Ιλιάς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Ανάκληση των αλλαγών 62.143.81.202 (επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση AndreasJS) |
||
Γραμμή 45: | Γραμμή 45: | ||
[[pl:Iliada]] |
[[pl:Iliada]] |
||
[[ru:Илиада (Гомер)]] |
[[ru:Илиада (Гомер)]] |
||
<poem> |
|||
ΠΡΟΛΟΓΟΣ |
|||
Είναι γνωστή η Οδύσσεια στους πάντες και στις πάση |
|||
αφηγείται τις σκηνές γοργά σε κάθε φάση |
|||
τις τροµερές, αβάσταχτες, φρικτές περιπλανήσεις |
|||
η άσχηµη µοίρα Οδυσσεύς σ' έβαλε να τρυγήσεις. |
|||
Γυρνώντας, ταξιδεύοντας δέκα γεµάτα χρόνια |
|||
σπουδαία τα κατάφερες, για σε µιλούν αιώνια. |
|||
Σ' αναγνωρίζουν όλοι τους πανούργο, τολµηρό |
|||
στα πάτρια που γύρισες, σε τόπο βρωµερό, |
|||
και τους µνηστήρες µπόρεσες όλους να κυνηγήσεις |
|||
της Πηνελόπης το µουνί µε λύσσα να τρυγήσεις. |
|||
Και τώρα φίλοι µου καλοί και χιλιοδιαβασµένοι |
|||
όλοι µαζί τη δράση του, την πολυδοξασµένη |
|||
ας δούµε πάλι από κοντά, πώς έµεινε αιώνια |
|||
αχτύπητη, αθάνατη, στο πέρασµα στα χρόνια... |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Α' |
|||
ΑΙΤΙΑ ΤΡΩΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ |
|||
Ο Τρωικός ο πόλεµος είχε αφορµή τον κώλο |
|||
και όσα λέει ο Όµηρος γνωστά στον κόσµο όλον. |
|||
Ο κώλος και όχι το µουνί υπήρξε η αιτία |
|||
και προς απόδειξη αυτού ιδού η ιστορία: |
|||
Τον Πάρι γιο του Πριάµου νέο πολύ ωραίο |
|||
που όπως λεν' οι Στορικοί κωλοµπαρά σπουδαίο |
|||
τυχαία φιλοξένησε κάποια φορά στη Σπάρτη |
|||
ο βασιλιάς Μενέλαος στο µέγα του παλάτι. |
|||
Είχ' όµως ο Μενέλαος έν' ανιψιό ωραίο |
|||
µε κώλο ολοστρόγγυλο, κι έγινε το µοιραίο, |
|||
ο Πάρις ο κωλοµπαράς σαν είδε αυτόν τον κώλο |
|||
τον τορνευτό, το σπάνιο δια τον κόσµον όλο. |
|||
Τη νύχτα εσηκώθηκε και πήγε στο κρεβάτι |
|||
κι οχτώ φορές τον γάµησε µε κάβλα και ραξάτι |
|||
κατά κακή του σύµπτωση να σου και η Ελένη |
|||
βλέπει την τροµερή ψωλή την τριπλοκαβλωµένη. |
|||
Και όπως ήταν φυσικό εκάβλωσε πολύ |
|||
και σκέφτηκε του Πάριδος να φάει την ψωλή. |
|||
Την άλλη µέρα ο άνδρας της σαν πήγε για κυνήγι |
|||
αυτή τα πλούσια τα βυζιά µε τέχνη τα ανοίγει |
|||
στου Πάρι πάει την σκηνή, τάχα να τον ξυπνήσει |
|||
µ' αυτός ευθύς κατάλαβε πως γύρευε γαµήσι. |
|||
Και η Ελένη στήθηκε να φάει τον ψώλο όλο |
|||
και ο Πάρις την εξέσκισε τη γάµησε από τον κώλο. |
|||
Μα σαν η τροµερή ψωλή στον κώλο της εχώθει |
|||
την έσκισε κι ο κώλος της µε το µουνί ενώθει. |
|||
Εις την κατάσταση αυτή πλέον µη δυναµένη |
|||
να ζει µε τον Μενέλαο η κωλογαµηµένη |
|||
τον Πάρι ακολούθησε και φύγαν για την Τροία |
|||
και κει πλέον ελεύθερα γαµιέται η αχρεία. |
|||
Τσιµπούκια και εξηνταεννιά, ψαλίδια, πλακοµούνια |
|||
στενάζει ο τόπος και βογκούν, βογκούν τα κορφοβούνια |
|||
οληµερίς και ολονυχτίς γεύεται και γαµιέται |
|||
και τώρα πια το κέρατο τ' ανδρός της δε µετριέται. |
|||
Στη Σπάρτη ο Μενέλαος ζει πλέον σαν χαµένος |
|||
περίλυπος µονολογεί και λέει απελπισµένος. |
|||
Πούτσα µου πώς κατάντησες εσύ σε τέτοιο χάλι |
|||
που όταν µύριζες µουνί γινόσουνα µεγάλη. |
|||
Αγρίευες και εθέριευες, γινόσουν άνω κάτω |
|||
και ξέσκιζες της καθεµιάς τον µούνο και τον πάτο |
|||
τώρα κλεισµένη στο βρακί ∆ε µου ζητάς παιχνίδια |
|||
κάθεσαι κι αναπαύεσαι στα ένδοξα σου αρχίδια. |
|||
Μα κάποτε σκεφτήκανε όλοι οι Βασιλιάδες |
|||
και βρήκαν λύση τολµηρή γι' άνδρες Πουτσαράδες. |
|||
Αποφασίσανε λοιπόν, πόλεµο µε την Τροία |
|||
µα κει δυσκολευτήκανε ως λέει κι η ιστορία... |
|||
Πάνω στης Τροίας τα βουνά που `ναι σαν κωλοµέρια |
|||
καθότανε ο Όµηρος µε την ψωλή στα χέρια. |
|||
Καθώς µαλακιζότανε και σκόρπιζε το χύσι |
|||
θεία του ήρθε έµπνευση το έπος του ν` αρχίσει. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Β' |
|||
ΣΥΣΚΕΨΗ ΑΡΧΗΓΩΝ |
|||
Μαζευτήκανε οι αρχηγοί για σύσκεψη µεγάλη |
|||
να πούνε τις απόψεις τους σε ένα ακρογιάλι |
|||
ο βασιλιάς Μενέλαος µονολογεί σαν γραία |
|||
και κλαίει και οδύρεται µαζί µε Οδυσσέα: |
|||
ΜΕΝΕΛΑΟΣ |
|||
Χάθηκα Οδυσσέα, µου κλέψαν το Λενάκι |
|||
και άλλος τώρα χαίρεται τ` ωραίο της µουνάκι. |
|||
Έφυγε η ξέκωλη και πήγε µε τον Πάρι |
|||
σαν να µην είχα και εγώ αρχίδια και παπάρι. |
|||
Στο λέω Οδυσσέα µου, στο λέω αν δεν γυρίσει |
|||
στον Πάρι και εγώ θα πάω να µε γαµήσει. |
|||
Ο∆ΥΣΣΕΥΣ |
|||
Ησύχασε Μενέλαε µην κάνεις σαν µωρό |
|||
ξέρεις εγώ τα κλάµατα πολύ τα τιµωρώ. |
|||
Θα τον τσακίσω τον µπινέ και θε να βλαστηµήσει |
|||
την ώρα που αποφάσιζε να σου την εγαµήσει. |
|||
Είναι κι αυτή παλιόπραµα, για ένα-δυο µήλα |
|||
στην Τροία, τώρα που µιλώ, γαµιέται σαν τη σκύλα. |
|||
Μετά τα λόγια τα σοφά του φίνου Οδυσσέα |
|||
το λόγο δίνουν στον ψηλό, το βασιλιά τον Αία: |
|||
ΑΙΑΣ |
|||
Φίλε Αγαµέµνονα, φίλε Οδυσσέα γεια σας |
|||
ή όπως λεν κι οι συγχωριανοί, ψωλή µου στα µεριά σας. |
|||
Το έµαθα Μενέλαε, µαλάκα να σε βράσω |
|||
στην έσκασε ο ψωλαράς και σ' άφησε στον άσσο. |
|||
Κι αν η Ελένη σου `φυγε δική σου ήταν βλακεία |
|||
αλλά µην απελπίζεσαι σου µένει η µαλακία. |
|||
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ |
|||
Εδώ που σε καλέσαµε σ` έχουµ` ανάγκη Αία |
|||
µην τον πειράζεις, το λοιπόν ετούτον τον Μαλέα, |
|||
να το σκεφτούµε σοβαρά το τι µπορεί να γίνει |
|||
και η φυλή την προσβολή γρήγορα να ξεπλύνει. |
|||
ΑΙΑΣ |
|||
Τι διάβολο Αγαµέµνονα γιατί µε λένε Αία, |
|||
ακόµη δεν τελείωσες και µου `ρθε µια ιδέα. |
|||
Εγώ προτείνω, το λοιπόν, να µεταµφιεστούµε |
|||
σαν αστυνοµικοί κρυφοί, στην Τροία κι δυο να µπούµε, |
|||
εγώ του τµήµατος ηθών και συ της ασφαλείας, |
|||
θα έχουµε και ένταλµα προς χάρη ασφαλείας. |
|||
Ζητάµε από τον Πρίαµο εξέταση εν γένει, |
|||
όλες τις εξετάζουµε, φθάνουµε στην Ελένη. |
|||
Κοιτάµε το µουνάκι της µε πούτσα καβλωµένη |
|||
της βρίσκεις τάχα σύφιλη και υπερµετρωπία, |
|||
την παίρνουµε για τη Συγγρού να κάνει θεραπεία. |
|||
Έτσι λοιπόν στα γρήγορα και δίχως φασαρία |
|||
στη Σπάρτη την πηγαίνουµε και λήγει η ιστορία. |
|||
