Ο Τούρκος Αθηναίος

Από Βικιθήκη
Ὁ Τοῦρκος Ἀθηναῖος
Συγγραφέας:


Εἶναι νύχτα· κρυμμένο ἀπὸ φρίκη
ἕν' ἀστέρι δὲ βγαίνει νὰ ἰδῇ
τ' ἄγριου Τούρκου τὴν εὔκολη νίκη,
ποῦ νὰ μείνῃ τῆς εἶπαν ἐκεῖ.

Στὰ ψηλὰ μισοφέγγαρο λάμπει
κ' ἔχει γύρω ἕνα κόκκινο φῶς,
ποῦ ἀντιδίδουν τῆς μάχης οἱ κάμποι,
μ' ὅσο μάκρο τοῦ ἁπλόνονται ὀμπρός.

Ἕνας γέρος, ποῦ ἐκεῖνο λατρεύει,
σὲ βουνὸ στηλωμένος ψηλά,
λίγον ὕπνο νὰ βρῇ δὲ γυρεύει,
καὶ τοὺς ἤχους τοῦ τόπου ξυπνᾷ:

- Ἀπὸ σέ, τρισκατάρατη Εὐρώπη,
ποῦ μᾶς εἶπες ἀπόκρυφα: Ὀμπρός!
Ἡ φτεροῦγα τῆς Νίκης ἐκόπη
κ' εἶναι τώρα ὁ στρατιώτης ἀργός.

Εἶπε ὁ νοῦς σου: Πλατύτερο μνῆμα
ἡ Τουρκιὰ νὰ γυρεύῃ γιατί;
Σταὶς Ἀθήναις εἶν' ἄσκοπο κρῖμα
νὰ ξαπλώσῃ τὸ σάπιο κορμί.

Τ' ἀρκετὸ ποῦ τῆς ἔμεινε χῶμα
μίαν ἡμέρα θὰ φτάσῃ γιὰ μᾶς...
Ἔλα, πάρ' το, γενναία κληρονόμα
τῆς ἀχρείας πεθαμένης Τουρκιᾶς.

Πεθαμένη; Τὸ δείξαμε τώρα
πόση ἀκόμα τῆς μένει ζωή.
Τί μᾶς λείπει νὰ πᾶμε στὴ χώρα,
ποῦ μᾶς πῆραν σὰν ἤμουν παιδί.

Στὸ Ναό, πὤχει δόξα μεγάλη,
καὶ λογιέται ἀπὸ κἄποια Θεά,
ὅσο ἡ μέρα τὸ φῶς της νὰ βγάλῃ
βυθιζόμουν στὸν ὕπνο συχνά.

Ἕνα βράδυ, πρὶν ὕπνος μὲ πάρῃ,
εἶδα ὀμπρός μου μὲ μάτι ἀνοιχτὸ
μία γοργῶνα μ' ἐλιὰ καὶ κοντάρι,
ὁποῦ μοῦ 'πε: Τί θέλεις ἐδῶ;

Μὲ προφτάνει κ' ἡ δόλια μητέρα,
ποῦ, χλωμή, μὲ λαχτάρα καρδιᾶς,
πᾶμε, σκούζει, παιδάκι μου, πέρα·
τέτοια γῆ δὲν εἶν' ἄλλο γιὰ μᾶς.

Μὲς τὸ νοῦ τὴ σκιασμένη φυγή μας
ἔχω πάντα, ὡς νὰ γίνηκε χτές·
ἀκριβὰ τὴν πλερώσαν οἱ ἐχθροί μας
ἐδῶ τώρα, μὲ τόσαις φυγαίς.

Ἄχ! γιατὶ στοῦ θριάμβου τὴ μέση
σταματᾷς μίαν ἀνίκητη ὁρμή;
Στὸ κεφάλι σου, Εὐρώπη, θὰ πέσῃ,
ὅταν ἔρθῃ γραμμένη στιγμή.

Ἄν ἀνάψῃ ἀπ' τὴν ἴδια μου θέρμη
τοῦ Μωάμεθ ὁ σκόρπιος λαός,
θέλει μείνεις ἀγνώριστη κ' ἔρμη,
ἀπὸ πέτραις καὶ στάχτη σωρός.

Νὰ τὸ ἰδῶ δὲ θὰ λάβω τὴ χάρη.
Διώχνει ἐμένα τὸ γέρο ἡ ζωή,
ὡς ἡ λάμια μ' ἐλιὰ καὶ κοντάρι
μ' ἔχει διώξει μία μέρα παιδί.