀγκαλιάσματά του;
ἄνοστα καὶ κακόχνωτα εἶνʼ τʼ ἀγκαλιάσματά του; 60
καὶ τὰ παιγνίδια του ψοφοῦν σὰν νύκτα μαυρισμένη.
καὶ ποιά ʼναι κείνη ποῦ ʼμπορεῖ νὰ βλέπῃ, νὰ ʼπομένῃ
ὁληνυκτὶς ποῦ δὲν ψηφᾷ, μόνον ποῦ ῥωχαλιάζει;
κʼ ἡ κόρη σήτα τὸν γροικᾷ, πλήσκει καὶ τικτικιάζει·
καὶ τὸ ταχὺ σηκόνεται, λέγει της „ἄμε, ʼντύσου, 65
βάλε τὰ ροῦχα τἄμορφα, ἀγάπη μου, στολίσου.“
καὶ τὸ λοιπὸν στολίζεται τὸ ταπεινὸ τρυγόνι
τʼ ἀντίπροικο τοῦ γέροντος καὶ δείχνει σὰν παγώνι·
κι ὡσὰν ἰδῇ τὸν ἄνδρα της, πλήσκει και καλοντόνει,
κʼ εἰς μιὸν ταχὺ μετανογᾷ ὡσὰν τʼ ὀξὺ λιμόνι. 70
γροικᾷς καὶ λέγει μέσα της, „κακὸ ῥιζικὸ ὁποῦ ʼχα!
τί τὄθελα τʼ ἀντίπροικο καὶ τὰ πολλὰ τὰ ῥοῦχα;“
εἴ τε κι ἂν ἔναι φρόνιμη, μὲ τοῦ καιροῦ τὸ θάῤῥος
καὶ λέγει πάντα μέσα της „μήνα τὸν πάρῃ ὁ Χάρος,
καὶ τότε μὲ τὰ ῥοῦχά του καὶ μὲ τὰ ἐδικά μου 75
νὰ πάρω ἕναν νειούτσικον εἰς τὸ πλευρὸν κοντά μου.“
παρηγορᾶται ἡ ἄτυχος μὲ τοῦτα καὶ μʼ ἐκεῖνα,
ʼς τὸν Χάρον ἔχει θαῤῥετά, ʼς τὸ φθιάρι, ʼς τὴν ἀξίνα,
καὶ νύκτα ʼμέρα καρτερεῖ, ʼς τὸν Χάρον ἔχει ὀλπίδα,
μήνα τὸν κόψῃ ξαφνικά ἡ λοιμικὴ ψιλίδα. 80
λοιπὸν ἂν λέγω ψέματα ἤ γράφω παραμύθια,
ʼρωτᾶτέ ταις ὁποῦ ἔπαθαν νὰ ʼποῦσιν τὴν ἀλήθειαν
καὶ πῶς νὰ σοῦ ʼξηγοῦμαι ʼγὼ τοῦ γέρου τὰ μαρτύρια
καὶ τὴν πολλὴν ἀδυναμιὰν, τοῦ πόθου τὰ μυστήρια;
δὲν δύνεται ʼς τὸ φυσικὸν, μόνον εἰς ταῖς λουλάδες, 85
φιλεῖ, τζιμπᾷ, μαλάσσει την, καὶ κάμνει μελανάδες.
λοιπόν γροικήσετε καλὰ τὸ φυσικὸν τί θέλει
κʼ ἡ νεότης πῶς ὀρέγεται νὰ τρῷ συχνὰ τὸ μέλι.
ἔκλινεν κάτου τὴν κορφὴν κʼ ᾑ ῥίζαις ἀποβγῆκαν,
καὶ πλέον οὐδὲν δύνεται ʼς τὴν κοσμικὴν τὴν γλύκαν. 90
καὶ στέργει ὁ κακότυχος μὲ πίκρα νὰ ζηλεύῃ.
