Εις την Γαλλίαν

Από Βικιθήκη
Εἰς τὴν Γαλλίαν
Συγγραφέας:


Α'
Ποιὸ στόμα μπόρεσε νὰ εἶπῇ πῶς μέσ' ἀπ' τὴν καρδιά μας,
πῶς ἀπ' τὰ φυλλοκάρδια μας θὰ βγῇς ἐσὺ Γαλλία;
Πῶς θενὰ στρέψῃ στοῦ Βοριᾶ τὰ χιόνια ἡ ματιά μας
καὶ πῶς θ' ἀλλάξωμε παλῃὰ καὶ γκαρδιακὴ φιλία;
Ποιὸς εἶπε πῶς θ' ἀφήσωμε τὸ φίλο τὸν παλῃό μας,
τ' ἀγαπημένο ἀδέλφι μας, τὸν ἴδιο ἑαυτό μας,
πῶς θ' ἀρνηθοῦμε τὴ χαρὰ τοῦ κόσμου καὶ τὴ χάρι
ποῦ τὸ σκοτάδι ἐσκόρπισε μὲ φῶς καὶ μὲ κοντάρι;
Φεύγουν τὰ χρόνια· οἱ καιρὸ πηγαίνουν καὶ γυρίζουν·
ξεχνᾷ ὁ νοῦς, πλὴν ἡ καρδιὰ τὴν μνήμη δὲν ἀφήνει...
Ἐκεῖνοι ποῦ τὸ εἴπανε καλὰ δὲν μᾶς γνωρίζουν·
- Δὲν ἔχομε Ἰταλικὴ ἐμεῖς ποτὲ δὲν λησμονοῦμε·
μὲ τὴν εὐγνωμοσύν μας μυρόνετ' ἡ ζωή μας·
τὴν λύρ' ἀκόμη τοῦ Οὐγγὼ καὶ Σατωβριάνδου ἀκοῦμε,
καὶ τὸν Βουρβῶνα Κάρολο δὲν τὸν ξεχνᾷ ἡ ψυχή μας
ποῦ μὲ τὴ φούχτα τὰ φλουριὰ γιὰ χάρι μας σκορποῦσε,
κι' ἀπ' τῆς σκλαβιᾶς τὰ σίδερα τὰ τέκνα μας ἁρποῦσε!
Ναί, μέσ' στὰ στήθεια ἔχομε τὴν ὤμορφη ἀμαζόνα,
τὴ μάνα τοῦ Φαβιέρου μας, τὴ μάνα τοῦ Μαιζῶνα,
τὴ μάνα τὴ μεγάλη,
κάθε λαοῦ, κάθε φυλῆς καὶ στήθους ὅπου πάλλει!
Τὸ μόνο ἔθνος ποῦ καρδιὰ καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους ἔχει·
ποῦ δίνει τὸ χρυσάφι του, τὸ αἷμά του, τὸ φῶς του,
ὁποῦ δὲν στέκεται ποτὲ καὶ μέρα-νύκτα τρέχει,
κι' ὅποιος τὰ σίδερά του σπᾷ τὸ βρίσκει πάντα ἐμπρός του!
Κεῖνο ποῦ παίρνει τὴς καρδιαὶς μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή του,
ποῦ κόσμο ἔρριξε παλῃὸ τὸ φτερωτὸ σπαθί του,
ποῦ στοιχειωμένο κρήμνισε καὶ σκοτεινὸ αἰῶνα,
κ' ἔκαμε στέμμα τὸν Λαὸ καὶ πόδι τὴν κορῶνα...
Καταραμένοι οἱ λαοί, καταραμένοι νἆναι,
ποῦ τέτοια Μάνα παραιτοῦν καὶ δὲν τὴν ἀγαπᾶνε!

Β'
Ἄχ! τρέλλα, τρέλλα 'ς τοὺς λαοὺς ἀνίσως ὅλους πέσῃ
καὶ τὴν Γαλλία μοναχὴ μέσ' στὴ φωτιὰ τὴν δοῦμε,
ὅλος ὁ κόσμος μονομιᾶς ἀνίσως τὴν βασέσῃ,
ἐμεῖς – ἂς εἴμαστε μικροί – κοντά της θὰ βρεθοῦμε·
κοντά της θὰ παλαίψωμε, θὰ πέσωμε κοντά της,
θὰ σμίξωμε τὰ στήθεια μας μαζῆ μὲ τὰ δικά της,
καὶ τὰ ὀλίγα μας σπαθιὰ τὰ χέρια μας θὰ πιάσουν.
Τὸ ξέρω· γέλιο Σατανᾶ πολλὶ θενὰ γελάσουν,
γιὰ τὴ μικρὴ βοήθεια λαοῦ μικροῦ ἀκόμα...
