Ο κλεφτοκοτάς

Από Βικιθήκη
Ὁ κλεφτοκοτᾶς
Συγγραφέας:
Διηγήματα τοῦ γυλιοῦ (1922)


Ταχτικά, εἴτε τὴν αὐγὴν ὅταν ἐξυπνοῦσε διὰ νὰ πάγῃ εἰς τὴν δουλειάν του, εἴτε τὴν ἑσπέραν ὅταν ἐγύριζε μὲ τὸ κάρο του ὁ Σταμάτης Τομαρᾶς πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα ἤθελε ἐρωτήσῃ μὲ τρέμουσαν φωνὴν τὴν γυναίκα του:

- Πῶς εἶν᾿ οἱ κότες;

-Ἔ, καημένε καὶ σύ! Σκοινὶ λουρὶ τὸ ᾿πιασες!... ἐφώναζε κάπως δυσαρεστημένη ἡ Δεσποινιώ. Δὲ ρωτᾶς κάνε μου γιὰ τὴ γυναίκα σου παρὰ γιὰ τὶς κότες!...

- Μωρ᾿ ἀκούω τόσα!... ἔλεγε μὲ φοβισμένον βλέμμα ὁ Σταμάτης.

Καὶ ἀληθινά· ἄκουε τόσα ὁ ἀγαθὸς καρολόγος. Αἱ ἐφημερίδες ἀπὸ τὸ Σαρανταήμερο κι ἐδῶ δὲν ἔκαναν ἄλλο παρὰ νὰ γράφουν ὅτι κάθε ἡμέραν γίνονται φοβεραὶ ὀρνιθοκλοπαὶ ἐδῶ καὶ εἰς τὸν Πειραιᾶ. Οἱ συνάδελφοί του τὰ βράδια, συναγμένοι γύρω εἰς τὰ τραπεζάκια τοῦ Ταρούση, ἀπάνω ἀπὸ τὴν ξανθὴ ρετσινόκουπα, διηγοῦντο ὅτι ἐνῷ κουβαλοῦσαν χαλίκι ἀπὸ τὸν Ἰλισό, ἄλλο δὲν ἀπαντοῦσαν εἰς τὸν δρόμον τοὺς παρὰ σωροὺς ἀπὸ φτερὰ πουλερικῶν. Ὁ Σταμάτης ἀνατριχίαζε εἰς τὸ ἄκουσμα καὶ ἔμενε ὧρες ἄφωνος καὶ συλλογισμένος. Καὶ δὲν ἐσυλλογίζετο τίποτε ἄλλο παρὰ τὶς κότες του, τῶν ὁποίων τὰ πούπουλα μαῦρα καὶ ἄσπρα καὶ ρεβιθιά, ἐπιστευεν ὅτι ἐξεχώριζε εἰς τοὺς σωροὺς ποὺ ἔβλεπαν οἱ ἄλλοι καρολόγοι καὶ τὰ κεφάλια τους μὲ τὰ ματάκια κλειστὰ καὶ τὰ πόδια τους μὲ τὰ στενόμακρα γυριστὰ νύχια, ξυλιασμένα εἰς τὸ χῶμα. Καὶ ἐβιάζετο νὰ φθάσῃ εἰς τὸ σπίτι του, μικρό, καινούργιο μὲ στενόχωρη αὐλὴ τριγυρισμένη ἀπὸ πλίθες, ἐκεῖ πίσω ἀπὸ τὸ μνημεῖο τοῦ Φιλοπάπου. Καὶ μόλις ἔφθανε, ἐσήκωνε τὰ μάτια πρὸς τὸ μονάκριβον δένδρον, τὴν μουριὰ ποὺ ἐσκέπαζε τὴν αὐλὴν καὶ ἐμέτρα τὶς κότες, ἐνῷ αὐτὲς ἐκοιμῶντο μὲ τὸ κεφάλι κάτω ἀπὸ τὸ φτερόν. Τότε εὐχαριστημένος ποὺ τὶς εὕρισκε σωστές, ἐψιθύριζε τρίβοντας τὰ χέρια μὲ χαϊδευτικὴ φωνή: - Κότες μου! κοτοῦλες μου! κοτίτσες μου!...

* * *

Δὲν εἶχε καὶ πολλὲς κοτοῦλες ὁ Σταμάτης παρὰ μόνον τέσσερες. Ἀλλὰ τὶς εἶχε καλοθρεμμένες. Τὸ πῶς τὶς ἀπόχτησε εἶναι ὁλόκληρη ἱστορία.

Πρῶτα ἐπῆρε τὴν Κοκκό, μίαν ἀρχοντοκότα μὲ λειρὶ κόκκινο καὶ μεγάλο, σὰν τὸ στέμμα ποὺ ζωγραφίζουν εἰς τοῦ Σολομῶντα τὸ κεφάλι. Ὅταν ἐβάδιζε ἢ ὅταν ἐκοίταζε ἐδῶ κι ἐκεῖ, τὴν ἔλεγες δίχως ἄλλο βασίλισσα μέσα στὶς ἄλλες κότες. Τὴν ἐψώνισε ὁ Σταμάτης γιὰ νὰ τὴν φᾶνε ἀνήμερα τῶν Χριστουγέννων. Μὰ τὴν παραμονή, ἐνῶ ἡ κυρα-Δεσποινιὼ μὲ τροχισμένο μαχαίρι ἐπήγαινε νὰ τὴν προσφέρῃ θυσία, τὴν βλέπει τσόπ! ν᾿ ἀπολάῃ ἕνα αὐγὸ μέσα στὸ καλάθι μὲ τὰ κάρβουνα. Ἡ νοικοκυρὰ ἐσυγκινήθηκε - ἦταν ἄλλωστε καλὴ ψυχή, Πολίτισσα καλέ! ἀπὸ τὸ Μπογιατζίκιοϊ, τὸ χωριὸ τοῦ Πατριάρχη Ἰωακεὶμ - ἐπέταξε μακριὰ τὸ μαχαίρι, ἐπῆρε τὴν κότα εἰς τὴν ἀγκαλιά της καὶ ἄρχισε νὰ τὴν φιλῇ καὶ νὰ λέει:

- Δὲ σὲ σφάζω γὼ κυρά μου! δὲ σὲ σφάζω γὼ κοπέλα μου!...

Καὶ νά! τὰ δάκρυα ἡ εὐαίσθητη ψυχή. Ἀλλὰ καὶ ὁ Σταμάτης ὅταν τὸ ἔμαθε ἄρχισε τὰ δάκρυα.

- Τέτοια κότα γουρλίδικη νὰ σφάξῃς! εἶναι κρίμα κι ἀπὸ τὸ Θεό.

Ἔτσι ἐσώθηκε ἡ Κοκκὸ καὶ γιὰ τὸ εὐχαριστῶ ἄρχισε κάθε ἡμέρα ν᾿ ἀπολάῃ κι ἀπὸ ἕνα αὐγὸ εἰς τὸ καλάθι. Καὶ τί αὐγό! μεγαλύτερο ἀπὸ τὴ γροθιὰ τοῦ καρολόγου - γροθιὰ ποὺ τὴν ἤξερε γιατὶ κάποτε τὴν δοκίμαζε ἡ κυρα-Δεσποινιώ.

Ἀντὶ λοιπὸν κότα ἔφαγε κρέας χοιρινὸ τὶς ἡμέρες τῶν Χριστουγέννων τὸ ἀντρόγυνο. Ἀποφάσισε ὅμως ὁρισμένως τοῦ Ἁγίου Βασιλείου ν᾿ ἀγοράσῃ μίαν ἄλλη κότα. Ἄ! δὲν μπορεῖ! Κότα πίτα τὸ Γενάρη καὶ παπὶ τὸν Ἁλωνάρη. Ὁ Σταμάτης ἐννοοῦσε ν᾿ ἀκολουθήσῃ κατὰ γράμμα τὴν παλιὰ λαϊκὴ παραγγελία. Γιατὶ ἱδρώνει τάχα καὶ δουλεύει καὶ ἀγωνίζεται; Καὶ ἀγόρασε ἀληθινὰ ἡ Δεσποινιὼ μίαν ἄλλη κότα ἀπὸ ἕνα χωρικὸ ποὺ ἐγύριζε κοντὰ στὸ Θησεῖο φωνάζοντας.

- Κότες! πάρτε κότες!... παχιὲς κότες!...

