Το όνειρον: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Glavkos (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Divineale (συζήτηση | Συνεισφορά)
από το Έργα Ποιήματα - Πεζά Τόμος Πρώτος (1912) το βρήκα στο http://www.gutenberg.org/ebooks/34169
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Κεφαλίδα|
| τίτλος = Το όνειρον
| συγγραφέας = Κώστας Κρυστάλλης
| μεταφραστής=
| ενότητα =
| επόμενο =
| προηγούμενο=
| σημειώσεις = Από το EBook #34169 του Project Gutenberg
}}


Το ονειρον
Κωστας Κρυσταλλης
Νυχτωσε ο Μαρτης' κ' εφεγγε
Του Απριλιου η πρωτη
Εφεγγε 'μερα ζηλευτη,
Σαν μια παρθενα λατρευτη,
Που την χρυσον'η νιοτη,
*
Κοντα'ς το γλυκοχαραγμα,
που τα βουνα γελουνε,
Πεφτει της νυχτας η δροσια,
Κ'αρχιζουν ολα τα πουλια.
Να γλυκοκελαιδουνε.
Σε μιας μυρτιας το ριζωμα
'Κοιμοτανε μια κορη.
Λευκη,'σαν κρινος,γαλανη,
Πουχε την κομη καστανη,
Και κατασπρα εφορει


<poem>
Εν αηδονι εξαφνα
Νύχτωσε ο Μάρτης· κ' έφεγγε
'Ψηλα της,'ς το κεφαλι,
Του Απριλιού η πρώτη.
Μεσα'ς τα φυλλα τα πυκνα,
Έφεγγε 'μέρα ζηλευτή,
Αρχινησε γλυκα ,γλυκα
'Σάν μια παρθένα λατρευτή,
Κι αρμονικα να ψαλλη.
Που την χρυσόν' η νιότη,


Κοντά 'ς το γλυκοχάραγμα,
Στο λαημα του αηδονιου
Που τα βουνά γελούνε,
Ξυπναει λαχταρισμενη
Πέφτει της νύχτας η δροσιά,
Η κορη.Γυρω, 'ς τα κλαδια,
Κ' αρχίζουν όλα τα πουλιά,
Κυταει,και μες απ'την καρδια
Να γλυκοκελαϋδούνε.
Εν ''Αχ!... βαρυ της βγαινει.


Σε μιας μυρτιάς το ρίζωμα
''Αχ!...Τι τρομαρα!...'φωναξε
'Κοιμώντανε μια κόρη,
Τι ονειρο που ειδα!...
Λευκή, 'σάν κρίνος, γαλανή.
'Στη βρυσι πηγαινα νερο
Πούχε την κόμη καστανή,
Να παρω 'λιγο, δροσερο'
Και κάτασπρα εφόρει.
Και 'πηγαινα μ'ελπιδα


Έν αηδόνι έξαφνα
Μ'ελπιδα για να τον ευρω
'Ψηλά της, 'ς το κεφάλι.
'Σ τα στηθια να τον σφιξω,
Μέσα 'ς τα φύλλα τα πυκνά,
Και 'ς ενα φιλημα γλυκο
Αρχίνησε γλυκά, γλυκά.
'Σ το στομα του το ερωτικο,
Κι' αρμονικά να ψάλλη.
Τον ερωτα να πνιξω.


'Σ το λάλημα του αηδονιού
Τον ερωτα,που μ'εβαλε
Ξυπνάει λαχταρισμένη
Τη φλογα 'ς την καρδια μου,
Η κόρη. Γύρω, 'ςτά κλαδιά,
Που μ'αναψε τα τρυφερα,
Κυτάει, και μες απ' την καρδιά
Τα στηθηα μ'ασβεστα πυρα'
Έν «Αχ!..» βαρύ της βγαίνει.
Και καιν'τα σωθικα μου.


« Αχ!.. Τι τρομάρα 'φώναξε
'Σ το δρομο μ'ολα τα κλαρια
Τι όνειρο που είδα!...
Βογγουσαν 'σαν να λεγαν''
'Σ τη βρύσι πήγαινα νερό
''__Αχαρη!...'πεθανεν,αυτος,
Να πάρω 'λίγο, δροσερό·
Ο φιλος σου ,ο λατρευτος__''
Και 'πήγαινα μ' ελπίδα»
Και τα πουλια να κλαιγαν.


