Ο έρως και τα μούρα

Από Βικιθήκη
Ὁ ἔρως καὶ τὰ μοῦρα
Συγγραφέας:
Δημοσιεύθηκε στο Ετήσιον Ημερολόγιον του Έτους 1889 του Κωνσταντίνου Σκόκου



Δημήτριος Α. Κορομηλὰς
Ο ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΟΥΡΑ
ΔΙΑΛΟΓΗ
ΥΠΟ
Δημητριου Α. Κορομηλα

Εν τῷ ἐξοχικῷ οἴκῳ τοῦ κ. Ἰωάννου Βασάλου πλησίον τῶν Ἀθηνῶν ἄγεται πρωϊνὴ ἑορτὴ ἐπὶ τῇ ἐπετείῳ τοῦ ὀνόματος αὑτοῦ, ἑορτάζοντος πάντοτε κατὰ τὰ γενέθλια τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου.

Οἱ προσκεκλημένοι τοῦ κ. Βασάλου δὲν εἶνε πολλοί, ὄχι διότι αἱ σχέσεις αὑτοῦ εἶνε περιωρισμέναι, ἀλλὰ διότι κατὰ τὴν πρωτομαγιὰν ἔκαμε τὴν ἀνοησίαν νὰ προσκαλέσῃ πολλοὺς φίλους καὶ ὁ κῆπος αὑτοῦ μεγάλας ὑπέστη ζημίας ἐκ τῆς μεγίστης ἀδιακρισίας τῶν τε συζύγων καὶ τῶν θυγατέρων τῶν φίλων αὑτοῦ. Ἔκτοτε ἀπεφάσισε νὰ τελῇ μὲν πάντοτε τὰς εὐαρέστους ταύτας ἐν τῇ ἐξοχῇ ἑορτάς, ἀλλ’ ἐν μικρῷ κύκλῳ φίλων, ὥστε νὰ εἶνε εἰς θέσιν νὰ προφυλάττῃ τὰ ἄνθη τοῦ κήπου ἀπὸ πάσης ἐπιβουλῆς τῶν προσκεκλημένων.

Ἤδη πάντες ηὐχήθησαν αὐτῷ τὰ βέλτιστα ἐπὶ τῇ ἑορτῇ καὶ περιέρχονται τὸν κῆπον ἀναμένοντες τὴν ὥραν τοῦ ἀρίστου, ὅπερ ὁ κ. Βάσαλος παραθέτει πάντοτε πλουσιοπάροχον· ἀλλ’ ἡ ὥρα παρέρχεται καὶ οὐδεμία περὶ τούτου ὑπόμνησις γίνεται. Φαίνεται δὲ εἰς ἄκρον ἀνήσυχος ὁ οἰκοδεσπότης τὸ βλέμμα φέρων ἀπὸ τῆς κηπαίας θύρας ἐπὶ τὸν ὁρίζοντα καὶ πάσας τὰς ἀτραποὺς ἐν τῇ πεδιάδι διερευνῶν ὅπως ἀνακαλύψῃ τοὺς ἐξώρους.

Καὶ περὶ μὲν τοῦ ἐπιστηθίου αὑτοῦ φίλου ἀδιαφορεῖ ἐντελῶς· τί ἂν δὲν ἔλθῃ ὁ Αὐγουστῖνος Μεντζιφόλας; ἡ ἔλλειψίς του θὰ παρέλθῃ ἀπαρατήρητος· ἀλλ’ ὁ Θεόδωρος Παλινούδης; ἀλλ’ ἡ σύζυγος αὐτοῦ Φαιναρέτη; αὐτὴ πρὸ πάντων; διότι ταύτην ἀναμένει ὁ κ. Βάσαλος, ὅπως δώσῃ τὴν διαταγὴν νὰ κενώσωσι τὸ γάλα.

Ἡ Φαιναρέτη Παλινούδη, γυνὴ ἐξαισίοις καλλονῆς, ἦτο ἡ θεότης τοῦ κ. Βασάλου. Ὅτε τὴν ἐγνώρισε πρό τινων ἐτῶν δὲ ὤκνησε κατὰ τὴν συνήθειαν παντὸς γεροντοπαλληκάρου, νὰ ἐπιτεθῇ κατ’ αὐτῆς διὰ συστηματικῆς θεραπείας, ὅπως τὴν καρδίαν αὐτῆς κατακτήσῃ, ἀλλ’ ἰδὼν ὅτι ἀδύνατα ἐπιχειρεῖ ταχέως μετέβαλε γνώμην καὶ τὴν ἀρετὴν αὐτῆς ἐκτιμῶν ὁλοψύχως μετέστρεψεν εἰς θαυμασμὸν ὅλον ἐκεῖνον τὸν γεροντικὸν ἔρωτα, ὑφ’ οὗ πρὸς στιγμὴν ἀνεφλέχθη. Καὶ ἡ Φαιναρέτη Παλινούδη ἦτο τὸ ὃν τῆς λατρείας του· ἠρέσκετο σφόδρα ἐν τῇ συναναστροφῇ αὐτῆς, καὶ ἐνόμιζε πᾶσαν ἑορτὴν ἀποτυγχάνουσαν ἅμα ὡς ἔλειπεν αὕτη.

Ἐν τούτοις ἡ κυρία Παλινούδη δὲν ἤρχετο καὶ οἱ προσκεκλημένοι τοῦ κ. Βασάλου, νήστεις οἱ πλεῖστοι, ἤρχιζον νὰ τονθορύζωσι, διότι δὲν ἐνόουν τὸν λόγον πάσης περαιτέρω ἀναβολῆς ἀφοῦ τὰ πάντα ἦσαν ἕτοιμα ἐν τῷ ἑστιατορίῳ καὶ οἱ στόμαχοι αὐτῶν κενοί. Ὡς δ’ ἐκ συνθήματος περιεκύκλωσαν πάντες τὸν κ. Βάσαλον ἱστάμενον ἐπὶ τοῦ ἀναβάθρου τῆς οἰκίας καὶ τὴν πεδιάδα περισκοποῦντα πάντοτε.

Κυρια τισ πολυσαρκοσ διὰ τοῦ ριπιδίου αὐτῆς τὸν ὦμον τοῦ Βασάλου τύπτουσα. — Αἲ, τί λέγεις, Βάσαλε, δὲν εἶνε ὥρα νὰ φᾶμε καὶ τίποτε;

Βασαλοσ ἐξάγων τὸ ὡρολόγιόν του ἐν στενοχωρίᾳ — Νομίζετε ὅτι εἶνε ὥρα;

Γερων τισ κυριοσ τυμπανίζων ἐπιδεικτικῶς τὴν γαστέρα του. — Ἂν εἶνε ὥρα; καὶ πότε δὲν εἶνε ὅταν μᾶς ἔχῃς τόσον ὡραῖα πράγματα!

Βασαλοσ μειδιῶν καὶ ὑποχωρῶν ὅπως εἰσέλθωσιν οἱ προσκεκλημένοι. — Ὁρίστε λοιπὸν, καθήσατε ὅπως θέλετε. (Πρὸς τοὺς ὑπηρέτας, οἵτινες ἵστανται συνηθροισμένοι ἔν τινι γωνίᾳ τοῦ ἑστιατορίου). Κενώσατε τὸ γάλα.

Η πολυσαρκοσ κυρια τὸν βραχίονα τοῦ Βασάλου λαμβάνουσα καὶ εἰς τὸ ἑστιατόριον εἰσερχομένη μετὰ τὴν εἴσοδον πάντων τών άλλων. — Ἄδικα μᾶς ἔκαμες κ’ ἐπεριμέναμεν.

Βασαλοσ προσπαθῶν νὰ ἐννοήσῃ τοὺς λόγους τῆς Πολυσάρκου Κυρίας. — Ἐγὼ νὰ σᾶς κάμω νὰ περιμένετε;

Η πολυσαρκοσ κυρια μειδιῶσα εἰρωνικῶς — Ἔλα τώρα!… ὡς νὰ μὴν ἠξεύραμεν διὰ ποίαν ἦτο αὐτό.