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ |
|||
Καλή ήταν η ιδέα σου, µ` αν µας ανακαλύψει |
|||
θα µας γαµήσει και τους δυο και µάλιστα µε στύση. |
|||
Εγώ προτείνω επίθεση µε το στρατό και στόλο µας, |
|||
γιατί µε την ιδέα σου θα χάσουµε τον κώλο µας |
|||
και δεν το θέλω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος |
|||
αφού την γλύτωσα µικρός να γαµηθώ µεγάλος. |
|||
ΜΕΝΕΛΑΟΣ |
|||
Αδέρφια κάντε γρήγορα κάθε λεπτό που µπαίνει, |
|||
ο Πάρις στο κρεβάτι του, γαµάει την Ελένη. |
|||
Φέρτε µου το Λενάκι µου και άµα το θελήσετε |
|||
πολύ ευχαρίστως κάθοµαι µετά να µε γαµήσετε. |
|||
Τότ' επενέβη ο Οδυσσεύς και µίλησε σταράτα |
|||
στο βασιλιά Μενέλαο και του 'σκουσε τη γάτα: |
|||
Ο∆ΥΣΣΕΥΣ |
|||
Aσ` τα κουβαρνταλίκια σου, εµείς δεν τα µασάµε, |
|||
το ξέρεις δε πολύ καλά πως κώλο δεν γαµάµε |
|||
και κάτι τέτοιο αν κάνουµε µια µέρα παρά φύση, |
|||
να µαραθεί ο πούτσος µας να µην µπορεί να χύσει. |
|||
Εµείς θα καταφέρουµε να µπαλωθεί η ζηµιά σου, |
|||
µα ψάξε εσύ µονάχος σου για να `βρεις τον γαµιά σου. |
|||
Έτσι εσταµατήσανε χωρίς να καταλήξουν |
|||
για να σκεφτούν καλύτερα προτού να ξανασµίξουν |
|||
και ο καθένας χωριστά τη λύση για να φέρει |
|||
να γλυτώσουνε τα βάσανα µακριά σε ξένα µέρη. |
|||
Τ' απόγευµα συνέχισαν, µα είχαν άλλες βλέψεις |
|||
µε βάση το φιλότιµο και λανθασµένες σκέψεις. |
|||
Ξανά εκυριάρχησε για πόλεµο η γνώµη |
|||
κι έτσι άρχισαν τα δεινά, το αίµα και οι τρόµοι... |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Γ' |
|||
Ο ∆ΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ |
|||
Πρωί π` αρχίζουν να γαµούν τις κότες τα κοκόρια |
|||
απ` την Αυλίδα φύγανε σαρανταδυό βαπόρια |
|||
ο ψωλαράς Μενέλαος κι ο Μέγας Αχιλλέας |
|||
ο Οδυσσεύς κι ο Πάτροκλος, ο πούστης της παρέας. |
|||
Μπροστά στα τείχη στάθηκαν τσαµπουκαλήδες όλοι |
|||
και µάταια προσπαθούσανε να πάρουνε την πόλη. |
|||
Στα γύρω τα περίχωρα µουνί δεν είχε µείνει |
|||
κι όλος ο κόσµος γενικά µπουρδέλο είχε γίνει. |
|||
Κι αγάµητο πετύχανε µουνί να µην αφήσουν |
|||
την πόλη δεν κατάφεραν όµως να την πατίσουν. |
|||
Μια µέρα που ο Πάτροκλος έπαιρνε το λουτρό του και |
|||
ο Αχιλλέας µπάνιζε απ` το παράθυρό του, |
|||
πανσέληνος του φάνηκε του Πάτροκλου ο κώλος |
|||
και ευθύς του ανυψώθηκε δυο πιθαµές ο ψώλος. |
|||
Γύρω απ` το κάστρο το γερό µε τα ψιλά τα τείχη |
|||
στέκονται οι Έλληνες βουβοί και βλαστηµούν την τύχη. |
|||
Μοίρα κακή τους έριξε και πάνε δέκα χρόνια |
|||
οι ζέστες τους τσουρούφλισαν, τους πάγωσαν τα χιόνια. |
|||
Ως κι ο πανούργος Οδυσσεύς που `χει κι αυτός σαστίσει |
|||
και τους θεούς παρακαλεί να δώσουνε µια λύση. |
|||
-Αχ Οδυσσέα-, έλεγε, -είσαι µεγάλος βλάκας |
|||
ποιος είπε στον Μενέλαο να γεννηθεί µαλάκας; |
|||
Και έτσι τον Πάρι άφησε να τόνε κερατώσει |
|||
και στης Ελένης το µουνί τον πούτσο του να χώσει. |
|||
Ο∆ΥΣΣΕΥΣ |
|||
Μα φταίω `γω για όλα αυτά ν` αφήσω την καλή µου, |
|||
και δέκα χρόνια να τραβώ στην Τροία το πουλί µου;- |
|||
Αυτά κι άλλα σκεφτότανε µάτι χωρίς να κλείσει |
|||
και το µυαλό του έστυβε να βρει µια κάποια λύση. |
|||
Ήταν στην τρύπια του σκηνή µια µέρα ξαπλωµένος |
|||
κι εχάιδευε τον πούτσο του που ήταν σηκωµένος, |
|||
και τα µεγάλα αρχίδια του κρεµότανε µε χάρη |
|||
νάσου µπροστά του η Αθηνά µ` ασπίδα και κοντάρι. |
|||
Σηκώνει την χλαµύδα της, του δείχνει το µουνί της |
|||
σκύβει του λέει στο αυτί µε τη γλυκιά φωνή της: |
|||
- |
|||
Ω, πολυµήχανε Οδυσσεύς απ` τ` ουρανού τα ύψη |
|||
στο πατρικό σου το νησί σε κοίταζα µε θλίψη, |
|||
της Πηνελόπης το µουνί να το γαµάς µε λύσσα |
|||
κι αόρατη κατέβαινα και σου `γλυφα τα χύσια. |
|||
Σαν λιγωµένη κοίταζα τη φοβερή ψωλή σου |
|||
τ` αρχίδια σου τα τριχωτά και το χοντρό καβλί σου. |
|||
Είµ` από τότε ανήσυχη και δεν θα ησυχάσω |
|||
τον πούτσο σου που λαχταρώ αν δεν τον δοκιµάσω. |
|||
Εγώ σου δίνω το κλειδί την Τροία για να πάρεις |
|||
µα θέλω σαν αντάλλαγµα να µου τον εφορµάρεις.- |
|||
Ο Οδυσσεύς τα µάσησε και σκέφτηκε ώρα λίγη |
|||
είδε πως ήταν δύσκολο πολύ να τ` αποφύγει. |
|||
Της βάζει µια τρικλοποδιά, την έριξε στο χώµα |
|||
κι από την κάβλα την πολλή θα την γαµούσε ακόµα. |
|||
Μα ο νους του πήγε στη δουλειά, σηκώνεται ξανά |
|||
σκουπίζει την ψωλάρα του και λέει στην Αθηνά: |
|||
-Μικρή καβλιάρα στο `κανα και τούτο το χατίρι |
|||
το κόλπο λέγε γρήγορα και σπάσε άι σιχτίρι-. |
|||
Και ξέρετε από τον Όµηρο, να µην τα λέω ξανά |
|||
τι κόλπο του ξεφούρνισε η πρόστυχη Αθηνά. |
|||
Έφτιαξαν ένα άλογο ψιλό τριάντα µέτρα |
|||
που ήταν όλο ξύλινο και όχι από πέτρα. |
|||
Μέσα στην τρύπια του κοιλιά κρυφτήκανε µ` ελπίδα |
|||
και κόβανε την κίνηση απ` την κωλοτρυπίδα. |
|||
Κι οι Τρώες που στο βάθος τους µαλάκες ήταν όλοι |
|||
γκρεµίσανε τα τείχη τους και το 'βαλαν στην πόλη. |
|||
Κι όταν η νύχτα έφτασε, οι Τρώες κουρασµένοι |
|||
στα µαλακά κρεβάτια τους πέσαν ευτυχισµένοι. |
|||
Μέσα στης νύχτας το βαθύ ατέλειωτο σκοτάδι |
|||
ξεχύνονται από παντού σαν να 'ρχονται απ' τον δη |
|||
εκατοντάδες Αχαιοί δαυλιά κρατώντας όλοι |
|||
κι απ' του αλόγου την κοιλιά ξεχύνονται στην πόλη. |
|||
Με φοβερούς αλαλαγµούς ανάβουν τα δαυλιά τους, |
|||
µε τ` άλλο χέρι κράταγαν τα κόκκινα καβλιά τους. |
|||
Μέσα σε σπίτια µπαίνανε σαν κρίαροι βαρβάτοι |
|||
και είτε γυναίκα ή άνδρα δουν τον ρίχνουν στο κρεβάτι. |
|||
Μες το βαθύ τον ύπνο τους οι Τρώες ξεγνιασµένοι |
|||
για πότε τον εφάγανε µυστήριο τους µένει. |
|||
Του κάκου ούρλιαζε ο Οδυσσεύς να τους σκοτώσουν |
|||
όλους |
|||
οι Έλληνες ακράτητοι τους έσκιζαν τους κώλους. |
|||
Τότε κατάλαβε ο Οδυσσεύς πως για να πέσει η Τροία |
|||
πρώτα να πέσουν έπρεπε και των Αχαιών τα τρία. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ∆' |
|||
ΟΙ ΑΧΑΙΟΙ ΑΠΟΠΛΕΟΥΝ |
|||
Ήταν σχεδόν αδύνατο µέσ' την παλιά την πόλη |
|||
να βρει κανείς για να κρυφτεί χαντάκι ή περβόλι |
|||
την Τροία πια την όµορφη την είχαν ξεκληρίσει |
|||
και οι γυναίκες στην σειρά, κάνανε όλες πλύση. |
|||