Ἀλλὰ - τί εὐχὴ Θεοῦ! - ὁ Σταμάτης μόλις τὴν εἶδε, σὰν νὰ κατάπιε τὸ ψαροκόκαλο. Ἦταν μία κότα λαθουράτη· τὸ ὅλον της παράξενο. Μὲ πρώτη ματιὰ σοῦ θύμιζε στρουθοκάμηλο. Εἶχε ἕνα λαιμὸ μακρύτατο ὡς τῆς χήνας κι ἕνα κεφάλι μικρὸ σὰν καρύδι. Καὶ ποτὲ δὲν ἔστεκαν ἥσυχα στὴ θέση τους· εἶχαν ἕνα ἀδιάκοπο τρέμουλο ποὺ σοῦ ἔφερνε τὸ γέλιο.

Ἀλλὰ καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἐγλύτωνε ἀπὸ τὸ μαχαίρι τῆς Δεσποινιῶς ἂν δὲν ἔκανε τὸ ἑξῆς: Ὁ Σταμάτης τὴν παραμονὴ τῆς πρωτοχρονιᾶς ἐτσάκιζε καρύδια γιὰ νὰ χρησιμέψουν σὲ κάποιο γλύκισμα. Ἡ Πιπὴ ὅμως ἐπλησίασε ὕπουλα καὶ ἄρχισε νὰ τσιμπᾶ ἕνα ἕνα κομμάτι. Ὁ Σταμάτης ἀπόρησε. Μπά! Ἐπῆρε τὰ καρύδια καὶ τὰ ἔκρυψε στὰ γόνατά του. Ἡ Πιπὴ ἔγινε πιὸ τολμηρή. Ὁ λαιμὸς ἐτεντώθηκε περισσότερο· τὸ κεφάλι της ἐγύρισε ἐρευνητικὸ ἐδῶ κι ἐκεῖ, ἔπειτα ἐσκαρφάλωσε εἰς τὰ γόνατά του καὶ ἄρχισε νὰ τσιμπᾶ τὶς φοῦχτες του, ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ χοντρὰ δάχτυλά του. Ὁ καρολόγος ἐλιγώθηκε στὰ γέλια.

-Μωρέ τ᾿ εἶναι τοῦτο! μωρὲ θὰ μὲ φάῃ τὸ θηρίο!... Μωρὲ τὴ παλαβόκοτα εἶναι αὐτή!...

Τὸ ἀποτέλεσμα εἶναι ὅτι τὸ ἀντρόγυνο ἔφαγε χοιρινὸ καὶ τοῦ Ἁγίου Βασιλείου καὶ ἡ κότα ἐξακολούθησε ν᾿ ἁρπάζῃ τὰ καρύδια καὶ τὶς παλαβωμάρες της.

Ἡ κυρα-Δεσποινιὼ ὅμως - ἀπὸ τὸ Μπεγιατζίκιοϊ καλέ! - ἄρχισε νὰ σκέφτεται πρακτικότερα ἀπὸ τὸν ἄντρα της. «Καλὰ δὲν τὶς σφάζουμε· εἶπε. Δὲν τὶς βάζω κάνε μου κλῶσσες νὰ μοῦ βγάλουν πουλιά, νὰ φάω αὐγά, νὰ φάω κι ἀπὸ τὰ πουλιά τους.

Καὶ ἂμ᾿ ἔπος ἂμ᾿ ἔργον ἐδόθηκε νὰ συνάξῃ αὐγά. Πῶς τὰ σύναξε ὁ Θεὸς ξέρει· τὰ σύναξε ὅμως. Δώδεκα καλοδιαλεγμένα, σποράτα αὐγὰ καὶ τὰ ἔβαλε τῆς Πιπῆς. Ἐκείνη ἔκρινε πιὸ θερμοαίματη. Γκλὰν γκλάν! ἡ φωνή της, σὰν καμπάνα. Μὰ ποὺ ἦταν παλαβή! Θὰ ἔχῃ τὴν ὑπομονὴ νὰ κάτσῃ νὰ κλωσήσῃ ἢ θὰ τὰ παρατήσῃ στὴ μέση σὰν τὴ μητέρα τὴν ἀλαφαλού!