Βασαλοσ ἐρυθριῶν. — Σᾶς βεβαιῶ, κυρία μου…

Η πολυσαρκοσ κυρια καθημένη. — Καὶ δὲν ἔχεις ἄδικον· εἶνε ὡραιοτάτη!

Βασαλοσ ὅστις ἐκάθησε παρ’ αὐτῇ. — Σᾶς δίδω τὸν λόγον τῆς τιμῆς μου, κυρία μου…

Η πολυσαρκοσ κυρια ἐκτείνουσα τὴν χεῖρα. — Δόσε μου καλλίτερα τὰ παξιμαδάκια ἐκεῖνα ἐκεῖ κάτω.

Βασαλοσ προσφέρων τὰ παξιμάδια. — Πιστεύσατέ με ὅτι....

Η πολυσαρκοσ κυρια τρώγουσα. — Ὅτι δὲν τὴν ἀγαπᾶς ἐρωτικῶς.... αὐτὸ τὸ ἠξεύρω· ἀλλὰ θὰ μοῦ ἐπιτρέψῃς νὰ σοῦ εἰπῶ εἰλικρινῶς ὅτι εἶσαι ἀνόητος.

Βασαλοσ ἀναπηδῶν. — Αἴ!

Η πολυσαρκοσ κυρια ἐξακολουθοῦσα νὰ τρώγῃ. — Ἦτο ἐποχὴ, κατὰ τὴν ὁποίαν ἦσο τρελλὸς δι’ αὐτήν.

Βασαλοσ ἔκπληκτος. — Ἐγώ;

Η πολυσαρκοσ κυρια κενοῦσα ἐξ ὁλοκλήρου τὸν κύαθον αὐτῆς. — Εὗρες ἀντίστασιν καὶ ἀπεσύρθης.

Βασαλοσ ἐν ἀδημονίᾳ — Κυρία μου…,

Η πολυσαρκοσ κυρια μειδιῶσα μυστηριωδῶς. — Ἡμεῖς ᾑ γυναῖκες εἴμεθα περίεργα ὄντα· πότε ἡ καρδία μας εἶνε σίδερον καὶ πότε εἶνε ζυμάρι. Ἔπεσες ’ς τὸ σίδερον φαίνεται, διότι ἄλλως πῶς νὰ ἐξηγήσω τὴν συμπάθειαν τὴν ὁποίαν ἔχει πρὸς τὸν Μεντζιφόλαν;

Βασαλοσ ἔκθαμβος. — Ἡ Φαιναρέτη;

Η πολυσαρκοσ κυρια χαμηλοφώνως. — Εἶνε τώρα πέντε ἡμέραι ποῦ εἶνε τρελλὴ δι’ αὐτόν.

Βασαλοσ ἐμβρόντητος. — Τρελλή;

Η πολυσαρκοσ κυρια μετ’ ἀπορίας. — Δὲν σοῦ εἶπε τίποτε αὐτός;

Βασαλοσ. — Δὲν τὸν εἶδα πρὸ μιᾶς ἑβδομάδος.

Η πολυσαρκοσ κυρια παρατηροῦσα κύκλῳ. — Καὶ δὲν τὸν βλέπω οὔτ’ ἐδῷ σήμερον… Βέβαια… ἀφοῦ δὲν εἶνε καὶ αὐτή!

Βασαλοσ μειδιῶν. Δὲν ἠξεύρω ποῦ τὰ ἐμάθατε αὐτὰ, κυρία μου, ἀλλ’ ἐγὼ δὲν τὰ πιστεύω. (Τονίζων ἑκάστην λέξιν)· Ἡ Φαιναρέτη εἶνε βράχος, εἶνε ἡ ἀρετὴ προσωπεποιημένη! (Προσφέρων αὐτῇ πινάκιον συκαμίνων). Δὲν παίρνετε ὀλίγα μοῦρα;

Η πολυσαρκοσ κυρια καγχάζουσα. — Χὰχ, ἄχ, ἄχ, ἆ! τί εἶπες; ἀρετή;… Ἐπειδὴ τὴν λέγουν Φαιναρέτην ἴσως… Χὰχ, ἄχ, ἄχ, ἆ! (Λαμβάνουσα συκάμινα). Δόσε μου ἐδῶ.... προτιμῶ τὰ μοῦρα.

Ο γερων κυριοσ, ὅστις ἠγέρθη μετ’ ἄλλων πολλῶν τῆς τραπέζης βλέπων ἅμαξαν καταφθάνουσαν πρὸ τῆς θύρας τοῦ κήπου. — Ἆ, τώρα ἔρχεται ὁ Παλινούδης! Μήπως ἀφήσατε καὶ καθόλου γάλα διὰ τὴν κυρίαν Φαιναρέτην; Ὦ, ὤ! εἶνε καὶ ὁ Μεντζιφόλας μαζῆ τους μὲ τὴν ἀδελφήν του. Αἲ, δι’ αὐτὸν ἔχει ἀρκετὰ φροῦτα!

Η πολυσαρκοσ κυρια κρατοῦσα πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τῆς χειρὸς τὸν ἐγερθέντα Βάσαλον. — Ὅταν σοῦ τὰ λέγω ἐγώ!… ἦλθε μαζῆ της, βλέπεις;

Ὁ κ. Βάσαλος ἐξῆλθεν εἰς προϋπάντησιν τῶν βραδυνάντων προσκεκλημένων, εἰσήγαγεν αὐτοὺς εἰς τὸ ἑστιατόριον καὶ διέταξε τοὺς ὑπηρέτας νὰ προετοιμάσωσι τὰ πάντα. Γάλα ὑπῆρχε μόνον διὰ τὰς δύο κυρίας· ὁ Παλινούδης ἐπῆρε μαῦρον καφέν, οὐδεμίαν ἔχων ὄρεξιν νὰ ἐγγίσῃ ἄλλο τι, καὶ ὁ Μεντζιφόλας κατεβρόχθισεν ἀσυνειδήτως ὅσα ὑπῆρχον ἐπὶ τῆς τραπέζης συκάμινα εἰς μυρίας παραδεδομένος σκέψεις καὶ ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὴν κυρίαν Παλινούδη βλέπων κρυφίως μετ’ εὐχαριστήσεως ὑποβοηθούσῃς τὴν καταβρόχθισιν τῶν συκαμίνων.

Εἶχον ἐξέλθει πάντες εἰς τὸν κῆπον καὶ περὶ τὴν τράπεζαν δὲν ἔμενεν εἰμὴ ὁ Μεντζιφόλας, ὅστις ἐξηκολούθει νὰ τρώγῃ συκάμινα καὶ ὁ Βάσαλος, ὅστις μετὰ περιεργείας παρετήρει αὐτόν.

Βασαλοσ σείων τὴν κεφαλήν. — Μπρὲ δέν ἐντρέπεσαι νὰ κάθεσαι νὰ διαδίδῃς ὅτι σ’ ἀγαπᾷ ἡ Φαιναρέτη;

Μεντζιφολασ παρατηρῶν αὐτὸν μετ’ εἰρωνείας. — Τί ἔκαμε, λέγει;… διαδίδω;… Ἀφοῦ μὲ ἀγαπᾷ, πῶς τὰ διαδίδω;

Βασαλοσ ἁρπάζων βαύκαλιν. — Κύτταξε αὐτὴν τὴν μποτίλια… σοῦ τὴν φέρνω γεμάτην ’ς τὸ κεφάλι…

Μεντζιφολασ μειδιῶν. — Καὶ τί ἀγάπην μοῦ ἔχει, καϋμένε… τρέλλαν;

Βασαλοσ κινῶν τὴν βαύκαλιν. — Σοῦ τὸ εἶπεν;

Μεντζιφολασ βρενθυόμενος. — Αἲ, καλὰ εἶσαι!

Βασαλοσ θραύων τὴν βαύκαλιν ἐπὶ τῆς τραπέζης καὶ ἀγρίαν ἐκπέμπων ὠρυγὴν. — Χμ!

