Εργάζου
Ἐργάζου Συγγραφέας: |
Περνοῦν τὰ χρόνια σἄν πουλιά, τὸ Ἔθνος ταξιδεύει
μέσα εἰς τἀτελείωτα πελάγη τῶν αἰώνων·
μὲ τρικυμίες μάχεται, μὲ τὸν βορηᾶ παλεύει,
σἄν κῦμα βλέπει γύρω του νὰ φεύγη κάθε χρόνον.
Ὁλόγυρα τὰ κύματα βογγοῦν, τὸ φῶς ἐχάθη!
Μὰ πέρα στοῦ ὁρίζοντος τὸ ὑστερνὸ στεφάνι
ὁ οὐρανός ἀνοίχθηκε καὶ στὰ γαλάζια βάθη
μιὰ ἐκκλησιά μ’ ἕνα σταυρὸν ὁλόχρυσον ἐφάνη.
Ὅλοι μὲ δάκρυα χαρᾶς, μὲ καρδιοχτύπι ὅλοι,
τὰ χέρια τους ἁπλώνουνε στὴν ξακουσμένη Πόλι,
στὴν παλαιὰ πατρίδα τους, στῆς δόξης τὸ στεφάνι,
στοῦ σκοτεινοῦ τους ταξειδιοῦ τὸ φωτεινὸ λιμάνι.
Καὶ ταξειδεύουνε• περνοῦν σἄν κύματα οἱ χρόνοι
Καὶ φεύγει ὁ σταυρός, θαρρεῖς, ἀντί νὰ τοὺς σιμώνη.
Καὶ κάθε κῦμα ποῦ περνᾶ τον ἐρωτοῦν : "Ἀκόμα;"
- «Ἐργάζου!» ἀπαντᾶ αὐτό μὲ ἀφρισμένο στόμα.
Λυποῦνται, ἀνυπομονοῦν, τὰ χέρια τους σταυρώνουν,
Τὰ μάτια ἀπελπιστικὰ στὸν ουρανὸ σηκώνουν
Καὶ μὲ πικρὸ παράπονο τὸν ἐρωτοῦν : "Ἀκόμα;"
- «Ἐργάζου!» ἀντηχεῖ φωνὴ ἀπ’ τοὐρανοῦ τὸ δῶμα·
"Οἱ πόθοι δὲν προφθάνονται μὲ χέρια σταυρωμένα,
μένουν αἰώνια ὄνειρα μἐσ' τὴν καρδιὰ θαμμένα.
Ἐργάζου καὶ κοπίαζε! Ἡ ἐργασία μόνη
Στοὺς πόθους σῶμα καὶ ψυχὴ νὰ δώση κατορθώνει.»