Ὁπωσδήποτε ἡ Δεσποινιὼ τὴν ἐμπιστεύτηκε. Ἐκείνη ἐκάθισε πρόθυμα καὶ ἄρχισε νὰ κλωσσᾶ. Ἐκάθισε τρεῖς, τέσσερες, πέντε ἡμέρες! Τὸ ἀντρόγυνο ἔκανε τὸ θάμα του μὲ τὴν φρονιμάδα τῆς Πιπῆς. Τί δὲν κάνει ἡ μητρότης!.. Ἔξαφνα ὅμως ἐπάνω εἰς τὶς πέντε, μέσα εἰς τὸ καταμεσήμερο, ἐτρόμαξε ἡ γειτονιὰ ἀπὸ ἕνα φοβερὸ φτεροκόπημα. Τὸ ὄρνεον Ρὸκ νὰ κατέβαινε δὲν θὰ ἐθορυβοῦσεν ἔτσι. Ἡ Πιπὴ πετάχτηκε μὲ ὁρμὴ μέσα ἀπὸ τὴ φωλιά της, ἐπέρασε τὴν πόρτα, ἐπέρασε τὴν σάλα, πετάχτηκε ἀπὸ τὸ παράθυρο καὶ χάθηκε στὴ γειτονιά.

Ἡ Δεσποινιὼ ἔβαλε τὶς φωνές, ἀπελπίστηκε. «Πᾶνε τ᾿ αὐγά μου! εἶπε· κρίμα στὰ ἔξοδα! θὰ κρυώσουν καὶ τώρα θὰ χαλάσουν. Τί ἔπαθα νὰ ἐμπιστευθῶ σ᾿ αὐτὴ τὴν παλαβή! Δὲν ἔβανα τὴν Κοκκό.

Ὄχι· καλὰ ἔκαμε ποὺ δὲν ἔβαλε τὴν Κοκκό.

Ἔπειτα ἀπὸ μισὴ ὥρα ἡ Πιπὴ ἐφάνηκε πηδηχτὴ ταρναριστή, ἀνέβηκε τὴν σκάλα γυρίζοντας ἐδῶ κι ἐκεῖ ἐρευνητικὰ τὸ κεφάλι, μὲ τὸν μακρὺ τρεμουλιαστὸ λαιμό της, ἐπῆγε ἴσα καὶ ἐκάθισε εἰς τὰ αὐγά της.

Αὐτὸ ἐγινότανε τακτικὰ κάθε μέρα πιά, ὥσπου ἡ κότα ἔβγαλε τὰ πουλιά της. Ὢ χαρὲς καὶ παιγνίδια ἡ κυρα-Δεσποινιὼ μὲ τὰ ξεπεταρόνια της! Ὢ τὰ χαρωπὰ γαυγίσματα τοῦ Φρίγκου, ποὺ τὰ μάζευε ὅταν τὰ ἔβλεπε μακριὰ ἀπὸ τὸ κοτέτσι· τὰ μάζευε ἁβρά, ἁπαλὰ μὲ τὸ στόμα καὶ τὰ ἔφερνε κοντὰ εἰς τὴν μάνα τους. Ὢ ἡ μανούλα ἡ παλαβὴ πὼς ἐσήκωνε τὰ πούπουλά της καὶ ἐτέντωνε τὸ λαιμό της καὶ ἀγρίευε σὰν τίγρης νὰ ξεσχίσῃ τὸν ἀγαθὸ τὸ Φρίγκο ὅταν ἐπλησίαζε τὰ πουλιά της! Καὶ ἀκόμη ὤ! κι ὁ Σταμάτης ὁ καρολόγος, ὅταν τὴν ἔβλεπε ὅλη μαζὶ τὴ φαμελιά του: τὰ κοτοπούλια, τὶς κότες, τ᾿ ἄλογό του, τὸ σκυλί του, τὴ γυναίκα του καὶ τὰ παιδιά του!..

-Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσαὰκ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ!... ἔλεγε συχνὰ γιὰ νὰ δείξῃ τὴν ἀφθονίαν τῶν κτημάτων του...