γροικῶντα πῶς δὲν δύνεται τὴν φύσιν νὰ δουλεύῃ,
κάθε πουρνὸ σηκόνεται ἡ κόρη χολιασμέμη·
σὰν νἄτρωγε ῥοδόμηλα, στέκει ἀπομουδιασμένη,
ἀνάπλεκη, ἀνορδίνιαστη, κρέμονται τὰ μαλλιά της, 95
καὶ στέκει μὲ τὸν σκόντουφλον, ʼβρίζει τὴν φαμελιάν της,
ʼβρίσκει ἀφορμὴ καὶ λέγει της καὶ δέρνει τὴν κοπέλαν,
λέγει της „πῶς δὲν ἔπλενες, βρωμοῦσσα, τὰ σκουτέλα;“
ἐβγάνει τὸ καλήγι της καὶ ʼς τὴν κορφὴν κτυπᾷ την,
„ἄγωμε, στρῶσε γλήγορα τὸ βρωμερὸν κρεββάτι.“ 100
πάντα μουγκρίζει μοναχὴ καὶ μὲ τὸ σκούτοφλό ʼναι,
τὸ σπήτι ἂν ἔναι σπαστρικό, λέγει, „ἀσάρωτό ʼναι,“
φωνάζει, „σύρε, φέρε μου, μωρὴ, γοργόν τὴν ῥόκα
καὶ τʼ ἀλεξανδρινὸν σκουλὶν ἐκεῖνο τὸ σὲ δῶκα.“
τρέχει κοπέλα, φέρνει το, κι ἂς λησμονᾷ τʼ ἀδράκτι, 105
κρούει κλωτσιὰ, ʼγκρεμνίζει την κάτω ʼς τὸν καταῤῥάκτην.
μὲ τὰ κατσιὰ δικάζεται, μαλόνει μὲ τʼ ἀρνίθια,
τοῦτο δὲν λέγω ψέματα, νὰ λέγω παραμύθια.
καὶ ταύταις ὅλαις ταῖς χολαῖς, ὅλαις ταῖς φθαίγει ὁ γέρος.
ὦ κύριε, ποῦ τʼ ἀνάγκασεν νὰ μὴ ἰδῇ τὸ θέρος, 110
ὦ κύριε, δεῖξε θάμασμα εἰς τοὺς προξενητάδες,
ὁπὤδοσαν τοῦ γέροντος τὴν νεὰν διὰ ταῖς ἰντράδες·
ὅποιος θυμήθη πρωταρχῆς τούτην τὴν ὑπανδρείαν,
ποῦ νὰ τὰ φᾶν τὰ κρειάτα του ἀρκοῦδες καὶ θηρία.
καὶ τίς τὸν ἐπροξένησε ποῦ νᾆχε φᾶ φαρμάκι, 115
ὁπὤσμιξε τὸν κόρακα μετὰ τὸ τρυγονάκι;
τίς ἦτον ʼπῶ προξένησε τὸ βρωμερὸ τὸ σκόρδο
μὲ τʼ ἄσπρον τὸ τριαντάφυλλον καὶ μυρωδάτον ῥόδον;
τίς ἦτον ʼποῦ τὴν ἔσμιξε τὴν ἀγριοτζουκνίδα
μʼ αὐτήνην τὴν ῥοδόμνοστην καὶ γλυκοκορασίδα; 120
νὰ κάψῃ ὁ θεὸς τὰ ῥοῦχά του καὶ τὰ φλωριά του ὁμάδι,
καὶ νὰ τὸν κάψῃ καὶ κακὸν θανάτου ἀμπελοκλάδι.
τότε γουργὰ νὰ τὤκουσα, ἀτός μου νὰ τὸ εἶδα
νὰ τὸν ἐπάρῃ ὁ δαίμονας ʼς τὸν ᾅδην διὰ μερίδα,
διατί ἔπρεπʼ ὁ κακότυχος καλόγερος νὰ γένῃ, 125
νὰ ξεδουλεύῃ τὴν ψυχὴν πολὺ μαγαρισμένη·
ἔπρεπέ τον νὰ φόρεσε μαντὶ καὶ καμηλαύκι
καὶ ῥάσινον ʼποκάμισον, διὰ τὴν ψυχὴν νὰ πάσχῃ,
νὰ φᾷ τὸ πρικοφάρμακον ἀντάμα μὲ τὸν πόνον,
διατί ἔφθειρε τῆς κορασιᾶς τὸν ζαχαράτον κλῶνον, 130
τοῦ πόθου ταῖς ξεφάντωσες, τῆς νεότης ταῖς τρομάραις
ἔφαγεν ὁ ἀχρόνιστος δίχως χαραῖς κι ἀντάραις.
