Επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τον Αναστάσιο Λόντο

Από Βικιθήκη
Επιστολή του Οδυσσέα Ανδρούτσου προς τον Αναστάσιο Λόντο
Συγγραφέας:


«Κύριε Αναστάσιε Λόντε.
Εσύ έχεις πολλαίς δουλειαίς και καθώς ακούω καταγίνεσαι ημέραν και νύκτα. – Δια τούτο δεν έπρεπε να σε εμποδίσω με τούτο το γράμμα, και μάλιστα οπού μαζί σου δεν έχω ανταπόκρισιν, όντας άλλη η ιδική μου δουλειά και άλλη η ιδική σου. Μολοντούτο, επειδή είδα εις ενός σου φίλου γράμμα ν’ αναφέρης το όνομά μου, βιασμένος είμαι να σου κάνω πέντε εξ αράδαις. Και αν έχουν κανένα καλό μέσα, άκουσέ το, ειδεμή κάψε ταις.
Λέγεις του φίλου σου: –Αν γράψης σ’ εκείνον τον διάβολον τον Οδυσσέα, γράψε του από μέρους μου να εβγάλη μερικούς διαβόλους από μέσα του. Του το λέγω μπέσα-με-μπέσα, και τότε θέλει γίνει χρήσιμος εις την πατρίδα, και θέλει λάβει αξίως το όνομα το οποίον φέρει. –Κύριε, καθώς λέτε σεις οι διαβασμένοι, δυό λογιών διάβολοι εμβαίνουν μέσα εις τους ανθρώπους. Πρώτης λογής, ως έλεγεν ο φιλόσοφος που απέθανε εδώ κάτου, είναι ο διάβολος που κάθε καλός άνθρωπος έχει μέσα του, ο διάβολος που ερμηνεύει και δείχνει τον καλόν δρόμον και εμποδίζει τον δαιμονισμένον από του να πράξη το κακόν. Η θρησκεία μας μάς διδάσκει να πιστεύωμεν ότι κατά θείαν παραχώρησιν μπαίνει πολλαίς φοραίς ο διάβολος σ’ έναν άνθρωπον και τον ερμηνεύει να κάνη όλα τα κακά, και αυτός είναι ο δεύτερος διάβολος. Τώρα εγώ είμαι σε απορίαν, ποίος διάβολος σε σένα κατοικεί, ο πρώτος ή ο δεύτερος; Όσον δια του λόγου μου, να ξεύρης ότι αφίνω εσένα να μου πης ποίον απότους δύο διαβόλους έχω μέσα μου. Ο πατέρας μου εν καιρώ Τουρκίας εγύριζε μέσα εις τα βουνά και εσκότωνε Τούρκους· έτρεχεν εις τους κάμπους και εις τα όρη, και εθανάτωνε Τούρκους· ενυκτέρευεν εις τα δάση, εκρύπτετο εις τα ποτάμια, εσκότωνε Τούρκους· όσαις φοραίς ευρέθη εις τα βάθη της θαλάσσης, Τούρκους έπνιγε. Και εις ολιγολογίαν, αφού ερήμωσε πολλαίς επαρχίαις των τυράννων, ως αληθινός δαιμονισμένος υπέρ της Πατρίδος, εμαρτύρησεν εις αυτήν την καθέδραν του τυράννου μας. Τι λογής διάβολον είχε μέσα του, του πρώτου είδους, ή του δευτέρου, εγώ δεν μπορώ να το αποφασίσω και στέκει σε σένα να το γνωρίσης. «Εγώ δε, χωρίς προσωπικώς να γνωρίζω από ποίον δαίμονα εσύρετο ο πατέρας μου, ήρχισα από παιδί ορφανό να γυρεύω τα χνάρια του ιδίου του διαβόλου. Τον περισσότερον καιρόν της ζωής μου πού τον επέρασα; Τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους, κυνηγώντας τυράννους. Τον επέρασα εις τα σπήλαια και εις τα βουνά. Τα καρτέρια των δρόμων, οι λόγγοι και τα άγρια θηρία είναι μάρτυρες ότι δυσκόλως έφευγεν ο Τούρκος από τα χέρια μου, αν εζύγωνε καμμιά πενηνταριά οργυιαίς. Εγώ εσυναναστρεφόμουν με αυτούς τους τυράννους και ήμουν καλά πληρωμένος, δια να σέβωμαι τους ομογενείς των· αλλά κινούμενος από τον διάβολόν μου, Τούρκους εσκότωνα. Οι κρημνοί, τα ποτάμια, οι πάγοι, τα χιόνια και τα δάση ήσαν τα αγαπητά μου κατοικητήρια, το τουρκικόν αίμα το προσφάγι μου. Εσηκώθη η Επανάστασις, και ευθύς, συρόμενος από τον διάβολόν μου, ελάτρευσα τους αρχηγούς της, την φωνήν της άκουσα εις τα φυλλοκάρδια μου, εσεβάστηκα την απόφασίν της και έτρεξα με όλους τους αρματωλούς της Ελλάδος να σκοτώσω Τούρκους. Μολονότι εκέρδιζα εν καιρώ Τουρκίας, ο διάβολός μου μού αφήρεσεν αυτήν την κλίσιν, αφού εσηκώσαμεν τάρματα.
