Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η δάφνη και τ' αηδόνι

Από Βικιθήκη
Ἡ δάφνη καὶ τὸ ἀηδόν
Συγγραφέας:


Μαύρισε, κῦμα τὸν ἀφρό,
καὶ σεῖς βουνὰ τὸ χιόνι.
Γιατ᾿ ᾖλθε βαρυχειμωνιὰ
καὶ δὲ λαλεῖ τἀηδόνι,
τἀηδόνι ποὺ τραγούδησε
εἰς τοῦ βουνοῦ τὴν ράχη.
Κλᾶψτε βουνὰ καὶ βράχοι,
Τἀηδόνι δὲν λαλεῖ...

Καὶ σύ, δαφνούλα ἑλληνική,
φυλλόχλωρη δαφνούλα,
ἐσύ, ποὺ τἄνθη σου ἔλουζες
τὴ νύχτα στὴ δροσούλα,
γιὰ νὰ σὲ βλέπει ὄμορφη
καὶ νὰ σὲ καμαρώνει
πές μου γιατί τἀηδόνι,
δαφνούλα, δὲ λαλεῖ;...

Τοῦ μύρισεν ἡ ἄνοιξη
ποὺ πλάκων᾿ ἀπὸ πέρα
καὶ λαίμαργο θὰ σώφυγε
ψηλὰ μὲς τὸν αἰθέρα,
πρῶτο νὰ πάγει νὰ τὴν βρῇ
καὶ νὰ τὴν ἀπαντήσῃ,
γλυκὰ νὰ τὴ φιλήσῃ,
καὶ νἄλθουνε μαζί.

Ἄχ! Πότε νἄλθ᾿ ἡ ἄνοιξη,
νὰ δῇς ἂν θὰ γυρίσει!
Ἄχ! Πότε τὸ τριαντάφυλλο,
δαφνούλα, μοῦ ν᾿ ἀνθίση,
νὰ πᾶς νὰ βρῇς τὰ φύλλα του
νὰ νοιώσεις τὴν ὀσμή του!...
Ποιὸς ξεύρει τὴν πνοή του
μὴν εὕρῃς μέσα ἐκεῖ;

Ἄχ! Πότε νἄλθ᾿ ἡ ἄνοιξη,
νὰ λυώσουνε τὰ χιόνια,
νὰ πάψουν τἀστραπόβροντα,
νἀλθοῦν τὰ χελιδόνια,
γιὰ νὰ τοὺς πῇς, δαφνούλα μου,
τὴν ἄσπλαγχνή σου μοῖρα;
Ποιὸς ξεύρει, μαύρη χήρα,
κ᾿ ἐκεῖνα τί θὰ ποῦν.

Παρηγορήσου, δάφνη μου,
γιατὶ δὲν εἶσαι μόνη
ποὺ καρτερεῖς τὸ φίλο σου,
ποὺ καρτερεῖς τἀηδόνι.
Νἄξευρες πόσα κόκκαλα
καὶ σπλάγχν᾿ ἀνδρειωμένα
στὸ μνῆμα ξαπλωμένα
μὲ σὲ τὸ καρτεροῦν.

Τὸ λάλημά σου τἄκουσαν
στὴν πρώτη παρουσία
σὰν τοῦ πολέμου σάλπιγγα,
σὰν ἄλλη τρικυμία,
κ᾿ εὐθὺς ἐπάνω στ᾿ Ἄγραφα
βροντοῦν ἀστροπελέκια,
ἀνάφτουν τὰ τουφέκια,
καὶ λάμπουν τὰ σπαθιά.

Κ᾿ ἐκεῖ ποὺ πολεμούσανε
οἱ μαῦρ᾿ οἱ πεθαμένοι,
τἀηδόνι μὲ τὸ λάλημα
τὸ αἷμα τοὺς ζεσταίνει,
καὶ σὰν ἐμοιρολόγησε,
καὶ σὰν ἐτραγουδοῦσε
ἡ δάφνη πάντ᾿ ἀνθοῦσε,
ἀνθοῦσε κ᾿ ἡ μυρτιά.

Ὁ φοβερὸς ἀντίλαλος
στὸ Μισολόγγι φθάνει
τὴν ὥρα ποὺ τοῦ κλούσανε
τὰ μάτια νὰ πεθάνῃ,
τὴν ὥρα ποὺ ὁ δεσπότης του
φλόγα, καπνὸ ντυμένος,
ἀνέβαινε καμένος
στὸν οὐρανὸ ψηλά.