Μεντζιφολασ γελῶν. — Τί κάμνεις αὐτοῦ, εὐλογημένε;

Βασαλοσ τῷ ὑπηρέτῃ ὅστις συνάζει τὰ τεμάχια τῆς βαυκάλεως. — Δόσε μου ἕνα κονιάκ.

Μεντζιφολασ μειδιῶν μακαρίως. — Ἤθελα νὰ ἤξευρα διατί σοῦ φαίνεται τόσον παράξενον αὐτὸ τὸ πρᾶγμα;

Βασαλοσ ἐν ἐξάψει. — Νὰ σοῦ εἰπῶ διατί μοῦ φαίνεται παράξενον.

Μεντζιφολασ σπουδαῖον λαμβάνων ἦθος. — Ν’ ἀκούσω.

Βασαλοσ οὗτινος ἡ ἔξαψις αὐξάνει. — Αὐτὴν τὴν γυναῖκα τὴν ἠγάπησα ἐγὼ μέχρι λατρείας, καὶ πρὸ τριῶν ἐτῶν εἶχον πλειοτέρας ἐλπίδας ἐπιτυχίας παρ’ ὅσας ἔχεις τώρα σύ.

Μεντζιφολασ μειδιῶν αὐταρέσκως. — Μήπως ἐπειδὴ εἶσαι ὡραιότερος ἀπ’ ἐμέ; Ἡ γυνὴ, φίλε μου, δὲν προσέχει τόσον πολὺ εἰς τὴν ὡραιότητα. Δὲν τῆς ἤρεσες, δὲν σὲ ἠγάπησεν· ἐγὼ τῆς ἀρέσω καὶ μὲ ἀγαπᾷ.

Βασαλοσ τῷ ὑπηρέτῃ. — Φέρε μου κι’ ἄλλο ἕνα κονιάκ.

Μεντζιφολασ γελῶν. — Τὸ φυσᾷς, βλέπω, καὶ δὲν κρυόνει.

Βασαλοσ μετά τινα σκέψιν ἡσύχως. — Ὄχι, ἀλλὰ εἶνε ἀδύνατον νὰ λέγῃς ἀλήθειαν!

Μεντζιφολασ. — Δὲν ἔχεις ἄλλα μοῦρα;

Βασαλοσ. — Σ’ ἀρέσουν;

Μεντζιφολασ. — Εἶμαι ἄξιος νὰ φάγω μιὰ μουρῃά.

Βασαλοσ τῷ ὑπηρέτῃ. — Φέρε μοῦρα εἰς τὸν κύριον.

Μεντζιφολασ εἰρωνικῶς. — Καὶ γιὰ σένα κανένα ἄλλο κονιάκ;

Βασαλοσ μετὰ μικρὰν σιγήν. — Ξεύρει πῶς σὲ λέγουν;

Μεντζιφολασ διανοίγων τοὺς ὀφθαλμούς. — Ἀστεΐζεσαι;

Βασαλοσ. — Ὄχι, ’ς τὴ ζωή σου, πές μου.... τῆς εἶπες ποτὲ ὅτι σὲ λέγουν Αὐγουστῖνον;

Μεντζιφολασ. — Πῶς δὲν τῆς τὸ εἶπα;

Βασαλοσ. — Καὶ σὲ φωνάζει Αὐγουστῖνον;

Μεντζιφολασ. — Βεβαίως.

Βασαλοσ μειδιῶν. — Καὶ δὲν γελᾷ; δὲν πέφτει ξερὴ ἀπὸ τὰ γέλοια κάτω;

Μεντζιφολασ συνοφρυούμενος. — Μὰ διατί σοῦ φαίνεται κωμικὸν τὸ ὄνομα Αὐγουστῖνος;

Βασαλοσ ἐκρηγνύμενος εἰς ἀκατάσχετον γέλωτα. — Ὄχι, εἶνε ἀδύνατον! ἐὰν ἤμην γυνὴ θὰ προετίμων ν’ ἀποθάνω καλογραῖα παρὰ νὰ φωνάζω τὸν ἐρωμένον μου Αὐγουστῖνον.

Μεντζιφολασ μειδιῶν. — Καὶ νὰ ἰδῇς μὲ τί γλύκα τὸ λέγουν τὰ χείλη της.

Βασαλοσ ἀναπηδῶν. — Αἴ!… [τῷ ὑπηρέτῃ] Φέρε μου ἕνα κονιάκ.

Μεντζιφολασ. — Ἆ, γιὰ, νὰ σοῦ εἰπῶ… κάμε μου τὴν χάριν νὰ μὴν πίνῃς τόσα κονιὰκ, διότι θὰ μεθύσῃς ἐπὶ τέλους, κ’ ἐγὼ στηρίζω τὰς ἐλπίδας μου εἰς σέ…

Βασαλοσ ἔκπληκτος. — Εἰς ἐμέ;

Μεντζιφολασ. — Αὐτὴν τὴν ἑορτήν σου σήμερον ὁ θεὸς σοῦ τὴν ἔστειλε δι’ ἐμέ… μάλιστα. Ἕως τώρα δὲν ἠδυνάμην νὰ ἐννοήσω διατὶ δὲν ἑορτάζεις ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τὸν Ἰανουάριον ἢ τὸν Αὔγουστον, τώρα εὑρίσκω ὅτι κάμνεις πολὺ καλά. Ὁ Αὔγουστος θὰ μᾶς ἐπήγαινε μακράν, καὶ ὁ Ἰανουάριος ἀκόμη μακρήτερα.

Βασαλοσ ὅστις παρετήρει αὐτὸν περιέργως. — Τί θέλεις νὰ εἰπῇς μὲ αὐταῖς τῇς ἀνοησίαις σου;

Μεντζιφολασ. — Ξεύρεις τί ζηλότυπος εἶνε ὁ ἄνδρας της; δὲν τὴν ἀφίνει οὔτε βῆμα. Εἰς τὸ σπίτι της λοιπὸν εἶνε ἀδύνατον νὰ τὴν ἰδῶ ὅπως θέλω· κἄτι ἄκραις μέσαις εἴπαμεν καὶ ἐννοεῖς πολὺ καλὰ ὅτι ἐδῷ θὰ εἰποῦμεν τὰ ἐπίλοιπα....

Βασαλοσ ἐγειρόμενος. — Εἰς τὸ σπίτι μου;

Μεντζιφολασ ἀναγκάζων αὐτὸν νὰ καθήσῃ. — Κάθησε τώρα, ποῦ ἐπῆρες ἀμέσως ἀέρα μητροπολίτου! Εἰς τὸ σπίτι σου, μάλιστα… ποῦ, θέλεις νὰ πάγω;

Βασαλοσ ἀνανεύων. — Ποτέ!

Μεντζιφολασ εἰρωνικῶς. — Διατί παρακαλῶ; διότι εἶμαι εὐτυχέστερος ἀπὸ σέ;

Βασαλοσ ταρασσόμενος. — Αἴ;

Μεντζιφολασ. — Λοιπὸν ἐκ ζηλοτυπίας μοῦ ἀρνεῖσαι αὐτὴν τὴν χάριν, σὺ ὁ παλαιός μου φίλος;....

Βασαλοσ. — Μὲ θεωρεῖς πολὺ μικρὸν νὰ ὑποθέτῃς ὅτι ἄγομαι εἰς τοῦτο ὑπὸ τοιούτου μηδαμινοῦ αἰσθήματος.

Μεντζιφολασ. — Καὶ ὅμως....

Βασαλοσ. — Ὄχι βεβαίως· ἄλλα δὲν εἶνε δυνατὸν νὰ πιστεύσω ἀκόμη ὅτι ἡ Φαιναρέτη σὲ ἀγαπᾷ.

Μεντζιφολασ γελῶν. — Ἆ, τί παιδὶ ποῦ εἶσαι!…

Βασαλοσ. — Εἶνε τόσον ὑπεράνω τῶν ἰδεῶν αὐτῶν ἡ Φαιναρέτη ὥστε.....