Ἄ, ὅσο θέλει ἂς γελᾷ τὸ βάρβαρό τους στόμα·
θἄλθῃ καιρὸς ποῦ σὰν κ' ἐμᾶς θὰ κλάψουνε κ' ἐκεῖνοι
καὶ δάκρυ, δάκρυ πύρινο τὸ γέλιο τους υὰ γίνῃ...
Ναί· ὅμως Γάλλους κ' Ἕλληνας ἂν τάφος τοὺς καλύψῃ,
ἡ γῆ δὲν θἄχῃ μυρωδιά, δὲν θἄχῃ πλέον χάρι·
ἀπὸ τὸν κόσμο ἡ δροσιὰ κ' ἡ ὠμορφιὰ θὰ λείψῃ,
ἀπ' τὸν ἀητὸ τὸ φτέρωμα, ἡ χαίτη ἀπ' τὸ λειοντάρι.
Ὅλα θὰ λείψουν· ὀρφανὸς ὁ κόσμος θ' ἀπομείνῃ,
ἂν θὰ σημάνουνε γι' Αὐταὶς τοῦ χάρου ᾑ καμπάναις,
καὶ κωμῳδία τῆς ζωῆς τὸ δρᾶμα θενὰ γίνῃ,
τὴν ὥρα ποῦ θὰ λείψουνε τοῦ κόσμου ᾑ δύο Μάναις!
Ἀλλ' ὄχι· ὅσο λάμπουνε στὸν οὐρανὸ τ' ἀστέρια,
δὲν θενὰ πέσουνε νεκρὰ τ' ἀθάνατά τους χέρια·
ἔχουν πολλὰ νὰ κάμουνε τὰ δυὸ αὐτὰ σμιγμένα...
Ἀκόμη περισσότερα κι' ἀπὸ τὰ περασμένα!
Καὶ τότε μόνο Ἕλληνες καὶ Γάλλοι θενὰ λείψουν,
ὅταν πεθάνουν οἱ καιροὶ καὶ ὅλα ξεψυχήσουν!
Μὲ νεκροθάπτη δίκελλα καὶ μπρὸς σὲ στόμα λάκκου,
τοῦ κάκου περιμένουνε οἱ φίλοι τους, τοῦ κάκου
μὲ σπλάχνος νὰ ταὶς θάψουνε... δὲν θάφτεται τ' ἀγέρι,
δὲν τὸ νικᾷ ποτὲ τὸ φῶς τοῦ μακελειοῦ μαχαῖρι!
Ὤ, θενὰ μπῇ στὴ θέσι του καθ' ἕνας... δὲν θ' ἀργήσῃ,
τ' ἀστέρια νἄβρουν οὐρανὸ καὶ τὰ σκοτάδια μνῆμα·
τὰ μαύρα ὄρνια, ὁ ἀητὸς τῶν Γάλλων θὰ σκορπίσῃ,
κ' ἕνα θὰ γίνῃ λευθεριᾶς ὁ κόσμος Ἅγιο-Βῆμα!
Ὅταν Γαλλία κ' ἡ Ἑλλὰς – βοριᾶς κι' ἀνεμοζάλη -
μέσ' στ' οὐρανοῦ τὰ σύννεφα μαζῆ ξαναφανοῦνε,
ὅλοι θὰ τρέξουν οἱ Λαοὶ ὀπίσω τους καὶ πάλι,
κόσμο καινούργιο, Ἀνάστασι, ἄλλη ζωὴ νὰ ἰδοῦνε!

Γ'
Ἐλᾶτε γρηγορώτερα χαρούμεναις ἡμέραις·
ἔλα Γαλλία καὶ Ἑλλὰς χιονάταις περιστέραις.
Ἐλᾶτε, δίδυμοι ἀητοὶ καὶ δίδυμα ἀηδόνια,
κλαδάκι φέρτε μας ἐληᾶς σ' αὐτὰ τὰ μαῦρα χρόνια...
Δὲν ἔχει πλέον ἡ ζωὴ τὴν πρώτη ὠμορφιά της,
σβύνει τὴ φλόγα της βροχὴ καὶ χιόνια τὴ φωτιά της
καὶ θέλει λάμψι, μυρωδιά, καρδιᾶς παλμὸ καὶ κάλλη·
θέλει τοὺς Γάλλους της κ' Ἐμᾶς νὰ ὠμορφίνῃ πάλι.
Κ' ἐγὼ δὲν ξέρω, ναί, κ' ἐγὼ ἀκόμη δὲν γνωρίζω,
πλὴν τῆς Γαλλάις τ' ὄνομα ὁπόταν ψιθυρίζω,
καλλιτερεύω, χαίρομαι, γλυκαίνεται τὸ στόμα
κι' ὅλα τὰ βλέπω φωτεινά, καὶ τὸ σκοτάδι ἀκόμα!
