Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω/γ

Από Βικιθήκη
Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω
Συγγραφέας:
Κεφάλαιο Γ: Το καλόν δεν είναι η συμμετρία


Αλλά τι είναι λοιπόν το ποιούν τα σώματα να φαίνωνται καλά; Η φύσις αυτών ως σωμάτων βεβαίως όχι, λέγει ο Πλωτίνος. Διότι εν και το αυτό μάρμαρον, λόγου χάριν, φαίνεται οτέ μεν καλόν, οτέ δ' ου. Καλόν, όταν αποτελεσθή εις καλλιτέχνημα· ου καλόν, ενόσω μένει ακατέργαστος όγκος. Έπειτα, αυτό το ανθρώπινο σώμα μήπως είναι καθ' όλας τας φάσεις αυτού, κατά πάσας τας περιόδους της ζωής επίσης καλόν[1]; Κάλλος έτερον καθ' εκάστην ηλικίαν είπεν ήδη ο Αριστοτέλης, (Ρητορ. I, 5.) και ηδύνατο να είπη, ότι το κάλλος των σωμάτων είναι μεταβλητόν ουχί μόνον καθ' ηλικίας αλλ' εν γένει: Μεταβάλλει γούν το υποκείμενον και εκ καλού αισχρόν γίνεται. (Ενν. V. 9. 2 sel. 556). Άλλο πράγμα λοιπόν το να ήναι τι σώμα και άλλο το να ήναι καλόν.

Επομένως πρέπει να υπάρχη τι, του οποίου η μεν παρουσία εν τοις σώμασι ποιεί ταύτα να φαίνωνται καλά, η δε απουσία τουναντίον. Τι ουν το ποίησαν σώμα καλον; ερωτά ο Πλωτίνος (ενθ' ανωτέρω), και επιχειρεί να δώση την απάντησιν εν τοις επομένοις.

Παρά πάντων ως ειπείν λέγεται[2], ότι η συμμετρία των μερών προς άλληλα και προς το όλον και η εύχροια προστιθεμένη αποτελούσι το προς την όψιν κάλλος. Και πάντα δε τα λοιπά καλά εν γένει, κατά την γνώμην ταύτην, είναι καλά, διότι είναι σύμμετρα και ομόλογα. Αλλά - αντιτάσσει ο ημέτερος φιλόσοφος - συμμετρία μόνον εν πολυμερέσιν, ήγουν συνθέτοις πράγμασιν ειμπορεί να έχη χώραν. Εάν λοιπόν, ως λέγουσιν, η συμμετρία είναι το καλόν, τότε καλά θα ήναι κατ' ανάγκην μόνον τα σύνθετα, όχι όμως και τα απλά. Και εν αυτοίς δε πάλιν τοις συνθέτοις καλόν θα ήναι το όλον, ενώ τα μέρη καθ' έκαστα θα συντελώσι μεν προς το όλον ίνα ή καλόν, δεν θα έχωσιν όμως την ιδιότητα να ώσιν αφ' εαυτών και καθ' εαυτά καλά. Τούτο όμως είναι άτοπον. Διότι αφού το όλον είναι καλόν, πρέπει να ώσι και τα μέρη. Άλλως εξ αισχρών συστατικών πώς δύναται να πρόκυψη έν καλόν σύνολον; Εάν εκάστη στήλη, έκαστον κιονόκρανον του Παρθενώνος, λόγου χάριν, δεν ελαξεύετο ούτως, ώστε ν' απόκτηση καθ' εαυτόν ποσόν τι κάλλος, πώς ηδύνατο, εκ της ομολόγου και συμμέτρου μόνον συνθέσεως αυτών και των λοιπών αρχιτεκτονικών μελών, να γίνη καλόν το όλο οικοδόμημα; Ή μήπως ο έχων παραβλώπας οφθαλμούς, πλατυτάτους ρώθωνας, δύσμορφα ώτα, ραιβά ή βλαισσά σκέλη, ειμπορεί να παρηγορήται, ότι ομοιάζει τον καλόν Απόλλωνα, διότι ετυχεν έξαφνα να έχη πάσας ταύτας τας ασχήμιας εν ακριβεστάτη συμμετρία προς τε αλλήλας και προς το όλον του σώματός του; Έπειτα, τα χρώματα τα κοινή ως καλά ομολογούμενα, το φως του ήλιου και των αστέρων ευρίσκονται αίφνης εκτός της περιοχής της του καλού εννοίας, αφού είναι απλά πράγματα και δεν ειμπορούν να έχουν το κάλλος αυτών εκ συμμετρίας.

Αλλά πώς λοιπόν υμνήθηκαν ταύτα τε και ο χρυσός ανέκαθεν ως καλά; Και η αστραπή, όταν διασχίζη τας ζοφεράς της νυκτός σκοτίας, διατί είναι καλή εις την όρασιν[3];

Και επί των φωνών: Το εν τοις απλοίς φθόγγοις κάλλος απόλλυται κατά την θεωρίαν της συμμετρίας και δεν υπάρχει. Και όμως πας τις γνωρίζει, ότι εν καλαίς μουσικαίς συνθέσεσιν είναι πολλαχή καλός και έκαστος αυτών φθόγγος.

Οι μουσικοί δυνατόν να χρησιμοποιώσιν ενίοτε και άμουσα τινά στοιχεία εν τοις έργοις αυτών, αλλ' απλώς εκ μη καθαρών τόνων, εκ παραφωνιών μόνον και δυσαρμονιών ουδέν καλόν μέλος, ουδεμία μουσική συμφωνία δύναται να πρόκυψη.

Όταν τέλος πάντων λάβωμεν υπ' όψιν, ότι, και της αυτής συμμετρίας μενούσης, ουχ ήττον το κεκτημένον αυτην πρόσωπον, εν και το αυτό, οτέ μεν φαίνεται καλόν, οτέ δε όχι, πώς δεν πρέπει να καταδικάσωμεν την θεωρίαν ταύτην, ως ανεπαρκή, και ν' αποφανθώμεν, ότι το καλόν έστιν επί τω συμμέτρω· ότι το σύμμετρον είναι καλόν δι' άλλην τινά αιτίαν παρά διότι είναι σύμμετρον; (Ενν. I. 6, ι, σελ. 51).

Παράδειγμα του τελευταίου του επιχειρήματος ηδύνατο να φέρη ο Πλωτίνος το γεγονός, ότι το κάλλος και του συμμετροτέρου προσώπου αυξάνει ή μειούται, αναλόγως της επί της μορφής αυτού εκδηλουμένης ψυχικής εκφράσεως: Όσω αγαθοειδεστέρα η έκφρασις τόσω μείζον το κάλλος και τ' ανάπαλιν. Αλλ' ο Πλωτίνος καθυστερεί ως προς τα παραδείγματα πολύ συχνά, που μεν ως άνθρωπος συγκεφαλαιών γνωστά πράγματα ενώπιον ειδότων, που δε ως σπεύδων να μεταφέρη την συζήτησιν επί ολισθηρότερου δια τους αντιπάλους αυτού εδάφους, εφ' ου ελπίζει να τους καταβάλη αποτελεσματικώτερον.

Ούτως εν τη περιπτώσει ταύτη φαίνεται επειγόμενος να μεταβή από του αισθητού εις το υπέρ αίσθησιν κάλλος, εν ω προδηλότερον θα καταδείξη την ατοπίαν των προβαλλομένων την συμμετρίαν ως γενετικήν του καλού αιτίαν. Άλλως τε δε ο Πλωτίνος και τα περί αισθητού κάλλους προταχθέντα δεν θα τα ηξίου μεγάλης προσοχής, εάν δεν επρόκειτο να υπερασπισθή δι' αυτών το υπέρ αίσθησιν. Αλλ' ό,τι παραμελεί ενταύθα το αναλαμβάνει αργότερον εν συγγενεί τινι περιπτώσει και προς τον αυτόν σκοπόν πάντοτε: Είναι γνωστόν, λέγει — Ενν. V. 7, 22— ότι μορφαί τίνες ανθρώπων, τέλειαι ως προς τους κανόνας της συμμετρίας και αμέμπτως ανάλογοι, αφήνουν ουχ ήττον τον θεώμενον αυτάς ψυχρόν και αδιάφορον, αδυνατούσαι να θέλξωσι τον νουν, να κινήσωσι την καρδίαν. Τοιαύτα είναι πάντα τα πρόσωπα, περί ων δύναται τις και σήμερον ακόμη να είπη μετά του Πλωτίνου, ότι είναι μεν καλά, ούπω δ' έρω κινείν δυνάμενα (ένθα ανωτέρω σελ. 715), διότι εν αυτοίς ουχ εμπρέπει χάρις επιθέουσα τω κάλλει.

Έπειτα, σύμμετρα και καλά πρόσωπα, ενόσω μεν εμψυχούνται και υποστηρίζονται υπό της εν αυτοίς κυκλοφορούσης ζωής, είναι καλά ευθύς όμως ως επέλθη ο θάνατος, και πολύ πριν ή αι φυσιολογικαί των σαρκών αλλοιώσεις φθείρωσι τας συμμετρίας, σβέννυται το φέγγος του επ' αυτών κάλλους, μέχρι μικρού τίνος ίχνους μόλις υπολειπομένου. Τέλος, των αγαλμάτων τα ζωτικότερα είναι καλλίω, καν συμμετρότερα τα έτερα ή· και αισχίων ζων καλλίω ν του εν αγάλματι καλού. Ταύτα πάντα δεν εξηγούνται άλλως, φρονεί ο Πλωτίνος, ειμή εκ του: ότι το κάλλος είναι το επί τη συμμετρία επιλαμπόμενον και τούτο είναι το εράσμιον, αλλ' ουχί η αναλογία των μερών προς άλληλα και προς το όλον.

