Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εις το λεύκωμα Αλεξ. Κ. Γρίβα

Από Βικιθήκη
Εἰς τὸ λεύκωμα τοῦ μικροῦ φίλου μου Ἀλεξίου Κ. Γρίβα
Συγγραφέας:


Α'
Μὲ τῶν Γριβαίων τὸ σπαθὶ ἡ Λύρα συγγενεύει,
τὸ ἕνα τ' ἄλλο ἀκολουθεῖ καὶ πάντα συντροφεύει,
κι' ὅπου ἐκεῖνο φαίνεται, ἀστράφτει καὶ κτυπάει
τὴν τουρκομάχο του κλαγγὴ κ' ἡ Λύρα ἀκολουθάει.
Σὲ δρόμο δαφνοσκέπαστο χεροπιαστὰ περνοῦνε,
πλάϊ μὲ πλάϊ περπατοῦν, τὴ δόξ' ἀκολουθοῦνε!

Β'
Νὰ μὴ θαρρῇς, ἀητόπουλο, πῶς εἰς στὸ λεύκωμά σου
σοῦ γράφει χέρι ἀγνώριστο καὶ ξένο τὄνομά σου·
ἔχει παλῃὰ συγγένεια ὴ λύρα μου μ' ἐσένα·
τὴν τουρκομάχο Λαγκαδιὰ ποῦ σ' ἔχει γεννημένα,
ποῦ τόσα θάφτει δράματα σβυσμένης ἱστορίας,
πολλαὶς φοραὶς ἐπότισα μ' ἀφρὸ τῆς Κασταλίας.
Γρίβας δὲν ἐξεσπάθωσε, δὲν ἔρριψε τουφέκι
χωρίς, χωρὶς ἡ δίδυμη νὰ κελαδήσῃ λύρα,
χωρὶς τραγοῦδι ν' ἀκουσθῇ μετὰ τ' ἀστροπελέκι
καὶ σμίξουν μύρα μπαρουτιοῦ μὲ Ἐλικῶνος μύρα!
Πολλὰ τραγούδια μοὔδωσε τοῦ Γρίβα τὸ μιλιόνη·
ναί· δὲν σοῦ στέλνει σήμερα τοῦ Μπούα τρισεγγόνι,
χέρι κἀνέν' ἀγνώριστο τῆς Μούσας τὸ λουλοῦδι·
στὸ στέλνει Γρίβας στὴν καρδιά καὶ Γρίβας στὸ τραγοῦδι.

Γ'
Συχνὰ σὲ βλέπω νὰ περνᾷς μπροστά μου χέρι, χέρι
μὲ τὴ γλυκειά μανούλα σου· ἀγέρι μ' ἄλλο ἀγέρι·
δαφνοῦλα μὲ τριανταφυλλιά, μ' ἀστέρι ἄλλο ἀστέρι·
καὶ μοὔρχεται στὴν ἀγκαλιά νὰ ἔλθω νὰ σὲ βάλω,
στὸ μέτωπό σου τὸ ἁγνὸ τὰ χείλη μου ν' ἀφήσω
καὶ σὰν καὶ τὸν πατέρα κ' ἐγὼ νὰ σὲ φιλήσω!
Πόσαις φοραὶς χαρούμενα δὲν Σ' εἶδα στὴν πλατεῖα,
πόσαις φαραὶς στὴν ὄψι σου δὲν εἶδα τὴ δροσάτη,
στὸ παιδικό σου μέτωπο τοῦ μέλλοντος σημεῖα·
βλέπει βαθειά, μακρύτερα τοῦ ποιητοῦ τὸ μάτι.
Διπλὰ ἐκύτταζα· διπλὸ ἐφαίνεσο μπροστά μου·
σ' ἔβλεπε καὶ ἀητόπουλο κι' ἀητὸ κάθε ματιά μου·
παιδὶ καὶ μὲ στὴ νειότη σου, καὶ σκύμνο καὶ λειοντάρι,
μὲ Γαρδικιώτη ἀνάβλεμμα, περπατησιὰ καὶ χάρι.
Μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ παπου σου στὰ χέρια τὸ μεγάλο
σὲ Κερατσίνη δεύτερο, σὲ Κερατσίνη ἄλλο
καὶ πολεμάρχη στοῦ ἀητοῦ τὴν ξακουσμένη θέσι,
μὲ γέρου Θόδωρου καρδιά, μὲ Θοδωράκη μέση!
Κι' ἀκόμη, ἀκόμα ἡ διπλὴ σ' ἐκύτταζε ματιά μου,
παιδάκι καὶ κλεφτόπουλο ἄλλου καιροῦ, μακρυά μου,
Τούρκων κουφάρια νὰ πατῇς πεσμένα κάτω στίβα
στὸν κάμπο πὤχει ὄνομα «τὰ κόκκαλα τοῦ Γρίβα».

Δ'
Μεγάλωσέ μου γρήγορα, παλῃοῦ μου φίλου γέννα·
ἐσὺ δὲν βιάζεσαι, γιατὶ ἐσένα περιμένει
ζωὴ καὶ νειάτα, γηρατειά καὶ θάνατος ἐμένα...
Πίκραις κι' ἀρρώστιαις τὴ ζωὴ μοῦ ἔχουν ραγισμένη.
Σὺ εἶσαι κρίνο δροσερὸ κ' ἐγὼ δεντρὶ γυρμένο,
ἐσὺ αὐγή, δύσις ἐγώ, σὺ μπαίνεις κ' ἐγὼ βγαίνω.
Μεγάλωσε πειό γρήγορα ἀπ' τὰ παιδάκια τ' ἄλλα,
γιὰ νὰ προφθάσω νὰ σὲ ἰδῶ στὸ μαῦρό σου καβάλλα,
μὲ τὸ πατροπαράδοτο σπαθί σου γυμνωμένο,
κι' ὄχι Τούρκου, ἀπὸ καρδιά Βουλγάρου αὶματωμένο...
Ἄχ, νὰ σὲ ἰδοῦν τὰ μάτια μου πρὶν τὰ σκεπάσουν σκότη,
μὲ τὸ ξαδέλφι σου μαζῆ· - καθὼς ἐθεωροῦσαν
τὴν λεβεντιά τοῦ Θεοδωρῆ, τὸ φῶς τοῦ Γαρδικιώτη,
ὅταν, λειοντάρι καὶ ἀητός, ἀντάμα περπατοῦσαν!
Νὰ βγαίνουν μέσ' ἀπὸ φωτιὰ καὶ χάρου ἀνεμοζάλαις
μὲ τὰ χρυσᾶ τσαπράζια τους, τῂς ἀσημένιαις μπάλαις -
νὰ ἰδῶ στῆς μάχης τὸν καπνὸ σὰν φῶς τὸ πρόσωπό σου
καὶ νᾆναι τὸ τραγοῦδί μου τὸ ὑστερνὸ δικό Σου.