Ναί, δυὸ μανούλαις λατρευταὶς στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου,
δυὸ βασιλεύουνε· ἐσὺ Γαλλία κ' ἡ Ἑλλάς μου,
καὶ κάτω ἀπ' τὴ σημαία Σας διπλιάζομαι, αὐξάνω·
πλὴν στὴ διπλῆ ἀγάπη μου τὸν ἐθνισμὸ δὲν χάνω,
γιατ' ὅποιος Ἕλλην γεννηθῇ καὶ Γάλλος εῖν' ἀκόμα·
τὴν ἴδια ἔχουν μυρωδιά, δυὸ δάφναις κ' ἕνα χρῶμα.
Εἰς τὴν Γαλλία καὶ σ' ἐμᾶς, τὰ δίδυμα δενδρά Σου,
χῦσε, Θεέ, τὴ λάμψι Σου καὶ ὅλη τὴ δροσιά Σου,
ἀκόμη νὰ φουντώσουνε, τ' ἀστέρια Σου νὰ φθάσουν,
τὸν κόσμο νὰ δροσίσουνε, τὸν κόσμο νὰ σκεπάσουν·
στὸ μυρισμένο ἴσκιο τους τὰ ἔθνη νὰ καθήσουν,
νὰ ἰδοῦν κ' ἐκεῖνα Κυριακὴ καὶ Πάσχα νὰ γνωρίσουν...,
κι' ἂν τοῦ ἀνθρώπου ἀγαπᾷς, Θεέ, τὴν εὐτυχία,
ὅλο τὸν κόσμο κάμε τον Ἑλλάδα καὶ Γαλλία!
Ἐμεῖς, τὸ Εὐαγγέλιο, κ' οἱ Γάλλοι· ἐμεῖς μόνοι
γιὰ ἄλλους αἷμα ἐχύσαμε· Μάμμη, Παιδὶ κ' Ἐγγόνι...
Νὰ ἡ Τριὰς ὁλάκερη τοῦ κόσμου ἡ ἁγία,
νὰ ἡ φωτιά του, ἡ δροσιά, τὸ φῶς του, ἡ θρησκεία.
Οὔτ' ἕνα βῆμα ἤθελε ἡ ἀνθρωπότης κάμει
κ' ἦχος στὸν κόσμο νεκρικῆς θ' ἀκούγετο καμπάνας,
τοῦ Ἰορδάνη ἂν ἔλειπε τὸ ἅγιο ποτάμι,
ὁ μυρωμένος Ἰλισσὸς κι' ὁ γέρο-Σηκουάνας...
Ἂν τὴν Ἀθήνα ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ὁ ἴδιος κτίσῃ,
ἂν ἔλειπε τῆς Βηθλεὲμ ἡ γῆ καὶ τὸ Παρίσι!
…...................................................................
Ἄχ· νὰ ξεχάσῃ δὲν μπορεῖ οὔτ' ἡ ἀχαριστία,
τί γιὰ τὸν κόσμο ἔκαμε τὸ χέρι σου Γαλλία·
ὅλη τὴν πλάση ἐσκέπαζε θεότυφλο σκοτάδι,
νυχτιὰ χωρὶς ξημέρωμα, πειὸ μαύρη κι' ἀπ' τὸν ᾍδη,
καὶ δὲν ἐφαίνετο καμμιὰ παρήγορη ἀκτῖνα·
εἶχαν σβυσθῇ ἀπὸ καιρὸ τὸ φῶς καὶ ἡ Ἀθήνα.
Δαιμονισμένοι κράταγαν καλόγεροι στὸ χέρι
τὸ φῶς ὁποῦ τῆς Βηθλεὲμ μᾶς χάρισε τ' ἀστέρι
κι' ἀντὶ νὰ φέγγουν ἔκαιγαν, ὁ κόσμος ἐκοιμᾶτο,
κ' ἦταν τὰ πόδια κεφαλὴ καὶ τὸ κεφάλι κάτω.
Μὲ τὸ «Ἐλέῳ τοῦ Θεοῦ» τὸν κόσμο ἐκυβερνοῦσαν·
λύκοι καὶ φείδια ἥσυχα βασίλευαν μ' εἰρήνη,
πορφύρα – αἷμ' ἀνθρώπινο – ἐπάνω τους φοροῦσαν
καὶ κτήνη ὅλους τοὺς λαοὺς ὠνόμαζαν τὰ κτήνη!
Ὅταν ἀκούστηκε βροντὴ π' ἀκόμη δὲν ἀκούστη·
βουνὰ κτυπούσανε βουνά, πλημμύρισε τὸ κῦμα,
ἡ γῆ ἐσείσθη σὰν τρελλὴ καὶ μ' αἴματα ἐλούστη
καὶ μέσ' σ' ἀντάρα καὶ φωτιὰ βαθὺ ἀνοίχτη μνῆμα
κ' ἔλαμψ' ὁ κόσμος· ἔλαμψαν κάμποι, ποτάμια, ὄρη
κ' ἐβγῆκε ἀπὸ τὰ σπλάχνα της ἁρματωμένη κόρη!