* * *

Ὁ χρόνος ὅμως ἔκαμε κι ἐδῶ τὸ μέρος του. Ἀπὸ τὰ τόσα κλωσσοπούλια καὶ μὲ ὅλη τὴ φιλοστοργία τῆς Πιπῆς καὶ μὲ ὅλη τὴ ἀγαθὴ φροντίδα τοῦ Φρίγγου καὶ τὴν προσοχὴ τῆς Δεσποινιῶς, ἄλλα πάτησε τὸ ἄλογο, ἄλλα χάθηκαν στὶς γειτονικὲς αὐλές, ἄλλα ἐξεκοκάλισε μόλις ἔγιναν γιὰ φάγωμα ὁ κὺρ-Σταμάτης. Δὲν ἀπόμειναν παρὰ οἱ δύο ἀρχικὲς κότες καὶ ἄλλες δύο ποὺ μεγάλωσαν κι ἐκεῖνες καὶ ἄρχισαν νὰ κάνουν αὐγά. Ἡ μία ἀπ᾿ αὐτὲς εἶχε κάτι μάτια μεγάλα καὶ μπλαβὰ ποὺ σὲ μαγνήτιζαν. Καὶ ἦταν ἥμερη σὰν ἀρνάκι. Μόλις ἅπλωνες χέρι καὶ τῆς ἔλεγες «κάτσε»! δέκα ὀργιὲς δρόμο νὰ ἦταν μακριὰ θὰ καθότανε. Ἡ ἄλλη ἐμοίαζε εἰς τὰ φτερὰ καὶ εἰς τὸ παράστημά της Κοκκὸς μὰ ἦταν φλύαρη σὰν γαλιάντρα. Μὲ τὴν κυρα-Δεσποινιὼ - ἀπὸ τὸ Μπογιατζίκιοϊ καλέ! - ἐπίανε ἀληθινὴ κουβέντα.

- Πὲς κυρά μου κρὰ κρὰ κρά!... τῆς ἔλεγε ἡ Πολίτισσα.

- Κρὰ κρὰ κρὰ κρά!... ἀρχίναε πρόθυμα ἡ Κελαηδίστρα ὅλο καὶ ἀνεβάζοντας τὴ φωνή της ὥσπου νὰ φθάσῃ στὸ ἀπροχώρητο.

Πήγαινε λοιπὸν ἐσὺ νὰ πείσῃς τὸν κὺρ-Σταμάτη καὶ τὴν συμβία του νὰ σφάξουν τέτοιες κότες. Μπά!

Ἀλλὰ πάλι νὰ τὶς φάνε οἱ ἄλλοι! Ἢ μήπως τάχα εἶναι δύσκολο! Οἱ κλέφτες ἄδειασαν τὸ ἕνα κοτέτσι, ἀδείασαν τὸ ἄλλο, τίποτε δὲν θὰ τοὺς ἐμπόδιζε νὰ κάμουν τὴν ἴδια τιμὴ καὶ εἰς τὸ ἰδικόν του. Ὅταν ἡ ἀρκούδα χορεύῃ στοῦ γείτονα τὴν αὐλὴ γρήγορα θὰ χορέψῃ καὶ στὴ δική σου, λέει μία παροιμία. Αὐτὸ ὅμως δὲν τοῦ ἄρεσε καθόλου τοῦ κὺρ-Σταμάτη. Ἂν πολλὲς φορὲς ἐξεκαρδίζετο εἰς τὰ γέλια, ὅταν τελειώνων τὸ ἰδικόν του φαγητὸν ἅρπαζε καὶ ἀπὸ τὸ πιάτο τοῦ συντρόφου του, μὲ τὴν δικαιολογίαν ὅτι ὅπου φυλάῃ φυλάει γιὰ ἄλλον δὲν ἤθελε ὅμως νὰ τὸ κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι πρὸς ζημίαν του. Τὶς ἔθρεψε, ἐννοεῖ νὰ τὶς φάγῃ αὐτὸς τὶς κότες του! Καὶ γιὰ τοῦτο ὁ ἀγαθὸς καρολόγος ἐθύμωσε καὶ παραθύμωσε ὅταν ἀνεκάλυψεν ἔξαφνα ὅτι μία ἀπὸ τὶς κότες του ἔλειπε.

- Μωρὲ Δεσποινιώ! Τάκη!. . Μιστόκλη! ἐφώναξε τὴ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά του μέχρι τοῦ μικροτέρου ποὺ εἶχε εἰς τὴν φασκιὰ ἀκόμη.

- Τ᾿ εἶναι καλέ; τί τρέχει; ἐρώτησε ἡ γυναίκα τοῦ τρομασμένη.

-Ἡ κότα!... Λείπει ἡ Κελαηδίστρα!