Πλένανε και χτυπούσανε τον κώλο τους στη γη |
|||
για να βρουν το ψωλόχωµα και κάνανε πληγή. |
|||
Κι αδιάκοµα ακουγόντουσαν σπαρακτικές κραυγές |
|||
κι όποιος αντιστέκετο, έπεφταν και σφαγές. |
|||
Από την άλλη την πλευρά, στων Αχαιών τα πλήθη |
|||
γλέντια, χαρές, ξεφάντωµα, γαµήσια κακοίθι. |
|||
Τα πάντα σε ερείπια ήτανε σωριασµένα |
|||
κι όλοι γυρνούσαν σαν τρελοί και τα 'χανε χαµένα. |
|||
Στους καβλερούς τους Αχαιούς σαν άλµπουρα οι ψωλοί |
|||
στους Τρωάδες σκούζοντας -πονάνε πια οι κώλοι- |
|||
το βράδυ που κουράστηκαν απ' την πολλή καβάλα |
|||
αρχίσανε να σκέφτονται για σύντοµη φευγάλα. |
|||
Στα πλοία κουβαλούσανε διαµάντια και πετράδια |
|||
χρυσάφι, ασήµι και χαλκό µέσ' τα βαθιά σκοτάδια |
|||
τα πήγαιναν στ' αµπάρια τους τα παραφορτωµένα |
|||
κι από τα πλούτη τα πολλά τα είχανε χαµένα. |
|||
Κι αφού τελείωσαν όλα αυτά, τα τόσα λίµπρα |
|||
την χιλιογαµηµένη πήρανε, σαν να 'τανε κυρά |
|||
και την επαρουσιάσανε σαν ήταν αρπαγµένη |
|||
και πως µε ζόρι κι απειλές ήτανε γαµηµένη. |
|||
Γιατί σαν συναντήθηκαν στο ξένο το παλάτι |
|||
έξυπνη και πανέµορφη και κάβλα όλο γεµάτη |
|||
κι ολόγυµνη µε το µουνί καλά ρωµατισµένο |
|||
µε µόνο το βρακάκι της κι αυτό µισό βγαλµένο |
|||
µπροστά εις τον Μενέλαο εστάθει η Ελένη |
|||
κι αυτός θωρώντας την βουβά µε πούτσα καβλωµένη |
|||
άρχισε να γυµνώνεται, πετώντας το σπαθί |
|||
και στη στιγµή οι σύντροφοί του τον έχουν µιµηθεί |
|||
και όσο αυτός εγάµαγε µ' όρµη και φλυαρία |
|||
όλος ο άλλος ο στρατός βαρούσε µαλακία. |
|||
Μα όλα ετελείωσαν, τέρµα στα πανηγύρια |
|||
έλυσαν τα καράβια τους, χάλασαν τα τσαντίρια |
|||
στοιβάζουν τις αιχµάλωτες, βουνό τις κακόµοιρες |
|||
νέες µικρές ανύπαντρες, γεµάτες όλες ψείρες |
|||
θυσίασαν του Πριάµου την κόρη Πολυξένη |
|||
για να τιµήσουν τους Θεούς σ' όλη την οικουµένη. |
|||
Έτσι εξεκινήσανε απ' την ερειπωµένη Τροία |
|||
χαράζοντας κατεύθυνση και σταθερή πορεία |
|||
για της πατρίδας το χωριό, τη πόλη, το λιµάνι |
|||
µ' επιθυµία αµέτρητη να φτάσουν µάνι-µάνι. |
|||
Και δεν θ' αργούσαν να 'φταναν στην όµορφη πατρίδα |
|||
αν ξαφνικά δεν έπιανε µεγάλη καταιγίδα. |
|||
Φύσηξε αέρας τροµερός, κι αγρίεψε η φύση |
|||
µαύρο βουνό η θάλασσα, τα πλοία πήραν κλίση |
|||
σκίστηκαν όλα τα πανιά, σκόρπισαν τα καράβια |
|||
κι έχασε η µάνα το παιδί κι η σκύλα τα κουτάβια |
|||
κι έτσι επροσπαθήσανε και περιπλανήθηκαν |
|||
κι άλλοι γύρισαν νύκτες και άλλοι γαµηθήκαν. |
|||
Όµως από τους ήρωες που κούρσεψαν την Τροία |
|||
κανείς δεν εκουράστηκε, ως λέει η ιστορία |
|||
όπως ο πολυµήχανος, πανούργος Οδυσσέας |
|||
που από µικρός αρέσκετο σε πονηράς παρέας. |
|||
Γιατί η φίνα Αθηνά του κράταγε κακία |
|||
όταν αυτός εδιάλεξε µια δόση µαλακία |
|||
και δεν την άφησε γυµνή τον πούτσο του να παίξει |
|||
να τον ρουφά αχόρταγα Σα να 'χε πετιµέζι. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Ε' |
|||
ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΚΙΚΟΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ |
|||
ΛΟΤΟΦΑΓΩΝ |
|||
Ο άνεµος τους έφερε στη χώρα των Κικόνων |
|||
επάνω στο κατάστρωµα τα πάντα όλα σαρώνουν. |
|||
Βγήκαν αµέσως στη ξηρά κι άρχισαν επιθέσεις |
|||
µάζεψαν λάφυρα πολλά, του µέλλοντος ανέσεις. |
|||
Μάχη εδώσανε σκληρή και χάσανε συντρόφους |
|||
όταν τους επιτέθηκαν στους γύρω-γύρω λόφους |
|||
την ώρα που γαµούσανε τα δροσερά µουνάκια |
|||
και τρώγανε και πίνανε µε κάβλα και µεράκια. |
|||
Μετά εξεκινήσανε και στα καράβια µπήκαν |
|||
αυξάνοντας σηµαντικά των θυγατρών την προίκα. |
|||
∆εν άργησε κι αγνάντεψαν ξανά ένα νησί |
|||
κι αρχίσανε να τραγουδούν, να πίνουν και κρασί, |
|||
µα η ξηρά π' αράξανε είχε πολλές παγίδες |
|||
οι Λωτοφάγοι µένανε, κοντά και µε φακίδες |
|||
µα τις ψωλές πολύ καλά τις είχαν ακονίσει |
|||
κώλο µονάχα γάµαγαν σ' ένα τρελό µεθύσι. |
|||
Και λένε οι ιστορικοί, πως τρώγοντας λωτούς |
|||
τόσο γλυκοί που ήτανε, ξεχνούσαν τους γνωστούς |
|||
οι επισκέπτες όλοι τους όσο κι αν λαχταρούσαν |
|||
και στη γλυκιά πατρίδα τους ποτέ τους δεν γυρνούσαν. |
|||
Και αυτό πάντα συνέβαινε που είπα παραπάνω |
|||
µα ο λόγος ήταν διάφορος και στην αλήθεια φτάνω. |
|||
Σ' αυτό το ωραίο το νησί µε τις πολλές κοιλάδες |
|||
ζούσαν οι µεγαλύτεροι, τρανοί κωλοµπαράδες. |
|||
Αυτοί µε τέχνη ασύγκριτη και µέθοδο σπουδαία |
|||
γαµούσανε χωρίς ντροπή και µόνοι και παρέα |
|||
µε σχέδιο αλάνθαστο, πάντα πετυχηµένο |
|||
για κώλο που 'χε γαµηθεί, για κώλο και παρθένο. |
|||
Έτσι τα καταφέρανε, µε τέχνη και µανία |
|||
και δεν παρέµενε ποτέ καµιά παρθενιά |
|||
κι οι Αχαιοί γλυκάθηκαν απ' το τρελό γαµήσι |
|||
κι έχυνε ο κώλος ολονών Σα να 'τανε µια βρύση. |
|||
Μα ο πανούργος Οδυσσεύς που όλα τα ρυθµίζει |
|||
τους κώλους υποσχέθηκε σ' όλους να τους δροσίσει |
|||
και τότε δέχτηκαν αυτοί το πλοίο να κινήσει |
|||
µα ζήτησαν όλοι µαζί πρώτα να τους γαµήσει. |
|||
Κι ο Οδυσσεύς γλυκόψωλος πηδώντας και µε γέλια |
|||
τον πόθο άναψε παντού σε κώλους και σε σκέλια |
|||
και η ψωλή καβλώθηκε, µαγκούρα έχει γίνει |
|||
καθόλου δεν κουράστηκε, σαν βρύση όλο χύνει. |
|||
Ικανοποιώντας τους λοιπόν όλους εις την αράδα |
|||
τους γάµησε, τους ξέσκισε όλους µε νουµεράδα |
|||
και ξαναφύγαν µ' όρεξη για τη γλυκιά πατρίδα |
|||
ελπίζοντας µη πέσουνε σ' άλλη καµιά παγίδα. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΣΤ' |
|||
Ο Ο∆ΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟΥΣ ΚΥΚΛΩΠΕΣ |
|||
Πολύ εδυσκολεύτηκε την συντροφιά να πείσει |
|||
να ξεχαστούν συνήθειες που είχε αποκτήσει |
|||
να σταµατήσουν να ζητούν όλους να τους γαµήσει |
|||
φωνάζοντας και λέγοντας πως θα τους απολύσει. |
|||
Κι έτσι τα κατάφερε ένα πρωί να φτάσουν |
|||
σε κάποια όµορφη στεριά Θεό για να δοξάσουν |
|||
που όλους τους απάλλαξε απ' τα κακά τα βίτσια |
|||
αυτούς τους λεβεντόκορµους ψηλούς σαν κυπαρίσια. |
|||
Μα η χώρα που πατήσανε ήτανε των Κυκλώπων |
|||
κι εκεί τους επερίµενε ζωή γεµάτη κόπων. |
|||
Όταν σκοτείνιασε αρκετά, ξεκίνησαν µε τάξη |
|||