Τὰ σπάργανά της κόκκινα, τὰ μάτια της ἀστέρια,
τὸ πρόσωπό της ἀστραπή, σεισμὸς τὸ βάδισμά της·
φῶς ἐκρατοῦσαν καὶ σπαθὶ τὰ δυνατά της χέρια
κι' ἀστροπελέια πέφτανε σὲ κάθε κίνημά της...
Μόλις ἀπὸ τὸν τάφο της πετάχθ' ἡ Ἀμαζόνα
καὶ κάτω ἐκυλίστηκε κατάρα καὶ κορῶνα·
χρόνια καὶ σίδερα παλῃὰ ἐκρήμνιζ' ἡ ὀργή της
καὶ τὴν ἡμέρα ἔφερε ἡ κόκκινη αὐγή της...
Ἐδῶ ἐχαμογέλαγε σὰν μάνα ἡ Παρθένα·
παρέκει θρόνους ἔρριχνε μὲ μάτια φλογισμένα·
σὲ κολυμβήθρα τὸν Λαὸ ἐβάφτιζε μεγάλη
καὶ τ' ὄνομά του ἔδινε στὸν ἄνθρωπο καὶ πάλι!
Καὶ τὴ σημαία τὴν νεκρὴ ποὖχε σαβάνου χρῶμα,
ἔκαμε ἴριδ', ἀστραπὴ κι' ἀητοῦ φτερὸ ἀκόμα.
Ποιά ἦταν, ποιά; ἡ Λευθεριὰ τοῦ κόσμου· ἡ ἁγία,
τῶν Γάλλων ἐπανάστασις· τοῦ κόσμου ἡ θρησκεία·
τοῦ Θεανθρώπου ἡ φωνὴ σὲ Λάζαρο θαμμένο
καὶ τῆς Γαλλίας ἔμπνευσις σὲ κόσμο χαλασμένο...
Ἄ, ὅσα ἔκαμες καλὰ εἰς τοὺς λαοὺς Γαλλία,
νὰ τἄβρῃ ἡ Λωραίνη σου, νὰ τἄβρ' ἡ Ἀλσατία!
Σήκω περήφανε, ἀητέ, τὰ σύννεφα θυμήσου·
τὰ σμαραγδένια σου φτερὰ τὰ κάμανε δικά σου·
ὡσὰν ἀνεμοστρόβιλος στὸν κόσμο πάλι χύσου
κι' ὅλα σου βάλλε τὰ παιδιὰ εἰς τὴν πλατειὰ σκιά σου.
Τὰ ὀρφανά σου σμίξετα στὴν ἀγκαλιὰ μὲ τ' ἄλλα
καὶ μὴ τ' ἀφήνῃς σὲ μητρυιᾶς φαρμακωμένο γάλα...

Δ'
Μεγάλη μοῦσα τῆς καρδιᾶς, Εὐγνωμοσύνη· βάλλε
τὸ χέρι σου εἰς ταῖς χορδαῖς τῆς Λύρας μου καὶ ψάλλε
καὶ πές μας σὺ γιὰ χάρι μας τί ἔχουν καμωμένα,
Γαλλίδες ἀερόπλασταις, κορίτσι' ἀφροπλασμένα.
Ἀπ' τὰ καλὰ ποῦ μιᾶ φορὰ μᾶς χάρισ' ἡ Γαλλία,
πάρε, σὰν ἀπὸ Τράπεζα τῆς ἐκκλησιᾶς ἁγία,
σὰν ἀπὸ κῆπο ἀτέλειωτο, ἕνα μικρὸ λουλοῦδι
καὶ κάμε το μνημόσυνο καὶ κάμε το τραγοῦδι!
…........................................................................
Ἐσποῦσε σίδερα βαρειὰ τὸ μαῦρό μας μαχαῖρι·
Τουρκιὰ μαζῆ κι' Ἀρβανιτιὰ καὶ Ἀφρικὴ κι' Ἀλτζέρι
τὸ Μεσολόγγι ἐκλείνανε... Καὶ τρεῖς ἐκεῖ πασάδες
ἀπὸ πελάου καὶ στεριᾶς, ἀτλίδες καὶ ἁρμάδες,
ὡσὰν ὀχιαῖς τὸ ζώνανε κ' ἐσφίγγανε ὁλοένα·
μ' αὐτὸ κρατοῦσε τ' ἄρματα, μ' αὐτὸ δὲν προσκυνοῦσε.
Τὰ φοβερὰ του τὰ κλειδιὰ τὰ εἶχε κρεμασμένα
εἰς τὸν πυρσό, κι', ὁ γέροντας Καψάλης τὸν κρατοῦσε.
