Ο Λάμπρος/Το ξεμυστήρευμα

Από Βικιθήκη
Ὁ Λάμπρος
Συγγραφέας:
Τὸ ξεμυστήρευμα


20.

Ἀφοῦ ἔπαυσε ἡ Μαρία νὰ τραγουδήσῃ, ἐπιστρέφει ὁ Λάμπρος ἀπὸ τὴ λίμνη, ὅπου εἶχε καταποντισθῇ ἡ θυγατέρα τους. Ἡ Μαρία τοῦ λέγει·


Λάμπρε, δὲν ἐστοχαζόμουν νὰ ἔρθῃς τόσο γλήγορα· ἐγὼ ἐτραγουδοῦσα· ἀλλὰ τὶ ἔχεις;


Ἡ μιλιά σου βραχνή, θαμπὸ τὸ βλέμμα,
Κ' ἔχεις θωριὰ σὰν νὰ μὴν ἔχεις αἶμα.


Ὁ Λάμπρος, δίχως νὰ προφέρῃ λόγο, τῆς ρίχνει τὴν πλεξίδα, καὶ ἐκείνη παίρνοντάς την ἀπὸ χάμου «Ἄ!» φωνάζει «Τὶ; τὴν ηὗρες ἀπεθαμένη εἰς ἐκείνη τὴν ἐρμιὰ τὴ θυγατέρα μας; Ἤ τῆς εἶδες νὰ τῆς κυματίζῃ εἰς τὸ λαιμὸ τούτη ἡ πλεξίδα, ἐνῷ σοῦ ἅπλωνε τὸ χέρι ψωμοζητῶντας; Τῆς εἶδες τὸ σταυρὸ εἰς τὴν παλάμη;


»Ἄ! μὰ τὴ σημερινὴ πές μου τα ὅλα»


Καὶ ὁ Λάμπρος·


«Συφορὰ καὶ μαυρίλα! Ἄκου τρομάρα,
»Ποῦ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ψυχὴ δὲν ἀπομένει·
»Ὦ! τοῦ Θεοῦ μ' ἐχτύπησε ἡ κατάρα
»'Σ ἕναν τρόπο!» Καὶ μία στιγμὴ σωπαίνει·

Κ' ἔπειτα ἀργά, καὶ μὲ φωνῆς τρομάρα,
«Ἄκου,» πάλι τῆς λέει «δυστυχισμένη,
»Πρᾶμα φριχτό, ποῦ κἀνενοῦ δὲν τὸ πα·
»Νὰ σοῦ τὸ πῶ;» Κ' ἐκείνη τοῦ λέει· «Σώπα».

Ἀλλά ὁ Λάμπρος τῆς φανερώνει ὅτι εἶχε κάμῃ, χωρὶς νὰ τὴ γνωρίζῃ, γυναῖκα τὴν ἐδική του κόρη. Τότε μένουν ἄφωνοι καὶ οἱ δύο· τέλος τοὺς ἐτάραξε ὁ ἦχος τῶν σημάντρων, ἐπειδὴ χαράζει ἡ ἡμέρα τῆς Λαμπρῆς· καὶ τότε ἐσίμωσαν τὰ χείλη νὰ δώσουν τὸ φιλὶ τοῦ Πάσχα, καὶ δὲν τὸ ἔδωσαν.