Μάλλον περί του αισθητού ή του νοητού κάλλους ενδιαφερόμενοι ημείς εν τη πραγματεία ταύτη, επέχομεν ενταύθα, όπως υποβάλωμεν την περί αυτού στοιχειολογία του Πλωτίνου εις την στάθμην της νεωτέρας επιστήμης, προτιμώντες να ελεγχθώμεν ως εχθροί της συντομίας μάλλον παρά να αδικήσωμεν τον ημέτερον φιλόσοφον, όπως πάντες σχεδόν οι προ ημών περί την καλολογίαν αυτού ενδιατρίψαντες.

Δύο τινά απεφάνθη ο Πλωτίνος εν τοις ανωτέρω: Καλόν είναι ουχί μόνον το σύνθετον και ανομοιομερές, αλλά και το απλούν και αμέριστον. Καλόν είναι ουχί η ψυχρά και νεκρά συμμετρία, αλλ' η επ' αυτής επιθέουσα χάρις, τουτέστιν η υπό την μορφήν σφύζουσα και διά του ρυθμού και του χαρακτήρας αυτής διαλάμπουσα ενέργεια ποιας τίνος υπερφυσικής δυνάμεως.

Εναντίον αμφοτέρων τούτων των αρχών ίσταται κράτιστος πάντων των νεωτέρων φιλοσόφων ο Κάντιος, έχων περί εαυτόν συνησπισμένους και τους άλλους, όσοι, τούτο μεν εκ των αυτών, τούτο δε εκ συγγενών προς τας εκείνου φιλοσοφικών αρχών εμπεφορημένοι, υποστηρίζουσιν εκείνη την επιστήμην του καλού, ήτις, περί το σχήμα και την μορφήν μόνον διεπτοημένη, εν ουδενί ποιείται λόγω την ουσίαν των καλλιτεχνημάτων, προς εκθήλωσιν της οποίας αι τε μορφαί και τα σχήματα δέον να υπηρετώσιν.

Το καθ' ημάς, δεν διστάζομεν να το είπωμεν, ότι εις την καλολογίαν του Πλωτίνου δέδοται να θριαμβεύση κατά των τοιούτων κενών φιλομορφιών και εν τω μέλλοντι ως θεωρία, όπως εθριάμβευσεν ανέκαθεν και θριαμβεύει επί των ήμερων ημών μάλιστα ως πρακτική προ πάντων εφαρμογή εν ταις τέχναις.

Τα εν τω προηγουμένω κεφαλαίω περί της καλολογικής σημασίας και αυτών των υποδεεστέρων αισθήσεων λεχθέντα μας απαλλάττουσι περιττών επαναλήψεων ως προς ταύτας. Ως προς την ακοήν και την όρασιν, ο Κάντιος, ανακαινίσας και την του Καλού φιλοσοφίαν, διά της Kritik der Urtheilskraft, αποφαίνεται, ότι αι διά των αισθήσεων τούτων εντυπώσεις είναι κυρίως άμοιροι καλολογικής σημασίας.

Ο ακριβής και τέλειος τόνος δεν αξιούται παρ' αυτώ της επωνυμίας του καλού, διότι άλλοις αρέσκει υπό τούτου και άλλοις υπ' εκείνου του μουσικού οργάνου εκφερόμενος. Το πλήρες και τέλειον χρώμα είναι το πολύ πολύ ευάρεστον, όχι όμως και τούτ' αυτό καλόν, διότι είναι απλή της ψυχής εντύπωσις (§7).

Οσάκις η αλήθεια του πράγματος πείθει περί του εναντίου, ο Κάντιος δοκιμάζει να εξηγήση το εν ταις εντυπώσεσι της ακοής και της οράσεως αίσθημα του καλού διά του γεγονότος, ότι αι εντυπώσεις αύται υπό φυσικήν εποψιν δεν είναι απλαί, καθ' ο ενέχουσαι πολλαπλότητα τινα σχέσεων εν μια συνηγμένην ενότητι, εννόων διά τούτου την εξάρτησιν και του απλού τόνου, ως προς τε το ύψος και την ισχύν αυτού εκ του αριθμού και του πλάτους των παλμικών του αιθέρος κινήσεων εν τη χρονική μονάδι. Αλλ' αμφιταλαντευθείς επ' ολίγον, εμμένει πάλιν εις την αρχικήν του γνώμην. (§14).

Σύγχρονος αυτού ο Leonhard Euler είχεν αναλάβει και ετελειοποίησε την περί των κυμάνσεων θεωρίαν του Καρτεσίου, αλλ' ο κριτικώτατος Κάντιος είτε απιστεί έτι εις αυτήν[4], είτε θεωρεί αυτήν ανεπαρκή επί του προκειμένου, δικαίως εξέχων και κατά τούτο των επιγόνων αυτού εκείνων, όσοι και σήμερον ακόμη ακρίτως προβάλλουσι την θεωρίαν των κυμάνσεων ως εξήγησιν του συμπαρομαρτούντος ταις απλαίς φωναίς και τοις καθαροίς χρώμασι καλού[5].

Οπωσδήποτε, τα απλά χρώματα και τους τόνους χαρακτηρίζει ο Κάντιος ως ευπρόσδεκτους μόνον ταις αισθήσεσιν εντυπώσεις, ως ευάρεστα επομένως ουχί όμως και καλά. Ουδ' ηδύνατο να πράξη και άλλως, αφού εν τη Κριτική αυτού το ευάρεστον, ήτοι το ηδύ ωρίσθη εκ των προτέρων, ως το αρέσκον ταις αισθήσεσιν ως εντύπωσις.

Υπό της αυθεντίας του Καντίου παραθαρρυνόμενοι πολλοί των και σήμερον περί του καλού φιλοσοφούντων αποκλείουσιν εκ του περιβόλου της καλολογίας όχι μόνον τους τόνους, ως τοιούτους, και τα χρώματα, αλλά και τας στοιχειώδεις συμφωνίας και αρμονίας δύο τονων, δύο χρωμάτων, και πάσας εν γένει τας απλάς εκείνας σχέσεις, ας αμέσως αντιλαμβανόμεθα, ούτως ειπείν μόνον διά των αισθήσεων κρίνοντες αυτάς. Τοιαύται σχέσεις, λέγουσι, διεγείρουσιν ευαρέστους μόνον εις τας αισθήσεις εντυπώσεις, το δε ευάρεστον δεν έχει τόπον εν τη περί του καλού φιλοσοφία[6]. (§3).

Ότι μεγάλη τις υπάρχει διαφορά μεταξύ του καλού αρτίας μουσικής συνθέσεως, συλλήβδην κρινομένης, και του εν εκάστη των απαρτιζουσών αυτήν παραστάσεων τις αμφιβάλλει; Επίσης δεν αντιλέγει τις, ότι είναι ασυγκρίτως μεγαλήτερον το κάλλος μιας εικόνος, ως ολικής καλλιτεχνικής παραστάσεως, από το εν εκάστω χρώματι και σχήματι, όσα εχρησίμευσαν εις τον ζωγράφον ως στοιχεία της συνθέσεως αυτού. Ότι όμως η διαφορά εν τοις τοιούτοις προέρχεται εκ του ποιου και ουχί μόνον εκ του μεγέθους, ήτοι του ποσού του υπό των σχετικών εντυπώσεων προσγινομένου ημίν καλολογικού αισθήματος, δυσκολεύεται να πεισθή ο εν ημίν ορθός λόγος: Οι θέλοντες να εκτιμήσωσιν ορθώς την γεύσιν ποτού τίνος πίνουσιν εξ αύτού ουχί ρανίδας τινάς χωριστά την μίαν κατόπιν της άλλης· πολλώ μάλλον διαβρέχουσι τα γευστικά των όργανα συγχρόνως καθ' όλην την επιφάνεια διά της προς τούτο αρκετής του ποτού ποσότητος. Διότι γνωρίζουσιν εκ πείρας, ότι εάν πράξωσι το πρώτον η ποιότης του ποτού, μία και η αυτή ούσα, θα τοις φανή κενή και πτωχή και διάφορος παρ' ό,τι πράγματι είναι. Ενταύθα έχομεν λοιπόν μίαν γνωστήν τοις πάσι περίστασιν, καθ' ην, αυξανομένου του αισθήματος κατά ποσόν, βελτιούται η ποιότης αυτού, και τ' ανάπαλιν. Ανάλογόν τι συμβαίνει και εν τη εκτιμήσει του καλού· η διαφορά μεταξύ αυτού και του ευαρέστου δεν είναι διαφορά κατά ποιόν αλλά κατά ποσόν μόνον και το ευάρεστον επομένως δεν είναι παρά στοιχειώδες καλόν. Το να λέγη τις όμως, ότι ου καλαί αλλ' ευάρεστοι εντυπώσεις, κατά τούτους ή εκείνους τους τύπους συνδυαζόμεναι, παράγουσιν αναγκαίως το αίσθημα του καλού, είναι το αυτό, ως εάν ήθελε διισχυρισθή, ότι πολλαί τίνες σταγόνες υδαρούς οίνου, καταλλήλως συνανακυκώμεναι, παράγουσι τον άκρατον. Ενώ το γεγονός, οτι αι κατά ποσόν μόνον του καθ' αυτό καλού υπολειπόμεναι εντυπώσεις του ευαρέστου, οσάκις εύρηνται προσηκόντως συνδεδυασμέναι, όπως οι απλοί τόνοι εν ταις μουσικαίς συνθέσεσι, συνεπάγονται αισθήματα καλού πολύ ισχυρότερα παρ' ό,τι θα εξηγείτο εκ της απλής μόνον προσθέσεώς των έχει εν τη ψυχοφυσική ανάλογα εαυτώ φαινόμενα, ως ορθώς υποδεικνύει ο FEchner εν τη Vorschule der Aesthetk αυτού I. σελ. 50 και εξής[7].