ἐτοῦ μὲ σφάζει τὸ λοιπὸν καὶ συμπονῶ καὶ κλαίγω,
θυμούμενος συχνοτρομῶ καὶ ὅλος μέσα τρέμω.
λοιπὸν τὸ δίκαιον κάμνει με νὰ λέγω καὶ νὰ γράψω 135
καὶ νὰ τὸ ʼπῶ ὅλο φανερὰ καὶ νὰ μηδὲν τὸ πάψω.
τί σὲ ʼφελᾷ, βεργόλυγη, νἄχης τὸν γέρον ἄνδρα,
νὰ τὸν θωρῇς ὁλόψαρον σὰν τράγον εἰς τὴν μάνδρα,
νὰ στάζῃ ἡ μύξα του συχνὰ ὡσὰν τῆς προβατίνας,
καὶ νὰ ʼξγομπιάζῃ ἡ ῥάχη του σὰν τὸν λαιμὸν τῆς χήνας, 140
νὰ τὸν γροικᾷς ὁληνυκτὶς νὰ βήχῃ σὰν τὴν αἶγαν;
ἄδικον ποὖτον εἰς ἐσέ, κρίμα πολὺ καὶ μέγαν·
ἀτή σου κρῖνε τὸ λοιπὸν τοῦτο τὸ καταλόγιν,
ἂν καί ʼπρεπε ῥοδόμνοστης τέτοιον γεροντολόγιν,
εἰς τέτοιον ἀπάνθρωπον καὶ τέτοιαν συχασία! 145
ἄδικον ποὖτον εἰς ἐσὲν καὶ ἀδικοκρισία
ʼς τέτοια κάλλη σὰν αὐτὰ καὶ τόσαις εὐμορφάδες,
ὁπὤχει τὸ κορμάκι σου, μὲ τόσαις ἐγλυκάδες.
ἄφες τον τὸν συχαντερὸν εἰς τὴν κακήν του ὥραν,
ποῦ νἄβγαλεν εἰς τὸ κορμὶ τὸ γρόσιμαν καὶ ψώραν, 150
ἔπαρε ἕναν νεούτσικον ἔτσι ὡσὰν ἐσένα,
νὰ σφικτοαγκαλιάζεσθε καὶ νᾆστʼ ἀγαπημένα,
καὶ νὰ γροικᾷ ἡ καρδίτσα σας τοῦ πόθου τὴν ἀγάπην·
διατί οἱ νέοι ἂς χαίρωνται κι ὁποῦ γροικάει ἂς βλέπῃ,
νὰ στάζῃ ζαχαρόδροσον σὰν τὤμορφον σταφύλι, 155
νὰ πιπιλίζῃ ἕνας τἀλλοῦ τὸ στόμα καὶ τὰ χείλη,
ʼς τὴν κοσμικὴν ἐπιθυμιὰν νᾆστεν συχνὰ δοσμένοι,
ʼς τοῦ πόθου τὴν γλυκότητα πάντοτʼ ἀγκαλιασμένοι,
τὰ μέλη σου νὰ γαργαλοῦν, νὰ δράμῃς καὶ νὰ πιάσῃ,
νὰ δροσιστῇ ἡ καρδοῦλά σου, ὅλη νʼ ἀγαλλιάσῃ, 160
νὰ ῥᾳθυμᾷς ἐκ τὴν χαρὰν καὶ νὰ μηδὲν χορταίνῃς,
κʼ ἐκ τῆς χαρᾶς γλυκώτατην τὴν χάριν νὰ λαμβάνῃς.