ο Οδυσσεύς µε δώδεκα, προµήθειες να αρπάξει. |
|||
Εµπήκαν µέσα σε σπηλιά κι όλα πηγαίναν φίνα |
|||
και είχαν εξασφαλιστεί στο µέλλον από πείνα. |
|||
Μα ξάφνου εµφανίστηκε ο Κύκλωπας στη πόρτα |
|||
έµπασε µέσα τα αρνιά και άναψε τα φώτα. |
|||
Αγρίεψε και φώναξε κι άρπαξε δυο συντρόφους |
|||
ξερίζωσε τον πούτσο τους, τους έκανε πια ψόφιους |
|||
κι ενώ αυτοί εβόγκαγαν πεθαίνοντας στο χώµα |
|||
τους έσχισε ολοζώντανους λουρίδες τους το σώµα. |
|||
Μα ο πανούργος Οδυσσεύς τα βόλεψε και πάλι |
|||
τον πότισε γλυκό κρασί, τον έκανε ρετάλι |
|||
κι αφού κοιµήθηκε βαριά µέσ' το γλυκό µεθύσι |
|||
στειλιάρι έφτιαξ' αιχµηρό απ' ίσιο κυπαρίσσι |
|||
κι αφού τον έγδυσε καλά, του το 'χωσαν στο µάτι |
|||
και του 'µπιξαν ταυτόχρονα στον κώλο ένα κατάρτι |
|||
οι δυνατοί συντρόφοι του µε βία και γινάτι |
|||
κι έφυγαν τρέχοντας µαζί από το µονοπάτι. |
|||
Εφτάσανε στο πλοίο τους, στο φίνο ακρογιάλι |
|||
µπήκανε µέσα στη στιγµή και µε όρµη πολλή µεγάλη |
|||
ξεκίνησαν µε τα κουπιά κι έφυγαν τροµαγµένοι |
|||
πιστεύοντας πως ήτανε απ' τη ζωή χαµένοι. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Ζ' |
|||
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΟΥ ΑΙΟΛΟΥ |
|||
Σε λίγο έφτασε ο Οδυσσεύς, στη νήσο Αιολία |
|||
χώρα που είχε σαν έµβληµα, µόρφωση και σχολεία. |
|||
Στην πράξη όµως ήτανε πρόστυχο νησί |
|||
που οι κάτοικοί του ζούσανε µε χάδια και κρασί. |
|||
Από τον γέρο Αίολο επήρε τ' όνοµά του |
|||
το σεξ και κάργα πουτανιά επήρε απ' τη µαµά του. |
|||
Και τώρα ας προσέξουµε τι λέγει η Ιστορία |
|||
για τους κατοίκους του νησιού για σεξ και πονηρία. |
|||
Μια ντουζίνα από παιδιά ο Αίολος είχε κάνει |
|||
έξι αγόρια φρόνιµα, ψηλά σαν πελεκάνοι |
|||
κι έξι κορίτσια όµορφα, γλυκά και µορφωµένα |
|||
για σπιτικό νοικοκυριό, µονάχα γαµηµένα... |
|||
Τα πράγµατα όµως δυστυχώς ήταν τελείως άλλα |
|||
κι οληµερίς βρισκόντουσαν σ' ανάσκελη καβάλα |
|||
µα την αλήθεια άλλαξε σαφώς ο ιστορικός |
|||
όταν εγάµησε τρελά αυτός περαστικός. |
|||
Με µια κουβέντα ήτανε φαµίλια που γαµιότανε |
|||
κι όλο για πούτσους και µουνιά οληµερίς σκεφτότανε |
|||
µε κατευθύνσεις και σκοπούς σε σύλληψη απίθανες |
|||
σταµάταγαν το ξέσκισµα και γίνονταν ηµίθανες. |
|||
Και γράφει ένας διαβατικός πολύ χαριτωµένος |
|||
από παρακολούθηση, γιατί είχ' αυτό το µένος |
|||
δυο αδερφιών που σκίζονταν επάνω στο κρεβάτι |
|||
και φώναζαν και µίλαγαν µε κάβλα και γινάτι: |
|||
-Μωρό µου, γλύκα µου εσύ, τεχνήτρα στο γαµήσι |
|||
τέτοια ηδονή αγάπη µου, τέτοιο γλυκό µεθύσι |
|||
ούτε η πορνοµάνα µας δεν ξέρει τόσα κόλπα.- |
|||
Κι εκείνη αποκρίθηκε -Πάψε βρε πούστη, σώπα |
|||
γιατί τα ίδια πράγµατα µου λέει και ο πατέρας.- |
|||
-Ώστε γαµεί και σένανε το βροµερό το τέρας |
|||
και µου 'λεγε ο άτιµος, ο ψεύτης, ο αλήτης |
|||
πως µόνο εµένανε γαµεί, εγώ είµ' ο τεχνίτης.- |
|||
Τώρα λοιπόν γνωρίσατε τη χώρα Αιολία |
|||
που 'ταν πανεπιστήµιο σε προστυχοσχολεία |
|||
Γι' αυτό περάσανε καλά και µάθανε τερτίπια |
|||
του Οδυσσέα οι σύντροφοι µα γίνανε ερείπια. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Η' |
|||
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΜΑΓΙΣΣΑΣ ΚΙΡΚΗΣ |
|||
Τελείωσαν µε τους Αίολες και φθάσαν σε λιµάνι |
|||
κι ανέβηκε ο Οδυσσεύς γοργά και µάνι-µάνι |
|||
σε ένα λόφο υψηλό για να βρει κάποιο σπίτι |
|||
ν' ασκούσει ανθρώπινη φωνή, να δει κανά πολίτη. |
|||
Εχώρισε τους άνδρες του σε δυο µικρές οµάδες |
|||
και είπε στον Ευρύλογο να πάει στις κοιλάδες |
|||
που 'δε χτισµένο ακίνητο µεγάλο σαν σχολείο |
|||
µα ήτανε ανάκτορο τρανό µε µεγαλείο. |
|||
Σε λίγο επλησίασαν και µπαίνουν στο παλάτι |
|||
µόνος κρυµµένος έµεινε και µ' άγρυπνο το µάτι |
|||
ο αρχηγός Ευρύλογος στην άκρη µιας σχισµάδας |
|||
παραµονεύοντας να δει την τύχη της οµάδας. |
|||
Από την κρύπτη του αυτή, που ήτανε χωµένος |
|||
πήρε τροµάρα φοβερή, κοιτούσε µαγεµένος |
|||
συντρόφους λεβεντόκορµους, δυο µέτρα παλικάρια |
|||
να γίνουν χοίροι στο λεπτό, να βόσκουν στα λιθάρια. |
|||
Μα στη στιγµή αντέδρασε και έτρεξε να φύγει |
|||
στον Οδυσσέα για να πάει, τον πόνο που τον πνίγει. |
|||
Ο Οδυσσεύς στο µεταξύ µ' Ερµή εσυναντήθει |
|||
κι αφού τον εδασκάλεψε, προς το παλάτι εχύθει. |
|||
Εκεί την Κίρκη εγάµησε µ' ασύγκριτη γλυκάδα |
|||
την έδειρε, την µαύρισε, σαν να 'τανε φοράδα |
|||
γιατί ήτανε µαζόχα κι ήθελε κάργα ξύλο |
|||
και πούτσο να την εγαµεί, σαν της ∆ΕΗ το στύλο. |
|||
Και όταν γλυκαθήκανε απ' το τρελό γαµήσι |
|||
και το µουνί της έχυνε σαν να 'τανε µια βρύση |
|||
τότε µε µαγικά ραβδιά τους χτύπαγε ένα-ένα |
|||
κι άνθρωποι εγινόντουσαν και τα 'χανε χαµένα. |
|||
Έτσι ξεπέρασε κι αυτό της µοίρας το γραµµένο |
|||
και τον εβρίκε το πρωί µε πούτσο µαραµένο |
|||
µα είχε κράση δυνατή, κι ήταν µυαλό σπουδαίο |
|||
κι αµέσως ασχολήθηκε µε κάτι το ωραίο. |
|||
Εσκέφτει να επισκεφθεί τους φίλους του στον δη |
|||
και στη Θεά το ζήτησε µε θάρρος και µε χάδι. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Θ' |
|||
ΣΤΑ ΤΟΥ Α∆Η |
|||
Πήρε λοιπόν την άδεια, και την Θεά την πείθει |
|||
αφού την εκατάσκεψε τον όµορφο τον πύθι |
|||
να πάει στα βασίλεια του Aδη να γαµήσει |
|||
κι όσο πιο γρήγορα µπορεί οπίσω να γυρίσει. |
|||
Νυφούλες, νέοι πούστηδες µυριοβασανισµένοι |
|||
κοπέλες οµορφότατες µε την καρδιά θλιµµένη |
|||
σαν άµµος εµαζεύτηκαν τριγύρω του µε λύσσα |
|||
εχάιδευαν τον πούτσο του και του 'γλυφαν τα χύσια. |
|||
Και τότε µια καµπαρετζού, µεγάλη πουτανάρα |
|||
φώναξε µε βραχνή φωνή και κάργα παιχνιδιάρα: |
|||
-Βλέπω έναν να 'ρχεται και καβλοχτυπηµένο |
|||
στης Αφροδίτης τα όργια τόνε θαρρώ µπλεγµένο |
|||
τον έρωτά µου προς εσέ θε να σου δείξω η ίδια- |
|||
κι αµέσως του τον άρπαξε κρατώντας του τ' αρχίδια. |
|||
Τι κάβλα είναι τούτη δω αλήτη και καβλιάρη |
|||
έχεις µια πούτσα κάθετη σα να 'τανε στυλιάρι. |
|||
Θε να σηκώσω αψηλά τα σκέλια στο ταβάνι |
|||
και θα σκιστώ σαν πουταναριό, σαν πόρνη που το κάνει. |
|||
Μίλησε τότε ο Οδυσσεύς, µουγκρίζοντας λιγάκι |
|||