Μεντζιφολασ διακόπτων αὐτόν. — Μπρὲ τί κάθεσαι καὶ λὲς; Χθὲς ἐμείναμεν σύμφωνοι νὰ ἔλθωμεν μαζῆ ἐδῷ, ἀλλὰ πῶς νὰ τὸ κατορθώσωμεν ποῦ δὲν θὰ ἐπείθετο ποτὲ ὁ σύζυγός της; Τί κάμνω; Πηγαίνω μὲ τὴν ἅμαξάν μου δῆθεν διὰ νὰ τοὺς πάρω καὶ λέγω εἰς ἕνα φίλον μου, εἰς τὸν ὁποῖον εἶπα τί ἔπρεπε νὰ κάμῃ, νὰ εἶν’ ἐκεῖ πλησίον εἰς τὸ σπίτι τοῦ Παλινούδη. Τὴν στιγμὴν ποῦ ἐξήρχετο εἰς τὴν θύραν ὁ Παλινούδης, πηδᾷ εἰς τὴν ἅμαξάν του ὁ φίλος μου καὶ λέγει τοῦ ἁμαξᾶ: — Γρήγορα ’ς τὸ γιατρὸ, γιατὶ πεθαίνει ὁ ἄνθρωπος

Βασαλοσ. — Ποιός ἄνθρωπος;

Μεντζιφολασ. — Αὐτὸ εἶπε καὶ ὁ Παλινούδης. Τότε ὁ φίλος μου στρέφει, τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ ἀφήσῃ τὴν ἅμαξάν του διὰ μίαν στιγμὴν, ἀλλ’ ἕως ὅτου νὰ συγκατανεύσῃ ὁ Παλινούδης τὸ τάλληρον ἦτο ’ς τὸ χέρι τοῦ ἁμαξᾶ κρυφὰ κρυφὰ καὶ ἐνῷ ὁ φίλος μου φεύγει μὲ τὴν ἅμαξαν ’ς τὰ τέσσαρα, ἐγὼ προσφέρω τὰς δύο θέσεις τῆς ἁμάξης μου εἰς τὸν Παλινούδην καὶ εἰς τὴν σύζυγόν του. Αὐτὸς φυσικῷ τῷ λόγῳ δὲν δέχεται· καὶ καθήμεθα λοιπὸν κάτω εἰς τὴν θύραν ἀναμένοντες τὴν ἅμαξαν· ἀλλὰ ναί!… ποῦ νὰ γυρίσῃ; Ἐν τούτοις ἀνὰ πᾶσαν στιγμὴν τὸν παρακαλῶ νὰ λάβῃ θέσιν ἐν τῇ ἁμάξῃ μου· αὐτὸς μὲ τὴν πρόφασιν δῆθεν ὅτι θὰ μᾶς ἐνοχλήσῃ δὲν θέλει νὰ δεχθῇ καὶ ἐξακολουθοῦμεν περιμένοντες τὴν ἅμαξαν.

Βασαλοσ. — Δι’ αὐτὸ ἠργήσατε τόσον;

Μεντζιφολασ. — Δι’ αὐτό, βεβαίως.

Βασαλοσ τῷ ὑπηρέτῃ. — Φέρε μου ἕνα κονιάκ.

Μεντζιφολασ. — Μὴν πίνῃς καὶ σὲ χρειάζομαι!

Βασαλοσ. — Λοιπόν;

Μεντζιφολασ. — Αἴ, ὅταν ἀπηλπίσθη πλέον διὰ τὴν ἅμαξάν του, εἶδε δὲ ὅτι δὲν τοῦ ἔμενε καιρὸς νὰ στείλῃ νὰ φέρῃ ἄλλην, ἠναγκάσθη νὰ λάβῃ θέσιν εἰς τὴν ἰδικήν μου, κ’ ἔτσι ἐκάθησεν αὐτὸς ἀπέναντι τῆς ἀδελφῆς μου, κ’ ἐγὼ ἀπέναντι τῆς Φαιναρέτης καὶ σὲ ἀφίνω πλέον νὰ φαντασθῇς μίαν ὥραν δρόμον πόσα εἴπαμεν..... μὲ τὰ πόδια.

Βασαλοσ. — Νὰ σοῦ εἰπῶ ἕνα πρᾶγμα; ὅλ’ αὐτὰ εἶνε ψευτιαῖς.

Μεντζιφολασ. — Αἴ;

Βασαλοσ. — Μάλιστα.

Μεντζιφολασ μετὰ μικρὰν σιγήν. — Ἔχεις καὶ ἄλλα μοῦρα;

Βασαλοσ. — Θὰ σὲ πειράξουν.

Μεντζιφολασ. — Ἔχεις;

Βασαλοσ τῷ ὑπηρέτῃ ὅστις φέρει τὸ κονιάκ. — Πηγαίνετε νὰ κόψετε ὅσα μοῦρα εἶνε ’ς τὸ περιβόλι.

Μεντζιφολασ βλέπων τὸν Βάσαλον ἐγειρόμενον. — Λοιπὸν εἴμεθα σύμφωνοι;

Βασαλοσ. — Εἰς τί;

Μεντζιφολασ. — Θὰ μὲ βοηθήσῃς διὰ τὴν συνέντευξίν μου.

Βασαλοσ μετὰ μικρὰν σκέψιν. — Ἔχεις τὸ ἐλεύθερον νὰ κάμῃς ὅτι θέλεις· ὅλ’ αὐτὰ εἶνε κολοκύθια.

Μεντζιφολασ ἐγειρόμενος. — Πηγαίνω νὰ ἰδῶ ἂν ἐκείνη ἡ σκιὰς πλησίον τῆς μεγάλης πλατάνου εἶνε κατάλληλος.

Βασαλοσ γελῶν. — Πήγαινε, πήγαινε.

Μεντζιφολασ — Ἐμεγάλωσεν ἡ τριανταφυλλιὰ ὥστε νὰ μὴ φαίνεται κανεὶς ἀπ’ ἔξω;

Βασαλοσ. — Οὔ!.. εἶνε πυκνοτάτη… Δὲν πιστεύω νὰ ὑπάρχῃ καταλληλότερον μέρος δι’ ἐρωτικὴν συνέντευξιν.... ὅταν δύναται κανεὶς νὰ ἔχῃ τοιαύτην.

Μεντζιφολασ εἴρων. — Ἂ, ἄ! βλέπω ὅτι θέλεις νὰ μᾶς πάρῃς καὶ ’ς τὸ χέρι.

Βασαλοσ βλέπων τὸν ὑπηρέτην, ὅστις φέρῃ πινάκιον πλῆρες συκαμίνων. — Φάγε τώρα τὰ μοῦρά σου καὶ αὔριον τὰ λέγομεν πάλιν.

Μεντζιφολασ καθήμενος καὶ τρώγων συκάμινα. —Ποῦ πᾶς;

Βασαλοσ. — Αἴ, δὲν εἶσαι δὰ μόνος ἐδῷ σήμερον· πρέπει νὰ περιποιηθῶ καὶ τοὺς ἄλλους φίλους μου.

Μεντζιφολασ. — Τὸν Παλινούδη σὲ παρακαλῶ πρὸ πάντων· αὐτὸν νὰ μοῦ ἀσφαλίσῃς εἰς καμμίαν πρέφαν, διὰ νὰ μὴ τὸν ἰδοῦμεν ἔξαφνα ἐμπρός μας ἐκεῖ ποῦ θὰ καθήμεθα ἥσυχοι.