Ορθώς άρα ο Πλωτίνος εμμένει επιστημονικώτερον του Πλάτωνος χαρακτηρίζων ως καλά τους τόνους και τα χρώματα, όχι μόνον καθ' όσον τυγχάνουσι συστατικά καλής τίνος μουσικής ή γραφικής συνθέσεως, αλλά και καθ όσον υπάρχουσιν αυτά καθ' εαυτά ως απλαί εντυπώσεις.

Αλλά και υπέρ της κενής και αψύχου συμμετρίας εκηρύχθη πρώτος των νεωτέρων ο Κάντιος αναφανδόν, χαρακτηρίσας μεν το του καλού αίσθημα ως ασυμβίβαστον προς παν ενδιαφέρον το οποίον ήθελε τυχόν διεγείρει εν τω σκοπούντι έννοια τις ή σημασία συνυπάρχουσα εν τοις καλλιτεχνήμασιν, ορίσας δε το των τεχνών έργον ως άσκοπον σκοπιμότητα (§§ 6 και 9). Ουχί νους τις εκδηλούμενος εν τω καλώ ουχί ιδέα τις υπ' αυτού διεγειρομένη, αλλ' απλώς η μορφή ή ο τρόπος, καθ' ον η υπ' αυτού διεγειρομένη παράστασις συμφωνεί ή διαφωνεί προς την ελευθέραν και παιγνιώδη της φαντασίας ημών ενασχόλησιν αποτελεί την θετικήν ή αρνητικήν των καλλιτεχνημάτων αξίαν. Επομένως η τέχνη δεν χρεωστεί να ενδιατρίβη περί το τι αλλά περί το πώς, ως εξέφρασε μεν την γνώμην του εαυτού διδασκάλου επιγραμματικώτερον ο Schiller παρέλαβον δε και διετήρησαν οι Ερβαρτιανοί προ πάντων καλολόγοι[8].

Συνέπεια των τοιούτων αρχών του Καντίου είναι, ότι εν τε ταις γραφικαίς και ταις πλαστικαίς τέχναις ουσιώδες στοιχείον του καλού θεωρείται μόνον η ιχνογραφία.

Μόνον εν ταύτη, λέγει ο Κάντιος (§14) η του καλού κρίσις ημών μένει ανεπηρέαστος υπό του τερπνού τη αισθήσει. Τα ιχνογραφήματα αρέσκουσι μόνον δια της μορφής, ήτοι των σχημάτων, περί ων ο νους ημών κρίνει, ενώ τα χρώματα δεκάζουσι τον κρίνοντα ως κολακευτικά της αισθήσεως αυτού μόνον.

Σκοπός ημών δεν είναι να εξετάσωμεν ενταύθα κατά πόσον επέδρασαν επί του Καντίου ως προς τα ανωτέρω αφ' ενός μεν ο Αριστοτέλης αφ' ετέρου δε η επικρατούσα τότε ιδέα, ότι οι αρχαίοι ούτε τα αγάλματα ουτε τα λελαξευμένα μέλη των οικοδομών εχρωμάτιζον, ως θεωρούντες τρόπον τινά τα χρώματα φθαρτικά της σχηματικής καλλιμορφίας των ναών των. Ο Κάντιος επιμένει κυρίως εις την άσκοπον σκοπιμότητα· Επειδή δε ταύτην ούδ' εν τη απλή ιχνογραφία ευρίσκει ειλικρινή, προάγεται να κήρυξη ως αγνόν και ανεξάρτητον κάλλος μόνον τα ελευθέρα της φαντασίας παιγνίδια. Οι μαίανδροι, αι υπό το όνομα arabesques γνωσταί γραμμοπλοκίαι, και πάντα τα παρόμοια τοιχοκοσμήματα αντιπροσωπεύουν επομένως εάν όχι το άκρον άωτον της καλλιτεχνικής εργασίας, αλλά βεβαίως το ελεύθερον, το ασχέτως προς πάσαν έννοιαν και σημασίαν αρέσκον κάλλος. (§16).

Μόνον εν τοις τοιούτοις παραδείγμασιν η του καλού κρίσις ημών έχει ενώπιόν της την άσκοπον σκοπιμότητα. Διότι, ενώ εν τη συμμετρία και κανονικότητι των μελών και των γραμμών μιας γραμμοπλοκίας εκδηλούται τις σκοπιμότης, το κενόν και ούτως ειπείν άνουν του όλου καθίστησι και την παιγνιώδη ταύτη σκοπιμότητα όλως διόλου άσκοπον.

Ενδιαφέρουσα είναι η μελέτη επί των προσπαθειών, ας ο μέγας του Καντίου μαθητής και κορυφαίος των γερμανών ποιητών Schiller καταβάλλει προς υποστήριξιν και ερμηνείαν των ανωτέρω άρχων, υπό θεωρητικήν έποψιν. Λέγω θεωρητικήν, διότι ως προς την πράξιν ο αριστοτέχνης ούτος του καλού ουδαμού φαίνεται ακολουθών τω Καντίω. Από τοιαύτης τινός ολεθρίας πλάνης προεφύλαξαν αυτόν αι προστάτιδες του Μούσαι, της ευνοίας των οποίων απεκληρωμένος ήτον ως γνωστόν ο Κάντιος. Διά τούτο οχι μόνον πολύνους και διδακτικωτάτη είναι η ποίησις του Schiller άπασα, αλλά και όπου αναγκάζεται να εκλέξη, μεταξύ των δύο, προτιμά, να αμαρτήση μάλλον περί την μορφήν και τον τύπον παρά να βλάψη τον νουν και την ουσίαν των στίχων του. Ως φιλόσοφος όμως ο Schiller φέρει πάντοτε ανά στόμα το αξίωμα του διδασκάλου του, ότι η τέχνη μόνον περί του είδους, ήγουν της μορφής, ουδαμώς δε περί της ύλης ήγουν της υποθέσεως ενδιαφέρεται[9], και ουδενός φείδεται κόπου προς δικαιολόγησιν της τοιαύτης διδασκαλίας, αν και το πνεύμα υπό το όποιον ερμηνεύει τον Κάντιον ο Schiller καταντά επί τέλους πολύ συμβιβαστικώτερον προς την φύσιν των τεχνών παρ' ότι θα εστοχάζετο ο απείρως αυτών έχων φιλόσοφος της Καίνιγγσβέργης.

Αφού πάσα σκοπιμότης είναι αποβλητέα εκ της τέχνης, εξορίζει ο Schiller από του περιβόλου της ποιήσεως ου μόνον την καθ' αυτό διδακτικήν, αλλά και τους μύθους και την αλληγορίαν[10]. Αφού η καλολογική εκτίμησις βασίζεται μόνον επί της των παραστάσεων συμφωνίας ή διαφωνίας προς την ελευθέραν, παιγνιώδη της φαντασίας ημών ενασχόλησιν, έπεται ότι σκοπός των καλλιτεχνημάτων, μηδ' αυτής της τραγωδίας εξαιρουμένης, είναι η τέρψις των ανθρώπων και ουδέν πλέον[11]. Γνωστόν είναι το παράδοξον αυτού αξίωμα, ότι ο ανθρωπος μόνον να παίζη οφείλει με το καλόν, και μόνον με το καλόν να παίζη[12]. Αφού δε απαγορεύεται να γίνη τις λόγος περί εννοίας ή σημασίας τινός εν τω περιεχομένω των τεχνών, την τέρψιν χρεωστούν να προκαλώσιν αύται μόνον διά της μορφής των καλλιτεχνημάτων, δηλ. της σχηματικής αυτών εμφανίσεως μόνον: In einem wahrhaft schoenen Kunstwerk soll der Johalt nichts, die Form aber alles thun[13].