γιατί από κάβλα φούντωνε σα να 'τανε γεράκι. |
|||
Αλή σε µε ο δύστυχος τι κάβλα µ' έχει πιάσει |
|||
σα να µε 'δεσαν σε τροχό τ' αρχίδια µου 'χουν σπάσει |
|||
και τώρα αγάπη µου γλυκιά µη λες ανοησίες |
|||
έχεις τον πόθο για ψωλή και µέχρι αφασίας. |
|||
Και ύστερα εδιάλεξε διάφορες περιπτώσεις |
|||
ζηλευτή ειδίκευση και άπειρες τις γνώσεις |
|||
τους άλλους καθησύχασε λέγοντας θα γυρίσω |
|||
να σας γαµήσω απάνθρωπα από εµπρός και πίσω. |
|||
Μετά εσυναντήθηκε µε µάντη Τειρεσία |
|||
να τον γαµήσει και αυτόν, κάνοντας τη θυσία |
|||
να γλυκαθεί ο πούσταρος, µήπως και βοηθήσει |
|||
στην όµορφη πατρίδα του πίσω για να γυρίσει. |
|||
Μα στάθηκε αδύνατο όλους να τους ευχαριστήσει |
|||
και βρύση να 'τανε η ψωλή δεν θα είχε άλλο να χύσει |
|||
και γύρισε µονοµερής εις την Θεά την Κίρκη |
|||
να της ξεσκίσει το µουνί µε τροµερό µανίκι. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑΙ Ι' |
|||
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΙΡΚΗΣ |
|||
Μετά τον Aδη σάλπαρε και πάλι το καράβι |
|||
κατεύθυνση για το νησί µε σκέψη που σ' ανάβει |
|||
και η Θεά στην αµµουδιά χαρούµενη πηδούσε |
|||
προσµένοντας τον ψωλαρά που θα την εγαµούσε. |
|||
Πατώντας έξω στη στεριά τον φίλησε µε πάθος |
|||
και έσπρωξε τον πούτσο του στ' ολόγλυκό της βάθος. |
|||
Κι αφού γλεντήσανε µαζί ολόκληρο το βράδυ |
|||
τη µέρα τον βοήθησε για πλοίο και κοπάδι |
|||
για τρόφιµα και γλυκά, χρήσιµα στο ταξίδι |
|||
τη νύχτα πάλι έρωτα, πρήστηκε το γλωσσίδι. |
|||
Έτσι χορτάτη η Θεά απ' το τρελό γαµήσι |
|||
ώρα πολλή ορµήνευε σ' ένα γλυκό µεθύσι |
|||
τον άνδρα που την έσκισε, τον φίνο, τον αλήτη |
|||
πώς να σωθεί και τι να πει σ' ανθρώπους και προφήτη. |
|||
Κι όταν ξηµέρωσε καλά, γλειφόντουσαν ακόµα |
|||
ώσπου σχεδόν αναίσθητοι και µε βαρύ το σώµα |
|||
επέσανε ηµιθανείς, µα η ψυχή πετούσε |
|||
σφάδαζε η κορµάρα της, τον πούτσο του µασούσε |
|||
κι αυτός της έγλυφε γλυκά τ' ασύγκριτο κορµί της |
|||
ρουφώντας µέλι αθάνατο απ' το γλυκό µουνί της. |
|||
Μα ξάφνου όλα σώπασαν, τα µουγκριτά χαθήκαν |
|||
και δυο κορµιά σαν νεκρικά σε ένα ενωθήκαν |
|||
για λίγα δευτερόλεπτα ένιωσαν πεθαµένοι |
|||
κι από την κάβλα την πολλή, χαµένοι µαγεµένοι. |
|||
Μα γρήγορα συνήλθανε και στο λουτρό επήγαν |
|||
και λούστηκαν και πλύθηκαν, για το καράβι φύγαν. |
|||
Και τότε ο µέγας Οδυσσεύς φωνάζει στους συντρόφους |
|||
να 'τοιµαστούν και να 'ρθουνε από τους γύρω λόφους |
|||
για τη γλυκιά πατρίδα τους να ξεκινήσουν πάλι |
|||
φίλους, γνωστούς και συγγενείς να σφίξουν στην αγκάλη. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΑ' |
|||
Ο Ο∆ΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΣΕΙΡΗΝΩΝ |
|||
Πάνω στην πλώρη την φαρδιά, την διπλοσκαλισµένη |
|||
κάθεται ο Οδυσσεύς µε την καρδιά σκισµένη |
|||
µήνες τον εβασάνησαν πείνα και ταλαιπωρία |
|||
και τ' άλλο το χειρότερο το λογαριάζει χώρια. |
|||
Έχει καιρό να δει µουνί, κι αυτό 'ναι που τον σκιάζει |
|||
για το φαΐ και το πιοτό δεν το πολυνοιάζει |
|||
ο δύστυχος ο Οδυσσεύς όπου 'χε συνηθίσει |
|||
κι απ' το µουνί τον έβγαζε µόνο να κατουρήσει. |
|||
Εκτός από την γυναίκα του που ήταν θεοκόµµατος |
|||
είχε γαµήσει και µουνιά κάθε λογής και χρώµατος. |
|||
Αυτός που τόσες πέρασαν απ΄ τον χοντρό του ψώλο |
|||
τους άνδρες να παρακαλεί για να του δώσουν κώλο. |
|||
Αυτά καθώς σκεφτότανε µε κάβλα και µε πάθος |
|||
ξάφνου ακούστηκε φωνή -νησί µπροστά στο βάθος.- |
|||
Ο Οδυσσεύς τινάχτηκε του φάνηκε σαν ψέµα |
|||
είδε αµέσως το νησί, µε το έµπειρό του βλέµµα. |
|||
∆ίχως να πάψει µια στιγµή προς τη στεριά να βλέπει |
|||
το βρώµικο το χέρι του έβαλε µέσ' την τσέπη |
|||
κι έβγαλε πάπυρο παλιό και χιλιοδιπλωµένο |
|||
χάρτη καλό που ναυτικός τον είχε καµωµένο. |
|||
Μα πριν του ρίξει µια µατιά να δει µην είναι η ∆ήλος |
|||
σηκώθηκε η ψωλάρα του και γίνηκε σαν στύλος |
|||
έσκισε τον χιτώνα του, βγήκε έξω η µισή |
|||
και γέρνοντας στα αριστερά του 'δειξε το νησί. |
|||
Τότε κατάλαβε ο Οδυσσεύς απ΄ της ψωλής τους τρόπους |
|||
πως στις σειρήνες φτάσανε που τρώγανε και ανθρώπους |
|||
µα των σειρήνων το νησί δεν ήταν τίποτ' άλλο |
|||
παρά µπουρδέλο υπαίθριο πάρα πολύ µεγάλο |
|||
γιατί εκείνο τον καιρό τους έπιασε µια τρέλα |
|||
και µ' ένα διάταγµα αυστηρό κλείσανε τα µπουρδέλα |
|||
όλες τις πόρνες µάζεψαν απ' τα κρυφά τους άντρα |
|||
και τις αφήσαν στο νησί µονάχες δίχως άνδρα. |
|||
Απ' την πολλή την κάβλα τους ουρλιάζανε κι εκείνες |
|||
και απ' την βοή που κάνανε τις βγάλανε σειρήνες |
|||
δίχως να εξετάσουνε, δίχως µεγάλους κόπους |
|||
έγραψαν οι ιστορικοί πως τρώγανε κι ανθρώπους. |
|||
Θεοί, τι ψέµα φοβερό, εκείνες οι καηµένες |
|||
άνδρες σαν φτάσαν στο νησί κάναν σαν λυσσασµένες |
|||
µε περιποίηση πολλή τους παίρναν στην αυλή τους |
|||
και εκεί βεβαίως τρώγανε, µα µόνο το καβλί τους. |
|||
Αυτό το ήξερ' ο Οδυσσεύς κι είχε χαρά µεγάλη |
|||
δεν είπε όµως τίποτα να µην το µάθουν οι άλλοι |
|||
έδεσε τους συντρόφους του, τους βούλωσε τ' αυτιά |
|||
πετάει και τα ρούχα του και ρίχνει µια βουτιά |
|||
κολύµπαγε ανάσκελα γρήγορα µε τετάρτη |
|||
κι ο καβλωµένος πούτσος του φάνταζε σαν κατάρτι |
|||
αυτές τον βλέπουν να 'ρχεται στριµώχνονται σαν βόδια |
|||
ξαπλώνουν όλες στην ακτή κι ανοίγουνε τα πόδια. |
|||
Σαν φτάνει κείνος στη στεριά είν' απ' την κάβλα µαύρος |
|||
γαµεί δεξιά κι αριστερά και ορµάει σαν ταύρος |
|||
τις γάµησε επτά φορές µέσα σε µία ώρα |
|||
και για όγδοη πήγαινε γιατί είχε πάρει φόρα |
|||
µα κείνες ξεκαβλώσανε τους πέρασε η κάβλα |
|||
και στο τρελό γαµήσι του 'βαλαν τελεία-παύλα |
|||
µέσα στο δάσος τρέξανε κρυφτήκανε µε βιάση |
|||
κι άδικα ψάχνει ο Οδυσσεύς καµιά για να πιάσει. |
|||
Γυρίζει όλο το νησί ψάχνοντας µε κακία |
|||
κι αφού δεν βρίσκει πια καµιά βαράει µαλακία |
|||
κι έφτασε στους συντρόφους του ταχύς µε µακροβούτια |
|||
κι άρχισε να τους φιλά να τους κρατά τα µπούτια |
|||
κοιτάει τους συντρόφους του µε µάτια λαµπερά |
|||
φουσκώνοντας τ' αρχίδια του τα µαύρα λαµπερά |
|||