Βασαλοσ ἐξερχόμενος τοῦ ἑστιατορίου. — Καλὰ, καλά! [Ἰδίᾳ] Ἢ αὐτὸς εἶνε κακοήθης ἢ ὁ κόσμος ἐχάλασεν, ἀφοῦ καὶ ἡ Φαιναρέτη δεικνύει σημεῖα ἐλαφρότητος. [Βαδίζων ταχέως καὶ ἀναζητῶν τινα διὰ τῶν δένδρων]. Ἀλλὰ εἶνε ἀδύνατον! Θὰ τοῦ εἶπεν ἴσως κανένα γλυκὸν λόγον καὶ αὐτὸς ἐπίστευσεν ἄλλα. Ἡ Φαιναρέτη τὸ συνηθίζει αὐτό· τῆς ἀρέσει νὰ χαριεντίζεται· ἀλλ’ ἀπὸ τούτου μέχρι τοῦ τελευταίου σημείου ὑπάρχει μεγάλη ἀπόστασις, καὶ αὐτὸς διὰ τοῦ τρόπου του μοῦ ἔδωκε νὰ ἐννοήσω ὅτι σήμερον αὔριον.... [Ταχύνων τὸ βῆμα ἐν ἐξάψει]. Διάβολε!.. ἂν ἔχῃ τοιαύτας διαθέσεις ἡ Φαιναρέτη διατί νὰ μὴ προτιμήσῃ ἐμένα; Καὶ νεώτερος εἶμαι ἀπὸ τὸν Μεντζιφόλαν καὶ δὲν εἶμαι καὶ τόσον κακομούτζουνος ’σὰν κι’ αὐτὸν, καὶ ἐπὶ τέλους δὲν βάφομαι ὅπως βάφεται αὐτὸς ὁ βλάξ!… [Βλέπων ἀσκαρδαμυκτὶ πρός τι σημεῖον]. Νά την!… καὶ εἶνε τόσον ὡραία! [Πνίγων βαθὺν στόνον]. Μασκαρᾶ Μεντζιφόλα, ἐὰν πράγματι σὲ ἀγαπᾷ, εἶσαι ὁ εὐτυχέστερος τῶν ἀνθρώπων.

Η κυρια παλινουδη μειδιῶσα εὐχαρίστως. — Τί γίνεσθε, κύριε Βάσαλε; ἔτσι μᾶς ἀφίνετε μόνας;

Βασαλοσ τεθορυβημένος — Κυρία μου…

Ο γερων κυριος μορφάζων. — Σᾶς εὐχαριστῶ, κυρία Φαιναρέτη, καὶ τόσην ὥραν ποῦ εἶμαι μαζῆ σας ἐγώ;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Καὶ ποιὸς σὲ παίρνει σὲ σημείωσιν ἐσένα;

Ο γερων κυριοσ. — Καὶ σεῖς, κυρία μου;

Η πολυσαρκοσ κυρια λαμβάνουσα τὸν βραχίονα τοῦ Γέροντος Κυρίου καὶ κρυφίως αὐτῷ λαλοῦσα ἐνῷ ἀπομακρύνονται. — Ὅταν λέγω τοῦτο περὶ σοῦ, τὸ λέγω καὶ περὶ ἐμοῦ, διότι δὲν παρετήρησες ὅτι τόσην ὥραν ἡ κυρία Παλινούδη ἐπερίμενε κἄποιον; Ἀντὶ τοῦ Μεντζιφόλα ὅμως ἦλθεν ὁ Βάσαλος, καὶ νὰ σοῦ εἰπῶ τὴν ἀλήθειαν, δὲν θὰ δυσαρεστηθῶ καθόλου ἐὰν κατορθώσῃ νὰ τοῦ τὴν πάρῃ.....

Ο γερων κυριοσ ἔκπληκτος. — Καλὲ τί λέγετε; ἡ κυρία Παλινούδη εἶνε φρονιμωτάτη.

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Αἴ, ὅλαι εἴμεθα φρόνιμαι ὅταν μᾶς λείπῃ ἡ εὐκαιρία.

Ο γερων κυριοσ ἐμβρόντητος. — Καὶ ἡ κυρία Παλινούδη λοιπόν…

Η πολυσαρκοσ κυρια μειδιῶσα. — Φαίνεται ὅτι τὴν ηὗρεν ἐπὶ τέλους τὴν εὐκαιρίαν, ἀλλ’ ἔπεσεν εἰς κακὰ χέρια καὶ θὰ αἰσθανθῶ κρυφὴν χαρὰν ἂν περάσῃ εἰς τὰ χέρια τοῦ Βασάλου, ὅστις τὴν ἠγάπα ἐμμανῶς πρὸ τριῶν ἐτῶν.

Ο γερων κυριοσ στρεφόμενος κρυφίως καὶ βλέπων τὴν κυρίαν Παλινούδη συνομιλοῦσαν μετὰ τοῦ Βασάλου. — Ἔχω τὴν ἰδέαν ὅτι περνᾷ, διότι πολὺ τὸν γλυκοκυττάζει.

Η πολυσαρκος κυρια, ἥτις παρετήρησε καὶ αὕτη. — Δὲν πιστεύω… Τὸ γλυκοκύτταγμα δὲν εἶνε τεκμήριον πάντοτε.

Ο γερων κυριοσ. — Κυτᾶξτε ὅμως πῶς γελᾷ....

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Διὰ νὰ τὸν γελάσῃ… Διότι αὐτὸς ὁ ἀνόητος ἔχει τὴν βλακείαν νὰ πιστεύῃ ἀκραδάντως εἰς τὴν ἀρετήν της.... Ὤ, βεβαίως θὰ τὸν γελάσῃ… τὸ βλέπω ἀπὸ τὴν στάσιν τοῦ Βασάλου.... Καὶ ἂν δὲν ἔχῃ τὴν ἐπιτηδειότητα νὰ τὴν σαγηνεύσῃ ἐπὶ τέλους, αὐτὰς τὰς ἡμέρας θὰ τὴν κατακτήσῃ ὁ ἄλλος.

Ο γερων κυριοσ. — Μὰ διατὶ ἐνδιαφέρεσθε τόσον πολὺ διὰ τὸν Βάσαλον;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Διότι σιχαίνομαι τὸν Μεντζιφόλαν καὶ θυμόνω ὅταν τοιοῦτοι ἄνθρωποι κατορθώνουν τὰ πάντα μὲ μερικαὶς ἀνόηταις ἀπὸ ἡμᾶς. Ἰδίως ὅμως ἐνδιαφέρομαι διὰ τὴν ἀξιοπρέπειαν τοῦ φύλου μου.

Ο γερων κυριοσ. — Ἡ ἐπιθυμία σας ἐκτελεῖται κατ’ εὐχήν, κυτᾶξτε πῶς ἀπεχωρίσθησαν· μόνον ποῦ δὲν τὸν ἐφίλησεν ἡ κυρία Παλινούδη.

Η πολυσαρκοσ κυρια γελῶσα … Τί ἄπειροι ποῦ εἷσθε σεῖς οἱ ἄνδρες ὅσον καὶ ἂν γεράσητε! Εἶμαι βεβαία ὅτι τὸν ἔπεισε περὶ τῆς ἀρετῆς της. Ἀλλὰ δὲν ἐννοῶ νὰ χάσω οὔτε μίαν στιγμήν, καὶ θὰ κάμω τὸν κόσμον ἄνω κάτω διὰ νὰ πεισθῇ ἐπὶ τέλους ὁ Βάσαλος ὅτι δὲν εἶνε καὶ τόσον βράχος ἡ κυρία Παλινούδη του.

Καὶ ἡ Πολύσαρκος Κυρία ἐγκαταλιμπάνουσα τὸν Γέροντα Κύριον εἰσῆλθε ταχέως εἰς ἀτραπὸν ὑπὸ ροδοδαφνῶν ἐπεσκιασμένην, καὶ γοργῷ ποδὶ ἔλαβε τὴν ἄγουσαν πρὸς τὴν σκιάδα, ὅπου συνήντησε μυσπολοῦσαν προηγουμένως τὴν κυρίαν Παλινούδη.

Ἔξω τοῦ ἑστιατορίου ἵστατο ἀνήσυχος ὁ Μεντζιφόλας ὡσεὶ ἀναζητῶν τινα. Ἔβλεπε κύκλῳ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀνησυχία του ηὔξανε καταπληκτικῶς. Αἴφνης διακρίνει μακρόθεν τὸν Βάσαλον καὶ τρέχει ἀσθμαίνων πρὸς αὐτόν.