Και τι να πολυλογώ; Τόσον με εφώτισεν ο διάβολός μου, ώστε να γεμίσω ψείρας, να λιμάξω ψωμί, να κοίτωμαι εις τα νερά, εις τα χιόνια και εις την λάσπην, να δοκιμάζω κάθε στρατιωτικήν αχαριστίαν, να πίνω φαρμάκια από εχθρούς και φίλους, να κυνηγώμαι ως κατάδικος από αυτούς τους συγγενείς και τους φίλους της δικαιοσύνης, να επιθυμώ συνελεύσεις εθνικάς, να αγαπώ δικαίους διοικητάς, να είμαι λάτρις των εναρέτων και φίλος των σοφών, να διψώ την αυτονομίαν και ανεξαρτησίαν της Ελλάδος, επιθυμώντας μόνον και μόνον Έλληνες να διοικούν και να βασιλεύουν εις τους Έλληνας. Εκ τούτων όλων, δάσκαλε, ημπορείς να συμπεράνης ποίος διάβολος ευρίσκεται μέσα μου.
Είναι ο διάβολος εκείνος όπου έκαμε τον Σωκράτην να πίη το φαρμάκι δια τας ειλικρινείς εις την πατρίδα του εκδουλεύσεις, ή πάλιν είναι ο δαίμονας, όστις έκαμε τους ομογενείς μας να παραδώσουν την πατρίδα εις τους Μακεδόνας, εις τους Ρωμαίους και έπειτα εις τους Τούρκους; Εγώ για λόγου μου νομίζω ότι εσύ έχεις μέσα σου τον διάβολον όπου είχε και ο Σωκράτης, που ξέρεις γράμματα και διαβάζεις τον Ξενοφώντα και τον Πλάτωνα. Είσαι νέος έως 22 χρονών, και μολοντούτο είσαι βουλευτής. Χαίρεσαι υπόληψιν, μολονότι λες πως και χωρίς ομόνοια δύναται η πατρίς να κυβερνηθή με τα γράμματα και με τον Ξενοφώντα στο χέρι. Σχίζεις την διοίκησιν του Έθνους, διαφεντεύεις τους συγγενείς σου, οπού κατακρατούν τα εθνικά εισοδήματα, σπείρεις ζιζάνια εις Μωριάν και Ρούμελην· αναιβάζεις και καταιβάζεις από τα αξιώματα όποιον θέλεις. Τέλος πάντων δίνεις καλόν παράδειγμα εις την επαρχίαν σου, της χρηστοήθειας, της εγκρατείας, της αφιλοκερδείας, της δικαιοσύνης. Ερμηνεύεις τους συγγενείς σου ως μαθητάς του Σωκράτους, να μην αδικούν εις την ζωήν, εις την τιμήν, εις την ιδιοκτησίαν όλους τους συνεπαρχιώτας των. Εις ολίγα λόγια ερευνώντας και εγώ από το μέρος μου τίνες αι πράξεις του πατρός σου και αι ανδραγαθίαι του αδελφού σου, το φέρσιμον των προυχόντων συγγενών σου, ενθυμουμένος την διάλυσιν της Εθνικής Συνελεύσεως εξ αιτίας σου, την προσκόλλησίν σου εις ξένην Αυλήν και όχι εις την απελευθέρωσιν της Ελλάδος,συμπεραίνω, δάσκαλε, μπέσα-με μπέσα, ότι εσύ έχεις μέσα σου τον δαίμονα του Σωκράτους. Κύτταξε όμως καλά, ότι κάθε ΄Ελληνας έχει μέσα του δώδεκα λεγεώνας διαβόλων. Και έπαρε τα μέτρα σου, διότι, ως λέγει η παροιμία, ένας διάβολος σκοτώνει τον άλλον. Κύτταξε καλά, διότι ή κοντεύει να χαθή η Πατρίς, ή θα πέση εις κανένα χειρότερον ζυγόν από εκείνον όπου βαστούσαν οι πατέρες μας. Κύτταξε καλά μην τύχη και…
Εξ Αθηνών τη 14 Φεβρουαρίου 1824.
Οδυσσεύς Ανδρίτσου».