Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο θείος

Από Βικιθήκη
Ὁ θεῖος
Συγγραφέας:


― Ἐμπρός!

Εἰσῆλθε σύρων ἐπιπόνως τὰ ἀσθενῆ του σκέλη καὶ τὰ μεγάλα του ὑποδήματα καὶ ἐσταμάτησε πρὸ τοῦ γραφείου μου μὲ ἔκφρασιν ἀπορίας, ὡς νὰ ἤθελε νὰ μ’ ἐρωτήσῃ τί ἐζήτει.

Τὸν ἐγνώριζα ἀπὸ τὸ καφενεῖον ὅπου ἐνεφανίζετο περὶ τὴν ἑσπέραν, μὲ τὴν ἐπιμήκη ζαρωμένην μορφήν του, μὲ μίαν κλίσιν πρὸς τὰ δεξιά, ὡς νὰ τὸν ἐλύγιζε τὸ βάρος τῆς βακτηρίας του, μὲ μάτια, τὰ ὁποῖα, ὅσον ἐπέτρεπον τὰ νωθρὰ βλέφαρα, παρουσίαζαν μίαν λάμψιν παιδικῆς αἰσιοδοξίας, τὴν τελευταίαν ἴσως λάμψιν τοῦ ἐξηντλημένου ἐκείνου λύχνου. Ἤρχετο κ’ ἐστέκετο ἢ ἐκάθητο παρὰ τὸ σφαιριστήριον, ὅπου ἔπαιζα, καὶ ἐφαίνετο παρακολουθῶν μὲ πολὺ ἐνδιαφέρον τὸ παιγνίδι, ἐνῷ πιθανώτατα τὸ πνεῦμά του ἐκοιμᾶτο εἰς τὴν μακαριότητα τῆς γεροντικῆς ἀνοίας. Καὶ πράγματι ὅταν μίαν ἡμέραν τὸν ἠρώτησα ἂν ἔπαιξε ποτὲ μπιλιάρδο, ἐφάνη ὡς νὰ ἐξύπνησε καὶ ἔπειτα μοῦ εἶπεν: «Ἐγώ; ποτέ». Ἐν τοσούτῳ διὰ τὸ φαινομενικὸν ἐνδιαφέρον καὶ τὴν προτίμησιν κάποιος ἐκ τῶν συμπαικτῶν μου, δημοσιογράφος καὶ αὐτός, ἅμα τὸν ἔβλεπεν ἐρχόμενον, μοῦ ἔλεγεν: «Ὁ θεῖός σου! ὁ θεῖός σου!» Ἀλλὰ καὶ ἐγὼ τοῦ ἀπέδιδα τὰ ἴσα καὶ ὅταν ἔβλεπα πρῶτος τὸν γέροντα ἐρχόμενον, ἐπρολάμβανα καὶ τοῦ ἔλεγα: «Ὁ θεῖός σου!»

Ὅταν ἐσταμάτησε λοιπὸν πρὸ τοῦ γραφείου μου ἄφωνος, ὡς νὰ ἐλησμόνησε τί ἤθελε, παρ’ ὀλίγον νὰ τὸν ἐρωτήσω: «Τί ἀγαπᾶτε, θεῖε;» Ἀλλὰ μ’ ἐπρόλαβε μὲ μίαν κίνησιν πρὸς τὸ θυλάκιόν του, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐξήγαγε μετά κόπου ὀγκωδέστατον χειρόγραφον.

― Σᾶς ἔφερα ἕνα ἄρθρο, μοῦ εἶπε μὲ φωνὴν διακεκομμένην καὶ ὑποτρέμουσαν.

Τοῦ ἔδειξα κάθισμα, ἔρριψα ἔμφοβον βλέμμα εἰς τὸ τεράστιον χειρόγραφον καὶ τοῦ εἶπα:

― Εἶνε μετάφρασις τοῦ «Μοντεχρήστου»;

― Εἶνε ἄρθρο, μοῦ εἶπε μὲ μικρὰν ἐκδήλωσιν δυσαρεσκείας.

