Ομιλίες σε φίλους κι' αγνώστους (1931)

Από Βικιθήκη
Ὁμιλίες σὲ φίλους κι’ ἀγνώστους
Συγγραφέας:
Σελ. 319-320 από το Τεύχος 11-12, Χρονιά Ε΄ (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1931) του περιοδικού «Αλεξανδρινή Τέχνη»


ΟΜΙΛΙΕΣ ΣΕ ΦΙΛΟΥΣ ΚΙ' ΑΓΝΩΣΤΟΥΣ

 Ἔχουν περάσει τὰ βαριὰ μεσάνυχτα—βαριὰ σὰν ὧρες δυστυχίας—κι’ ὁ ἀστερισμὸς τοῦ Ὠρίωνα μακραίνοντας μέσ’ στὰ βαθιὰ τῆς σκούρας νύχτας, παίρνει βαθιὲς ἀναλαμπὲς καὶ τρεμοσβύνει:

— τὸ ἄτρεμο καὶ σιγαλό του φῶς πρασινίζει καὶ χάνεται μέσ’ στὸ μαῦρο χάος!

 Ἄ! εἶνε οἱ ὦρες ποὺ ἡ ἀκοὴ μόλις καὶ ξεχωρίζει τὶς φωνὲς τῶν Μυστηρίων (ἔξω οἱ δρόμοι κρύβουνε μέσ’ στὴν τόσην ἐρημιά τους μιὰν ἀπειρία βημάτων, μιὰ κίνηση ἄφαντων βημάτων, ἕνα σβυσμένο θόρυβο βημάτων),

— ποὺ ἡ ψυχή μας συντονίζεται καὶ συναισθάνεται τὴ σημασία τῶν πεπρωμένων, τὴ σπουδαιότητα τοῦ αἰνιγματικοῦ μας βίου καὶ τῆς αἰωνιότητας ποὺ μᾶς ἀνήκει,

— καὶ ποὺ ὁ ἑαυτός μας πλαταίνει καὶ διαγράφεται κι’ αὐτός, σὰν ἕνας διαυγὴς καὶ ἥρεμος ἀστερισμός, μέσ’ στὸ ἄφαντο κι’ ἀτέλειωτο τῶν ἰδεῶν καὶ προβλημάτων,—

 Ποὺ ἐγώ σ’ ἔχω ἀναπολήσει, ἔτσι βαθιὰ καὶ ἥρεμα σ’ ἔχω ἀναπολήσει, ὤ! λατρεία τῶν τωρινῶν ἡμερῶν μου, ὥστε νὰ ἔχω νιώσει αὐτούσια τὴ γαλήνη τῆς φανταστικῆς μορφῆς σου,

— ποὺ ἐγώ σ’ ἔχω ἀναπολήσει,—κι’ ὡς ἕνας ἐργάτης ἀγαθὸς καὶ ὑπάκουος, ἀφοσιωμένος στὴν τραχιὰ δουλιά του, ἡ Ματαιότητα, ὁ βαθὺς καὶ κρυφὸς καημός μου, ἐσήκωσε τὸ βάρος, ἀφίνοντας ἐλεύθερο τὸ χῶρο στὴ νοσταλγοῦσα ψυχή μου!

 Τὸ ἀστρικὸ φῶς εἶχε τότε μέσ’ στὴν ἁγιότητα τῆς σκούρας νύχτας μιὰν ἀνεκλάλητη μαγεία:

— μιὰ καλλονὴ ἡδονεμένη τόσο, ποὺ εἶδε μονάχα ἡ ὅραση ὅσων, ἐπήγαν πρὸς τὸ Θάνατο ἢ πρὸς τὴ Ζωή, ἀποφασισμένοι νὰ δεχτοῦνε πάντα, νὰ πονέσουν καὶ νὰ γνωρίσουν, τὶς μεγάλες καὶ ξέχωρες συγκινήσεις:

— τὸ ἀστρικὸ φῶς ἤταν σὲ μένα τότε μιὰ μακρινὴ γνωριμία!

 Στὴ νοερὴ συντροφιά σου, ἡ μνημονικὴ κι’ ἀπροσδιόριστη μορφή σου, ἔδινε τὸ θάρρος καὶ τὴν ὑποβολή, γιὰ περιπέτειες τολμηρὲς καὶ παράφορες, γιὰ περιπέτειες ποὺ δὲν τολμάει ὁ νοῦς νὰ ἱστορίσει:

— εἴχα νὰ νιώσω ὡς ἕνα σύμβολο καθόλα εὔληπτο καὶ νοητὸ τὸν Ἔρωτα ὡς καὶ τὸ Θάνατο:

— στὴ νοερὴ συντροφιά σου εἶχα τότε τὴ συναίσθηση τοῦ μυστικοῦ ποὺ λέγεται Ζωή.

 Σὲ ὧρες ποὺ ἡ νυχτερινὴ θέα τοῦ Κόσμου, βυθισμένη στὸ ὑποβλητικὸ ἔρεβος καὶ στὴν ἀνάερη μουγκὴ σιγή, δίνει τὴν ἔννοια τοῦ τάφου, τὴ μουσικὴ τῶν πνευμάτων καὶ τῆς Αἰωνιότητας,

— ποὺ τὸ φαιὸ καὶ πένθιμο κυπαρίσσι στὴν ὑψηλὴ καὶ ὁλόϊσια παράστασή του, τὴν ἐντύπωση τοῦ ἀμίλητου κι’ ἀγέλαστου Θανάτου,

— καὶ ποὺ κάτι ἀόριστο καὶ βαθὺ νιώθεις νὰ σὲ παρακινάει πρὸς τὸ Ἔγκλημα.

ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ ΔΡΙΒΑΣ