Ὅμως καὶ τ' ἄστρα πέφτουνε· κι' ἐκεῖνο σὰν ἀστέρι
νὰ πέφτῃ ἀρχινοῦσε·
πλὴν δὲν τὸ ἔρριχνε Τουρκιᾶς οὔτ' Ἀραπιᾶς μαχαῖρι,
στῆς πείνας μέσα τὴ φωτιὰ ὁλόρθο ξεψυχοῦσε1
Τότε, ἄ, τότε ἀκούστηκε εἰς τὸ Παρίσι θρῆνος·
τὰ θέατρά του ἔκλεισαν, ἐπάψαν οἱ χοροί του,
στὴν ἐκκλησιὰ ἐπήγαινε συχνὰ ὁ Λαμαρτῖνος
κι' ὁ Βερανζέρος σὰν φωτιὰ σκορποῦσε τὴν ὀργή του...
Γιὰ τὴν ἀγαπημένη του Ἑλλάδα ἐτραγουδοῦσε
κι' ὅλ' ἡ Γαλλία τ' ἅγιο τραγοῦδι ἀκολουθοῦσε!
«Τὸ Μεσολόγγι ξεψυχᾷ· Τουρκιὰ θὰ τὸ πατήσῃ·»
ὅπου κι' ἂν ἤσουν ἄκουγες... καὶ τ' ἄπειρο Παρίσι,
εἰς Ἁγιασμένο ἔρανο ὁλάκερο ἐστράφη·
ὅ,τι κι' ἂν εαν ἔδιναν· ὁ πλούσιος χρυσάφι,
τὸ φόρεμά της ἡ φτωχή, διαμάντ' ἡ μαρκεσία,
τὴν δέησί του ὁ παππᾶς, ὁ μαθητὴς βιβλία...
Καὶ εἰς στοργὴ ποιητική, σὰν πέλαγος μεγάλη,
ἡ Ζιραρδίνου ἔκοψε τ' ἀκτινωτὰ μαλλιά της·
χρυσάφι πούλησε γιὰ μᾶς, χρυσάφι πῆρε πάλι
καὶ στὰ παιδιά μας τὤστειλε μαζῆ μὲ τὴν καρδιά της!
Καὶ μιὰ ἡμέρα φανήκαν μὲ μάτια δακρυσμένα,
παρθέναις κρινοδάκτυλαις κι' ἀπὸ τὰ πρῶτα γένη,
μ' ἕνα σταυρὸ στὰ στήθεια τους, μὲ ἐνδύματα θλιμμένα
καὶ μὲ πλεξίδα ὁλόχρυση στοὺς ὤμους τους λυμένη...
Κατάχλωμαις ἐδῶ κ' ἐκεῖ στοὺς δρόμους περπατοῦσαν
καὶ τοὺς διαβάταις μὲ γλυκειὰ φωνὴ ἐσταματοῦσαν·
κ' ἐκείναις ποῦ γεννήθηκαν γιὰ νὰ προστάζουν μόνο,
τὸ φιλντισένιο ξάπλοναν ἀρχοντικό τους χέρι
καὶ γιὰ τὰ παλληκάρια μας διακόνευαν μὲ πόνο!
Καὶ μιά, - παρθένα κι' ὄνειρο – τοῦ Παρισιοῦ τ' ἀστέρι,
ἀντὶ χρυσάφι, ἄφησε τὸ νέο μέτωπό της
σὲ τραπεζίτου φίλημα συγκινημένη ὅλη·
τὸ μέτωπο ποῦ θρόνιαζε ἀπάνω τὸ θεό της·
κ' ἔγινε κεῖνο τὸ φιλί, ψωμί, μπαροῦτι, βόλι!
Ἄχ μὲ καιρὸ σὰν ἔκλεισε τὰ μάτια τ' ἁγιασμένα
καὶ ἡ ψυχή της τ' οὐρανοῦ ἀνέβηκε τὸ δῶμα,
ἐκεῖ ποῦ ἐφιλήθηκε ἡ σπλαχνικὴ παρθένα,
ἔσκυψε καὶ τὴν φίλησε τῆς Παναγιᾶς τὸ στόμα!
…..........................................................................
Μυρτιαὶς στὸν τάφο τους· δροσιὰ στὸ χῶμα τ' ἀνθηρό τους
κι' ὅσα γιὰ μπας ἐκαμανε νὰ βλέπουν στ' ὄνειρό τους·
ὅσα παιδιά μας θρέψανε στὰ τουρκομάχα χρόνια,
τόσα ν' ἀκοῦν στὸν ὕπνο τους τοῦ Παρνασσοῦ ἀηδόνια·
ἄστρο νά γίνῃ κάθε μιᾶς τὸ ξεχασμένο μνῆμα,
εὐγνωμοσύνης ἐκκλησιά κι' ἀγάπης Ἅγιο-Βῆμα·
μεσολογγίτικη φωτιά τὴ γῆ τους νὰ ζεσταῖνῃ,
κ' εὐχὴ Ἑλλάδος σὰν Σταυρὸς ἐπάνω τους νὰ μένῃ!