« Μ' ελπίδα για να τον ευρώ
Να κλαιν,με μαυρα δακρυα,
'Σ τα στήθηα να τον σφίξω,
Και να 'μοιρολογανε'
Και 'ς ένα φίλημα γλυκό
''__Πεθανε!__''Μ'ελεγαν κι'αυτα,
'Σ το στόμα του το ερωτικό,
Και κλαιγαν 'μοιρολαστικα,
Τον έρωτα να πνίξω.»
Αντι να κελαυδανε.


« Τον έρωτα, που μ' έβαλε
Φθανω'ς τη βρυση' η αμοιρη!...
Τη φλόγα 'ς την καρδιά μου,
Δεν προφθασα 'ς το ενα,
Που μ' άναψε τα τρυφερά,
Σ' το ενα δεξιο της πλευρο
Τα στήθηα μ' άσβεστα πυρά·
Για να κοιτταξω,και νεκρο
Και καιν τα 'σωθικά μου.»
Τον ειδα' ωιμενα!..


«'Σ το δρόμο μ' όλα τα κλαριά
Ω! 'σαν τρελλη ερριχτηκα.
Βογγούσαν 'σάν να λέγαν:
'Στα στηθηα του επανω.
— Άχαρη! .. 'πέθανεν, αυτός,
Τα ξεθλυκονω.Τι να ιδω?
Ο φίλος σου, ο λατρευτός —
Αχ!..αιμα αρχινησα ζεστο
Και τα πουλιά να κλαίγαν.»
'Σ τα χερια μου να πιανω.


« Να κλαιν, με μαύρα δάκρυα,
Προσπαθησα η δυστυχη
Και να 'μοιρολογάνε·
Πνοη για να του δωσω
— 'Πέθανε! — Μ' έλεγαν κι' αυτά,
'Στο στομα του με τα φιλια,
Και κλαίγαν 'μοιρολοστικά,
Δεν 'μπορεσα ουδε λαλια
Αντί να κελαϋδάνε.»
Για να του ξεστομωσω.


« Φθάνω 'ς τη βρύσι· η άμοιρη
Τον ψαχνω τοτε 'ς την καρδια...
Δεν πρόφθασα 'ς το ένα,
Ωχ! επαυσε να παλλη!
'Σ το ένα δέξιο της πλευρό
Τον 'φωναξα δεν με λαλει,
Για να κυτάξω, και νεκρό
Τον καλεσα δεν με καλει,
Τον είδα· Ωιμένα!...»
Τοτ'εγινα αλλη για αλλη


« Ω! 'σάν τρελλή ερρίχτηκα.
Αχ!...τοτε τον καταλαβα,
'Στά στήθηα του απάνω.
Πως ητον σκοτωμενος.
Τα ξεθλυκόνω. Τι να ιδώ;
Τον αφησα ς'την ερημια,
Αχ!..αίμα αρχίνησα ζεστό
και τρεχω ναυρω το φονια'
Σ τα χέρια μου να πιάνω.»
Μα ο φονιας κρυμμενος.


« Προσπάθησα η δύστυχη,
'Κει,σαν τρελλη που ετρεχα
Πνοή για να του δόσω
Εν φαντασμα 'μπροστα μου,
'Σ το στόμα του με τα φιλιά,
Αρχινησε με ανθρωπινη,
Δεν 'μπόρεσα ουδέ λαλιά
Και 'σαν εκεινου την φωνη
Για να του ξεστομώσω.»
Να μ'ειπη τ'ονομα μου.


« Τον ψάχνω τότε 'ς την καρδιά...
''Ανθουλα!μ'ειπε,σαν τρελλη
Ωχ! έπαυσε να πάλλη!
'Στην ερημια τι τρεχεις?
Τον 'φώναξα δεν με λαλεί,
Ποιονε ζητας 'ς την ερημια?__''
Τον 'κάλεσα δεν με καλεί,
__'Σ εμε,του λεγω,γνωριμια
Τότ' έγεινα άλλη για άλλη.»
Πουθ'εβαλες?πουθ'εχεις?__


« Αχ!..τότε τον κατάλαβα.
Μου λεγει,__""Ειμαι η σκια
Πώς ήτον σκοτωμένος.
Του εραστου σου Φωτου
Τον άφησα 'ς την ερημιά.
Μ' εσκοτωσεν ο Δημητρος,
Και τρέχω ναύρω το φονιά·
'Κειος ο μεγαλος μου εχθρος,
Μα ο φονιάς κρυμμένος.»
Απανω 'ς το θυμο του.''