τοῦ νεούτσικου τὸ φίλημα καὶ τʼ ἀγκαλιάσματά του
ʼμοιάζουν ʼς τʼ Ἀπρίλη ταῖς δροσιαῖς, τʼ ἄνθη καὶ τὰ καλά του.
μυρίζουσιν τὰ χνῶτά του ώς κιτρολεμωνίτσι, 165
καὶ τὸ κορμὶ τὸ ἔμορφον ὡς δροσερὸ ἀγκουρίτσιν,
ἐκεῖνο ὁποῦ ὀρέγεστεν καλὰ καὶ ἀγαπᾶτε.
τί νὰ σᾶς λέγω τὰ πολλά; ἂν μὲ καλὰ γροικᾶτε,
περιττοπλεὸν τοὺς ἄνδρες σας, διατί τούς ἀγαπᾶτε,
κάμε νὰ τοὺς διαλέγετε, νὰ μὴν μετανογᾶτε, 170
μόνον διὰ τὸ γλυκώτατον τοῦ πόθου τὸ βοτάνι,
ὁπὦναι πρὸς τὴν ἐρωτιὰν παρέτοιμον, καὶ πιάνει·
πρέπει λοιπὸν ἡ καθεμιὰ διὰ νὰ καλοδιαλέγῃ,
διατί πολλαῖς καὶ βλαστημοῦν τὴν μοῖράν ταις καὶ κλαίγουν,
τὴν ὥρα ὅπου γεννήθησαν πάντα τους ἀτιμάζουν, 175
ἀναστενάζουν, θλίβονται, μέσα τους πάντα ʼβρίζουν.
ἔπρεπε νὰ τὴν κλαίγουσιν ὡσὰν ἀποθαμένη,
νὰ τὴν λυπᾶται ὁ καθεεὶς τὴν κακοπανδρεμένη.
λοιπόν παρακαλῶ σάς το, κάμετε νὰ φρονῆτε,
μὴν πλανεθῆτε σὲ φλωριὰ, τὴν νειότην νὰ πουλῆτε, 180
ὅτι ἂν ἦτον ʼμπορεσάμενον ἡ νειότης νὰ πουλιέται,
στέργω, κανένας γέροντας ʼς τὸν κόσμον νὰ μὴν ἦτον,
στέργω, τὸν βιόν του ἔδιδεν, νὰ * μνήσῃ μὲ τὸ ἱμάτι,
μόνον νὰ ἐξανάνειονε τὸ παλαιὸν δερματάκι.
λοιπὸν καὶ σεῖς τὴν νειότην σας χαίρεστεν ὥστε ζῆτε, 185
καὶ ʼβρέτε νέους σὰν ἐσεῖς, καλὰ συντροφευτῆτε.
καὶ κεῖνος ʼποῦ σᾶς ἔπλασεν ἔχει τὴν μέριμνά σας
νὰ σᾶς χορτάσῃ τἀγαθά, βλέποντας τὰ καλά σας,
ὅτι ἡ χάρις τοῦ θεοῦ σᾶς θέλει θεραπεύσει,
πᾶσα καλὸ ʼς τὸ σπήτιν σας νὰ ʼδῇς νὰ περισσεύσῃ. 190
ὅσοι τʼ ἀκούγωσιν καλὰ, θέλουσιν κάμει κάλλια
νὰ βλέπουν νὰ προσέχωνται τοῦ γέροντος τὰ σάλια,
νὰ μὴν ζυγόνουσιν πολλὰ ʼς τοῦ γέροντος τὸ βρῶμα,
ὅτι ὅλος ὁ κακότυχος ἔναι κοπριὰ καὶ χῶμα·
καὶ ὅταν ἔλθῃ νὰ γενῇ χρονῶν ἑβδομηντάρης, 195
χάνει τὸν νοῦν, τὸν λογισμόν, γίνεται δαιμονιάρης,
ὅτι ὅσον γεροῦν οἱ γέροντες, ὅσον καιρὸς διαβαίνει,
τόσον ἐκ τὸ κεφάλιν τους ὁ μυαλὸς φυραίνει.