Μεσονύκτιον

Από Βικιθήκη
Μεσονύκτιον
Συγγραφέας:


Ι

Φωνή μ’ εκάλεσε γλυκεία·
Τον ύπνον μου τίς δέρει;
Πλην του ανέμου η μανία
Του δάσους στόνους φέρει.

Εκείθεν λάμπει η λυχνία,
Αυτήν τον ύπνον μου φυλάσσει.
Φωνή αγάπης ουδεμία
Τους δυστυχείς διαταράσσει.

Ο στέφανος της κεφαλής μου
Κατέπεσ’, εμαράνθη·
Και της πρωίας της ζωής μου
Ήσαν ωχρά τα άνθη.

Εδίψησα, αλλ’ ήτο στείρα
Η γη, και ύδωρ με ηρνήθη.
Εις την καρδίαν μου την χείρα
Επίεσα, και εκοιμήθη.

Νεκροί και ζώντες ηρεμούσι·
Στιγμαί ηρημωμέναι.
Ιδέ, εκεί, περιπατούσι
Σκιαί τεταραγμέναι.

ΙΙ

Σκιαί ευτυχεστέρων χρόνων,
Σεις, σκελετοί της ευτυχίας,
Γυμνά οστά δεν είσθε μόνον
Σωθέντα χάριν ειρωνίας;

Προς τί αφίνετε το μνήμα;
Τον ύπνον μου τί αφαιρείτε;
Έν ρόδον πίπτον εις το κύμα
Τί έγινε, τίς ενθυμείται;

Η χθες ακτίς δεν είν’ εκείνη
Ήν σήμερον το όμμα βλέπει,
Και η ψυχρά του τάφου κλίνη
Την τύχην των θνητών διέπει.

Και η ελπίς, φαιδρά εταίρα,
Εάν τον βίον κολακεύη,
Φεύγει και πάλιν ταχυτέρα,
Οικτρά ελεγχομένη χλεύη.

Ωχράς ακτίνας διανέμει
Ανά τον δρόμον της σκοτίας.
Αλλά το φως της φθίνον τρέμει
Εις την πνοήν της αληθείας.

Της διαβάσεως σημείον
Έν δάκρυ όπισθεν αφίνει,
Κ’ επί των πόθων των αγίων
Γαλήνην τάφου επεκτείνει.

Ιδέ! έν νέφος διαβαίνει,
Σκιάν επί της γης θα χύση·
Οποία τύχη το προσμένει;
Θα κλαύση, έπειτα θα σβύση.

Εάν η Ίρις στιγμιαίως,
Επί αυτού εζωγραφήθη,
Η Ίρις έσβεσε ταχέως,
Αλλοίμονον, ελησμονήθη.

Σκιαί ευτυχεστέρων χρόνων,
Επί των βόθρων σας τεθήτε·
Τους ζώντας ενθυμούνται μόνον,
Πλην τους νεκρούς τίς ενθυμείται;

III

Έρως, πομφόλυξ τις ματαία
Απράγμονος ευαισθησίας,
Έρρε! σκιά γιγαντιαία
Τοσούτων πόθων της καρδίας.

Ηχώ φωνής επουρανίας,
Ηχώ κενή εν τούτοις μόνον,
Αποπλανώσα τας καρδίας
Και διασπείρουσα τον πόνον.

Με αγαπάς; το βρέφος κλαίον
Προς άλλο βρέφος ψιθυρίζει·
Με αγαπάς; ο νέος πλέον
Προς την παρθένον κλαυθμηρίζει.

Ιδέ! ο ήλιος πριν δύση,
Έν’ ασπασμόν μας απευθύνει,
Ως ει ζητών να ερωτήση,
Με αγαπάς; κυλά και σβύνει.

Γηράσκ’ η οικουμένη πάσα
Και νέα πάλιν ανακύπτει,
Κ’ εκάστη γενεά προβάσα,
Με αγαπάς; φωνεί και πίπτει.

Τον τάφον άνθος τι στολίζει
Και τον θανόντ’ αναμιμνήσκει.
Το άνθος τούτο ψιθυρίζει,
Με αγαπάς; - και αποθνήσκει.

Και ο Θεός και ο Μεσσίας
Αντί δωρήσεων αφθόνων,
Ζητούν μετά περιπαθείας
Ολίγον έρωτά μας μόνον.

Έρως, πομφόλυξ τις ματαία
Απράγμονος ευαισθησίας,
Έρρε! Σκιά γιγαντιαία
Τοσούτων πόθων της καρδίας.

IV

Και συ ανάμνησις εκείνης
Τί θέλεις, τί, και δεν κοιμάσαι;
Αλλ’ αι χορδαι, φευ! της οδύνης
Εκρούσθηκαν πολλάκις πάσαι.

Έν φίλημά σου μοι εδόθη
Ως της αγάπης μας το στέμμα.
Το φίλημά σου επληρώθη
Με της καρδίας μου το αίμα.

Ζητάς το φίλημα οπίσω;
Απόδος την νεότητά μου,
Και λάβε το, δεν θα δακρύσω·
Διέγραψε τα όνειρά μου.

Οίμοι! δεν επιστρέφει πλέον
Η ώρα η παρερχομένη,
Υπό τα άνθη η αιθάλη
Του παρελθόντος διαμένει.

Και ούτω δια ερημίας
Και ερειπίων προχωρούμεν,
Και με θανάτους της καρδίας
Την ύπαρξιν ημών μετρούμεν.

Οίμοι! δεν επιστρέφει πλέον
Η ώρα η παρερχομένη·
Προ των χαρών μας των αρχαίων
Η άβυσσος του χρόνου χαίνει.