Βασαλοσ μειδιῶν. — Αἴ, εἶδες τὴν σκιάδα;

Μεντζιφολασ περιχαρής. — Εἶνε λαμπρά, δὲν θὰ μᾶς ἀνησυχήσῃ κανείς, διότι ὅλοι σχεδὸν παίζουν κροκέτον· ἀλλὰ τὸν σύζυγον πρὸς Θεοῦ, τὸν σύζυγον· τὸν βλέπω καὶ τριγυρίζει παντοῦ. Εὗρέ του μίαν πρέφαν, ἕνα βίστ, μίαν κοντζίναν τοὐλάχιστον!…

Βασαλοσ. — Δὲν ἔχω κανένα.

Μεντζιφολασ. — Κάμε του ἕνα πικέτον, σῶσέ με, Βάσαλε· καταλληλοτέραν περίστασιν ἀπ’ αὐτὴν δὲν θὰ εὕρω… ἡ πρώτη ἐρωτικὴ συνέντευξις… ἐννοεῖς;

Βασαλοσ σοβαρῶς. — Ἄκουσε νὰ σοῦ εἰπῶ, φίλε μου. Ἠξεύρεις πόσον σὲ ἀγαπῶ, ἀλλὰ μὴ νομίζῃς ὅτι δύναμαι νὰ σοῦ συγχωρήσω καὶ αὐτὰς τὰς ἀνοησίας σου. Ὅταν ἐκθέτῃ τις μίαν γυναῖκα, ἔστω καὶ εἰς τὸν φίλον του αὐτόν, πράττει πάντως κακὴν πρᾶξιν, πολλῷ μᾶλλον ὅταν τὴν ἐκθέτῃ δωρεάν· καὶ τοῦτο πράττεις σὺ αὐτὴν τὴν στιγμὴν προσπαθῶν νὰ μὲ πείσῃς ὅτι σ’ ἀγαπᾷ ἡ Φαιναρέτη καὶ ὅτι πρόκειται νὰ συναντηθῆτε εἰς τὴν σκιάδα.

Μεντζιφολασ ἐξεστηκώς. — Ἀλλά, φίλε μου…

Βασαλοσ. — Αὐτὴν την στιγμὴν συνωμίλησα μαζῆ της.

Μεντζιφολασ περίφοβος. — Μήπως τῆς εἶπες;…

Βασαλοσ. — Περὶ σοῦ; ὄχι· ἔσο ἥσυχος· αὐτὰ δὲν τὰ κάμνω ἐγώ.

Μεντζιφολασ ἀδημονῶν. — Λοιπόν;

Βασαλοσ. — Τῆς ὡμίλησα τοιουτοτρόπως ὥστε ἂν ἦτο γυνὴ ὅπως θέλεις νὰ μοῦ τὴν παραστήσῃς σύ, θὰ ἔπιπτε, ναί, θὰ ἔπιπτεν εἰς τὴν ἀγκάλην μου.

Μεντζιφολασ μειδιῶν καὶ ἀνατείνων τὰς χεῖρας ὡς ἐν ἀπελπισμῷ. — Μὰ ἀφοῦ ἀγαπᾷ ἐμένα, πῶς ἔχεις τὴν ἀπαίτησιν νὰ πέσῃ εἰς τὴν ἰδικήν σου τὴν ἀγκάλην;

Βασαλοσ ἐξακολουθῶν δι’ ἐπιτιμητικοῦ τόνου. — Ἐκ τοὐναντίου· ὄχι μόνον τοῦτο δὲν ἔκαμεν, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν λεπτὴν αὐτῆς εἰρωνείαν μοῦ ἔδωκε νὰ ἐννοήσω πολὺ καλά, ὅτι οὐδέποτε, ἤκουσας; οὐδέποτε θὰ κατορθώσῃ ἄλλος ἄνθρωπος πλὴν τοῦ συζύγου της νὰ καυχηθῇ ἐπὶ τῇ κατακτήσει αὐτῆς.

Μεντζιφολασ. — Νὰ σοῦ εἰπῶ ἕνα πρᾶγμα; νὰ μὴ μὲ σκοτίζῃς.

Βασαλοσ στρέφων αὐτῷ τὰ νῶτα. — Πολὺ καλά.

Μεντζιφολασ κρατῶν αὐτὸν ἀπὸ τῆς χειρός. — Λοιπὸν δὲν θὰ μοῦ ἐξοικονομήσῃς τὸν σύζυγον;

Βασαλοσ ἱστάμενος. — Μά…

Μεντζιφολασ ἱκετευτικῶς. — Κάθησέ τον καϋμένε, σ’ ἕνα σκαμνὶ δύο τρεῖς ὥρας… δὲν σοῦ ζητῶ παραπάνω… μοῦ τὸ ὑπόσχεσαι;

Βασαλοσ μετά τινα δισταγμόν. — Σοῦ τὸ ὑπόσχομαι.

Μεντζιφολασ σφίγγων αὐτῷ τὴν χεῖρα. — Εὐχαριστῶ.

Βασαλοσ κινῶν τὴν κεφαλήν. — Καὶ ὅταν ἔλθῃς νὰ μοῦ εἰπῇς ὅτι σ’ ἐφίλησεν ἡ Φαιναρέτη νὰ μοῦ τρυπᾷς τὴν μύτην ἐμένα.

Μεντζιφολασ ἀπερχόμενος περιχαρής. — Θὰ σοῦ τὸ εἰπῶ χωρὶς νὰ καταφύγω εἰς τοιαύτην ἐγχείρησιν.

Ὁ κ. Βάσαλος παρατηρήσας ἐπ’ ὀλίγον τὸν ἀπερχόμενον Μεντζιφόλαν ὕψωσε τοὺς ὤμους καὶ μετέβη πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἔπαιζον οἱ προσκεκλημένοι του κροκέτον ἵνα ἐκτελέσῃ τὴν ὑπόσχεσίν του.

Μετὰ πολλὰς ἐρεύνας κατώρθωσε τέλος νὰ συλλάβῃ τὸν Γέροντα Κύριον ὅστις ἤρχιζε νὰ βαρύνεται μένων ἄεργος καὶ παραλαβὼν καὶ τὸν Κύριον Παλινούδην, ἐν τῷ κήπῳ περιδιαβάζοντα, σφόδρα δ’ ἐπιθυμοῦντα νὰ παίξῃ πικέτον ὡδήγησεν αὐτοὺς εἰς τὸ ἄνω δῶμα, ὅπερ συνέκειτο ἐξ ἑνὸς καὶ μόνου μεγάλου δωματίου, καὶ ἐκεῖ προητοίμασε πάντα τὰ χρειώδη, ὅπως ἐν ἀνέσει παίξωσι τὸ παιγνίδιον αὐτῶν. Εἶτα κατῆλθεν εἰς τὸ ἑστιατόριον καὶ ἐξηκολούθησε νὰ πίνῃ κονιάκ, διότι ἂν καὶ εἶχε μεγάλην φιλίαν πρὸς τὸν Μεντζιφόλαν, ἐξετίμα ὅμως τελειότερον τὴν Φαιναρέτην, καὶ μόνη ἡ ἰδέα, ἔστω καὶ ψευδὴς δι’ αὐτόν, ὅτι ἠδύνατο αὕτη ν’ ἀγαπήσῃ ἄνθρωπον, ἀνεστάτου πάσας τὰς ἴνας τῆς καρδίας του καὶ μετέρριπτεν αὐτὸν εἰς παλαιὰν ἐποχήν, καθ’ ἣν τοσαύτην τῇ προσήνεγκε λατρείαν.

Εἶχε κενώσει καὶ τρίτον ποτηρίδιον ὅτε εἶδεν εἰσερχομένην εἰς τὸ ἑστιατόριον τὴν Πολύσαρκον Κυρίαν.

Βασαλοσ βαίνων εἰς προϋπάντησιν αὐτῆς. — Τί δύναμαι νὰ σᾶς προσφέρω κυρία μου;

Η πολυσαρκοσ κυρια λαμβάνουσα τὸν βραχίονά του. — Τὸν βραχίονά σου πρὸς τὸ παρόν.

Βασαλοσ μειδιῶν. — Καὶ τίποτε ἄλλο;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Τίποτε.