― Ἄρθρο!… Λυποῦμαι πολὺ διότι τὸ φύλλο μας εἶνε μικρὸ καὶ δὲν ἔχομεν χῶρον. Δὲν τὸ πᾶτε εἰς τὸν κ. Κ… (καὶ εἶπα τὸ ὄνομα τοῦ συμπαίκτου), ὁ ὁποῖος εἶνε, νομίζω, καὶ ὀλίγον… συγγενής σας;

― Δὲν ἔχω καμμίαν συγγένεια αν μαζῆ του, ἀπήντησε μὲ ἀγανάκτησιν πλέον ὁ γέρων. Τοῦ τὸ πῆγα καὶ μοῦ εἶπεν ὅτι δὲν δημοσιεύει παραμύθια!

― Εἰς τὰ μεγάλα φύλλα ποῦ ἔχουν χῶρον δὲν τὸ πήγατε;

― Τὸ πῆγα παντοῦ, ἀλλὰ δὲν τὸ δέχονται.

Ἔπειτα στενάξας εἶπε:

Ἀπελπισία ἀπ’ αὐτὸν τὸν τόπον, ἀπελπισία! Ξέρετε, κύριε, τί ὑποδεικνύω εἰς τὸ ἄρθρον μου;… Πῶς θὰ σωθῇ ἡ Ἑλλάς! Καὶ βλέπω ὅτι δὲν σκοτίζεται κανείς.

Ἦτο εἷς ἐκ τῶν πολλῶν γερόντων, οἵτινες μετὰ τὸν ἀτυχῆ πόλεμον τοῦ 97 ἀνεκάλυψαν διάφορα φάρμαμα διὰ νὰ σωθῇ ἡ Ἑλλὰς καὶ ἐδημοσίευαν εἰς φυλλάδια τὰς θεραπείας των ἢ τὰς προσέφεραν εἰς τὰς ἐφημερίδας.

― Λυποῦμαι πολύ, ἀλλὰ δὲν ἔχομεν χώρον.

― Ἔχετε χῶρον γιὰ τόσα πράγματα που διαφθείρουν τὸν τόπον.

Ἔπειτα ἀλλάξας τόνον:

― Ξέρετε, φροντίζω καὶ γιὰ σᾶς τοὺς δημοσιογράφους νὰ μὴν ἐργάζεσθε τὴν Κυριακήν.

― Γι’ αὐτὸ λυποῦμαι περισσότερον, ἀλλὰ δὲν μπορῶ.

Ο γέρων ἐσηκώθη τόσον περίλυπος, τόσον ἄθυμος, ὥστε ἄληθῶς μὲ συνεκίνησε. Μὲ βραδεῖαν κίνησιν, ὡς νὰ ἤλπιζεν ἀκόμη, ἐπῆρε τὸ χειρόγραφον, μοῦ ἀπηύθυνεν ἐρωτηματικὸν βλέμμα, καὶ · ἔπειτα διηυθύνθη πρὸς τὴν θύραν, περισσότερον κουρασμένος παρ’ ὅ,τι ἦλθεν. Ἐκεῖ ἐκ νέου σταμάτησε καὶ μὲ σπαρακτικὴν φωνήν:

― Δίδω καὶ δέκα δραχμάς… καὶ εἶμαι φτωχὸς ἄνθρωπος.

Ἀδύνατον. Τί ἱδέαν ἄλλως τε θὰ σχηματίσετε διὰ τὸν πατριωτισμόν μου ἂν πάρω χρήματα διὰ νὰ συντελέσω εἰς τὴν σωτηρίαν τῆς Ἑλλάδος.

― Δίδω δέκα πέντε δραχμάς.

― Δὲν μπορῶ, σᾶς εἶπα. Δὲν μὲ ἐννοεῖτε;

― Λοιπὸν δὲν δέχεσθε;

— Δὲν μποροῦμε· τί νὰ σᾶς πῶ;

Ὕψωσε τοὺς τρέμοντας βραχίονας του καὶ εἰς στάσιν κατάρας εἶπε μὲ ἀνέκφραστον ἀγανάκτησιν καὶ ὀδύνην:

― Ἂς ὄψεσθε!