Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Ζ

Από Βικιθήκη
(Ανακατεύθυνση από Η Φονισσα: Κεφαλαιο Ζ)
Η Φόνισσα
Συγγραφέας:



Ἄκρα σιγὴ καὶ ἡσυχία ἐπεκράτησεν ἐντὸς τοῦ σκοτεινοῦ θαλάμου, μετὰ τὸν τελευταῖον βήχα καὶ τὸν κλαυθμυρισμὸν τοῦ θυγατρίου, τὰ ὁποῖα τόσον ἀποτόμως διεκόπησαν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε κύψει τὸ πρόσωπόν της, καὶ εἶχε στηρίξει μὲ τὰς δυὸ χείρας τὸ μέτωπον, καὶ εἶχε παύσει νὰ σκέπτεται. Τῆς ἐφαίνετο ὅτι δὲν ἔζη πλέον. Οὔτε ἡ πνοὴ τῆς ἠκούετο. Πᾶς θόρυβος εἶχε παύσει. Οὔτε φλὸξ ἔβρεμεν εἰς τὴν ἑστίαν, οὔτε βόμβος ἠκούετο, καὶ τὸ ἠμίκαυστον φιτίλιον τοῦ λύχνου ἔφεγγε θλιβερῶς. Ἡ μικρὰ κανδήλα πρὸ πολλοῦ εἶχε σβήσει εἰς τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ αἱ μορφαὶ τῶν ἁγίων δὲν ἐφαίνοντο πλέον.

Αἴφνης ἡ λεχώνα ἐξύπνησε μετὰ τιναγμού, ἐν μέσῳ, τῆς ἄκρας ἠρεμίας.

- Τ' εἶναι μάννα; εἶπε.

Ἡ μήτηρ τῆς βλοσυρά, καὶ ὡς ἐν φρεναπάτῃ, τὴν ἐκοίταξεν εἰς τὸ φῶς τοῦ λυχναρίου.

- Τ' εἶναι! εἶπε, τίποτα. Ξύπνησες;

- Μοῦ φάνηκε πὼς κάτι εἶπες... πὼς μ' ἐφώναξες, μὲς στὸν ὕπνο μου.

- Ἐγώ;... ὄχι. Τ' αὐτιά σου κάμανε.

- Τί ὥρα νὰ εἶναι, μάννα;

- Τί ὥρα; ξέρω 'γω;... Τόσες φορὲς λάλησε καὶ ξαναλάλησε τ' ὀρνίθι.

- Καὶ σῦ δὲν ἐκοιμήθης, μάννα;

- Ἐχόρτασα τὸν ὕπνο καλά... Τρύπησε τὸ πλευρό μου, εἶπεν ἡ Φραγκογιαννού, ἥτις δὲν εἶχε κλείσει ὄμμα. Ὅπου εἶναι θὰ φέξη.

Ἡ λεχώνα ἐχασμήθη, κ' ἔκαμε τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ ἐπὶ τοῦ στόματος. Συγχρόνως δὲ ὕψωσε τὸ βλέμμα πρὸς τὸ μικρὸν εἰκονοστάσιον, τὸ ὁποῖον ἀντίκρυζεν.

- Ἔχει σβήσει τὸ καντήλι, μάννα· δὲν τὸ ἄναβες;

- Δὲν τὸ ἀγροίκησα, θυγατέρα, εἶπεν ἡ γραία· ἐκοιμώμουν βαθιά.

- Καὶ τὸ παιδὶ κοιμᾶται, βλέπω, ἥσυχα. Πῶς τὸ 'παθε;

- Ἡσύχασε κι αὐτὸ τώρα πλιά, εἶπεν ἡ γραία.

- Κ' ἐμένα μου πονεῖ τὸ βυζί μου, εἶπεν ἡ λεχώ· ἄρχισε νὰ κατεβάζη πολὺ τώρα. Ἤθελα νὰ ἤτον ξυπνητὸ νὰ τὸ βύζαινα.