έτσι δεµένους στ' άλµπουρο πλησίασε µε δόλο |
|||
και έναν-έναν στη σειρά τους γάµησε τον κώλο. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΒ' |
|||
ΣΚΥΛΛΑΣ ΚΑΙ ΧΑΡΥΒ∆ΗΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΝΗΣΙ |
|||
ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ |
|||
Στη Σκύλλα και Χάρυβδη µετά απ' τις Σειρήνες |
|||
περάσαν δύσκολες στιγµές, περάσαν δυο µήνες. |
|||
Ήταν γυναίκες δυνατές, σκληρές ανδρειωµένες |
|||
πλακοµουνούδες άφθαστες από ψωλή καµµένες. |
|||
Καθόλου δεν εχώνευαν τους άνδρες τους γαµιέδες |
|||
τους έσκιζαν, τους έγδερναν σαν 'τανε πουλάδες |
|||
γι' αυτό κι αρπάξανε πολλούς και τους σκοτώσαν όλους |
|||
αφού τους εβασάνησαν τις πούτσες και τους κώλους. |
|||
Οι λίγοι που εγλίτωσαν απ' τα µαρτύρια τούτα |
|||
σε λίγο αντικρίσανε χώρα γεµάτη φρούτα |
|||
ήταν του Ήλιου το νησί µε πρόβατα ωραία |
|||
κι αγελάδες ζωηρές που βόσκανε παρέα. |
|||
Τότε ξεχύθηκαν µε µιας όλοι τους στο λιβάδι |
|||
και στην κραιπάλη την αισχρή το 'ριξαν µέχρι βράδυ |
|||
γαµούσανε τα ζωντανά µε πόθο και µανία |
|||
και κάνανε τους κώλους τους σα να 'τανε χωνιά. |
|||
Κι ύστερα άρχισε η σφαγή των γαµηµένων ζώων |
|||
ιδού πως εκατήντησαν σύντροφοι των ηρώων. |
|||
Μα ο Θεός λυπήθηκε τα ζώα τα καηµένα |
|||
που όλα τα εξέσκισαν και γίναν γαµηµένα |
|||
και όλους αυτούς τους ασεβείς τους έστειλε στον δη |
|||
να ζούνε κάτω από τη γη και µέσα σε σκοτάδι. |
|||
Και ο Οδυσσεύς έµεινε µε δίχως πια συντρόφους |
|||
κι αγνάντευε περίλυπος όλους τους γύρω λόφους. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΓ' |
|||
Ο Ο∆ΥΣΣΕΑΣ ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΗΣ ΚΑΛΥΨΩΣ |
|||
Μετά από κόπους φοβερούς, πάµπολλες τρικυµίες |
|||
κι αµέτρητες µε θάνατο π' έκανε γνωριµίες |
|||
όταν στο πέλαγος γυµνός και µε ψυχή χαµένη |
|||
η Καλυψώ δυναµικά τον έσωσε η καηµένη |
|||
όταν κολύµπαγε αυτός προς την ξηρά για να βγει |
|||
κι είδε τον πούτσο του ορθωτό και η καρδιά εκάγει. |
|||
Τότε κατέβει αθέατη και του τον εφιλούσε |
|||
τον έγλυφε, τον έπαιζε και τον επιπιλούσε |
|||
και στην ξηρά τον έσπρωχνε και λίγο τον τραβούσε |
|||
το αποχαυνωµένο το κορµί που όλο σπαρταρούσε. |
|||
Κι έτσι εβγήκε στην ξηρά σχεδόν ρυµουλκηµένος |
|||
από τον πούτσο τον µακρύ, κρύος και µαραµένος |
|||
κι όταν συνήλθε κάποτε και φτάνει στο παλάτι |
|||
τότε την βλέπει να 'ρχεται φουριόζα και τρεχάτη. |
|||
Βοήθεια, ρούχα και φαΐ να του προσφέρει τάχα |
|||
απ' ανθρωπιά κι αισθήµατα που ένιωθε µονάχα |
|||
για κάθε που θα 'ρχοτανε στο ερηµικό νησί |
|||
κι είχε ανάγκη από φαΐ και ρούχα και κρασί. |
|||
Μα για πολύ δεν κράτησαν τα τυπικά του κώλου |
|||
γιατί λιγουρευότανε το κάλος του του ψώλου |
|||
κι αµέσως τότε άρχισαν τα φοβερά τα όργια |
|||
µέσ' την θερµή της αγκαλιά την όµορφη πανόργια |
|||
κι έτσι περνούσε ο καιρός γεµάτος συγκινήσεις |
|||
κι έχυνε ο πούτσος του σαν το νερό της βρύσης |
|||
µα λυπηµένος κάθεται την θάλασσα θωρεί |
|||
που στην γλυκιά πατρίδα του, να φτάσει δεν µπορεί. |
|||
Μα κάποτε λυπήθηκαν την τύχη του οι Θεοί |
|||
και στέλνουν µήνυµα στην Καλυψώ, του Ολύµπου οι |
|||
κραταιοί |
|||
τον φτερωτό Ερµή της στείλαν για να δώσει |
|||
απόφαση τελειωτική που την καρδιά θα λιώσει. |
|||
Ρίγησε τότε η Καλυψώ κι από θυµό γεµάτη |
|||
σκέφτηκε νύκτες και στιγµές απ' ηδονή χορτάτη. |
|||
Είστε σκληροί, ζηλόφρονοι, µουρµούρισε µε πόνο |
|||
και µα το ∆ία µου 'ρχεται να φτάσω µέχρι φόνο. |
|||
Φθονείται όλοι σας ψηλά, την όµορφη µου τύχη |
|||
βρέθηκε να 'ναι πουτσαράς, τον έχει ένα πύχη. |
|||
Όµως εγώ τον έσωσα στο πέλαγος πνιγµένο |
|||
από ανθρώπους και Θεούς τελείως ξεγραµµένο |
|||
και το γλυκό µου το µουνί και όλο µου το σώµα |
|||
αυτός µονάχα το γαµεί και µ' έχει κάνει λιώµα. |
|||
Μα τι να κάνω η δύστυχη και την καρδιά µου σφάζουν |
|||
θα υποταχτώ στη µοίρα τη σκληρή, αφού µε διατάζουν. |
|||
Κι είπε ο Ερµής ο φτερωτός θερµά και λυπηµένα: |
|||
Έλα καλή µου Καλυψώ, µη τ' έχεις πια χαµένα |
|||
δώσε εσύ τις συµβουλές, βοήθα τον να φύγει |
|||
κουράγιο κάνε, βάσταξε, όσο και αν σε θίγει. |
|||
Αυτά 'πε και εχάθηκε στης νύχτας το σκοτάδι |
|||
κι η Καλυψώ εζήταγε χαρά και λίγο χάδι. |
|||
Τότε γλυκά, ναζιάρικα µ' αβάσταχτη τη κάβλα |
|||
απ' την ακτή τον φώναξε, στους ρεµβασµούς του παύλα. |
|||
Όταν του υποσχέθηκε πως θα τον εβοηθήσει |
|||
να φύγει από το νησί κι αλλού να πάει να ζήσει |
|||
τότε αυτός αχόρταγα την ξάπλωσε στο στρώµα |
|||
την φίλαγε, την έγλυφε, της δάγκωνε το σώµα |
|||
µετά την ετουµπάρισε της έστησε τον κώλο |
|||
και µαλακά της βύθισε τον άγριο του ψώλο |
|||
µε χέρια πια τρεµάµενα και λιγωµένα χείλη |
|||
µούγκριζε κι ακουγότανε γύρω στο ένα µίλι. |
|||
Της έτριβε τις ρώγες της, της έγλυφε το σώµα |
|||
κι από την κάβλα την πολλή είχανε γίνει λιώµα. |
|||
Μα κάποτε ξηµέρωσε και έπρεπε να φύγει |
|||
όσο και αν ελιώσανε µε κάβλα που να πνίγει. |
|||
Κι η Καλυψώ εφώναζε, γαµιά µου γύρνα πίσω |
|||
έλα αγαπούλα µου γλυκιά και θα λιποθυµίσω |
|||
χωρίς ψωλή στο σπίτι µου πως θα γενεί να ζήσω |
|||
ντυµένη ωραία προκλητικά το σώµα θα στολίσω |
|||
για να καβλώσω το Θεό µαζί µου και να χύσει |
|||
απ' του Ολύµπου το βουνό σκληρά να µε γαµήσει |
|||
κάβλα που φύτεψε ο Οδυσσεύς να 'ρθει να την τρυγήσει. |
|||
Τότε λοιπόν ο Οδυσσεύς της λέει ένα γεια σου |
|||
τι κάβλες πάλι µ' άναψες, πως δείχνει η οµορφιά σου |
|||
µ' αυτά τα νάζια τα γλυκά το σώµα µου καβλώνεις |
|||
µα κάτσε τώρα ήσυχη γιατί πρέπει να φύγω |
|||
και τα πανιά του καραβιού αµέσως τα ανοίγω. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ Ι∆' |
|||
ΣΤΟ ΝΗΣΙ ΤΩΝ ΦΑΙΑΚΩΝ |
|||
Όρκο στο γιο του ο Ποσειδών µεγάλο είχε τάξει |
|||
όταν µε δόλο ο Οδυσσεύς το µάτι του 'χε κάψει |
|||
να τον παιδεύει διαρκώς, να µη τόνε αφήσει |
|||
απ' του σπιτιού το τζάκι του καπνό να αντικρίσει. |
|||
Τα πλοία του εβύθισε το 'να µετά το άλλο |
|||
γιατί το µίσος του γι' αυτόν ήταν πολύ µεγάλο. |
|||
Με το στέρνο λοιπόν που έφτιαξε ο Οδυσσεύς καράβι |