Αλλά το τοιούτον κατόρθωμα δυνατόν ίσως μέχρι τινός τη μουσική, ως εκ της αοριστοτέρας του υλικού αυτής φύσεως[14] παρίσταται εις την συνείδησιν του αληθούς ποιητού Schiller απολύτως αδύνατον, ως προς την ιδίαν αυτού τέχνην. Το πρώτον υλικόν της ποιήσεως, η γλώσσα, και εν τοις ελαχίστοις αυτού στοιχείοις, ταις λέξεσιν, έχει ωρισμένην πλέον συμβολικήν σημασίαν, διεγείρον εκάστοτε σαφείς και σταθεράς ψυχολογικάς εννοίας, οσάκις το αντιλαμβανόμεθα. Η έννοια δε και σημασία των τε λέξεων καθ' εαυτάς και των ποικίλων αυτών προς αλλήλας σχέσεων, πώς δύναται να λείψη εκ της ποιήσεως χωρίς να παύση και αυτή υπάρχουσα ως τέχνη; διάφορος σύνταξις των αυτών λέξεων εχει διάφορον έννοιαν, αι μεταφοραί ενθυμίζουσι κατ' ανάγκην την σημασίαν των εξ ων μεταφέρονται, επίσης οι άλλοι γλωσσικοί τρόποι, αι εικόνες, αι παρομοιώσεις εν τη προς εαυτάς και προς το όλον του ποιήματος αλληλουχία ουδεν κοινόν έχουσι προς την άσκοπον σκοπιμότητα των γραμμοπλοκιών του Καντίου. Διά τούτο μετά μακράς θεωρητικάς περιπλανήσεις ο Schiller καταντά εις το συμπέρασμα, ότι τόσον η ποίησις, όσον και πασα άλλη τέχνη ποιεί το καλόν τότε μόνον, όταν κατορθοί να μηδενίζη την ύλην διά της μορφής, να εξαφανίζη το περιεχόμενο υπό την σχηματικήν αυτού περιβολήν[15]. Τούτο είναι ήδη υποφερτότερον. Καθ' όσον υπό την ορθήν αυτού έποψιν δεν δύναται να σημαίνη ει μη το κοινώς επαναλαμβανόμενον, ότι έργον της τέχνης είναι ν' αποκρύπτη το τι ο μύθος δηλοί, υπό το πώς ο μύθος εκδηλούται, όπως ο ιατρός αποκρύπτει υπό το περιττόν γλυκύ περικάλυμμα την ευεργετικήν πικρότητα των καταποτίων του. Αλλ' ο Schiller εν ω εν τη πράξει εφαρμόζει το αξίωμα του μόνον υπό ταύτην την έποψιν, εν τη θεωρία το υπερασπίζεται ως διπρόσωπον θεώρημα: Der erhabenste Inhalt macht das Werk nicht zum Kunstwerk, der frivolste Stoff nimmt ihm nichtsam aesthetischen Werth[16]. Τοιουτοτρόπως η Τέχνη, σωθείσα από της κενής σχηματικότητος του Καντίου, τίθεται ως Ηρακλής εις την αρχήν δύο αποκλινουσών απ' αλλήλων οδών, της μεν προς Αρετήν της δε προς Κακίαν αγούσης, ελευθέρα να εκλέξη ποτέραν εκ των δύο τη αρέσκει να τραπή. Οίον δήποτε περιεχόμενον οίας δήποτε ηθικής ή πραγματικής αξίας έχει το δικαίωμα ν' αποτελέση το θέμα ενός καλλιτεχνήματος, αρκεί η υφ' ην θα παρουσιασθή το καλλιτέχνημα μορφή να ήναι τοιαύτη, ώστε χάριν αυτής να λησμονή τις την φύσιν του περιεχομένου τούτου. Το ιδανικόν μετηνέχθη από της ουσίας εις την μορφήν· η τέχνη ουδένα υψηλόν ιδεώδη σκοπόν έχει πλην της ειρωνείας. Εις την παρεξήγησιν ταύτην έχει ως γνωστόν τον λόγον της τε γενέσεως και της παρακμής αυτής η ρωμαντική λεγομένη σχολή εν τη γερμανική φιλολογία.

Σθεναρώς αλλ' ουχί μετ' επιστημονικής απάθειας αντεπεξήλθε κατά του απειλούντος την τέχνην κινδύνου άλλος ποιητής και φιλόσοφος ο Herder διά του συγγράμματος αυτού Kalligone (Werk. z. sch. Litt. u. Kunst. XIX).

Το καλόν αρέσκει γενικώς ασχέτως προς έννοιαν ή σημασίαν τινά (§9 εν τέλει) εδογμάτιζεν ο Κάντιος; Τουναντίον διατείνεται ο Herder: «Ουδέν μη έχον έννοιαν ή σημασίαν τινά αρέσκει». Παν ό,τι είναι καλόν, και αυτά τα απλούστατα γεωμετρικά σχήματα, αρέσκουσιν ουχί ένεκα της κενής συμμετρίας της μορφής αυτών, αλλά διότι αι μορφαί των είναι αλληγορικαί εκδηλώσεις εννοιών, αίτινες εν τη συνειδήσει ημών κέκτηνται αξίαν μείζονα παρ' ό,τι αποδίδομεν εις τας εναντίας αυτών εννοίας. Εν τοις των σωμάτων σχήμασι, λόγου χάριν, ουδεμία γραμμή είναι κενή παιδιά και ασήμαντος. Απ' εναντίας όσω ευθύτερα τυγχάνει μία γραμμή τόσω πλείονα στερεότητα εκφράζει, όσω καμπυλότερα τόσω μείζονα κίνησιν δηλοί. Περιεκτικώτατον όμως σχήμα ως προς την τοιαύτην των γραμμών σημασίαν είναι ο κύκλος, η σφαίρα, διότι ενταύθα συνυπάρχουσι τελεία στερεότης και κίνησις συγχρόνως: και ιδού ο λόγος διατί τα σχήματα ταύτα αρέσκουσι πλέον των άλλων[17].

Μη ευπορήσαντες να έχωμεν ενώπιόν μας αυτό το κείμενον του Herder κατά την σύνταξιν της παρούσης μελέτης αδυνατούμεν να εισέλθωμεν εις πλείονας λεπτομέρειας ως προς την αλληγορικήν σημασίαν, ην εζήτησε να εύρη εν πολλοίς αντικειμένοις της γενικής των ανθρώπων αρεσκείας ο εράσμιος συγγραφεύς των Ιδεών, γενόμενος κατά τούτο παράδειγμα πάντων, όσοι συνέθεσαν μέχρι τούδε στοιχειώδη καλολογικά βιβλία[18]. Ό,τι ενθυμούμεθα εκ προτέρων αναγνώσεων ημών είναι, ότι εν ταις παρατηρήσεσιν αυτού πολλά τινα ερμηνεύονται ορθώς και μετά ψυχολογικής πειστικότητας, άλλα όμως πάλιν ουκ ολίγα υποβάλλονται εις βεβιασμένην εξήγησιν, ή παρεννοούνται κατά την σημασίαν, ως είχομεν αφορμήν να υποδείξωμεν εν προηγουμένω τινι παραδείγματι. Διά μέσου όμως των εξεζητημένων ή φυσικών αυτού αλληγοριών εξέχει διήκουσα μία γενική ιδέα, πρώτην φοράν μετά τοσαύτης τονισθείσα παρρησίας, και αύτη είναι η ενδιαφέρουσα ημάς ενταύθα: Η ιδέα, ότι παν καλόν είναι συμβολικόν, και ότι το κάλλος αυτού το χρεωστεί ίσα ίσα εις την συμβολικότητά του ταύτην.

Την ορθότητα της ιδέας ταύτης ανομολογών εν μέρει ο επισημότατος των καθ' ημάς γενομένων φιλοσόφων Hermann Lotze ιδού πώς την σχολιάζει, συμπληρών την εν αυτή αλήθειαν.

«Ουδείς ειμπορεί ν' αρνηθή, λέγει ο αείμνηστος διδάσκαλος, ότι η καλολογική εφ' ημών επίδρασις των αντικειμένων εξαρτάται όχι μόνον εκ του τι ταυτά είσιν, αλλά και εκ του τίνος προκαλούσιν εν ημίν την ανάμνησιν. Προσθετέον μόνον, ότι η καλολογική εντύπωσις οφείλει να η ανεξάρτητος από της διεγέρσεως προσθέτων επουσιωδών παραστάσεων, ας συνέδεσεν υποκειμενικώς εν ημίν τυχαία ψυχολογική συνάφεια αυτών μετά του αντικειμένου τούτου της καλολογικής ημών εκτιμήσεως. Αύτη δέον να πηγάζη εκ της ιδέας, ην η μορφή ή το περιεχόμενον του αντικειμένου είναι ικανόν να διεγείρη αφ' εαυτού εν παντί ευαισθήτω ανθρώπω. Τοιουτοτρόπως η παρατήρησις του Herder δεν περιορίζεται μόνον επί των συνθέτων, εν οις μία ιδίως εκφραστική συνάρθρωσις και συναρμογή των μελών καθίστησιν αυτά σύμβολα μιας ιδέας εν τη συνήθει του πράγματος σημασία — αλλ' επεκτείνεται και επί τα απλούστερα στοιχεία του εν χώρω θεατού. Και το στοιχειωδέστερον γεωμετρικόν σχήμα επιδρά εφ' ημών, διότι μας υπομιμνήσκει κινήσεις τινάς, ων είναι ή προϊόν ή προδιαγεγραμμένον έδαφος εφ' ου αύται συμβαίνουσιν. Υπενθυμίζουν όμως τα τοιαύτα σχήματα ουχί κινήσεις απλώς έχουσας χώραν, αλλά κινήσεις αι οποίαι διεξάγονται υπό ενεργών δυνάμεων εναντίον αντιστάσεως τίνος οίας δήποτε. Και όχι μόνον τούτο· αλλ' αι κινήσεις αύται υπενθυμίζουν ακόμη και το ευ ή κακώς έχειν, δηλαδή την εσωτερικήν κατάστασιν, ήτις ανά πάσαν στιγμήν γεννάται ως συναίσθημα τρόπον τινά εν τω κινουμένω, αναλόγως της τοιαύτης ή τοιαύτης μορφής της εαυτού κινήσεως. Υπό την έποψιν ταύτην εξεταζόμενη τώρα η συμμετρία παρίσταται αληθώς αρέσκουσα, ουχί ως αναλογίαν των μερών προς άλληλα και προς το όλον, αλλ' ως έκδήλωσις της ισορροπίας των δυνάμεων, δι' ων τα οντά κρατούνται ή κινούνται εν τω χώρω, και ών η έκφρασις της τε υπάρξεως και της διευθύνσεως εμψυχώνει και ζωογονεί πάσαν γραμμήν και πάσαν εν τόπω θέσιν του πολλαπλού και συνθέτου. Κάθετοι και οριζόντιοι γραμμαί, κεκτημέναι εν τη γεωμετρία σχετικήν μόνον σημασίαν, κατήντησαν να γίνωσιν απολύτως διάφοροι και μόνιμοι πλέον διευθύνσεις, ωρισμένην κεκτημέναι καλολογικήν σημασίαν. Τούτο δε διότι η παράστασις αυτών μας ενθυμίζει την της βαρύτητος διεύθυνσιν. Επίσης πάσα κεκλιμένη η καμπύλη γραμμή εκφράζει δι' ημάς, ωρισμένως πλέον, μεταβλητήν ή αμετάβλητόν τινα δύναμιν ανιούσης ή κατιούσης κινήσεως, ήτις μεταβαίνει, από της διευθύνσεως καθ' ην η βαρύτης επιδρά, προς την ετέραν, καθ' ην η επίδρασις αυτής δεν έχει χώραν.