Ἐκοίταξαν παντοῦ γύρω, ἔψαξαν ὅλες τὶς γειτονικὲς αὐλές, ἐρώτησαν ὅλους, φίλους καὶ γνωστοὺς ἀπὸ τὸ Βαρθακονήσι ὡς τὰ Πατήσια, ἀλλὰ πουθενὰ κότα. Καὶ ὁ Σταμάτης ἐσυλλογίζετο μὲ θυμὸν ὅτι τὴ νύκτα, εἰς τοῦ ὕπνου τοῦ τὸ βύθος, σὰν ν᾿ ἄκουσε κακάρισμα· καὶ δὲν εἶναι ἀπίθανον νὰ ἦτο τῆς κοτούλας του καὶ ἐθύμωνε γιατὶ δὲν ἔτρεξε νὰ τὴν ἐλευθερώσῃ. Ἔτσι νὰ ἔκανε πὼς ἔβηχε, θὰ τὴν ἄφηναν ἀμέσως τὴν κότα! Καὶ χωρὶς νὰ σκεφθῇ ὅτι τὸ κακάρισμα αὐτὸ μόνον εἰς τὸ ὄνειρόν του εἶχεν ἀκούσει, ὁρκίζετο εἰς ὅλους τοὺς ἁγίους, τὴν ἐρχομένη νύκτα νὰ φυλάξῃ ἔξω μήπως τοῦ ἁρπάξουν καὶ τὶς ἄλλες. Βέβαια ὁ κλέφτης ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ ξαναέρθῃ. Καὶ ὁ καρολόγος ἐλυπεῖτο κατάκαρδα, ἔκλαιε σχεδὸν σκεπτόμενος πῶς θὰ ἐκοκκίνισεν ὁ λαιμὸς τῆς κότας του ἀπὸ τὸ μαχαίρι· πῶς θὰ ἐτσιτσίριζε εἰς τὴν χύτρα τὸ κρέας της καὶ πὼς θὰ ἐκριτσάνιζαν τὰ κοκαλάκια της ἀνάμεσα εἰς τὰ κοφτερὰ δόντια τίποτε ἀλητῶν. Καὶ τόσον ὑπέφερε ἀπὸ τοὺς συλλογισμοὺς αὐτοὺς ὥστε κάθε λίγο καὶ λιγάκι ἐψιθύριζε μὲ πόνον:

- Κότα μου, Λαλίστρα μου, ἐγὼ δὲ θὰ σὲ τραγάνιζα ἔτσι!...

* * *

Ὅταν ἦλθε ἡ νύκτα ὁ Σταμάτης ἀφοῦ ἔπεισε ὄχι καὶ μὲ λίγον κόπον τὴν γυναίκα τοῦ ν᾿ ἀποσυρθῇ μὲ τὰ παιδιὰ καὶ νὰ μὴ φοβᾶται, ἐκάθισε εἰς τὸ χαγιάτι μὲ μόνη συντροφιὰ τὸ τσιγάρο καὶ κοντὴ σκουριασμένη καραμπίνα. Πλησίον, ἐπάνω εἰς σωρὸν ἀπὸ κλήματα ἐκοιμᾶτο γρίζων ὁ Φρίγγος κι ἐπάνω εἰς τὴν στέγην ὁ γάτος του μὲ ἄλλους τῆς γειτονιᾶς ἐπροσπαθοῦσαν νὰ ἁρμόσουν ἐπιθαλάμιον συναυλίαν.