Βασαλοσ ὑποκλίνων. — Ἀληθῶς εἷσθε εἰς ἄκρον ὀλιγαρκής.

Η πολυσαρκοσ κυρια ὁδηγοῦσα τὸν Βάσαλον ἔξω τοῦ ἑστιατορίου. — Ὅταν ἐγὼ λέγω κἄτι τί εἶμαι πάντοτε βεβαία καὶ δὲν ὁμιλῶ ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχεν!

Βασαλοσ ἐντείνων τὴν προσοχὴν αὑτοῦ. — Περὶ τίνος πρόκειται;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Τί σοῦ ἔλεγεν ἡ κυρία Παλινούδη;

Βασαλοσ πᾶν ἄλλο ἀναμένων ἢ τὴν ἐρώτησιν ταύτην. — Μά… τίποτε σχεδόν.

Η πολυσαρκοσ κυρια εἰρωνικῶς. — Ὄχι δά; κ’ ἐγὼ ἐνόμιζα ὅτι τῆς ἐξέφραζες ἐκ νέου τὸν παλαιὸν ἔρωτά σου!

Βασαλοσ ἐν στενοχωρίᾳ. — Νομίζετε;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Ἐπερίμενα περισσοτέραν εἰλικρίνειαν ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὸν ὁποῖον ἔχω τόσην διάθεσιν νὰ παράσχω μεγάλην ἐκδούλευσιν.

Βασαλοσ. — Τί ἐννοεῖτε;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Ἔλα τώρα σὲ παρακαλῶ, ἀλλὰ νὰ μοῦ εἰπῇς ὅλην τὴν ἀλήθειαν· τῆς ἔλεγες ὅτι τὴν ἀγαπᾷς.

Βασαλοσ μετά τινα δισταγμόν. — Δηλαδή…

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Ἀλήθεια· τῆς τὸ ἔλεγες.

Βασαλοσ σταθερῶς. — Αἴ, μάλιστα.

Η πολυσαρκοσ κυρια. Καὶ αὐτὴ τί σοῦ ἀπεκρίθη, αὐτή;

Βασαλοσ στένων. — Ὅτι ἀγαπᾷ τὸν σύζυγόν της.

Η πολυσαρκοσ κυρια προσπαθοῦσα νὰ κρατήσῃ τὸν γέλωτά της. — Τὸν Παλινούδην;

Βασαλοσ στένων ἐκ δευτέρου. — Ναί.

Η πολυσαρκοσ κυρια μὴ δυναμένη νὰ κρατήσῃ τὸν γέλωτά της. — Καὶ σὺ τὸ ἐπίστευσες.

Βασαλοσ στένων ἐκ τρίτου. — Διατὶ ὄχι;

Η πολυσαρκοσ κυρια καγχάζουσα. — Εἶσαι ἠλίθιος, καϋμένε!

Βασαλοσ. Ἂς ἀφήσωμεν τἀστεῖα, κυρία μου, κατὰ μέρος· δὲν ἔχετε δίκαιον νὰ θεωρῆτε τὴν Φαιναρέτην τόσον ἐλαφράν· σεῖς δὲν εἶσθε κακή· πῶς ἐπιμένετε εἰς τὴν ἰδέαν σας αὐτήν;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Καὶ εἶσαι πεπεισμένος περὶ τῆς ἀρετῆς της;

Βασαλοσ ἐνθουσιωδῶς. — Κἄτι τι περισσότερον!

Η πολυσαρκοσ κυρια γελῶσα. — Ἄ, οἱ ἄνδρες, οἱ ἄνδρες!… θὰ εἶσθε πάντοτε παιδιά!

Βασαλοσ σοβαρῶς. — Ἔχω τὴν τιμὴν νὰ σᾶς διαβεβαιώσω, ὅτι δὲν εὑρίσκονται δύο κυρίαι καθὼς πρέπει ἐν Ἀθήναις ὡς τὴν Φαιναρέτην.

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Εἶμαι ἐγὼ μέσα εἰς αὐτὰς τὰς δύο;

Βασαλοσ τεθορυβημένος. — Πῶς;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Δὲν εἶμαι… ἂς εἶνε.

Βασαλοσ προθύμως. — Δὲν λέγω....

Η πολυσαρκοσ κυρια διακόπτουσα. — Καὶ βεβαίως εἶσαι ἱκανὸς νὰ πάρῃς καὶ ὅρκον, ὅτι δὲ ἀγαπᾷ τὸν Μεντζιφόλαν.

Βασαλοσ ἐνθέρμως. — Μὲ τὰ δύο μου τὰ χέρια.

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Ἢ ἐσὺ εἶσαι τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς βλακείας ἢ αὐτὴ εἶνε περισσότερον ἀφ’ ὅ τι τὴν ἐφανταζόμην εὐφυής.

Βασαλοσ. — Πῶς μὲ κακομεταχειρίζεσθε σήμερον!

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Μὰ ὅταν μοῦ λέγῃς τέτοια πράγματα… ὅταν διατείνεσαι ὅτι ὁ Μεντζιφόλας.....

Βασαλοσ διακόπτων. — Δὲν εἶχε τὴν ἀναίδειαν ὁ ἀνόητος διὰ νὰ μὲ πείσῃ ὅτι ἔχει μαζῆ της ἐρωτικὴν συνέντευξιν ἐδῷ εἰς τὴν σκιάδα ποῦ βλέπομεν ἐμπρός μας, δὲν εἶχε τὴν ἀναίδειαν νὰ μὲ παρακαλέσῃ νὰ βάλω τὸν Παλινούδην νὰ παίξῃ χαρτιὰ, διὰ νὰ μὴ τύχῃ καὶ τὸν ἀνησυχήσῃ δῆθεν;

Η πολυσαρκοσ κυρια μετὰ περιεργείας. — Καὶ σὺ τί ἔκαμες;

Βασαλοσ σείων τὴν κεφαλήν. — Τὸν ἔχω ἐπάνω καὶ παίζει, ἔχω ὅμως καὶ τὴν ἀκράδαντον πεποίθησιν ὅτι ὁ Μεντζιφόλας εἶνε ψεύστης.

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Λοιπὸν δέν πιστεύεις ὅτι τὸν ἀγαπᾶ τὸν Μεντζιφόλαν;

Βασαλοσ ἐκθύμως. — Ὄχι.

Η πολυσαρκοσ κυρια χαμηλοφώνως. — Μὴ φωνάζῃς τόσον πολύ.

Βασαλοσ. — Διατί;

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Διὰ νὰ μὴ τοὺς ταράξωμεν.

Βασαλοσ ἔκπληκτος. — Ποιούς;

Η πολυσαρκοσ κυρια βαίνουσα ἀκροποδητί. — Κύτταξέ τους μέσα εἰς τὴν σκιάδα.

Βασαλοσ κρυπτόμενος ὄπισθεν τῶν θάμνων. — Ἆ!

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Τοὺς βλέπεις πῶς εἶνε ἀγκαλιασμένοι; καὶ ἀκούεις τί τῆς λέγει; καὶ διακρίνεις τί τοῦ ἀπαντᾷ;

Βασαλοσ συνέχων τὴν ἀναπνοὴν καὶ τὸ ὑπὸ τοῦ ἱδρῶτος περιρρεόμενον μέτωπον αὐτοῦ ἀπομάσσων. — Εἶνε δυνατόν;

Η πολυσαρκοσ κυρια σαρδόνιον γελῶσα. — Ἰδοὺ ἐκείνη, τὴν ὁποίαν ἠγάπησες καὶ διὰ τὴν ὁποίαν λέγεις ὅτι παίρνεις καὶ ὅρκον!

Βασαλοσ τρίβων τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ. — Εἶνε ὀπτασία!

Η πολυσαρκοσ κυρια. — Ἐγὼ ὡς μόνην τιμωρίαν σου, ὅτι δὲν ἐπείσθης εἰς τοὺς λόγους μου, σὲ ἀφίνω ἐδῷ ἀπέναντι αὐτῆς τῆς ὀπτασίας καὶ πηγαίνω ἐπάνω νὰ καθήσω πλησίον τοῦ συζύγου, διὰ νὰ μὴ τυχὸν τὸν φωτίσῃ ὁ διάβολος καὶ ἔλθῃ νὰ τὴν διαλύσῃ.