Ε'
Σκῦψε τῆς Μνήμης προσευχή, Εὐγνωμοσύνη, πάλι,
στ' ἄπειρα δῶρα ποῦ σ' ἐμᾶς ἐχάρισαν οἱ Γάλλοι,
κι' ἀπὸ τὸν ἅγιο θησαυρὸ τὸ χέρι σου ἂς πάρῃ,
ἕνα ποῦ κρύβεται μικρὸ ἐκεῖ μαργαριτάρι·
διαμάντα τὸ σκεπάζουνε μ' ὀνόματα μεγάλα
καὶ ἡ δειλή του ὠμορφιά θαμπόνεται μέσ' στ' ἄλλα...
Ἀλλ' εἶν' ἀτίμητο γιὰ μᾶς καὶ φαίνετ' ἀδελφάκι
τῶν κοριτσιῶν ποῦ ξάπλοσαν γιὰ χάρι μας τὸ χέρι·
εἶν' ἕνα δίχως ὄνομα μικρὸ βιβλιαράκι,
τῆς ἴδιας μάνας γέννημα, ἑνὸς καιροῦ ἀστέρι!
Λάμπει ὡσὰν τὸ δάκρυο ποῦ μ' ἔκαμε νὰ χύσω
καὶ θέλω στὸν ἀτέλειωτο καιρὸ νὰ τὸ χαρίσω...
Ἄχ! πάλι, σὰν καὶ τὴ στιγμὴ ποῦ πρωτόειδα, πάλι
βουρκόνουνε τὰ μάτια μου καὶ ἡ καρδιά μου πάλλει!
Εἰς τὸ Παρίσι βρίσκομουν, καὶ κατὰ τύχη μόνο,
μέσ' σὲ μικρὸ κατάστημα, σὲ μιὰ γωνιά του, εἶδα
βιβλιαράκι παλαιὸ καὶ κίτρινο ἀπ' τὸ χρόνο,
γεμᾶτο σκόνι, καὶ χωρὶς ἀγοραστοῦ ἐλπίδα...
Κ' ἐγὼ δὲν ξέρω· πλὴν ἐκεῖ ποῦ ἦταν πεταγμένο
σὰν γνώριμο μοῦ φάνηκε καὶ παραπονεμένο·
καὶ σὰν πεσμένο δυστυχῆ ἀπάνω νὰ σηκόνω,
τὸ πῆρα μὲ παράξενη συγκίνησι καὶ πόνο!
Ἄχ, τί καλὰ ποῦ ἔκαμα· μὲ χέρι λυπημένο
καὶ δάκρυα ἐφαίνετο πῶς ἤτανε γραμμένο,
ὅταν τὸ Μεσολόγγι μας στὴν πεῖνα ξεψυχοῦσε·
καὶ ξέρετε τί τὸ μικρὸ βιβλίο ἐζητοῦσε,
τί μ' ἁγιασμένη ἔλεγε καὶ πόνου εὐγλωττία;
«Νὰ μὴ διασκεδάζουνε εἰς ὅλη τὴ Γαλλία·
«Τὸ γέλιο νὰ ἐξορισθῇ, κάθε χαρὰ νὰ σβύσῃ,
«Τραγοῦδι νὰ μὴν ἀκουσθῇ είς ὅλο τὸ Παρίσι,
γιατ' εἶν' ἁμάρτημα βαρὺ κ' εἶν' ἐντροπὴ μεγάλη,
«τὴν ὥρα ὅπου ἡ Ἑλλὰς τὰ μάτια κλείνει πάλι
«καὶ ξεψυχᾷ ἕνας Λαὸς μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι,
«εὔθυμος Γάλλος νὰ φανῇ, νὰ τραγουδῇ, νὰ χαίρῃ...
Ποιός τὤγραψε τὸ ἅγιο βιβλιαράκι ἐκεῖνο,
πρωτότυπο στὸ αἴσθημα, πρωτότυπο στὸ θρῆνο;
Δὲν ξέρω· δὲν ἠθέλησε ν' ἀφήσῃ τ' ὄνομά του·
πλὴν ἄφησε – ἂν τ' ὄνομα ἀρνήθῃ – τὴν καρδιά του...
Καὶ ἡ μεγάλη αὐτὴ καρδιά, γεμάτη εὐσπλαχν´ια,
τὴν ξέρομε... ἤσουν ἐσὺ ὁλάκερη, Γαλλία!

ΣΤ'
Γαλλία· χώρα εὐγενικὴ κι' ἀπὸ καρδιὰ γεμάτη·
μάνα γιὰ ὅλους τοὺς λαούς, ελευθεριᾶς παλάτι·
εἰς τὴν Ἑλλάδα ἡ Ἑλλὰς καὶ Σένα στρέφει μόνο·
σ' ἐσένα καὶ εἰς τὴ χαρά, Σ' ἐσένα καὶ στὸν πόνο.