Της συνήθειας ταύτης του ούτω διερμηνεύειν τας γραμμάς, ουδείς δύναται να χειραφετηθή· απεναντίας από των γραμμών μετήνεγκον αυτήν οι άνθρωποι και επί της επιφανείας: Τεμάχιον χάρτου ορθογωνίου σχήματος ουδείς ημών το κρατεί προ των οφθαλμών λοξώς κεκλιμένον χλοόφυτος πρασσιά κήπου, εκ των τεχνητών εκείνων, εάν έχη ελλειπτικόν σχήμα, φαίνεται καλλίων ορωμένη εκ της βάσεως της βραχυτέρας αυτής διαμέτρου, διότι εντεύθεν ποιεί την εντύπωσιν σχήματος κειμένου και ατρεμούντος, ενώ εκ του άκρου της μεγαλητέρας αυτής διαμέτρου φαίνεται οιονεί ορθουμένη, εναντίον του προορισμού της».

Και ταύτα μεν ο H. Lotze περί γραμμών και επιφανειών. (Geschichte der Aesth. σελ. 74 και εξής).

Τι θε περί της συμμετρίας και κανονικότητος των στερεών;

Μήπως και ενταύθα δεν είναι η αυτή ανάμνησις της καθ' ην τα σώματα υπό του ιδίου αυτών βάρους φέρονται διευθύνσεως η παρέχουσα εις τας εν τόπω θέσεις των μερών αυτών την προσιδιάζουσαν αυταίς καλολογικήν σημασίαν; Κύβος όστις ίσταται επί μιας των στερεών αυτού γωνιών δεν ποιεί εφ' ημών πολλού γε και δει, την του καλού αίσθησιν την συνήθως τω σχήματι αύτου συμπαρομαρτούσαν, οσάκις το βλέπουμεν εδραζόμενον επί μιας των πλευρών του. Η εντύπωσις μιας πυραμίδος συνοδεύεται ομολογουμένως υπό του αισθήματος του καλού, ένεκα της συμμετρίας και κανονικότητος των πλευρών της· αλλά τούτο συμβαίνει μόνον εφ' όσον ίσταται επί της τετραγώνου αυτής βάσεως. Ανατρέψατε την πυραμίδα, φαντασθήτε αυτήν ισταμένην επί του ακρότατου σημείου της κορυφής αυτής και ιδού πώς παύει πλέον να είναι καλή, μολονότι το σύμμετρον και κανονικόν εν αυτή δεν εξέλιπεν.

Τοιουτοτρόπως δύναται να πεισθή τις διά παραδειγμάτων περί εκάστης των συμμετριών, ότι παύουσι να ήναι καλαί ευθύς ως η ύπαρξις αυτών δεν χρησιμεύει ως έκφρασις εκείνων των δυνάμεων και εκείνων των σχέσεων αυτών προς αλλήλας, δσαι τυγχάνουσι σύμφωνοι προς τον εκάστοτε προορισμόν των αντικειμένων, ων είσι συμμετρίαι. Ούτως εάν ωοειδές κάτοπτρον φαίνεται εύμορφότερον όταν ίσταται κατά μήκος της μεγαλητέρας αυτού διαμέτρου, τούτο δεν είναι αντίφασις προς το ανωτέρω παράδειγμα της χαμαί κειμένης πρασσιάς, διότι κατ' αμφοτέρας ταύτας τας περιπτώσεις το σχήμα μόνον είναι το αυτό αλλ' ο προορισμός διάφορος.

Ότι τόσον τας εμψυχούσας τα σχήματα δυνάμεις, όσον και τα εις τας σχέσεις αυτών αντιστοιχούντα αισθήματα μεταγγίζομεν εις τον άψυχον κόσμον οι άνθρωποι, κατ' αναλογίαν των εν ημίν αυτοίς τοιούτων, εννοείται οίκοθεν[19]. Το μόνον όπερ ηδύνατο να προσθέση τις εις τα υπό του H. Lotze πολλαχού των συγγραμμάτων αυτού κατεσπαρμένα τεκμήρια υπέρ της θεωρίας αυτού ταύτης είναι, νομίζομεν, το γεγονός, ότι αι τέχναι ανεγνώρισαν και εφήρμοσαν αυτήν ανέκαθεν: Εάν λίαν ορθώς ελέχθη, ότι εν ταις στήλαις των ελληνικών ναών τυγχάνουσιν απολιθωμέναι αι προς τα άνω τείνουσαι φυτικαί δυνάμεις των δένδρων, ων ο κορμός εχρησίμευσεν ως πρότυπον της στήλης, πολύ ορθότερον πρέπει να ρηθή, νομίζομεν, ότι αι κατά την ακμήν της τέχνης εδώ και εκεί αντικαταστήσασαι τας στήλας Καρυάτιδες επροσωποποίησαν τας αόρατους, πλην οργανικάς εκείνας δυνάμεις και τα αισθήματα, ας ο τεχνίτης μετεβίβαζε τέως από του εαυτού του εις τα άψυχα μάρμαρα δι' ων εκαλλιτέχνει το ευμηκές ανάστημα της στήλης. Το αυτό ρητέον περί των Ατλάντων και των Σφιγγών και πάντων εκείνων των παραδόξων πλασμάτων, οι ων αρχαίοι και σύγχρονοι καλλιτέχναι υποστηρίζουσιν αρχιτεκτονικά εν οικοδομαίς μέλη, ή σκεύη οικιακά και έπιπλα. Αλλά και εν αυτοίς τοις αναγλύφοις ή γραπτοίς τοιχοκοσμήμασιν, εν ταις γραμμοπλοκίαις του Καντίου ταις συμμετρικαίς, τεχνίται, οίοι ο Ραφαήλος (εν ταις τοιχογραφίαις του Βατικανού) ο Περουγίνος (εν ταις οροφογραφίαις του Cambio εν Περουγία). Ο Γιούλιος Ρωμάνος (εν τω Palazzo de Te της Μαντούης). Ο Φρά Γιωβάνης de Verona[20] και τόσοι τόσοι άλλοι φαίνονται ορμεμφύτως αισθανθέντες την ανάγκην να υπομνήσωσι τοις αμυήτοις, ότι οι παιγνιώδεις των γραμμών αυτών ελιγμοί και αναπτύξεις, αι συμπλοκαί και διακλαδώσεις αυτών, αι αρχαί και καταλήξεις, κατά τε την έκτασιν των σχημάτων ολοκλήρων, ως και κατά την έκφυσιν και διάταξιν των καθέκαστα μελών δεν προέρχονται εκ της παιγνιώδους ιδιοτροπίας της γραφίδος αυτών ακολουθούσης την άσκοπον της φαντασίας αυτών πτήσιν, αλλ' είναι λελογισμένη συμβολική εκδήλωσις αναλόγων κινήσεων μιας οργανικής δυνάμεως όπισθεν των γραμμών τούτων εμφωλευούσης. Προς αισθητοποίησιν τούτων των κινήσεων οι ειρημένοι καλλιτέχναι, που μεν παριστώσι τας γραμμοπλοκίας αυτών εκφυομένας από φυτικού τίνος κορμού εν είδει φανταστικών κλαδίσκων και ακρεμόνων κατά το ποσόν της εν τω κορμώ κυκλοφορούσης φυτικής δυνάμεως αναπτυσσομένων, που δε εκφύουσιν αυτάς ως οργανικά μέλη παραδόξων τερατωδών πλασμάτων, των οποίων η μορφή όχι μόνον την εστίαν της υπ' αυτά παλλούσης ζωής και της διά το όλον διηκούσης δυνάμεως προσωποποιεί, αλλά και το ποσόν και το ποιόν της ζωής και της δυνάμεως ταύτης χαρακτηρίζει. Κατά πόσον όμως το στοιχείον της ζωής και της δυνάμεως εν τοις συνελιγμοίς και περιπλοκαίς των γραμμών τούτων είναι ο κύριος του κάλλους παράγων πείθεται τις ευθύς ως στρέψη τα όμματα προς τας διακοσμήσεις των οροφών και των τοίχων Αθηναϊκών οικιών, εφ' ων αι υπό αμαθών ανθρώπων μηχανικώς αποτυπούμεναι καμπύλαι ή ελικοειδείς γραμμαί σας εμποιούσι την αηδεστάτην εντύπωσιν νεκρών σκωλήκων, και όταν η συμμετρία αυτών ήναι άμεμπτος.

Ύστερον από την μακράν ταύτην ανάπτυξιν δεν επιτρέπεται νομίζω, να αμφιβάλλωμεν περί της θαυμαστώς ορθότατης ερμηνείας, ην ο Πλωτίνος πρώτος έδωκεν ως προς το επιλαμπόμενον επί τη συμμετρία κάλλος. Το τελευταίον ημών παράδειγμα μας αναμιμνήσκει ακουσίως, ότι ουχί πλέον των αγαλμάτων αλλ' εν γένει των σχημάτων τα ζωτικώτερα είναι καλλίω, καν συμμετρότερα τα έτερα ή και αισχίων ζων καλλίων του εν αγάλματι καλού.