|||
στην Πηνελόπη την πιστή που τώρα ράβει |
|||
το θρυλικό της κέντηµα, σκέφτηκε να γυρίσει |
|||
και κάτι βρώµες π' άκουσε να τις ξεκαθαρίσει. |
|||
Το πλοίο γοργοτάξιδο τα κύµατα ξεσκίζει |
|||
και µέσα στην καµπίνα του ο Οδυσσεύς πασχίζει |
|||
τον πούτσο του που κάβλωσε κάπως να τον καλµάρει |
|||
κι από το πολύ το σήκωµα µοιάζει σαν παλαµάρι. |
|||
Ηδονικά στην σκέψη του την Πηνελόπη φέρνει |
|||
όταν το πλοίο ξαφνικά αρχίνισε να γέρνει. |
|||
Μπατάρισε πάρα πολύ, ήρθαν τα πάνω κάτω |
|||
και ξαφνικά εβρέθηκε στης θάλασσας τον πάτο. |
|||
Γιατί το πλοίο µπλέχτηκε σε φοβερό κυκλώνα |
|||
που είχε στείλει η οργή του Θείου Ποσειδώνα. |
|||
Ο Οδυσσεύς κολύµπησε να βρει κανένα ξύλο |
|||
και τέλος τα κατάφερε, πιάστηκε σ' ένα στύλο. |
|||
Μέρες πολλές κολύµπησε στο κούτσουρο πιασµένος |
|||
και µε µεγάλη του χαρά αντίκρισε ο καηµένος |
|||
στο βάθος του ορίζοντα ένα µικρό νησάκι |
|||
κι ο νους του αµέσως πέταξε σε τρυφερό µουνάκι |
|||
που πιθανόν θα έβρισκε, εκεί για να γαµήσει |
|||
και µε τη σκέψη του αυτή του 'ρθε να ξεροχύσει. |
|||
Ευθύς αµέσως µάζεψε, δυο απλωτές ακόµα |
|||
κι ως που να πεις βερίκοκο, επάτησε στο χώµα. |
|||
Παρ' όλο που αισθανότανε τόσο µεγάλη κάβλα, |
|||
απ' τη µεγάλη κούραση έπεσε κάτω τάβλα. |
|||
Πόσο πολύ κοιµήθηκε, ούτε ο ίδιος ξέρει, |
|||
µα όταν στο τέλος ξύπνησε, τον κράταγε στο χέρι. |
|||
Είδε πως ήταν τάχατες σ' ωραίο περιβόλι |
|||
κι από τα δέντρα κρέµονταν σωρό αφράτοι κώλοι |
|||
κώλοι λευκοί και στρογγυλοί, αφροπλασµένοι, |
|||
λες και για την ψωλάρα του να ήτανε φτιαγµένοι. |
|||
Στο βάθος εκελάριζε το χύσι στα ρυάκια |
|||
κι έσκυβαν να δροσιστούν σωρό γλυκά µουνάκια. |
|||
Μόλις τον µυριστήκανε αρχίσανε οι κώλοι |
|||
σα να 'τανε καλόγνωµες ν' ανοιγοκλείνουν όλοι. |
|||
Κι αυτός γαµούσε τάχατες τ' αφράτα κωλοµέρια, |
|||
και δυο βυζάκια στρογγυλά έτριβε µε τα χέρια, |
|||
το στόµα του πιπίλιζε ένα µουνί παρθένο |
|||
κι απ' τη µεγάλη κάβλα του ξεφύσαγε σαν τρένο. |
|||
Είχε αρχίσει και έχυνε, τι ηδονή µεγάλη |
|||
υγρά κι άντερα ξέρναγε του πούτσου το κεφάλι, |
|||
πέταγε το ψωλόχυµα σωστά εξήντα µέτρα |
|||
και είχε τόση δύναµη που τρύπαγε και πέτρα. |
|||
Μα ξάφνου εκεί που άρχιζε να βγάζει τα υγρά του, |
|||
εξύπνησε ο φουκαράς κι είδε, ω συµφορά του, |
|||
πως όλα ήταν ψέµατα, τα είδε στο όνειρό του |
|||
κι ο πούτσος του ζωγράφιζε νησιά στο σώβρακο του. |
|||
Σηκώθηκε απότοµα, πέταξε τον µανδύα |
|||
και µε τα µούτρα ρίχνεται στη σωβρακοµαντεία. |
|||
Με µια µατιά που έριξε στων νήσων την σωρεία |
|||
το γερακίσιο βλέµµα του γέµισε απορία. |
|||
Σήκωσε το κεφάλι του στιγµή χωρίς να χάσει |
|||
κι αµέσως ετινάχτηκε ορθός γεµάτη βιάση |
|||
γιατί ένιωθε πως βρίσκονταν όχι στο Καπανδρίτι |
|||
µα κει που βασίλευε Αλκίνοος και Αρήτη. |
|||
Ευθύς αµέσως ένοιωσε γλυκιά ανατριχίλα, |
|||
σκούπισε τα παπάρια του µε λίγα ξερά φύλλα |
|||
κι ολόγερα εκοίταξε γεµάτος απορία, |
|||
γιατ' ήξερε ο µπάσταρδος από την ιστορία |
|||
πως των Φαιάκων το νησί δεν ήταν τίποτ' άλλο |
|||
παρά ένα σωστό κωλάδικο πάρα πολύ µεγάλο. |
|||
Η Αρήτη αβέρτα το 'κανε µ' όλους τους αυλικούς της |
|||
κι ο Αλκίνοος χαχάνιζε γιατ' ήταν µέγας πούστης. |
|||
Από µικρός φαινότανε τι πουσταράς θα γίνει |
|||
τότε που κάθ' ένα µωρό το δάχτυλο βυζαίνει |
|||
αυτός γύρευε σαν τρελός να γλύφει για µαντζούνι |
|||
των αυλικών, των δούλων του, των φίλων το τσουτσούνι. |
|||
Αν πεις και για την Ναυσικά, την όµορφη µαργιόλα, |
|||
ήτανε µέγας πούτανος, µια τροµερή καριόλα. |
|||
Σ' όλα τα σπίτια έτρεχε, έµπαινε πριν βραδιάσει |
|||
και κανενός δεν άφηνε τον πούτσο να σκουριάσει. |
|||
∆ιάλεγε όµορφες ψωλές, τις χάιδευε µε τρέλα, |
|||
κι ύστερα τις πιπίλιζε σαν να 'ταν καραµέλα. |
|||
Παιδούλα ακόµα άπραγη µε µεταξένιες µπούκλες |
|||
τότε που όλα τα παιδιά παίζουνε µε τις κούκλες |
|||
αυτ' είχε για παιχνίδι της µικρό ένα τακουνάκι |
|||
κι οληµερίς το 'χωνε στ' ωραίο της µουνάκι, |
|||
κι όταν ποτέ βαριότανε να παίζει το τακούνι |
|||
επιδινόταν σ' ένα σπορ, γνωστό σαν πλακοµούνι. |
|||
Στη Ναυσικά τριγύρναγε ο νους του, την κουφάλα, |
|||
όταν πάνω στο πούτσο του γκελάρισε µια µπάλα. |
|||
Ήταν µια µπάλα όµορφη, γεµάτη µπιχλιµπίδια, |
|||
κι απ' το γερό το χτύπηµα του ζάλισε τ' αρχίδια. |
|||
Αµέσως ακούστηκαν φωνές, κραυγές και γέλια |
|||
και να κοπέλες φάνηκαν µ' ολόγυµνα τα σκέλια |
|||
και πρώτη απ' όλες, πανώρια η Ναυσικά του, |
|||
ίδια όπως την είχε δει πριν λίγο στ' όνειρό του. |
|||
Ήτανε κάτασπρη, ψηλή, όµορφη σαν µαντόνα |
|||
κι ήτανε πλήθος τα παιδιά που κάνανε σφεντόνα |
|||
τον πούτσο της για χάρη της κοιτώντας µε κακία |
|||
και τράβαγαν βράδυ-πρωί µε λύσσα µαλακιά. |
|||
Τα χείλη της µαργιόλικα σου ΄λεγαν πάντα όχι, |
|||
το ναι της όµως το 'βλεπες µεσ' των µατιών την κόχη. |
|||
Τα στήθη της δροσοπηγές, κι απ' της φωνής τον τόνο |
|||
έβλεπες πως εγνώριζε πάµπολλα για τον φόνο. |
|||
Με καλοσύνη ρώτησε, ποιος είναι, τι γυρεύει, |
|||
αλλά αυτός αρχίνισε κιόλας να την εχανουµεύει |
|||
σε όλα της απάντησε ψέµατα από δόλο, |
|||
κι ενώ περνούσε δίπλα της της έπιανε τον κώλο. |
|||
Αυτή τότε κατάλαβε πως ήθελε να σπρώξει |
|||
και πρόφαση εγύρευε, τις δούλες της να διώξει |
|||
τις διαβολόστειλε λοιπόν να πάνε µάνι-µάνι |
|||
να δούνε αν κουνιόντουσαν οι βάρκες στο λιµάνι. |
|||
Μέσα στις φτέρνες ξάπλωσε και του 'ριξε ένα βλέµα |
|||
που ήταν σαν να του 'ριχνε φωτιά µέσα στο αίµα. |
|||
Ο Οδυσσεύς δεν άντεξε να περιµένει άλλο |
|||
κι όρµησε λες κι ελέφαντας του πάτησε τον κάλο. |
|||
Παρ' όλο που η κάβλα του ήταν πολλή µεγάλη |
|||
κρατήθηκε κι ακούµπησε στα µπούτια το κεφάλι |
|||
τα δυο του χέρια χούφτιασαν τα τορνευτά της στήθη |
|||
κι όλες τις άλλες σκέψεις του τις σκέπασε η λήθη. |
|||
Σιγά-σιγά τον πούτσο του µέσ' το µουνί της βάζει |
|||
και κείνη απ' την κάβλα της αρχίζει να ουρλιάζει, |
|||
όµως ο πολυµήχανος δεν της το βάζει όλο, |
|||
κι όταν αυτή εσπάραζε της χάιδευε τον κώλο. |
|||