Εἶσαι γενιά μας, κόρη μας· ἢ κἄν ἀναθρεμμένα
σ' ἔχουνε τὰ βιβλία μας τὰ κοσμογυρισμένα.
Αἷμα μας ἔχουνε πολὺ στὴν Ἰταλία πέρα,
πλὴν μόν' οἱ Γάλλοι τὸν παλῃὸ ἐπήρανε ἀγέρα·
οἱ Γάλλοι μόνοι μπόρεσαν νὰ κλέψουν μιὰ ἀκτῖνα,
ἀπὸ τὸ φῶς τ' ἀτέλειωτο ποῦ εἶχε ἡ Ἀθήνα,
καὶ μόνο, μόνο εἰς αὐτοὺς φωτιὰ τῆς Πνύκας καίει·
θαρρεῖ κἀνεὶς οἱ παλαιοὶ πῶς εἶναι Ἀθηναῖοι,
στὴ γρηγοράδα, στὴν ὀργή, στὸ δίγνωμο, στὴ χάρι·
πότε τοὺς βλέπεις μὲ μυρτιὰ καὶ πότε μὲ κοντάρι·
Ἀλκιβιάδεις μιὰ στιγμή, Φωκίωνες τὴν ἄλλη,
τώρα φωτιά, τώρα δροσιά, πλὴν πάντα, πάντα Γάλλοι.
Κεῖνος ποῦ θέλει τὴν παλῃὰ Ἀθήνα νὰ γνωρίσῃ,
ἀναστημένη, ζωντανὴ τὴν βλέπει στὸ Παρίσι.
Ἄχ·, δὲν μᾶς ἔμοιασε φυλὴ σὰν τὴν δική τους ἄλλη
καὶ Γάλλοι εἶν' οἱ Ἕλληνες καὶ Ἕλληνες οἱ Γάλλοι·
γι' αὐτὸ σὰν νἆν' ἀδέλφι μας μαζῆ τους περπατοῦμε
κι' ἐμᾶς λατρεύουμε, ἐμᾶς, αὐτοὺς σὰν ἀγαποῦμε.
….................................................................................
Γιατί δὲν ἔχεις, Μοῦσά μου, τὰ εἴκοσί σου χρόνια,
στὰ στήθεια τὴν παλῃὰ φωτιὰ καὶ στὴ φωνὴ ἀηδόνια,
νὰ τραγουδήσω τ' ὄνομα ποῦ ἔχω στὴν καρδιά μου;
Ἀθάνατη ἀκόμη χθὲς σ' ἐνόμιζα, θεά μου...
Πλὴν ὁ κακότροπος θεός, ὁ χρόνος, ποῦ σαρόνει
καὶ κάνει τὸ τριαντάφυλλο καὶ τὸ διαμάντι σκόνι,
οὔτε τῆς Μούσης τὰ χρυσᾶ μαλλιὰ λυπεῖτ' ἀκόμα·
ὅλα τὰ θέλει νἄχουνε σαβάνου μόνο χρῶμα·
κ' ἐμάρανε τὰ κάλλη σου, ἐπήρε τὴ λαλιά σου,
καὶ ν' ἀσημόνῃ ἀρχίσε τ' ἀθάνατα μαλλιά σου...
Ἄχ, γιὰ μιὰ ὥρα, μιὰ στιγμή, σὰν πρῶτα ἔλα πάλι·
ζωντάνεψε τὴ φλόγα σου, τὴ νειότη σου θυμήσου
κι' ἀγαπημένο βασιλειᾶ τὸ στόμα σου ἂν ψάλῃ·
σὰν τὴν εὐγνωμοσύνη μας ἂς γίνῃ κ' ἡ φωνή σου!
Ναί· θέλω μὲ τὸν Κάρολο τὸν κάλαμον ν' ἀφήσῃς·
ἄμμο χρυσὸ στοὺς στίχους μου τοὺς ταπεινοὺς νὰ χύσῃς...
Τὸ δάκρυ πὤχυσε γιὰ μᾶς τὸ ἅγιο νὰ ψάλλῃς,
νὰ πάρῃ λάμψ' ἡ λύρα σου, διαμάντι νὰ τὸ βάλῃς!

Ζ'
Εἴχανε σχόλη ἐθνική, γιορτὴ πολὺ μεγάλη
καὶ μὲ μυρτιὰ τὰ στήθεια τους ἐστόλιζαν οἱ Γάλλοι·
μεγάλος γίνοντουν χορὸς εἰς τὸ παλάτι, κι' ὅλο
μιὰ λάμψι ἦταν· κρύσταλλο στὸν ἥλιο φωτοβόλο...
Τὰ δώματά του ἔλαμπαν κατάφωτα γεμᾶτα·
γυναῖκες κι' ἄνδρες, ὠμορφιά, γεράματα καὶ νειάτα.
