Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η γυναίκα

Από Βικιθήκη
Παλιές Αγάπες
Συγγραφέας:
Η γυναίκα


Ένας άγουρος από το Σέχη αποφάσισε να πάρει γυναίκα. Την ήθελε τίμια και καλή, σαν τίμιος και καλός που ήταν κι ατός του. Το γύρισε αποδώ, το γύρισε αποκεί, σκέφτηκε το γερο-Μήτρο Γκιζώτη, που είχε δυο θυγατέρες. Καλός, σου λέει, ο πατέρας, καλά θα είναι και τα παιδιά. Κινάει μια σκόλη και προσκυ­νάει το γέροντα και του λέει το σκοπό του.

- Σαν είναι από το Θεό, παιδί μου, θα γένει· του απαντά εκείνος. Δυο δυχατέρες έχω. Για τη μια θέλω εκατό φλωριά για την άλλη δίνω εκατό φλωριά. Διάλεξε.

Ο άγουρος έμεινε δίβουλος.

- Να σκεφτώ· είπε.

- Σκέψου.

Σκέφτηκε πολύ, μα πάντα δίβουλος ήτανε. Κινάει και πάει σ’ έναν πατρικό του φίλο στα Φάρσαλα να του πάρει γνώμη.

- Ήρθα να μου πεις τη γνώμη σου, του λέει. Θέλησα να πάρω γυναίκα. Γύρεψα μια από τις δυχατέρες του γερο-Μήτρου Γκιζώτη, μα μου ’δωκε απόκριση παράξενη. Για τη μια, λέει, δίνει εκατό φλωριά· για την άλλη παίρνει εκατό φλωριά. Τι να κάμω;

- Τίποτα να μην κάμεις, του λέει εκείνος, παρά να κινήσεις να πας στην Καρδίτσα, να πάρεις γνώμη από τον αδερφό μου το μεγαλύτερο.

Μια και δυο ο άγουρος πάει στην Καρδίτσα. Ρω­τώντας αποδώ, ρωτώντας αποκεί, βρίσκει τον αδερφό του φίλου του, το Φώτη. Ο Φώτης του φάνηκε μικρό­τερος από το Γιώργη, μα δεν είπε τίποτα. - Μπορεί να έχω λάθος, σου λέει.

- Το και το, διηγέται στο Φώτη. Πήγα στον αδερφό σου και με στέλνει σε σένα. Τι να κάμω;

- Τίποτα να μην κάμεις, του λέει και κείνος, παρά να κινήσεις να πας στα Τρίκαλα, να πάρεις γνώμη από τον αδερφό μου τον πιο μεγαλύτερο.

Κινάει ο άγουρος και πάει στα Τρίκαλα. Ρωτών­τας αποδώ, ρωτώντας αποκεί βρίσκει τον αδερφό του φίλου του, τον Πάνο. Ο Πάνος του φάνηκε πιο μικρό­τερος κι από το Φώτη κι από το Γιώργο μα δεν είπε λέξη.

- Το και το, λέει στον Πάνο. Τι να κάμω;

- Εύκολο πράμα γύρεψες, είπε κείνος. Πάμε απάνου στον οντά και θα σου ειπώ.

Πήγαν απάνω στον οντά, κάθισαν σταυροπόδι στο πέφκι, η νοικοκυρά έφερε τσίπουρο να τους κεράσει, έφερε κι ένα πεπόνι για σαλατικό.

- Τι πεπόνι είναι τούτο, ορέ γυναίκα! λέει ο Πάνος θυμωμένος· φέρε μας άλλο.

Πήγε κι ήρθε η γυναίκα, έφερε άλλο.

- Δεν είναι καλό, καημένη! είπε ο Πάνος· φέρε μας άλλο.

Έτσι την παίδεψε κάμποση ώρα. Εκείνη το ’παιρνε το πεπόνι κι έφερνε άλλο· μα κανένα δεν άρεσε του νοικοκύρη. Στο τέλος κράτησε ένα κι έδιωξε τη γυ­ναίκα του.

- Σαν πόσα πεπόνια λες πως έχω στο κελάρι; ρωτάει τον άγουρο.

- Ξέρω και γω· θα έχεις πολλά.

- Ένα μοναχά. Μα ιδές τι γυναίκα την έχω! Πήγε κι ήρθε είκοσι τριάντα βολές και άχνα δεν έβγαλε να με δυσαρεστήσει. Τα αδέρφια μου σου είπαν πως είναι μικρό­τερά μου, κι αλήθεια είναι μικρότερά μου. Μα για να έχουν δύσκολες γυναίκες γεράσανε γλήγορα· εγώ για να έχω καλή στέκω πάντα νιος. Πήγαινε, δώσε τα εκατό φλωριά και πάρε γυναίκα να σου κυβερνάει το σπίτι.

Τρέχει ο άγουρος στο Σέχη, βρίσκει το γερο-Μήτρο Γκιζώτη.

- Πάρε τα φλωριά και δώσ’ μου τη γυναίκα με την ευκή σου, του λέει. Μα άφησε και μένα λίγα να κάμω τους γάμους.

- Πάρε τα δέκα φλωριά, πάρε και τη γυναίκα με την ευχή μου· λέει ο γέρος.