Ὤ! τί γλυκὸ νανάρισμα!
Ἀνήκουστη ἁρμονία!
Τοῦ ἀηδονιοῦ τὸ λάλημα
γιὰ κεῖνα τὰ θηρία,
σὰν ἐψυχομαχούσανε
κι᾿ ἁπλώσανε τὸ σῶμα
στὰ αἵματα, στὸ χῶμα
νὰ κοιμηθοῦν βαθειά.

Ἐπέρασε τὸ λάλημα
λόγγους, βουνά, λιβάδια,
καὶ τὸ νεράκι, πὤτρεχε
κρυφὰ μὲς στὰ λαγκάδια,
χαρούμενο σὰν τἄκουσε
μὲς τὸν ἀφρὸ τὸ παίρνει
καὶ τρέχοντας τὸ φέρνει
στὸ κῦμα τοῦ γιαλοῦ.

Κ᾿ εὐθὺς τὸ κῦμα φούσκωσε,
ἐμάνιωσε, θεριεύει,
βλέπει τὴ γῆ ἐλεύθερη
καὶ βράζει καὶ ζηλεύει,
βογγάει κι᾿ ἀνδρειεύεται,
ἀφρίζει, μεγαλώνει
καὶ τὴν κορφὴ ψηλώνει
σὰν τὴν κορφὴ βουνοῦ.

Ἄχ! Τότε πόσα βλέμματα,
πἀστράφταν σὰν ἀστέρια,
ἐκύτταξαν τὴ θάλασσα.
καὶ πόσα, πόσα χέρια,
σὰν νάταν ἀπὸ μάρμαρο,
βαρειὰ κι᾿ ἀνδρειωμένα
ἐδεῖχναν τεντωμένα
τὸ κῦμα στὸ γιαλό.

Γιατί κρυφὸς χτυπόκαρδος
τοὺς εἶπε πὼς θὰ ἰδοῦνε
μιὰ μέρα ν᾿ ἀνεμίζουνε,
στ᾿ ἀγέρι νὰ πετοῦνε
φλάμπουρα γαλανόλευκα,
σὰν κύματ᾿ ἀφρισμένα
περήφαν᾿ ἁπλωμένα
σὲ πέλαγο ἐθνικό.

Ὡστόσο πάντα ἡ θάλασσα
γρούζει, βογγά, μουγκρίζει,
πάντα σπαράζει, δέρνεται,
βράχους, βουνὰ κλονίζει..,
Κρύψου βαθειὰ στὰ σύγνεφα
καὶ μὴ φανῇς, φεγγάρι,
δὲ βλέπεις τὸν Κανάρη
ποὺ στὴ βοὴ ξυπνᾷ;

Ἐξύπνησε σὰ βάρυπνος,
πετιέτ᾿ ἀπὸ τὸ μνῆμα
καὶ τρέχει κι᾿ ἀγκαλιάζεται
μὲ τἄγριο τὸ κῦμα,
καὶ δένουνε ἀχώριστη
καὶ τρομερὴ φιλία
δυὸ ἄσπονδα στοιχεῖα,
τὸ κῦμα κ᾿ ἡ φωτιά.

Καὶ σὰν ἀνταμωθήκανε
κ᾿ ἐβγῆκαν ν᾿ ἀρμενίσουν
πλακώνει μαῦρος θάνατος
ἐκείνους π᾿ ἀπαντήσουν.
Εἶναι πλατὺ κ᾿ εὐρύχωρο
τὸ μνῆμα τῆς θαλάσσης...
Κανάρη μὴ δειλιάσῃς,
θυμήσου τὰ Ψαρά.

Γιατί, γιατί δὲν ἤμουνα
τοῦ κεραυνοῦ σου ἀχτίδα,
γιατί κ᾿ ἐγὼ τῆς θάλασσας
δὲν ἤμουν μία ρανίδα
νἄλθω μ᾿ ἐσένα συντροφιά,
Κανάρη κειὸ τὸ βράδυ,
σὰν ἄνοιξες τὸν ᾅδη
κ᾿ ἔφαγες τὴν Τουρκιά.