Αλλά τι λοιπόν! - Θα ερωτήση τις ίσως. - Διατείνεσαι, ότι ο Πλωτίνος ευρίσκεται ως προς ταύτα όλως διόλου σύμφωνος με τας νεωτάτας καλολογικάς θεωρίας, οίας διετύπωσαν αυτάς οι σύγχρονοι επί τη βάσει τοσης προόδου εν τη επιστήμη της ψυχολογίας; Το κατ' εμέ εθεώρησα καθήκον μου να υποδείξω την συμφωνίαν ταύτην αληθώς υφισταμένην. Εάν τις τώρα ήθελεν ειπεί, ότι ουχί ο Πλωτίνος προς τους νεωτέρους, αλλ' ούτοι συμφωνούσι προς εκείνον, καθ' όσον ουδέν άλλο ποιούσιν αληθώς παρά ερμηνεύουσι κατά το πνεύμα των συγχρόνων επιστημών τα ευρήματα της πρωτουργού του Πλωτίνου διανοίας, τόσω το καλήτερον διά τον Έλληνα φιλόσοφον. Όστις ενέκυψεν επισταμένως εις την μελέτην της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, θα ευρέθη βεβαίως εις την περίστασιν ν' αμφιβάλη αν ό,τι αναγινώσκει παρά τοις τόσον συχνά κακώς ακούουσιν Αλεξανδρινούς δεν είναι αυτό τούτο, όπερ χθες ακόμη εθαύμαζεν ως πρωτότυπον ιδέαν μεγάλου τινός των νεωτέρων φιλοσόφου. Εάν τούτο συμβαίνη συνεχώς ως προς την μεταφυσικήν των πνευματιστών, πολύ συχνότερον συμβαίνει ως προς την καλολογίαν εν γένει, ως θα ίδωμεν και κατωτέρω. Άλλως τε δε ουχί η τελευταίον εκτεθείσα θεωρία συμπίπτει με την του Πλωτίνου ολοσχερώς, αλλ' η διδασκαλία του Herder πολλώ μάλλον, παρ' ω το καλόν ταυτίζεται τρόπον τινά με το αληθές και πραγματικόν, τούτο δε μηδέν δέον[21]. Διότι, εάν προϊόντως εύρωμεν αληθώς, ότι παρά Πλωτίνω τοιαύτη τις συνταύτισις λαμβάνει χώραν, θα γνωρίσωμεν όμως αυτήν ως λογικήν συνέπειαν των οντολογικών αυτού αρχών, καθ' ας η διά της μορφής εκδηλουμένη ιδέα δεν έχει όπως παρά τοις νεωτέροις την σημασίαν, ην αυτοί οι άνθρωποι αποδίδουσιν εις αυτήν, αλλ' είναι υπερκόσμιος νοερά δύναμις, αιτία της τοιαύτης ή τοιαύτης πραγματικής υπάρξεως των όντων εν γένει.

Επίσης συνέπεια της οντολογίας του Πλωτίνου είναι το ότι μεταφέρει την κατά της συμμετρίας πολεμικήν αυτού από της του αισθητού εις την σφαίραν του υπέρ αίσθησιν κάλλους, όπου δεν δυνάμεθα να μη τον παρακολουθήσωμεν έστω και μακρόθεν.

Ρητορική, νόμοι, θεωρητικαί γνώσεις, επιστήμαι, επιτηδεύματα τινα εν γένει, λέγει ο Πλωτίνος - Ενν. I. 61. σελ. 51 - λογίζονται (εν πλατωνικώ πνεύματι) μετά των καλών. Να παραδεχθώμεν λοιπόν, ότι και ενταύθα αιτία του καλού είναι η συμμετρία; Αλλά, θεωρήματα, αφηρημέναι δηλονότι σκέψεις και έννοιαι, πώς δύνανται να ώσι σύμμετρα! Θα αποκριθώσιν υποθέτω, ότι το σύμμετρον εν τοις τοιούτοις είναι η προς αλλήλας συμφωνία και ομολογία των κρίσεων, η λογική ακολουθία εν τω συλλογίζεσθαι και τα τοιαύτα. Πλήν τότε θα έχωμεν ομολογίαν όχι μόνον του καλού και αληθούς αλλά και του ψευδούς και κάκου. Εκ της κατά τύπον λογικής ακολουθίας του συμπεράσματος προς τας εξ ων συμπεραίνομεν προτάσεις δεν έπεται, ως γνωστόν, και η πραγματική του περιεχομένου του αλήθεια. Τα συμπεράσματα του παρά Πλάτωνι Θρασυβούλου, ότι η μεν σωφροσύνη είναι ηλιθιότης η δε δικαιοσύνη γενναία ευήθεια, είναι επίσης σύμφωνα και ομόλογα προς τε εαυτά και τους εξ ων προέρχονται όρους, ως είναι και τα του Σωκράτους, ότι η μεν δικαιοσύνη είναι αρετή η δε αδικία κακία[22].

Έπειτα, εξακολουθεί ο Πλωτίνος, κάλλος ψυχής είναι (πάλιν κατά Πλάτωνα) πάσα αυτής αρετή και κάλλος αληθινώτερον ή τα πρόσθεν. Αλλ' αρεταί ειμπορούν ποτέ να ήναι σύμμετροι προς αλλήλας, ως είναι τα μεγέθη ή οι αριθμοί, εις ους υπάγουσι την συμμετρίαν οι ως αιτίαν του καλού πρεσβεύοντες αυτήν[23]; Το τε καλόν και το δίκαιον είναι πράγματα αμεγέθη, επομένως ανεπίδεκτα ιδιότητος οία εστίν η συμμετρία. (Ενν. IV, 7, 8. σελ. 463 ένθα και αι αποδείξεις). Έπειτα και περί της ψυχής αυτής: Το λεγόμενον, ότι έχει πλείονα μέρη δεν μας δίδει το δικαίωμα να εξηγήσωμεν το κάλλος αυτής βασιζόμενοι επί συμμετρίας τινός υφισταμένης μεταξύ των μερών της. Πλείονα τινα, όπως ώσι σύμμετρα ή ομόλογα προς άλληλα, προϋποθέτουσι κοινόν τινα λόγον, έν μέτρον δηλ. κοινόν καθ' ο να μετρώνται, όπως ευρίσκηται η μεταξύ των σχέσις. Αλλά ποίος λοιπόν είναι, ως προς τα μέρη της ψυχής, ο κοινός ούτος λόγος, καθ' ον γίνεται η κράσις[24] αυτών ούτως ώστε να προκύπτη η προς άλληλα συμμετρία των; Και τέλος πάντων: Το κάλλος του νου[25] χωριστού πάσης σχέσεως και αναφοράς, μεμονωμένου και αμερούς εν τη τελεία αυτού ενότητι, το αμήχανον τούτου κάλλος εν τίνι συμμετρία έχει την εαυτού γένεσιν;

Πριν ή γνωρίσωμεν και ημείς το θαυμαστόν τούτο κάλλος, ούτως απροόπτως εισαγόμενον ενταύθα, αξίζει βεβαίως τον κόπον να μάθωμεν τίνες είναι οι καθ' ων ο Πλωτίνος αποτείνει την θερμήν και επίμονον ταύτην πολεμικήν του.

Εκ των αρχαιοτέρων τόσον ο Πλάτων όσον και ο Αριστοτέλης απέδωκαν εις το σύμμετρον και μεμετρημένον σπουδαίαν καλολογικήν σημασίαν[26]. Ούτω λέγεται επί παραδείγματι υπό του Πλάτωνος. Φιληβ. 64,C, ότι μετριότης (το μεμετρημένον) και ξυμμετρία κάλλος δήπου και αρετή πανταχού ξυμβαίνει γίγνεσθαι. Επίσης εν Τιμαίω 87. C. ότι το καλόν ουκ άμετρον, και τ' ανάπαλιν εν Σοφιστή 228, Α, ότι το αμετρίας γένος πανταχού δυσειδές, και τέλος εν τω Πολιτικω 284, Β, ότι η τε πολιτική και η υφαντική το μέτρον σώζουσαι πάντα αγαθά και καλά απεργάζονται. Εν τούτοις εξ ουδενός των χωρίων τούτων προκύπτει, ότι ο Πλάτων εταύτιζε το καλόν μετά της συμμετρίας, πολύ ολιγώτερον, ότι έξέλαβε την τελευταίαν ως μόνην αιτίαν της του καλού γενέσεως. Άλλως τε γνωρίζομεν, ότι δεύτερον προς τη συμμετρία στοιχείον του καλού απαραίτητον υπάρχει παρά Πλάτωνι το τέλειον[27].

Ο Αριστοτέλης θεωρεί μέν και αυτός την συμμετρίαν ως Ιν των ουσιωδέστερων στοιχείων του καλού, διδάσκων (Μεταφ. XIII, 3) ότι του καλού μέγιστα είδη ταξις και συμμετρία και το ώρισμένον, ευρίσκει δε το κάλλος πότε μέν ένμεγέθει και τάξει, (Ποιητ. VII, 8), πότε δε εν πλήθει καιμεγέθει, (Πολιτ. VII, 4) ούδαμού όμως ταυτίζει εν εκ των στοιχείων τούτων μετ' αύτού του καλού. Απεναντίας εν τοις Νικομαχείοις, ήθικοίς IV, 3, ποιείται διάκρισιν μεταξύ κάλλους και συμμετρίας εν οϊς λέγει Οτι: Το κάλλος εστίν εν μεγάλφ σώματι. Οί μικροί 8* αστείοι και σύμμετροι καλοί δ ' ου.