Πήρε τη γυναίκα ο άγουρος, έκαμε τους γάμους, έφαγε τα φλωριά· σε δέκα ήμερες έμεινε γκαλντερίμ τσελεπής! Κάθεται και συλλογέται πώς θα γυρίσει το σπίτι του. Τον είδε η γυναίκα του στενοχωρεμένο· το έφερνε αποδώ, το έφερνε αποκεί να τον ρωτήσει, μα ντρέπουνταν. Δέκα μερώνε νύφη! σου λέει. Τέλος παίρνει την απόφαση, πάει και τον προσκυνάει.

- Με τους ορισμούς σου, άντρα μου, και κάτι να σε ρωτήσω, του λέει. Τ’ έχεις κι είσαι συλλογισμένος; Τα ’δωκες όλα τα φλωριά του γέρου;

- Όλα.

- Και δεν έχουμε να πορέψουμε;

- Λεφτό τσακισμένο.

- Εγώ να σου δώκω.

Βγάνει και του δίνει μια στάμπα.

- Να ετούτη τη στάμπα· να πας στα Αμπελάκια να την πουλήσεις· - έτσι έδινα και του πατέρα μου. Αν δε σου δώκουν διακόσια γρόσια να μην τη δώκεις.

- Ούτ’ εκατόν πενήντα;

- Ούτε· διακόσια σωστά.

- Καλά.

Κινάει εκείνος και πάει στ’ Αμπελάκια. Τότε τ’ Αμ­πελάκια ήταν μεγαλύτερα κι από τη Λάρισα. Δείχνει στον έμπορο τη στάμπα εκείνος τη βρίσκει καλή.

- Πόσο την πουλάς;

- Διακόσια γρόσια.

- Να σου δώκω εκατό... εκατόν πενήντα... εκατόν ογδόντα;

-Όχι, διακόσια μου είπε η γυναίκα μου.

- Να διακόσια. Μα δε μου λες, ό,τι σου ειπεί η γυναίκα σου θα κάμεις:

-Ό,τι θέλω γω! λέει εκείνος θυμωμένος· όχι ό,τι μου ειπεί η γυναίκα μου.

- Μα να τώρα στη στάμπα.

- Στη στάμπα άλλο· μα ό,τι θέλω γω κάνω.

- Και το δέχεται η γυναίκα σου:

- Το δέχεται.

- Έλα να βάλουμε στοίχημα...

- Τι στοίχημα;

- Πήρες τώρα διακόσια γρόσια. Να τα ξοδέψεις όλα στα λοβώτερα πράματα· να πάρεις και μας μουσαφιρέους, κι άμα ειπεί καλά έκαμες να μου παίρνεις το μαγαζί.

- Δέχουμαι.

- Αλλιώς να σου παίρνω τη γυναίκα.

- Πάλι δέχουμαι.

- Αρχίνα από τώρα.

Βγαίνει ο άγουρος στο παζάρι, βλέπει έν’ άλογο.

- Πόσο θες στ’ άλογο;

- Διακόσια γρόσια.

- Πάρ’ τα.

Καβαλάει τ άλογο. - Πάμε, λέει στους ξένους του. Βγαίνουν παρόξω, φτάνουν στη Λάρισα, απαντούν ένα με το γομάρι του.

- Ρε με το γομάρι, λέει ο άγουρος· μου το δίνεις να σου δώκω τ’ άλογο;

- Πάρ’ το.

Δίνει τ’ άλογο παίρνει το γομάρι. Πάνε παρακάτω, απαντούν μια γυναίκα, που είχε τρία γαλιά. Δίνει το γομάρι ο άγουρος παίρνει τα γαλιά. Τραβούν, φτά­νουν με το ηλιόγερμα στο Σέχη.

- Έλα, γυναίκα κι έχουμε ξένους απόψε· φωνάζει στη γυναίκα του και της δίνει τα γαλιά.

- Πούλησες τη στάμπα;

- Την πούλησα.

- Κοπιάστε στον οντά και γω ’τοιμάζω. Ανέβηκαν εκείνοι στον οντά. Η γυναίκα έσφαξε τα γαλιά, τα ’τοίμασε, έστρωσε το σοφρά και κάλεσε τους ξένους να καθίσουν. Εκεί που τρώγανε, γυρίζει ο έμπορος και λέει της γυναίκας:

- Ξέρεις τι σου ’φτιασε ο άντρας σου;

- Σαν τι;

- Πούλησε τη στάμπα διακόσια γρόσια.

- Τόσα του είπα.

- Μα τα ’δωκε όλα και πήρε άλογο.

- Πάλι καλά· πώς να ’ρθει πεζός απ’ τ’ Αμπελάκια;

- Μα δεν είν’ αυτό μονάχα. Έδωκε τ’ άλογο και πήρε γομάρι.

- Καλά κι άγια. Τι να κάμει, σου λέει, τ’ άλογο στο χωριό; Καλύτερα το γομάρι, που κάνει όλες τις δουλειές και ζει όπως κι όπως.

- Μα που έδωκε στο τέλος το γομάρι για να πάρει τρία γαλιά; λέει ο έμπορος αγαναχτισμένος από την καλοσύνη της.

- Τι να κάμει; Σαν είδε και του κολλήσατε να σας πάρει μουσαφιρέους, το γομάρι τι το ήθελε; Γομάρι θα τρώγατε!

- Άιντε μωρέ! λέει ο έμπορος τραβώντας τα γένια του.

Έτσι πήρε ο άγουρος το μαγαζί με την άξια τη γυναίκα, του κι έμεινε ο έμπορος γκαλντιρίμ τσελεπής.