Νεκρικοί Διάλογοι/Τερψίωνος και Πλούτωνος/μετάφραση
←Πλούτωνος καὶ Ἑρμοῦ/μετάφραση | Τερψίωνος και Πλούτωνος / πρωτότυπο Συγγραφέας: Μεταφραστής: Ιωάννης Κονδυλάκης Νεκρικοὶ Διάλογοι/μετάφραση |
Ζηνοφάντου καὶ Καλλιδημίδου/μετάφραση→ |
Ιωάννης Κονδυλάκης, μετάφρασις, Λουκιανού άπαντα, τόμος δεύτερος, Εν Αθήναις Εκδοτικός Οίκος Γεωργίου Φέξη, 1911 [1] |
6. Τερψίωνος και Πλούτωνος.
ΤΕΡΨ. Είνε δίκαιον αυτό, Πλούτων, ν' αποθάνω εγώ εις ηλικίαν τριάκοντα ετών, ο δε γέρων Θούκριτος να ζη ακόμη, ενώ έχει περάσει τα ενεννήντα;
ΠΛΟΥΤ. Δικαιότατον, ω Τερψίων, αφού αυτός μεν ζη χωρίς να εύχεται ν' αποθάνη κανείς εκ των φίλων του, συ δε καθ' όλον τον καιρόν επεβουλεύεσο την ζωήν του, περιμένων να τον κληρονομήσης.
ΤΕΡΨ. Και δεν έπρεπε αυτός, ο οποίος είνε γέρων και δεν δύναται πλέον ν'απολαύση τον πλούτον, να φύγη εκ της ζωής και να παραχωρήση την περιουσίαν του εις τους νέους;
ΠΛΟΥΤ. Νέους νόμους θέλεις να εισαγάγης, Τερψίων, ώστε ο μη δυνάμενος να μεταχειρισθή τον πλούτον προς τέρψιν ν' αποθνήσκη• αλλ' η Μοίρα και η φύσις άλλως ώρισαν.
ΤΕΡΨ. Λοιπόν, αυτήν την τάξιν κατακρίνω• έπρεπε να γίνονται τα πράγματα ούτω πως, ώστε ο γεροντότερος ν' αποθνήσκη προτήτερα και μετ' αυτόν ο κατόπιν ερχόμενος κατά την ηλικίαν• να μη γίνεται δε καμμία παράβασις αυτού του κανόνος, και να ζη μεν ο υπέργηρως, ο οποίος έχει τρία δόντια ακόμη, μόλις βλέπει, στηρίζεται επί τεσσάρων υπηρετών διά να βαδίζη και τρέχει η μύτη του, είνε δε τσιμπλιασμένα τα μάτια του και δεν έχει πλέον καμμίαν απόλαυσιν, οι δε νέοι τον εμπαίζουν ως ζωντανόν τάφον, και ν' αποθνήσκουν προ αυτού οι ωραιότεροι και ευρωστότεροι νέοι. Αυτό είνε άνω ποταμών. Τουλάχιστον έπρεπε να γνωρίζωμεν πότε θ' αποθάνη έκαστος γέρων, διά να μη περιποιούμεθα μερικούς εξ αυτών εις μάτην. Τώρα δε συμβαίνει το λεγόμενον υπό της παροιμίας, ότι η βωδάμαξα πολλάκις σύρει τα βώδια.
ΠΛΟΥΤ. Όπως γίνονται τα πράγματα είνε λογικώτερα παρά όπως τα θέλεις συ. Διατί επιδιώκετε τα ανήκοντα εις τους άλλους και διά κολακειών προσπαθείτε να καταφέρετε τους ατέκνους γέροντας να σας υιοθετούν; Ούτω γίνεσθε γελοίοι αποθνήσκοντες προτήτερα από εκείνους και ο κόσμος διασκεδάζει διά λογαριασμόν σας• διότι όσον σεις εύχεσθε ν' αποθάνουν εκείνοι, τόσον ευχαριστούνται οι άλλοι όταν προαποθαίνετε. Είνε νέα τέχνη αυτή την οποίαν σεις επενοήσατε, ν' αγαπάτε τας γραίας και τους γέροντας, όταν είνε άτεκνοι, ν' αδιαφορήτε δε δι' αυτούς, αν έχουν τέκνα. Ούτω δε πολλοί εκ των γερόντων, εννοούντες τους σκοπούς σας και αν τύχη να έχουν τέκνα, προσποιούνται ότι τα μισούν, διά να έχουν και αυτοί την αγάπην σας. Έπειτα δε εις τας διαθήκας των, αποκλείονται μεν οι φίλοι, επικρατούν δε τα τέκνα και η φύσις, όπως είνε δίκαιον, οι δε κόλακες βλέποντες ότι εγελάσθηκαν, τρίζουν από πείσμα τα δόντια.
ΤΕΡΨ. Αυτά είνε αληθινά. Πόσα μου έφαγεν εμένα ο Θούκριτος, που εφαίνετο ότι από στιγμής εις στιγμήν θ' αποθάνη ! Οσάκις εισηρχόμην να τον ιδώ εστέναζε και εξέπεμπε κάτι τι βαθύ από το στήθος του, ως νεοσσός ατελής, ο οποίος μικροκράζει μέσα από το αυγό του. Ούτω δε εγώ νομίζων ότι μετ' ολίγον θ' αναβή επάνω εις το φέρετρον, του έστελνα πολλά δώρα, διά να συναγωνίζωμαι προς τους αντεραστάς κατά την μεγαλοδωρίαν, και πολλάκις αγρυπνούσα, σκεπτόμενος και υπολογίζων και τακτοποιών τα της κληρονομίας. Αύται αι αγρυπνίαι και αι φροντίδες έγειναν και του θανάτου μου αφορμή• ο δε γέρων αφού μου κατέπιε τόσον δόλωμα, παρέστη εις την κηδείαν μου και εγέλα διά το πάθημα μου.
ΠΛΟΥΤ. Εύγε Θούκριτε, και να ζήσης πολύ ακόμη διά να εμπαίζης τους τοιούτους• να μη αποθάνης δε πριν ή συνοδεύσης τας κηδείας όλων των κολάκων.
ΤΕΡΨ. Τώρα και εγώ θα ευχαριστηθώ πολύ, ω Πλούτων, εάν ο Χαροιάδης αποθάνη προ του Θουκρίτου.
ΠΛΟΥΤ. Να είσαι βέβαιος, Τερψίων, ότι και ο Φείδων και ο Μέλανθος και όλοι οι άλλοι θα έλθουν εδώ προ αυτού, αποστελλόμενοι υπό των ιδίων φροντίδων.
ΤΕΡΨ. Τα επιδοκιμάζω αυτά ολοψύχως. Σου εύχομαι να ζήσης πολύ, πάρα πολύ, Θούκριτε.