- Ἕ! τί νὰ γίνη...Θὰ βροῦμε κανένα παιδί, εἶπεν ἡ γραία.

- Τί λές, μάννα;

Ἡ γραία δὲν ἀπήντησεν. Ἤθελε κάτι νὰ εἴπη. Δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπη.

- Δὲν κάνεις τὸν κόπο ν' ἀνάψης τὸ καντήλι, μάννα;

- Ἂν θέλης, σηκώσου σῦ κι ἄναψέ το· δὲν ἔχω χέρια...

- Πώς!

- Πιάστηκε πλιὰ τὸ χεράκι μου.

- Τί λές; Σὲ καλό σου, μάννα· ἐγὼ ποῦ δὲν ἔχω πάρει εὐχή, κάνει ν' ἀνάψω τὸ καντήλι;

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, καθὼς εἶπε «πιάστηκε τὸ χεράκι μου», ἐπανῆλθεν πρώτην φορὰν εἰς τὸν νοῦν τῆς γραίας τὸ ὄνειρον τῆς Ἀμέρσας.

Δὲν ἠδυνήθη νὰ κρατηθῆ, καὶ ἔπνιξεν εἰς τὰ στήθη τῆς βαθὺν λυγμόν.

- Τί ἔχεις, μάννα;

Καὶ ἡ λεχὼ ἐπήδησε κάτω ἀπὸ τὴν χαμηλὴν κλίνην.

- Δὲν εἶναι καλὰ τὸ παιδί;

Φωναὶ καὶ σπαραγμὸς καὶ κλαύματα ἠκούσθησαν. Ἡ μήτηρ εὕρισκε τὸ θυγάτριόν της νεκρὸν ἐντὸς τοῦ λίκνου.

Ἀπὸ τὸν θόρυβον, ἐξύπνησεν εἰς τὸ διπλανὸν χώρισμα ὁ Κωνσταντής, ὅστις εἶχε χορτάσει καλὰ τὸν ὕπνον.

- Τ' εἶναι; ἔκραξε τρίβων τοὺς ὀφθαλμούς.

Ἐχασμήθη, ἐτανύσθη, ἐτινάχθη, κ' ἔτρεξεν εἰς τὴν θύραν τοῦ θαλάμου.

- Βρέ! τί κάνετε σεῖς;... Θὰ σηκώσετε τὸν κόσμο στὸ ποδάρι...Μήγαρίς μας ἀφήνετε, μπάρεμ, νὰ πάρουμ' ἕνα ὕπνο ἀπ' τὶς φωνές σας;

Κανεὶς δὲν ἀπήντησεν εἰς τὰς διαμαρτυρίας τοῦ Κωνσταντῆ. Ἡ σύζυγος τοῦ ἔκυπτε, πνίγουσα τοὺς λυγμούς της, ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἡ πενθερὰ τοῦ ἐκάθητο, συνάπτουσα τὰς χείρας, αἰνιγματώδης, σφίγγουσα τοὺς ὀδόντας, μὲ ἀπλανὲς τὸ βλέμμα. Μετὰ τὸν πρῶτον ἀκούσιον λυγμόν της, δὲν εἶχεν ἐκβάλει πλέον ἄλλην φωνήν.

- Τί! ...πέθανε τὸ παιδί; Βρέ!...ἔκαμεν ὁ Κωνσταντής, μείνας μὲ ἀνοικτὸν τὸ στόμα.

Εἴτα προσέθηκε:

- Γιὰ τοῦτο ἔβλεπα κάτι ἀνάποδα ὄνειρα, ζάβαλε!...

Ἡ Δελχαρῶ, ἀνακύψασα πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τοῦ λίκνου, συνέχουσα τοὺς λυγμούς της, εἶπε:

- Μάννα, δὲν θὰ φέρης τὰ ρουχάκια του, νὰ τ' ἀλλάξουμε;... Ποῦ εἴν' ἡ Ἀμέρσα;

Ἡ Φραγκογιαννοὺ δὲν ἀπήντησε.