Μαῦρα ἐδῶ, ἐκεῖ χρυσᾶ μαλλιὰ ἐκυματοῦσαν,
τὰ μάτι ἀκτῖνες ἔσβυναν καὶ ὄργανα ἀντηχοῦσαν·
ἔχυναν μυρωδιὰ λεπτὴ λουλούδια μυρωμένα
καὶ σὰν χιονάτα σύννεφα, παρθένα μὲ παρθένα,
σὰν τὸν ἀφρὸ ποῦ τὸν κυλᾷ τ' ἀγέρι ὅταν πάρῃ,
ἀντάμοναν, ἐχώριζαν κ' ἐσμίγανε μὲ χάρι·
τῆς Τερψιχόρης φτέρονε ὁ πόθος κάθε βῆμα·
κόρη κρατοῦσ' ὁ χορευτής, ἀφρὸ μαζῆ καὶ κῦμα
κ' ἔτοιμοι ἦσαν... ἔξαφνα μὲ φρύδια μαζωμένα,
ὁ πρῶτος φάνηκ' Ὑπουργὸς καὶ εἰς τὸν βασιλέα,
μὲ βήματα ἐβάδισε ἀργὰ καὶ μετρημένα·
τὴ σχόλη ἐσυννέφιασε ἡ σκοτεινή του θεά...
Καὶ μουσικοὶ καὶ χορευταὶ σταθῆκαν ταραγμένοι·
στὸ πρόσωπό του εἴδησι διαβάζαν πικραμένη.
Μπρὸς στὸ Μονάρχη πῆγε αὐτὸς κ' εἶπε σιγά κοντά του:
«Τὸ Μεσολόγγι ἔπεσε» κ' ἐστάθη σὲ μιὰν ἄκρη·
ὁ Κάρολος ἐχλώμιασε, κ' ἐφάνη στὴ ματιά του
ἕνα διαμάντι ἀτίμητο νὰ λάμπῃ κι' ὄχι δάκρυ.
Ἤτανε μύρο ἀπὸ ψυχὴ βασιλικὴ βγαλμένο
καὶ ἁγιασμὸς ποῦ ραίνομε νεκρὸ ἀγαπημένο·
ἄξιιος ἐπιτάφιος γιὰ τὴ φρουρὰ ἐκείνη,
π' ἀνέβηκε μὲ τὰ κλειδιά καυμένα στὸν αἰθέρα,
ποῦ δὲν θὰ ξαναγίνῃ
καὶ παραμῦθι ἀπίστευτο θὰ φαίνεται μιὰ μέρα!!...
Ἔσυρε στοῦ γραφείου του ὁ Κάρολος τὰ βάθη
τὸν ὑπουργό· δυὸ-τρεῖς φοραὶς βημάτισε κ' ἐστάθη·
«Γράψε,» τοῦ εἶπε, μὲ φωνὴ γεμάτη ἀπὸ πικρία,
»στὸ Ρῶσσο τὸν ὀρθόδοξο εὐθὺς καὶ στὴν Ἀγγλία,
»τὴ φοβερὴ τὴν εἴδησι ποῦ σήμερα τοὺς στέλλω
»Ἑλλάδ' αὐτοὶ δὲν θέλουνε· ὅμως ἐγώ... τὴν θέλω!
»Καὶ δὲν θ' ἀφήσω νὰ χαθῇ Λαὸς τόσο μεγάλος,
»ὅσῳ στὸ θρόνο κάθημαι καὶ βρίσκετ' ἕνας Γάλλος·
»καὶ ἢ μ' αὐτοὺς ἐλευθεριᾶς ζωὴ θενὰ τοῦ δώσω,
»ἢ κ' ἐναντίον τους μπορῶ νὰ τὸν ἐλευθερώσω!
…............................................................................
Αὐτά, τοῦ εἶπε, μὲ ὀργὴ καὶ στόμα πικραμένο
καὶ τέτοιο δάκρυ ἔχυσε τὸ μάτι τ' ἁγιασμένο·
ἐξώρισε ἡ πίκρα μας τὸ χαμογέλασμά τους
καὶ διελύθη ὁ χορὸς γιὰ μᾶς καὶ ἡ χαρά τους!
Ὤ, καὶ νὰ μοὔδιν' ὁ Θεὸς τόσο χρυσάφι, ὅση
εὐγνωμοσύνη αἰσθάνομαι καὶ ἄσβεστη λατρεία,
τί ἀνδριάντας ἤθελαν τὰ χέρια μου ὑψώση,
στὴ μνήμη τοῦ Καρόλου μου, στὴ μνήμη Σου Γαλλία!
Τώρα... τὸ δάκρυ μου αὐτό· στὸ δὰκρυ, δάκρυ δίνω
κ' ἕνα τραγοῦδι ἀδύνατο μνημόσυνο ἀφήνω.