Γιὰ νὰ σοῦ λέγω πάντοτε:
-Κανάρη, μὴ δειλιάζῃς
νὰ καῖς, νὰ πνίγῃς, νὰ χαλᾷς,
τοὺς ἄπιστους νὰ σφάζῃς,
κι᾿ ἀνάμεσα στὰ γαίματα
ν᾿ ἀνάφτω τὴν ὀργή σου
φωνάζοντας, «θυμίσου
τὰ λόγια τἀηδονιού»;

Τὰ λόγια ποὺ σοῦ ἐλάλησε
γλυκὰ στὸ περιβόλι,
τότε σὰν ᾖλθε σκούζοντας
τὸ ἔρμο ἀπὸ τὴν Πόλη,
καὶ σοὖπε πῶς ἀπάντησε
ἅγιο κορμὶ πνιγμένο
στὴν ἄκρη πεταμένο
τοῦ ἔρημου γιαλοῦ.

Καὶ σοὖπε πῶς ἐσίμωσε
γιὰ νὰ τὸ ψηλαφήσῃ,
καὶ βλέπει.. κι᾿ ἀνατρίχιασε...
Καὶ πέφτει νὰ φιλήσῃ.
κ᾿ ἐκεῖ ποὺ ἐπλησίασε
στὸ μάρτυρα τὰ χείλη,
σχοινὶ γιὰ πετραχἠλι
τοῦ βλέπει στὸ λαιμό.

Καὶ τόσο ἀσπλαγχν᾿ ἡ θηλειὰ
τὸν Πατριάρχη σφίγγει,
τόσο τοῦ χώνεψε βαθειὰ
πὤκοψε τὸ λαρύγγι,
κι᾿ ἄνοιξε στόμα δεύτερο,
ποὺ μέρα νύχτα κράζει
καὶ πάντα σᾶς φωνάζει:
«Ἐκδίκησι ζητῶ».

Τὸ φοβερὸ τὸ μήνυμα
σὰν ἔφερε τἀηδόνι,
τραβιέτ᾿ ἐπάνω στὰ βουνὰ
καὶ τὰ φτερὰ διπλώνει
κι᾿ ἀναγαλιάζει βλέποντας
τὴ δάφνη του ν᾿ ἀνθίζῃ
κι ἄνοιξη νὰ μυρίζῃ
στὰ μαῦρα ὀρφανά.

Τριάντα χρόνοι ἐπέρασαν
σὰν νἄτανε μιὰ μέρα!
Καὶ πάντα παραμόνευε
κ᾿ ἐρώτα τὸν ἀγέρα,
ποὺ φύσαγε ἀπ᾿ τὸν Ὄλυμπο,
τί μήνυμα τοῦ φέρει
κι᾿ ἂν ἔλαμψε τἀστέρι
στοῦ Πίνδου τὰ βουνά.

Ὤ! τί χαρὰ ποὺ τὤπιασε
τὸ ἔρημο τἀηδόνι!
Ἀμέσως ἀναφτέριασε,
πετᾷ καὶ ξανανειώνει,
σὰν ἔμαθε, σὰν ἄκουσε
ψηλὰ στὴ Θεσσαλία
ν᾿ ἀνοίγει τὰ μνημεῖα
τοῦ Πέτρου τὸ σπαθί.

Θυμήθηκε τὰ νειώτα του,
τὴν πρώτη τη λαλιά του,
κ᾿ ἀρχίνησε τὸ λάλημα
κρυφὰ στὴν ἐρημιά του...
Δαφνούλα μου, τί σὤμελλε.
ἐκεῖνα του τὰ λόγια
νὰ γένουν μοιρολόγια
κ᾿ ἡ ἔσχατη πνοή.

Τώρα τὰ κρύα κόκκαλα
ποιὸς θἄλθη νὰ τὰ κράξη,
ποιὸς ἄγγελος ἀνάσταση
θἄλθῃ νὰ τοὺς φωνάξῃ,
καὶ ποιὸ πουλὶ θὰ νἄρχεται
χαρούμενο τὸ βράδυ
ἐλπίδες μὲς στὸν ᾅδη
νὰ φέρνει καὶ χαρά;

Ἂς σφραγισθοῦν τὰ μνήματα
καὶ πάλ᾿ ἂς χορταριάσουν
οἱ πεθαμένοι ἂς ἁπλωθοῦν,
στὸ μνήμ᾿ ἂς ἡσυχάσουν.
Ποιὸς ξεύρει πόσες ἄνοιξαις
θὰ νὰ διαβοῦν καὶ χρόνοι
ποὺ δὲ θὰ ἰδοῦν ταηδόνι
καὶ τὴν πρωτομαγιά!