Η ερωμένη του κλέφτου
Ἡ ἐρωμένη τοῦ κλέφτου Συγγραφέας: |
Εἰς τὴν ἀνεμοζάλη
'ποῦ δέρνει τὸ βουνὸ
'ς τὸ ἔρημο περγιάλι
μονάχη τί θρηνῶ;
'Σὰν ἄνοιγμένο μνῆμα
ὁ κόσμος σιωπᾷ,
καὶ σκοτεινὸν τὸ κῦαμ
'ς τὴν ἀμμουδιὰ κτυπᾷ.
Προχθὲς μὲ χαιρετοῦσαν
οἱ βράχοι ζωντανοί·
τὰ δάση ἀντηχοῦσαν
παλληκαριῶν φωνή.
Πέρα ἐκεῖ 'ς τὴ ράχι
ποὺ καταχνιὰ περνᾷ
μεσάνυκτα μονάχοι
'καθήμεθα συχνά.
Ὅπου ἀσπρίζουν χιόνια
κι' ὁ ἀετὸς πετᾷ,
γιὰ 'μᾶς ἡμέραις, χρόνια,
περνοῦσαν πτερωτά.
Σταυραετέ, 'ς τὴν πέτρα
ποὺ κάθεσαι σκυφτός,
τοὺς βράχους γύρω μέτρα,
καὶ 'πὲ ποῦ εἶν' αὐτός;
'Σ τοὺς ἴσκιους ἂν χορεύῃ
νὰ τρέξω νὰ τὸν διῶ,
'ς τὸν τάφον ἂν κατέβῃ,
νὰ πάμ' ὁμοῦ κ' οἱ δυό.
Θηρίον τοῦ πολέμου,
φρικτὸς εἰς τοὺς κακούς,
ποῦ εἶσαι, φίλτατέ μου,
ποῦ εἶσαι; Δὲν μ' ἀκοῦς;
'Σ τὸ στῆθος σου ἐπάνου
στηρίζουμουν θερμόν,
καθὼς κισσὸς πλατάνου
τυλίγει τὸν κορμόν.
Γαυγίζετε; Σιωπᾶτε
χειμῶνες τῶν βουνῶν.
Ἴσως γλυκοκοιμᾶται
'ς τῶν ἄστρων τὸν φανόν.
Κοπάδια τῶν κοράκων,
περνᾶτε σιγανά·
τὸν κάτοικον τῶν λάκκων
τὸ κρόασμα 'ξυπνᾷ.
Κοιμᾶται, ναί, κοιμᾶται
'ς τὰ ἄγρια βαθειά.
Τουφέκια, δὲν βροντᾶτε,
δὲν λάμπετε, σπαθιά.
Ἔχ' εἰς ξηρὸ χορτάρι
τὰ χέρια ἁπλωτά,
καὶ τὸ χλωμὸ φεγγάρι
τὸν νυκτοχαιρετᾷ.
'Ξύπνα, καὶ Τοῦρκοι βγαίνουν
'ς τ' ἀντικρινὰ βουνά·
οἱ κλέφταις σου προσμένουν,
κ' ἡ σπάθη του πεινᾷ.
'Ξύπνα καὶ διὲ πῶς θάλλει
ἀνοίξεως στολή.
Ἐδῶ πιστὴ ἀγκάλη
σὲ γλυκοπροσκαλεῖ.
'Ξύπνα καὶ διε`'ς τοῦ ἄμμου
τὴν ἐρημιὰ ἐδῶ
πῶς τὰ χρυσᾶ μαλλιά μου
μὲ κλάμματα μαδῶ.
Τί θέλεις, γλυκειὰ αὔρα,
καὶ μυριστὴ πετᾷς;
Ἐδῶ ξερὰ καὶ μαῦρα
εἶν' ὅσ' ἂν ἀπαντᾷς.
Λές· «Ἦλθα νὰ ποτίσω
τ' ἀδρόσιστα κλαδιά,
παρηγοριὰ νὰ χύσω
'ς τὴ μαύρη σου καρδιά.»
Πέρνα, δροσάτη, πέρνα
'ς τὰ ζωντανὰ χωριά!
Ἐκεῖ τὰ μύρα κέρνα
καὶ τὴν παρηγοριά.
Ἐδῶ φρικτὸς 'ς τὴ φύσι
ὁ θάνατος περνᾷ.
Ὅποιον αὐτὸς θερίσῃ
ὀπίσω δὲν γυρνᾷ.
Τ' ἀχόρταγο δρεπάνι
καθὼς τὸν ἰσχυρὸ
ἐθέρισε, μὲ φθάνει
κ' ἐμένα 'ς τὸ πλευρό.
Μὲ εἶδεν ὁ διαβάτης
'ς τὰ χρόνια τ' ἀνθηρά,
ὅταν τὰ στέφανά της
μ' ἐχάριζ' ἡ χαρά.
Μεθαύριο τοῦ κάκου
γιὰ μένα θὰ ρωτᾷ·
τὴν πέτρ' αὐτοῦ τοῦ λάκκου
μονάχη θ' ἀπαντᾷ.