« 'Κεί, 'σάν τρελλή που έτρεχα
__Ο Δημητρος!__εφωναξα,__
Έν φάντασμα 'μπροστά μου,
''__Η ζηλεια μ'απανταει,
Αρχίνησε με ανθρωπινή,
Τον εκαταντησε φονια,
Και 'σάν εκείνου την φωνή
Και το μαχαιρι 'ς την καρδια,
Να μ' είπη τ' όνομά μου.»
Μου εμπηξε σ'το πλαι__''


« Ανθούλα! μ' είπε, 'σάν τρελλή
__Ποια ζηλεια?τον ηρωτησα.
'Στήν ερημιά τι τρέχεις;
''Η ζηλεια απ'την αγαπη,
Ποιόνε ζητάς 'ς την ερημιά; —
Πουχα 'σ'εσενα,Ανθη,εγω''
— 'Σ εμέ, του λέγω, γνωριμιά
Μου λεγει και δακρυ ενα γοργο
Πούθ' έλαβες; πού θ' έχεις; — »
Του γλιστρησε απ'το ματι.


« Μου λέγει, — Είμαι η σκιά
'Στο λογο του λιποθυμη
Του εραστού σου Φώτου
Πως επεσα μου'φανη'
Μ' εσκότωσεν ο Δημητρός,
Κ'εξυπνησα λαχταριστη.
'Κειός ο μεγάλος μου εχθρός,
Για δες ιδεα ζαλιστη
Απάνω 'ς το θυμό του.»
Ονειρατα που φκιανει''.

« — Ο Δημητρός! — εφώναξε, —
— Η ζήλια μ' απαντάει,
Τον εκατάντησε φονιά,
Και το μαχαίρι 'ς την καρδιά.
Μου έμπηξε 'ς το πλάι — »

« — Ποια ζήλια; — τον ηρώτησα.
— Η ζήλια απ' την αγάπη,
Πούχα 'ς σένα, Ανθή, εγώ
Μου λέει και δάκρυ ένα γοργό
Του γλύστρησε απ' το μάτι.»

« 'Σ το λόγο του λιπόθυμη
Πως έπεσα μου 'φάνη·
Κ' εξύπνησα λαχταριστή.
Για δες ιδέα ζαλιστή
Ονείρατα που φκιάνει.»
</poem>


[[Κατηγορία:Ποίηση]]
[[Κατηγορία:Ποίηση]]

Τελευταία αναθεώρηση της 16:00, 4 Μαΐου 2015

Το όνειρον
Συγγραφέας:
Από το EBook #34169 του Project Gutenberg



Νύχτωσε ο Μάρτης· κ' έφεγγε
Του Απριλιού η πρώτη.
Έφεγγε 'μέρα ζηλευτή,
'Σάν μια παρθένα λατρευτή,
Που την χρυσόν' η νιότη,

Κοντά 'ς το γλυκοχάραγμα,
Που τα βουνά γελούνε,
Πέφτει της νύχτας η δροσιά,
Κ' αρχίζουν όλα τα πουλιά,
Να γλυκοκελαϋδούνε.

Σε μιας μυρτιάς το ρίζωμα
'Κοιμώντανε μια κόρη,
Λευκή, 'σάν κρίνος, γαλανή.
Πούχε την κόμη καστανή,
Και κάτασπρα εφόρει.

Έν αηδόνι έξαφνα
'Ψηλά της, 'ς το κεφάλι.
Μέσα 'ς τα φύλλα τα πυκνά,
Αρχίνησε γλυκά, γλυκά.
Κι' αρμονικά να ψάλλη.

'Σ το λάλημα του αηδονιού
Ξυπνάει λαχταρισμένη
Η κόρη. Γύρω, 'ςτά κλαδιά,
Κυτάει, και μες απ' την καρδιά
Έν «Αχ!..» βαρύ της βγαίνει.