Άρα κατ' ουδετέρου των φιλοσόφων τούτων ηδύνατο να καταφέρηται ο Πλωτίνος χωρίς να ήναι άδικος. Άλλως τε θα ίδωμεν αυτόν μετ' ολίγον αναγνωρίζοντα τας αρετάς της συμμετρίας έστω και μέχρι τινός μόνον, αλλ' όπως δήποτε, υπό το αυτό περίπου πνεύμα, υφ' ο εύρομεν αυτήν εκτιμωμένην παρά Πλάτωνι.

Αληθώς εξ όσων παρεθέσαμεν ανωτέρω, ερμηνεύοντες και σχολιάζοντες και ταύτην την φοράν μάλλον ή παραφράζοντες τον Πλωτίνον, ουδεμία υπολείπεται αμφιβολία, ότι τόσον η αυστηρά κριτική όσον και τα επιχειρήματά του, αποβλέπουσιν εκείνην κυρίως την διδασκαλίαν, καθ' ην η συμμετρία είναι γενετική του καλού αιτία, ου μόνον εν τω αισθητώ αλλά και εν τω ηθικώ και τώ νοητώ κόσμω· και είναι τούτο δυνάμει των εν αις εκδηλούται και δι' ων εκ των προτέρων ορίζεται μαθηματικών σχέσεων. Τοιαύτα τινα όμως εδίδασκον ιδίως οι Στωικοί φιλόσοφοι. Εκφράσεις τινές του Πλωτίνου εν τοις ανωτέρω, οίον τα περί των μερών της ψυχής και της κράσεως αυτών ειρημένα τρέπουσιν αμέσως την προσοχήν ημών προς τα της Στοάς υλιστικά δόγματα, τα δ' επόμενα δικαιολογούσι την σφοδρότητα και τον ζήλον μεθ' ου ο Πλωτίνος αντεπεξήλθε κατ' αυτών.

Διογένης ο Λαέρτιος (VII 100) μαρτυρεί διαρρήδην περί των Στωικών, ότι: καλόν λέγουσι το τελείως σύμμετρον. Και είναι μεν ελλιπές το χωρίον τούτο σήμερον, ως εφθαρμένον ακριβώς εν ταις λέξεσι, δι' ων ορίζεται η αριθμητική της συμμετρίας φύσις[28], αλλά δεν λείπουσιν άλλων συγγραφέων μαρτυρίαι περί του αυτού πράγματος και πιθανότατα εκ μιας και της αυτής πηγής προερχόμεναι. Ούτως είναι στωϊκόν το του Πλουτάρχου (Περί του ακούειν, σελ. 46. 0.) ότι «εν έργω παντί το μεν καλόν εκ πολλών, οίον αριθμών εις ενα καιρόν ηκόντων, υπό συμμετρίας τινός και αρμονίας επιτελείται, το δ' αισχρόν εξ ενός του τυχόντος ελλείποντος ή προσόντος ατόπως ευθύς ετοίμην έχει την γένεσιν». Την Στοάν ενθυμίζει και το του Μ. Βασιλείου (Ερμ. εις Ησαΐαν κεφ. 5) «κάλλος ψυχής το κατ' αρετήν σύμμετρον» και έτι μάλλον το του Ισιδώρου (Επιστ. III. 131) ότι «ώσπερ του σωματικού κάλλους η των μελών συμμετρία, ούτω και του ψυχικού κάλλους έσχατος όρος η των αρετών συμμετρία». Ένθα όμως οι χριστιανοί θεολόγοι, αντεκατέστησαν τα μέρη της ψυχής διά των αρετών ένεκα ευνοήτων λόγων. Τέλος πάντων τα: «ώσπερ το κάλλος του σώματος έστι συμμετρία των μελών καθεστώτων αυτώ προς άλληλα τε και προς το όλον, ούτω και το της ψυχής κάλλος έστι συμμετρία του λόγου και των μερών αυτού προς όλον τε αυτού και προς άλληλα» αποτελούσιν έν εκ των δογμάτων του Ζήνωνος και των λοιπών στωικών, ως γράφει ο Στοβαίος. (Ηθικ. II. κεφ. 6).

Εν τούτοις ουχί κατά του Ζήνωνος, ουδέ γενικώς καθ' οίου δήποτε των στωικών αντεπεξήλθεν ο Πλωτίνος. Ήδη ο υπ' αύτου παρατεθείς όρος: κράσις των μερών της ψυχής υποδηλοί την της Στοάς αίρεσιν, όπως διεμόρφωσεν αυτήν ο Χρύσιππος μετά τον θάνατον του Κιτιέως.

Το περί τούτου τεκμήριον διέσωσεν ημίν ο Γαληνός εν τω «περί των Ιπποκράτους και Πλάτωνος δογμάτων», V, 3, ένθα λέγει, ότι ο Χρύσιππος συνέχεε το κάλλος της ψυχής μετά της υγιείας αυτής, ενώ εν τω σώματι εποιείτο διάκρισιν μεταξύ υγιείας και κάλλους· ότι όμως, όπως εν τω σώματι ούτω και εν τη ψυχή ετίθετο την υγιείαν εν συμμετρία τινί πυ' αριθμών γιγνομένη μαρτυρεί μεν το ανωτέρω χωρίον του Στοβαίου, μαρτυρεί δε λεπτομερέστερον πάντων ο Κικέρων[29] (Tusculan. Disput. IV, 13) εν οις λέγει: «Et ut corporis est quaedam apta figura membrorum cum coloris quadam suavitate, ea quae dicitur polechritudo, sic in amino opiniorum judiciorumque aequabilitas et constantia cum firmitate quaedam et stabilitate, virtutam subsequens, aut virtutis vim ipsam continens pulchritudo vocatur». Εν τω χωρίω τούτω ο εν πολλοίς τη ηθική της Στοάς υποκατακλινόμενος Κικέρων υπαινίσσεται συγχρόνως τον παρά Χρυσίππω τόνον, ήγουν ισχύν της ψυχής, εξ ης οι Στωικοί παρήγον τας αρετάς και περί ης εφρόνουν, ότι: ώσπερ ισχύς σώματος τόνος εστίν ικανός εν νεύροις, ούτω και η της ψυχής ισχύς τόνος εστίν ικανός εν τω κρίνειν και πράττειν και μη. (Στοβ. Εκλ. II, 110 και Zeller. Die Philos. d. G. IV. S. 119).

Εάν τώρα εις τα ανωτέρω ταύτα προσθέσωμεν, ότι η ισχύς αύτη εγγίγνεται τη ψυχή, κατά τους στωικούς, υπό της εντάσεως των εν αυτή αεροειδών υλών ή σωματικών μορίων, εννοούμεν ευκόλως τον υπέρμετρον του Πλωτίνου ζήλον κατά του κύρους της συμμετρίας, ως αιτίας του καλού. Εν τη καλολογία του Πλάτωνος και του Αριστοτέλους το σύμμετρον και ομόλογον θα ήτο ολως ακίνδυνον, ίσως ισως ανεκτόν, και αν απεδίδετο έτι εις ηθικάς πράξεις ή πνευματικάς ιδιότητας. Παρά τω Χρυσίππω όμως έπρεπε να πολεμηθή, διότι εν αυτώ επολεμείτο κυρίως ο παχυλότατος υλισμός της στωικής αιρέσεως. Διότι κατά την σχολήν ταύτην όχι μόνον αι ποιότητες και ιδιότητες της ύλης είναι σώματα, αλλά σώμα είναι και η ψυχή σώματα επίσης αι έξεις και διαθέσεις, επομένως και αι αρεταί αυτής. Εισί δε σώματα αι αρεταί προ πάντων παρά τω Χρυσίππω, όστις «δείκνυσι το πλήθος των αρετών τε και κακιών γινόμενον ουκ εν τη προς τι σχέσει (ως εποίει ο Αρίστων), αλλ' εν ταις οικείας ουσίαις υπαλλαττομέναις κατά τας ποιότητας». (Γαληνός ένθα ανωτέρω, VII, I, 590). Ψυχήν λοιπόν υλικωτάτην και αρετάς αυτής εις την κατηγορίαν του παρά στωϊκοίς ποιου υπαγομένας, και επομένως σωματικάς και ταύτας ούσας, θα παρεδέχετο σιωπηλώς ο Πλωτίνος, εάν δεν ήθελε διαμαρτυρηθή, ως εποίησε τρανή τη φωνή, κατά της συμμετρίας ως αιτίας του καλού.