Καὶ ὁ κ. Βάσαλος ἔμεινεν ἐκεῖ ἀπελιθωμένος, μὴ δυνάμενος νὰ πιστεύσῃ τὰ ὄμματά του, ἀμφιβάλλων περὶ τῆς ἀκοῆς αὑτοῦ.

Ἤλπισε πρὸς στιγμὴν, ὅτι κατείχετο ὑπὸ ἐφιάλτου, ἀλλὰ ταχέως πᾶσα τοιαύτη ἐλπὶς ἀπέπτη, διότι ἔβλεπε τὰ χείλη τοῦ Μεντζιφόλα παταγωδῶς πίπτοντα ἐπὶ τῶν παρειῶν τῆς Φαιναρέτης καὶ ἤκουε τὴν γλυκείαν αὐτῆς φωνὴν ἐν μέθῃ ἔρωτος ὁρκιζομένην αἰωνίαν πίστιν τῷ Μεντζιφόλᾳ.

Λοιπὸν ἦτο ἀληθές! ὁ ἀηδὴς οὗτος ἄνθρωπος, ὁ ρυπαρὸς καὶ ἀκάθαρτος εἶχε κατορθώσει νὰ σαγηνεύσῃ τὴν ὡραίαν Φαιναρέτην; Ἀλλὰ πῶς; διὰ τῆς εὐφυΐας του; δὲν εἶχεν· διὰ τῶν τρόπων του; ἦτο ἀπεχθής.

Τὰ μυστήρια τῆς φύσεως εἶνε ἀληθῶς ἀνεξιχνίαστα· ὑπάρχουσιν ὅμως ἄνθρωποι ἐπιστήμονες, οἵτινες δι’ ἐνδελεχοῦς μελέτης κατορθοῦσιν ἐπὶ τέλους νὰ διαλευκάνωσι τινὰ τούτων· ἀλλὰ τὴν καρδίαν τῆς γυναικὸς τίς ποτε σοφὸς θὰ δυνηθῇ ν’ ἀναλύσῃ, ὅπως διακριβώσῃ ἐκ τίνων σύγκειται συστατικῶν. Εἶνε βόρβορος; εἶνε ἡλιακὴ ἀκτίς; εἶνε κρᾶμά τι ἐξ ἀμφοτέρων; εἶνε τοῦ ρόδου ἡ εὐωδία ἢ τῆς νυκτερίδος τὸ πτερόν;

Ὑπὸ τοιούτων ἐμφορούμενος σκέψεων κατέπεπτεν ἡσύχως τὴν ὀργήν του ὁ κ. Βάσαλος καὶ εἰς τὸν θεὸν τὰς ἐλπίδας αὑτοῦ ἀναθεὶς ἀνέμενε τὴν τέλεσιν θαύματος.

Ἦτο ἀδύνατον νὰ μὴ παρεκτραπῇ ὁ Μεντζιφόλας. Ὅσον καὶ ἂν τὸν συνεκράτει ὁ ἔρως κατὰ τὰς πρώτας στιγμάς, μετὰ τὰς συνήθεις ἐν ἐρωτικαῖς συνεντέξευσι διαχύσεις θὰ ὑπερενίκα τὸ ἄγροικον αὐτοῦ ἦθος καὶ φανταζόμενος ὅτι εὐφυολογεῖ θὰ ἔλεγε βδελυρὰν τινα λέξιν, ἐξ ἐκείνων αἵτινες ἦσαν συνηθέσταται αὐτῷ. Καὶ θὰ ἔβλεπε τότε ἡ Φαιναρέτη, ἡ λεπτοφυὴς γυνή, πῶς ἠπατήθη· καὶ βεβαίως θ’ ἀπεμακρύνετο αὐτοῦ διὰ παντός. Ὤ, μετὰ πόσης ἀγάπης τότε θὰ τὴν ἐνηγκαλίζετο, διότι ὅσα ὑφίστατο κεκρυμμένος ἐν τοῖς θάμνοις, ὅλα, ὅλα εἰς ἀγάπην μετετρέποντο, εἰς ἀγάπην ἐντεινομένην τεραστίως.

Αἴφνης, ἐνῷ ἀνέμενε καραδοκῶν τὸ θαῦμα, βλέπει τὸν Μεντζιφόλαν ὠχριῶντα καὶ ἐγειρόμενον ὅπως ἀπέλθῃ, βλέπει, φρικτὸν εἰπεῖν, καὶ ὁρᾷν καὶ ἀκούειν, τὴν Φαιναρέτην καταβάλλουσαν πᾶσαν προσπάθειαν, ὅπως τὸν κρατήσῃ. Ἐκεῖνον παλαίοντα σχεδὸν ἵνα διαφύγῃ τὸν ἐναγκαλισμόν της, αὐτὴν ὡς λυσσῶσαν μαινάδα προσκολλωμένην ἐπ’ αὐτοῦ καὶ μυρίους λόγους ἔρωτος ἐν τελείᾳ τῶν φρενῶν παρακοπῇ ψιθυρίζουσαν, βλέπει ἓν σῶμα πλέον, καὶ πᾶσα ἐλπὶς δι’ αὐτὸν ἀφίπταται, διότι ἐννοεῖ ὅτι ὁ ἔρως τῆς Φαιναρέτης εἶνε βάκχης ἔρως.

Ἠγέρθη τότε ἄπελπις ὅπως φύγῃ μακρὰν τῆς ἀπαισίας σκηνῆς, ἧς ἐγένετο μάρτυς, τὸ μῖσος μόνον τρέφων ἐν τῇ καρδίᾳ κατὰ τῆς γυναικὸς αὐτῆς, δέν εἶχεν ὅμως προχωρήσει τρία βήματα καὶ ἀκούει τὴν σπαρακτικὴν τῆς Φαιναρέτης φωνήν, ἐνῷ συγχρόνως δυσωδία, ὀσμὴ σηπεδονώδης, ἀνεδίδετο ἐκ τῆς σκιάδος. Κύπτει καὶ βλέπει τότε τὴν μὲν Φαιναρέτην φεύγουσαν δρομαίως καὶ τὴν ρίνα διὰ τοῦ μανδυλίου ἀποφράττουσαν, τὸν δὲ Μεντζιφόλαν κάτωχρον καὶ πελιδνὸν κρυπτόμενον ὄπισθεν τῶν θάμνων.

Ἐνεὸς, μὴ γνωρίζων τί συνέβαινε, φοβούμενος μὴ ἐπηκολούθησε δυστύχημά τι, ἐμφανίζεται πρὸ τῆς Φαιναρέτης.

Η κυρια Παλινουδη πίπτουσα εἰς τὴν ἀγκάλην αὐτοῦ. — Ἄ, τὸν ἄθλιον!…

Βασαλοσ ἐμβρόντητος. — Τὶ τρέχει, Φαιναρέτη;

Η κυρια Παλινουδη ἐκρηγνυμένη εἰς ἄσβεστον γέλωτα. — Ἐγὼ νὰ τοῦ λέγω πόσον τὸν ἀγαπῶ.... καὶ αὐτός....

Βασαλοσ ἀποφράττων τὴν ρίνα διὰ τοῦ μανδυλίου. — Ἐὰν ἦτο ἀπὸ συγκίνησιν τοῦ ἔρωτος θὰ ἦτο συγγνωστός, ἀλλ’ εἶνε ἀπὸ συγκίνημα τῶν μούρων καὶ εἶνε ἀσύγγνωστος!

Η κυρια Παλινουδη μετὰ πολλοῦ ἐνδιαφέροντος. — Σὺ τ’ ἀγαπᾷς τὰ μοῦρα;

Βασαλοσ σφίγγων αὐτὴν ἐν τῇ ἀγκάλῃ αὐτοῦ. — Ὅταν ἀγαπῶ… ποτέ!