« Αχ!.. Τι τρομάρα 'φώναξε
Τι όνειρο που είδα!...
'Σ τη βρύσι πήγαινα νερό
Να πάρω 'λίγο, δροσερό·
Και 'πήγαινα μ' ελπίδα»

« Μ' ελπίδα για να τον ευρώ
'Σ τα στήθηα να τον σφίξω,
Και 'ς ένα φίλημα γλυκό
'Σ το στόμα του το ερωτικό,
Τον έρωτα να πνίξω.»

« Τον έρωτα, που μ' έβαλε
Τη φλόγα 'ς την καρδιά μου,
Που μ' άναψε τα τρυφερά,
Τα στήθηα μ' άσβεστα πυρά·
Και καιν τα 'σωθικά μου.»

«'Σ το δρόμο μ' όλα τα κλαριά
Βογγούσαν 'σάν να λέγαν:
— Άχαρη! .. 'πέθανεν, αυτός,
Ο φίλος σου, ο λατρευτός —
Και τα πουλιά να κλαίγαν.»

« Να κλαιν, με μαύρα δάκρυα,
Και να 'μοιρολογάνε·
— 'Πέθανε! — Μ' έλεγαν κι' αυτά,
Και κλαίγαν 'μοιρολοστικά,
Αντί να κελαϋδάνε.»

« Φθάνω 'ς τη βρύσι· η άμοιρη
Δεν πρόφθασα 'ς το ένα,
'Σ το ένα δέξιο της πλευρό
Για να κυτάξω, και νεκρό
Τον είδα· Ωιμένα!...»

« Ω! 'σάν τρελλή ερρίχτηκα.
'Στά στήθηα του απάνω.
Τα ξεθλυκόνω. Τι να ιδώ;
Αχ!..αίμα αρχίνησα ζεστό
Σ τα χέρια μου να πιάνω.»

« Προσπάθησα η δύστυχη,
Πνοή για να του δόσω
'Σ το στόμα του με τα φιλιά,
Δεν 'μπόρεσα ουδέ λαλιά
Για να του ξεστομώσω.»

« Τον ψάχνω τότε 'ς την καρδιά...
Ωχ! έπαυσε να πάλλη!
Τον 'φώναξα δεν με λαλεί,
Τον 'κάλεσα δεν με καλεί,
Τότ' έγεινα άλλη για άλλη.»

« Αχ!..τότε τον κατάλαβα.
Πώς ήτον σκοτωμένος.
Τον άφησα 'ς την ερημιά.
Και τρέχω ναύρω το φονιά·
Μα ο φονιάς κρυμμένος.»

« 'Κεί, 'σάν τρελλή που έτρεχα
Έν φάντασμα 'μπροστά μου,
Αρχίνησε με ανθρωπινή,
Και 'σάν εκείνου την φωνή
Να μ' είπη τ' όνομά μου.»

« Ανθούλα! μ' είπε, 'σάν τρελλή
'Στήν ερημιά τι τρέχεις;
Ποιόνε ζητάς 'ς την ερημιά; —
— 'Σ εμέ, του λέγω, γνωριμιά
Πούθ' έλαβες; πού θ' έχεις; — »

« Μου λέγει, — Είμαι η σκιά
Του εραστού σου Φώτου
Μ' εσκότωσεν ο Δημητρός,
'Κειός ο μεγάλος μου εχθρός,
Απάνω 'ς το θυμό του.»

« — Ο Δημητρός! — εφώναξε, —
— Η ζήλια μ' απαντάει,
Τον εκατάντησε φονιά,
Και το μαχαίρι 'ς την καρδιά.
Μου έμπηξε 'ς το πλάι — »

« — Ποια ζήλια; — τον ηρώτησα.
— Η ζήλια απ' την αγάπη,
Πούχα 'ς σένα, Ανθή, εγώ
Μου λέει και δάκρυ ένα γοργό
Του γλύστρησε απ' το μάτι.»

« 'Σ το λόγο του λιπόθυμη
Πως έπεσα μου 'φάνη·
Κ' εξύπνησα λαχταριστή.
Για δες ιδέα ζαλιστή
Ονείρατα που φκιάνει.»