- Ποῦ εἶναι ἡ Ἀμέρσα, μάννα; ἐπανέλαβε, ψαύσασα τὸν ἀγκώνα τῆς μητρός της ἡ Δελχαρῶ.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀνετινάχθη ὡς νὰ τὴν ἔθιξεν ἄκανθα ἢ κέντρον νάρκης.

- Ἡ Ἀμέρσα, ποῦ εἶναι; στὸ σπίτι μας... ἀπήντησε.

- Δὲν εἶχεν ἔρθει 'δω ἡ Ἀμέρσα; Μοῦ φάνηκε πὼς ἄκουσα τὴ φωνή της μὲς στὸν ὕπνο μου, εἶπεν ἡ λεχώνα.

- Ἂς πάη νὰ τὴν φωνάξη, εἶπεν ἡ γραία, νεύουσα μὲ τὸν κανθὸν τοῦ ὄμματός της πρὸς τὸν γαμβρόν της.

- Κωνσταντή, πᾶς νὰ φωνάξης τὴν Ἀμέρσα; εἶπεν ἡ λεχὼ πρὸς τὸν σύζυγόν της.

- Πάω. Ἀκοῦς, λέει!... Ὤχ! κρίμα, ζάβαλε!... Καλὰ ποὺ τὸ βαφτίσαμε κιόλας.

Ὁ Νταντὴς ἔκυψεν εἰς τὸ πάτωμα τοῦ μικροῦ προδόμου εἰς τὸ σκότος, ψηλαφῶν νὰ εὔρη τὰ παλιοπάπουτσά του νὰ τὰ φορέση. Ἔκαμνε μικρὸν θόρυβον, κρούων διάφορα ζεύγη παλαιῶν τσόκαρων πρὸς ἄλληλα καὶ ἐπὶ τῶν σανίδων τοῦ πατώματος.

- Ποῦ εἶναι τὰ παλιοκατσάρια μου; εἶπε.

Τέλος ἐφόρεσεν ἐν ζεῦγος πατημένων γυναικείων ἐμβάδων, τὰς ὁποίας εὗρε, καὶ αἴτινες ἐκάλυπτον μόνον τοὺς δακτύλους τῶν ποδῶν καὶ μέρος τοῦ ταρσοῦ, ἀφήνουσαι ἔξω ὅλην τὴν πτέρναν. Ἄλλον θόρυβον ἔκαμε διὰ ν' ἀνοίξη τὴν θύραν, μὴ εὑρίσκων εἰς τὸ σκότος τὸν σύρτην οὔτε τὸ μάνδαλον. Ἀφοῦ ἤνοιξε τὴν θύραν, ἐπανῆλθεν αἴφνης ὀπίσω.

- Ἀκοῦς, Δελχαρῶ, εἶπε, τῆς Ἀμέρσας μονάχα νὰ πῶ νὰ 'ρθή καὶ τὸ Κρινιῶ μαζί; Τί λὲς ἐσύ, πεθερά;

Καὶ ἡ Φραγκογιαννοὺ ἀνυπόμονος:

- Πήγαινε τώρα, τί φέρνεις γύρο; Ἂς ἐρθῆ ὅποιος ἐρθῆ!

Ἡ Δελχαρῶ ἐθρήνει ἤρεμα κύπτουσα ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ὁ Νταντὴς πρὶν ἐξέλθη, ἔρριψε βλέμμα εἰς τὸ λίκνον καὶ εἰς τὴν σύζυγόν του.

- Ἄχ! κρίμα, ζάβαλε! εἶπε... Κ' ἔβλεπα κάτι ὄνειρα!... βρὲ παιδιά!

Κ' ἐξῆλθε δρομαῖος.