Ο Χατζή Στρατής Βουρδουμπάς αφηγείται τας περιπετείας της εκ Σφακίων φυγής του μετά την κατάληψίν των κατά Μάρτιον του 1824

Από Βικιθήκη
Ὁ Χατζὴ Στρατὴς Βουρδουμπᾶς ἀφηγεῖται τὰς περιπετείας τῆς ἐκ Σφακίων φυγῆς του μετὰ τὴν κατάληψίν των κατὰ Μάρτιον τοῦ 1824 ὑπὸ τοῦ Χουσεΐν-Πασᾶ
Συγγραφέας:


Εἰς τὰ 1823, τὴν 28 Μαρτίου ἡμὲρᾳ Δευτέρᾳ μὲ τὸ νὰ αἰχμαλωτίσθημεν εἰς τὴν Κρήτην ἀπὸ τοὺς Ὀθωμανοὺς καὶ τὸν Μουσταφᾶ-πασᾶ, μᾶς ἐκαταπλάκωσαν οἱ ἐχθροὶ τὴν ἄνωθεν ἡμὲραν, καὶ ἐφύγαμεν καθ’ ἕνας ὅπως ἤθελεν ἡμπορέση, ἄλλος εἰς τὰ βουνὰ καὶ ἄλλος εἰς τὴν θάλασσαν. λοιπὸν ἦτον ὁ Χατζῆ Τζούρης Μαλανδράκης διὰ νὰ φύγῃ μὲ τὴν γαλιόταν του, καθώς ἦσαν καὶ ἄλλα πλοῖα. λοιπὸν ἀπεφάσισα καὶ ἐγὼ καὶ ἐμβαρκαρήσθηκα μὲ τὸν ἄνωθεν Χατζῆ μὲ τὴν φαμελίαν μου καὶ ἄλλαις φαμελίαις ἀρκεταίς. μὲ τὸ ἴδιον πλοῖον ἐμβαρκάρησεν καὶ ὁ Κπ. Στρατὴς Ντελιγιαννὰκης τὴν φαμελιάν του ἀντὰμα καὶ τὰ πεθερικά του, καὶ ἐπλήρωσεν ὁ Κπ. Στρατὴς τὸν Ναῦλον τῆς φαμελίας του, καθὼς τὸν ἐπλήρωσα καὶ ἐγώ καὶ οἱ ἄλλοι εἰς τὸν πλοίαρχον. Ἐφύγαμεν ἀπὸ λουτρὸν τὴν ἄνωθεν ἡ μὲραν, καὶ ἤλθαμεν εἰς τὴν Βρουλιὰν εἰς τὸ Σέλληνον, καὶ ἐκάμαμεν ἡ μὲρας τρεῖς. Τὴν Μεγάλην Πέμπτην τὸ βράδυ, ἀκούαμεν κανονιαῖς, καὶ τἠν μεγάλην παρασκευὴν ἐκβάλαμεν ἀνθρώπους ἐπάνω εἰς τὸ λαφονῆσι καὶ ἐκύταξαν ἄν ἐφαίνοντο Καράβια, καὶ ὅμως δέν ἐφαίνοντο τίποτης. ἐσυκοθήκαμεν εἰς τὰς τέσσαρας ὥρας τῆς ἡ μὲρας καὶ ἡμεῖς καὶ τὰ ἄλλα καΐκια ὁποῦ ἥμεθα ὁμάδι ἕως ἑπτὰ κομμάτια νὰ τραβήξομεν εἰς τὸ συγγελιὸ ἤ τὸ Τσηρίγον, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ νὰ ἀπεράσομεν εἰς τοῦτα τὰ Νησιά. ὅταν ἥμεθα ἀνὰμεσα Συγγελιὸ καὶ Κρήτην, ἀκούσαμεν πάλιν κανονιαῖς, καὶ ἀνέβη ἕνας ἄνθρωπος ἐπάνω εἰς τὸ ἄρμπουρον καὶ ἵδεν καράβια ὀκτώ. θά εἶδαν καὶ τὰ λοιπὰ καΐκια, καὶ ἄλλα ἐτράβηξαν διὰ τὸ Συγγελιὸ καὶ ἄλλα ἐγύρισαν ὀπίσω. ἐσώθησαν μερικὰ εἰς τὸ Συγγελιὸ καὶ ἄλλα ἐπιάσθησαν. ἡμεῖς ἐγυρίσαμεν ὀπίσω μὲ τοῦ Κπ. Μπραοῦ καὶ ἄλλην μίαν τρωχαντήραν τὴν ἰδίαν ἡμὲραν τὸ βράδυ εἰς τοῦ Γέρου τὸ ἀμπελάκι ἀποκάτω εἰς τὴν στεριάν, καὶ ἀράξαμεν. ξημερόνοντας τὸ μεγάλον Σάββατον βλέπομεν τὰ Καράβια καὶ μᾶς εἶχον πολιορκημὲνους, καὶ δὲν ἠμπορούσαμεν νὰ φύγομεν μήτε ἀπάνω μήτε κάτω, λοιπὸν εὐγήκαμεν εἰς τὴν ξηράν, καὶ ἐρωτήσαμεν ἀνθρώπους ποῦ εὑρίσκονται τὰ Τουρκικά στρατεύματα, καὶ μᾶς εἶπον ὅτι εἶναι κατεβασμὲνα ἕως τοῦ Κούνενη ὁπού εἶναι ἕως δυὸ ὧρες δρόμος ἀπὸ ἐκεῖ ὁποὺ ἥμεθα. ἐξεμβαρησθήκαμεν ὅλλοι καὶ ἐπῆρεν καθ’ ἕνας ὅπου ἤθελεν τὸν φωτίση ὁ Θεός, ἐπήραμεν εἰς τὰ βουνὰ. Κατὰ τοὺς Κάμπους ἵδαμεν μιὰν βάρδιαν ὅμως δὲν ἐγνωρίζαμεν ἤ Ρωμιοί ἤ Τοῦρκοι, καὶ ἐστρέψαμεν ὀπίσω κατὰ τὴν περιγιαλιὰν. ἦτον καὶ ἡ γυναίκα τοῦ Κπ. Στρατῆ μαζύ. καὶ ἐκείνη σὰν ἵδεν πῶς ἐπήραμεν κάτω, ἐγύρισεν ὀπίσω νὰ εὐρῇ τὸν Κύρη της ὅπου ἦτον εἰς τὸ περιγιάλι καὶ ὅλην της τὴν φαμηλίαν, μαζύ καὶ ἄλλαις πολλαῖς φαμελιαῖς. ἡμεῖς ἐπήραμεν τὴν περιγιαλιά, καὶ ἐκεῖ μᾶς ἀπήντησαν εἰς ἕνα αὐλάκι τρία τροχαντήρια ὁποῦ ἔβαζαν φαμηλιαῖς ὁποῦ ἔφευγον. τὸ βράδυ εἰς τὰ γέρματα τοῦ Ἠλίου ἐσύμοσαν τὰ Καράβια, καὶ ἐκανόναραν τὰ Καΐκια, μὲ τὰ ὁποῖα ἤμεθα πρῶτα ἐμβαρκαρισμένοι. ἐν ταυτῶ ἐκατέβαινον τὰ στρατεύματα ἀπὸ τὴν ξηρὰν καὶ τὰ Καράβια ἀπὸ τὸ πέλαγος καὶ ἔχανεν ὁ ἄνθρωπος τὸν νοῦν του καὶ δὲν ἤξευρε ἀπὸ ποῦ νὰ πάρῃ. τότες ἀκούοντας ταῖς κανονιαῖς ἐφοβήθησαν πολλαῖς φαμελιαῖς καὶ ἐξεμβαρκαρήσθησαν ἀπὸ τὰ ἄνωθεν τρωχαντήρια. καὶ ἔτσι εὐρήκαμεν ἡμεῖς ἀραλῆκι καὶ ἐμβήκαμεν ὅσοι ἐχορούσαμεν θαλασσόνοντες. ἡ γυναίκα τοῦ Κπ. Στρατῆ ἦτον εἰς τὸ περιγιάλι ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὰ πρῶτα καΐκια μὲ τὸν πατέρα της καὶ ἄλλος πολύς λαός. τὸ διάστημα ἦτον ἕως ἕνα καὶ ἥμισι μῆλι, δὲν ἠμποροῦσα μήτε καιρὸν εἶχα νὰ τὴν βοηθήσω. διότι μήτε τὰ καΐκια ἐπρόσμεναν καὶ ἐγὼ ἔπεσα εἰς τὸν γιαλὸν καὶ ἐχώθηκα ἕως εἰς τὰς μασχάλας. καὶ μὲ ἅρπαξεν ἕνας ἰδικός μας καὶ μὲ ἔμβασεν μέσα. εἰς ἄλλο καΐκι ἐμβῆκα ἐγώ, καὶ εἰς ἄλλο ἦτον ἡ φαμηλιά μου. ὅπου ἐπρόφθασεν καθ’ ἕνας ἐμβῆκεν, καὶ δὲν εἴχομεν καιρὸν νὰ πάρωμεν τίποτες, ἀλλά ἐμβήκαμεν μόνον μὲ τὴν ψυχήν μας καὶ θὰ τὸ ἠξεύρη πολύς λαός. ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Συγγελιὸ εἰς τὰς ἕξη ὥρας τῆς νυκτός, καὶ ἡ φαμελία μου ἦλθεν ὅταν ἔμβαινα εἰς τὴν λυτουργιὰν τῆς Λαμβρᾶς, μὲ ἄλλο καΐκι.

1832 8βρίου 31

Χατζὴς Στρατὴς Μπουρδουμπάκης