Αλλά τι είναι λοιπόν το καλόν, αφού δεν είναι η συμμετρία;

Διά να εννοήσωμεν τι έστι το καλόν, λέγει ο Πλωτίνος, αναλαμβάνων την έρευναν εξ αρχής, δέον να εξετάσωμεν οποία τινα είναι τα ειδικά αυτού γνωρίσματα. Τα δε γνωρίσματα ταύτα λίαν ορθώς ζητεί να εύρη διά ψυχολογικής μεθόδου, ήτις φέρει ουχί το πνεύμα αλλά μάλλον τας λέξεις της πλατωνικής διδασκαλίας. Αληθώς μόνον εκ της επιδράσεως ην εξασκεί επί της ψυχής ημών το καλόν είναι ελπίς να ορίσωμεν την φύσιν αύτου. Άγνωστον λοιπόν καθώς μας είναι ως προς την ουσίαν το καλόν έχει όμως τούτο το αναμφίβολον ψυχολογικόν γνώρισμα, ότι μας γίνεται αισθητόν βολή τη πρώτη (Ενν. I. 6.2.). Τουτέστιν η ψυχή ημών το αντιλαμβάνεται ευθύς ως στρέψωμεν τας βολίδας των οφθαλμών προς αυτό και το αναγνωρίζει ως κάτι τι περί πλέον παρ' ό,τι είναι εν τοις ορατοίς λόγου χάριν μόνον το μέγεθος και το σχήμα και το χρώμα και πάντα ταύτα ομού εν τη συμφωνία και τη αρμονική των συμμετρία[30]. Και εχει δίκαιον ο Πλωτίνος: Περί του κάλλους ενός οικοδομήματος αποφαινόμεθα πριν ή μετρήσαντες εύρωμεν τους όρους των αναλογιών αυτού· την καλήν μουσικήν την απολαμβάνομεν, ουδέν ειδότες περί των σχέσεων, καθ' ας συντεθέντες οι τόνοι απετέλεσαν το μέλος και την αρμονίαν. Πολύ πριν ή σκεφθή περί τούτων η ψυχή αποφαίνεται, λέγει ο Πλωτίνος, περί του μέλους, ότι είναι καλόν, ως εάν το ήξευρε και εκ των προτέρων, και αναγνωρίζει μόνον τώρα το κάλλος αυτού ως τοιούτον, και το αποδέχεται, και οιονεί συναρμόζεται προς αυτό. Φέρεται η ημετέρα ψυχή προς το καλόν, όπως θα εφέρετο δυστυχής εξόριστος εν απωτάτη και αξένω χώρα, εάν συνέβαινε να ίδη έξαφνα ενώπιόν του άνθρωπον έχοντα την φυσιογνωμίαν και τους τρόπους, λαλούντα την γλώσσαν και φέροντα την ενδυμασίαν της προς ην νοσταλγεί πατρίδος του[31]. Προ τοιαύτης τινός εμφανίσεως ο νοσταλγών εξόριστος δεν σκέπτεται, δεν ενδοιάζει, αλλά σύρεται ακράτητος προς το όποιον βλέπει άτομον και το προσοικειούται εκ πρώτης όψεως: Είναι ο πατριώτης του, είναι ο αδελφός του· εσωτερική τις φωνή τον καλεί προς αυτόν[32].

Όλως διόλου το εναντίον προ της θέας του αισχρού. Τούτο ευθύς ως το ίδη η ψυχή το αποδοκιμάζει και αρνείται να το αναγνώριση ως οικείον εαυτή και ανανεύει απ' αύτου, ου συμφωνούσα και αλλοτριούμενη, ακριβώς ως περιγράφει εν τω συμποσίω του Πλάτωνος, σελ. 206 C.D. η Διοτίμα τα κυούντα.

Η σύμφυτος αύτη της ψυχής αντιπάθεια μεν προς το αισχρόν, συμπάθεια δε προς το καλόν δεν εξηγείται άλλως, συμπεραίνει ο Πλωτίνος, παρά διότι μεταξύ ψυχής και κάλλους υπάρχει τις ομοιότης, υπάρχει τις συγγένεια. Και οποίου είδους είναι η ομοιότης αύτη και οποίου βαθμού η συγγένεια; Η μεν ομοιότης συνίσταται εις τούτο, ότι το τε κάλλος και η ψυχή είναι καλά, άπαντα: ο ημέτερος φιλόσοφος· η συγγένεια όμως είναι φυσική, είναι συγγένεια καθ' όλην την σημασίαν της λέξεως. Διότι το καλόν κατάγεται εκ του αυτού γένους, εξ ου και η ψυχή - και ιδού πώς.


<references>

  1. Ίδ. κατωτέρω.
  2. Τίνες είναι ούτοι θα το γνωρίσωμεν περί το τέλος του Κεφαλαίου.
  3. Εάν ο Πλωτίνος διά των παραδειγμάτων τούτων αναφέρεται αληθώς εις τους πρώτους στίχους της Ι. Ολυμπ. ώδης του Πινδάρου, όπως φρονεί ο D. Wittenbach (παρά Creuzer σελ. 156), και ουχί απλώς εις την επικρατούσαν γνώμην, τότε είναι αξιοσημείωτος η έποψις, καθ' ην ούτος ως καλολόγος κρίνει τον ποιητήν πολύ διαφόρως της αναξίας των σχολιαστών ψυχρότητος.
  4. Τούτο συμπεραίνω εκ των εν τη 2α ανά χείρας μου εκδόσει της Kritik der Urtheilskraft λέξεων· woran (δηλ. an Euler's Annahme) ich gar sehr zweifle. Εάν το sehr δεν είναι τυπογραφικόν λάθος αντί του nicht. Ίδ. το βιβλίον εκδεδομένον υπό J. H. v. Kirchmann χωριστά 1872 σελ. 66.
  5. Ίδε Lotze: Medicin. Psychol. σελ. 235 και εξής.
  6. Πρβλ. G. Th. Fechner: Vorschule der Aesthetik. Leipzig. 1876. σελ. 33.
  7. Ίδε το αυτό εξαγόμενον αλλ' υπό άλλην έποψιν κρινόμενου του πράγματος παρά H. Lotze. Ueber Bedingungene der Kunstschönheit σελ. 7.
  8. Πρβλ. Zimmermann: Allgemeine Aesthetik als Formwissenscraft. Wien 1865 §341 και εξής. Και Geschichte d. Aesthetik. σελ. 275.
  9. Ένθα άνωτ. Ίδ. Zimmermann σελ. 513.
  10. Ίδε Ueber die nothwendigen Grenzen beim Gebrauch schör Formen. W. XII σελ. 111 και εξής· και παράβαλε την ωραίαν μονογραφίαν Ueber noive und sentimentalische Dichtung, εν η δεν αναγνωρίζει ει μη αφελή και αινιγματικήν δηλ. ελεγειακήν, σατυρικήν και ειδυλλιακήν μόνον ποίησιν· ανάγνωθι ιδία και την σημ. εν σελ. 183 του αυτού τόμου.
  11. Ίδ. Ueber den Grund des Vergnügens an tragischen Genständen. W. Β. XI S. 320.
  12. Ίδ. Ueber die aesthetische Erziehung des Mensche επιστολ. 15.
  13. Ένθα ανωτέρω πρβλ. και Zimmermann σελ. 511.
  14. Πρβλ. εν τούτοις τον Herder παρά Zimmermann σελ. 61.
  15. Ueber die aesthetische Erziehung κτλ. επιστολ. 22α.
  16. Πρβλ. Zimmermann σελ. 512.
  17. Πρβλ. Zimmermann σελ. 433.
  18. Λεπτομερώς εξέθηκεν, αν και ουκ ορθώς εν τισιν ηρμήνευσε την θεωρίαν ταύτην του Herder ο Zimmermann σελ. 432 και εξής. Γενικώτερον μεν αλλ' ορθότατα εν τοις ουσιώδεσιν εξετίμησεν αυτήν ο Lotze. Gesch. der Aesth. σελ. 70 και εξής.
  19. Ίδ Lotze, ένθ. ανωτ. σελ. 79, και πρβλ. το Ε'. Κεφ. της παρούσης μελέτης.
  20. Πρόχειρα παραδείγματα κοσμηματογραφίας εκ των χειρών των ανωτέρω ζωγράφων δύναται να έχη ο βουλόμενος ως και εν αυτοίς τοις εσχάτως προς χρήσιν των γερμανικών σχολείων εκδοθείσιν: Kunsthistorische Bilderbogen. Leipzig. Seemann.
  21. Πρβλ. Zimmermann η σελ. 435.
  22. Ο Πλωτίνος αναφέρεται προφανώς εις τα παρά Πλατ. εν Πολιτ. 1. 348. C. D. ένθα όμως ο Θρασύβουλος συμπεραίνει, ότι η μεν δικαιοσύνη είναι γενναία ευήθεια η δε αδικία ευβουλία. Πρβλ. ως προς την διαφοράν ταύτην Greuzer σελ. 158.
  23. Ίδε περί τούτου κατωτέρω.
  24. Ίδε κατωτέρω.
  25. Ίδε το επόμενον κεφάλαιον.
  26. Ὶδ. περί μεν του Πλάτωνος E. Müller Geschichte der Theorie der Kunst I. σελ. 63 και εξής, περί δε του Αριστοτέλους τον αυτόν, II, σελ. 95 και εξής.
  27. Ίδε. Müller ένθα ανωτέρω, I, σελ. 65. Zeller III σελ. 797.
  28. Ίδε. Creuzer σελ. 149 και εξής. Το χωρίον εύρηται και παρά τω Overbeck: Die antiken Schriftquellen ect· σελ. 171.
  29. Zeller. Die Philos. der Griechen. IV S. 278 και 663.
  30. Ότι ουχί πάσα ψυχή κατά τον αυτόν βαθμόν και τρόπον θα το ίδωμεν προϊόντες. Πρβλ. Ενν. IV, 4, σελ. 430.
  31. Υπό την έποψιν ταύτην παραβάλλει ο Πλωτίνος την ψυχήν με τον πεπλανημένον Οδυσσέα, όστις με όλα τα θέλγητρα της Κίρκης και της Καλυψούς παρ' αις άκων διατρίβει, αδιακόπως εμφορείται υπό του διακαούς πόθου να φύγη φίλην ες πατρίδα. Ενν. I. 6. 8. σελ. 57.
  32. Περί της κλητικής του καλού δυνάμεως πρβλ. Πλατ. εν Κρατύλω σελ. 416 C. Ο Ερμείας εν Φαίδρω, σελ. 65, αναφέρων την παροιμίαν φίλον γαρ το καλόν προσθέτει αυτάς τας λέξεις του Πλωτίνου: κλητικόν ον εις εαυτόν και επιστρεπτικόν, δι' ο και καλόν λέγεται παρά το καλείν. Creuzer εν τη Praeparatione του περί του καλού βιβλίου του Πλ. σελ. XIX.