Ἡ νύκτα ἦτο ἀγρία· ὁ ἀέρας ἐφύσα ψυχρὸς καὶ ταραχώδης· ἐσάρωνε καθετὶ ποὺ εὔρισκεν ἐμπρός του. Ὁ οὐρανὸς σκεπασμένος μὲ μαῦρα σύννεφα, φερόμενα ἀπὸ βοριὰ πρὸς νότον ὡς γιγάντιαι ἀράχναι. Τὸ φεγγάρι σπανίως ἐφώτιζε μ᾿ ἕνα κοκκινωπὸν χρῶμα, πένθιμον ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ εἰπῇ ὅλην τὴν αὐλήν. Γιὰ τὸν χουζουρλῆ Σταμάτην ἦτο καὶ τοῦτο μία σκληρὰ δοκιμασία. Ἡ κυρα-Δεσποινιὼ δύο καὶ τρεῖς φορὲς ἄνοιξε τὴν πόρτα, τυλιγμένη εἰς τὴν κουβέρτα της καὶ τὸν ἐκάλεσε νὰ πάῃ εἰς τὴν ζεστασιά της καὶ ν᾿ ἀφήσῃ τὶς κότες νὰ κουρεύονται. Ἀλλὰ ὁ Σταμάτης δὲν ἄλλαζε τὴν ἀπόφασίν του. Θὰ μείνει ἐκεῖ ἔστω καὶ ἂν πρόκειται νὰ ξεπαγιάσῃ! Καὶ εἰς κάθε νέον ρόφημα τοῦ τσιγάρου του ἤρχετο εἰς αὐτὸν καὶ μία ἰδέα περὶ τοῦ τρόπου ποὺ ἔπρεπε νὰ φερθῇ εἰς τὸν κλέπτην. Ἔκανε τὸ σχέδιόν του ἥσυχα καὶ πότε ἐσκέπτετο μόλις τὸν ἰδῇ νὰ τοῦ φωνάξῃ ἄλτ! τόσον δυνατὰ ποὺ νὰ παγώσῃ τὸ αἷμα εἰς τὶς φλέβες του· πότε νὰ τὸν ἀφήσῃ νὰ ἀνεβῇ εἰς τὸ δέντρον καὶ τότε νὰ βαδίσῃ σιγά, νὰ τὸν ἁρπάξῃ ἀπὸ τὸ πόδι καὶ νὰ τὸν γκρεμοτσακίσῃ· πότε νὰ βήξῃ μόνον γιὰ νὰ καταλάβῃ ὅτι τὸν ἔνοιωσαν καὶ νὰ φύγῃ· καὶ ἄλλοτε παραφερόμενος εἰς γενναίας ὁρμὰς καὶ ἐνθυμούμενος τοὺς καιροὺς ποὺ κατεδίωκε τοὺς ληστᾶς μαζὶ μὲ τ᾿ ἀποσπάσματα ἔλεγε ἀποφασιστικά:

- Μωρὲ τοῦ ἀνάβω μία καὶ τὸν κάνω στάχτη!...

Καὶ ἅπλωνε τὸ χέρι πρὸς τὴν καραμπίνα του.

Ἔξαφνα ὅμως ἀνατριχίασε. Ἀντίκρυ του, κάτω ἀπὸ τὴ μουριὰ εἶδε ἕνα μαῦρον ὄγκον, ὄχι μεγαλύτερον ἀπὸ σταμνὶ καὶ ἐπάνω εἰς τὸ σταμνὶ δύο φωτεινὰ σημάδια, κατακόκκινα ἄλλοτε καὶ ἄλλοτε χαλκοπράσινα, πάντα ὅμως στυλωμένα ψηλὰ πρὸς τὶς κότες του. Ὁ καρολόγος ἐσκέφθη, ὅτι τέτοιο πράγμα δὲν ἦτο πρὶν ἐκεῖ. Οὔτε βέβαια τὸ εἶδε νὰ ἔρχεται ἀπὸ πουθενά. Ἐξεφύτρωσε ξαφνικά· ἀλλὰ πῶς ἐξεφύτρωσε; Κι ἐνῶ ἐβασάνιζε τὸν νοῦν του νὰ λύσῃ τὸ μυστήριον, εἰς μίαν του φεγγαριοῦ ἀκτίνα παρετήρησε τὸ σταμνὶ νὰ μεταμορφώνεται εἰς τετράποδον μὲ αὐτιὰ μακριά, δυσανάλογα πρὸς τὸ ἀνάστημά του, κινούμενα ἐμπρὸς ὀπίσω ἀδιάκοπα καὶ οὐρὰν μακριὰν καὶ μαλλιαρήν.

- Μπὰ διάτανε!

Ὁ Σταμάτης θυμήθηκε ὅτι τὰ Δωδεκαήμερα ἀκόμη δὲν ἐτελείωσαν καὶ ὅτι οἱ Καλικάντζαροι καὶ τ᾿ ἄλλα πονηρὰ πνεύματα, ἀκόμη περιτρέχουν τὴν γῆν καὶ πειράζουν διαφοροτρόπως τοὺς ἀνθρώπους. Ἠθέλησε νὰ κάμῃ τὸν σταυρόν του· ἀλλὰ τὸ χέρι ἦτο ἀπρόθυμον νὰ ὑπακούσῃ. Ἠθέλησε νὰ ψιθυρίσῃ κανένα τροπάρι· ἀλλ᾿ οὔτε ὁ νοῦς οὔτε τὰ χείλη του τὸν ἐβοηθοῦσαν. Ἐδοκίμασε νὰ σηκώσῃ τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ τετράποδο· ἀλλὰ δὲν εἶχαν ξεκολλημό. Ἡ καρδιά του ἐβροντοκτύπα εἰς τὰ στήθη του καὶ τοὺς ἄκουε τοὺς κτύπους σὰν τὰ σφυριὰ στὸ ἀμόνι μακριά. Ἅπλωσε τὸ χέρι του εἰς τὸ ὅπλον του καὶ τὸ χέρι ἔπεσε ξερό. Δὲν εἶχε θέληση, δὲν εἶχε δύναμη πιὰ ὁ καρολόγος.

Ἀλλὰ τὸ μαῦρο ἐκεῖνο ζῶον ἀπέναντί του ἐξηκολούθει νὰ μένῃ ἐκεῖ, ἀκίνητον μὲ τὰ δύο φωσφορίζοντα σημάδια ἐπάνω πρὸς τὶς κότες του. Κι ἔξαφνα ἠκούσθη ἀπὸ πάνω κάποιος ῥόγχος, μικρὸν φτεράκιασμα κι ἕνας δοῦπος ὡς σάκος χώματος ἐκτύπησε κατὰ γῆς. Ἦταν μία κότα. Ὁ Σταμάτης εἶδε τότε τὸ τετράποδο ν᾿ ἁρπάζῃ τὴν κόταν κακαρίζουσαν καὶ νὰ φεύγῃ μακριά. Ἀλλὰ ταυτοχρόνως εἶδε καὶ τὸν Φρίγγον νὰ τινάσσεται ἀπὸ τὰ κλήματα καὶ νὰ ὁρμᾶ κατόπιν της.

Τότε ἐλύθη ἡ βασκανία τοῦ Σταμάτη.

-Η ἀλπού! ἐφώναξε ἁρπάζοντας τὴν καραμπίνα καὶ τρέχοντας ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλή.

Ἀλλὰ δὲν ἐπρόφθασε νὰ κάμῃ ὀλίγα βήματα καὶ ἐφάνη ὁ Φρίγγος νὰ φέρνῃ θριαμβευτικῶς εἰς τὸ στόμα του τὴν κυρα-Μάρω σφαδάζουσαν.

- Δεσποινιώ!... Τάκη!... Μιστόκλη!... ἐφώναξε κι ἐχτύπησε μὲ χαρὰ τὴν πόρτα του. Τὸν πιάσαμε τὸν κλέφτη.

- Ὤ! τί λαμπρὸ γουναρικό! ἐφώναξε ἡ κυρα-Δεσποινιῶ θωπεύοντας τὸ τρίχωμα τῆς ἀλεπούς. Θὰ φτιάσω μία γούνα ποὺ θὰ εἶναι τρέλα.

- Θέλουμε καὶ μεῖς γούνα!.. θέλουμε καὶ μεῖς γούνα!... ἐφώναξαν μονόγνωμα τὰ παιδιὰ χωρὶς νὰ ξέρουν περὶ τίνος πρόκειται.

- Βρὲ ἂ νὰ μοῦ χαθεῖτε! ποὺ θέλετε καὶ σεῖς γούνα!... εἶπε ἡ Δεσποινιώ.

- Ὄχι, θέλουμε κι ἐμεῖς! θέλουμε κι ἐμεῖς!... ἐπέμεναν τὰ παιδιά.

- Σκάστε νὰ χαθεῖτε ποὺ σηκώσατε τὴ γειτονιά! εἶπε ἡ Δεσποινιῶ.

Καὶ ἔδωκε ἀπὸ ἕνα χάστουκο ἐλαφρὸ στὰ παιδιὰ γιὰ νὰ ἡσυχάσουν. Ἐκεῖνα ὅμως ἔβαλαν δυνατότερες φωνές. Τότε ὁ Σταμάτης ἐνῶ ἐπήγαινε νὰ κρεμάσῃ εἰς τὸν τοῖχο τὴν καραμπίνα, ἐγύρισε ἀπότομα, ἐσήκωσε τὸν γρόθο του καὶ τὸν κατάφερε ἀπανωτὰ εἰς τὶς πλάτες τῆς συμβίας του.

- Τί βαρᾶς μωρὴ τὰ παιδιά! Τί σοῦ κάμανε!...