Μέσ' του µουνιού της τρίβοντας, ο πούτσος τα καπάκια |
|||
γιατ' ήξερε ο µπάσταρδος τερτίπια και κολπάκια, |
|||
που τα 'µαθε τόσο καιρό που 'χε τα πήγαιν' έλα |
|||
κι είχε φοιτήσει ανελλιπώς στα πιο καλά µπουρδέλα. |
|||
Τα χέρια του της χάιδευαν τις πιο κρυφές γωνιές της |
|||
κι εκείνη ξεφωνίζοντας δάγκωνε τις γροθιές της |
|||
κι ενώ αυτή σκεφτότανε τώρα θα µου τον χώσει, |
|||
αυτός τον ξανάβγαζε σαν να 'χε µετανοιώσει. |
|||
Το γλείψιµο αρχίνισε σε όλο το κορµί της |
|||
µα όµως δεν επρόλαβε να φτάσει στο µουνί της. |
|||
Τ' άρπαξε την ψωλάρα του µε το λευκό της χέρι |
|||
και στο µουνί την έβαλε σαν να 'ταν γουδοχέρι. |
|||
Με ψαλίδια τα πόδια της στη µέση τον τυλίγει |
|||
κι απάνω του γαντζώνεται µήπως και της ξεφύγει. |
|||
Ο Οδυσσεύς δεν άντεξε άλλο να περιµένει |
|||
γιατ' είχε αρχίσει και αυτός βαριά να ανασαίνει. |
|||
Σα λυσσασµένος έσπρωξε τον τροµερό του ψώλο, |
|||
κι η Ναυσικά ξεφώνισε, σκίσε µε, βάλ' τον όλο. |
|||
Η κάβλα την πληµµύρισε, λαχάνιασµα την πιάνει |
|||
κι όλο τον κόσµο γύρω της αρχίζει να τον χάνει. |
|||
Κι αρχίζει σκαµπανέβασµα σα να 'τανε φοράδα |
|||
και το µουνί της το 'τρεµε µ ανήκουστη σβελτάδα. |
|||
Το ρυθµικό της κούνηµα βάσταξε πολλή ώρα |
|||
τέλος όµως δυνάµωσε κι είχαν πάρει φόρα |
|||
στη µια στιγµή ενώνονταν στην άλλη χωριζόνταν |
|||
σαν φίδια στριφογύριζαν και σφιχταγκαλιαζόνταν. |
|||
Μάνα µου, σκούζ' η Ναυσικά, από την κάβλα σβήνω. |
|||
Βιάσου εµούγκρισ' ο Οδυσσεύς, κι εγώ σε λίγο χύνω. |
|||
Μα κείνη το κατάλαβε, δεν ήταν δα και χαζή |
|||
χύσε αγάπη µου γλυκεία, να χύσουµε µαζί |
|||
και σ' ένα ύστατο σπασµό, τρεµούλιασµα σαν ψάρια |
|||
καθώς αυτή του χάιδευε τα τριχωτά παπάρια. |
|||
Ακόµη του εχάιδευε τ' αριστερό παπάρι |
|||
και δεν επρόλαβε καλά χαµπάρι να το πάρει |
|||
για πότε την εγύρισαν τα στιβαρά του χέρια |
|||
κι ο πούτσος του καρφώθηκε στ' αφράτα κωλοµέρια. |
|||
Σαν της γαρίδας βγήκανε της Ναυσικάς τα µάτια |
|||
απ' την ψωλιά την φοβερή την έκανε κοµµάτια |
|||
από τον πόνο τον πολύ τη πλουµιστή χλαµύδα |
|||
καθώς χάµω εσπάραξε σαν να 'ταν παλαµίδα. |
|||
Όµως ο πολυµήχανος που τη δουλειά του ξέρει, |
|||
τ' αυτάκι της πιπίλιζε µε το 'να του το χέρι |
|||
χαϊδεύει τ' αναιδέστατα, τα µυτερά της στήθη, |
|||
ενώ τ' άλλο ευκίνητο µέσ' το µουνί εχύθει. |
|||
Της τρίβει ασταµάτητα το µακρουλό γλωσσίδι |
|||
και µπαίνει-βγαίνει συνεχώς, γλιστράει σαν το φίδι. |
|||
-Τσόγλανε- σκούζ' η Ναυσικά, -Μαλάκα µου, µε τσούζει |
|||
µου έσκισες τον κώλο µου σαν να 'τανε καρπούζι |
|||
εγώ τον εκαµάρωνα και το 'χα καύχηµά µου, |
|||
τον κούναγα κι εσειότανε η γη στο πέρασµά µου, |
|||
κι εσύ µου τον σακάτεψες, µαλάκα, άει σιχτίρι, |
|||
δεν είναι κώλος πια αυτός, µα τρύπιο σουρωτήρι.- |
|||
Όµως του πολυµήχανου τ' αυτί του δεν ιδρώνει, |
|||
σφυράει του πούτσου το χαβά και πιο βαθιά τον χώνει |
|||
νιώθει του κώλου τη δροσιά, τα σάλια του µαζεύει, |
|||
-Κούνα γλυκά τον κώλο σου, κούνα τον κυκλικά, |
|||
θέλω να χύσ' αγάπη µου, να χύσω πιο γλυκά.- |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΕ' |
|||
Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΑΜΦΙΤΑΛΑΝΤΕΥΕΤΑΙ |
|||
Η Πηνελόπη µόνη της έλεγε η καηµένη |
|||
µέρα και νύχτα η καψερή πως είναι καβλωµένη |
|||
κι όταν η κάβλα το µουνί ασφυκτικά προστάζει |
|||
σαν θα γαµιέται ηδονικά τους άλλους τι τους νοιάζει. |
|||
Κι η παραµάνα η γριά που ήταν απ' τον Βόλο |
|||
την έσπρωχνε να γαµιέται από µουνί και κώλο |
|||
γιατί στ' αλήθεια ο Οδυσσεύς ήτανε διπορτιτής |
|||
µα τώρα εσκουριάσανε που είναι µακαρίτης. |
|||
∆ύσκολα προσαρµόζεσαι σαν έχεις συνηθίσει |
|||
πρωί και βράδυ να ρουφάς το όµορφο γαµήσι |
|||
βλέπεις και ο µακαρίτης µας ήταν πολύ µαργιόλας |
|||
στα σκέρτσα και στο κράτηµα απίθανος σαν ψώλας. |
|||
Η Πηνελόπη σκέπτεται τα βραδινά παιχνίδια |
|||
όταν τον κράταγε σφικτά µαζί µε τ' αρχίδια |
|||
και τότε αυτός ακάθεκτος µε γλύκα πώς ορµούσε |
|||
και µέσ' τα σκέλια τα καυτά τον ψώλαρο πετούσε. |
|||
Αργούσε και δεν έχυνε, κρατιόταν ο καηµένος |
|||
κι ενώ κουνιόταν µανιακά συνέχεια καβλωµένος |
|||
συνέχεια επροσπάθαγε να τον εµπαινοβγάνει |
|||
κι απ' την κάβλα την πολλή δεν ηµπορεί να κάνει |
|||
µα µια νύκτα λιγωµένη ξεφωνίζει στάσου βλάκα |
|||
άλλαξε ψωλής πορεία από γενετής µαλάκα |
|||
στη στιγµή του την αρπάζω µε µανία και λαχτάρα |
|||
την φιλώ, του την εγλείφω την τρανή του την ψωλάρα |
|||
κι αµέσως παίρνω στάση, το καβλί του το σαλιώνω |
|||
και χωρίς να καταλάβω τον κωλάκο µου τουρλώνω |
|||
µ' αυτός σιγά-σιγά µου φερµάρει το κεφάλι |
|||
κι έτσι µέσα µου την χώνει και ξανακαβλώνει πάλι. |
|||
Από τον πόνο κι απ' την κάβλα τα µατάκια µου δακρύσαν |
|||
κι ένα ρίγος στο κορµί, τα ποδάρια µου λυγίσαν |
|||
έκανα όµως υποµονή ζεστά κι αυτός να χύσει |
|||
να νιώσει κάβλα ζηλευτή σ' ένα τρελό γαµήσι. |
|||
Βλέπεις, µπροστά στη γλύκα του µουνιού τι είναι ένας |
|||
πόνος |
|||
και όπως λένε οι όµορφες στην κάβλα τι είναι ο θρόνος. |
|||
Αυτά σκεφτότανε µονή της στο στρώµα η καηµένη |
|||
µέρα και νύχτα η καψερή και είναι καβλωµένη, |
|||
µα η πίστη πάντα γύρναγε στη φίνα Πηνελόπη |
|||
που 'θελε πάντα φρόνιµη να µείνει κι ας εκόπει |
|||
το ζηλευτό γαµήσι της που το 'χε συνηθίσει |
|||
και νύχτες το σκεφτότανε, την είχε βασανήσει. |
|||
Και σκέφτεται µονάχη της, κι απόφαση λαβαίνει |
|||
να κρατηθεί ανέγγιχτη κι οληµερίς υφαίνει |
|||
χωρίς ψωλή στο σπίτι της κλεισµένη θε να ζήσει |
|||
κι από µνηστήρα αν βιαστεί, µαζί του δεν θα χύσει. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΣΤ' |
|||
Ο Ο∆ΥΣΣΕΑΣ ΣΤΗΝ ΙΘΑΚΗ ΤΙΜΩΡΕΙ ΤΟΥΣ |
|||
ΜΝΗΣΤΗΡΕΣ |
|||
Οι Φαίακες τον έφεραν στη νήσο την Ιθάκη |
|||
µε πλοίο πρωτοτάξιδο φτιαγµένο µε µεράκι |
|||
κι αφού εγάµησε ξανά πενήντα νουµεράδα |
|||
τους ναύτες του Αλκίνοου, του 'ρθε σαν ζαλάδα |
|||
κι αυτοί τον µεταφέρανε ψόφιο και κοιµισµένο |
|||
βαρύ, ασήκωτο, νεκρό, λιγάκι µαραµένο |
|||
σαν αντάλλαγµα στο κόπο του που δούλευε τον ψώλο |
|||
που δυο µήνες τώρα των ναυτών έσκαβε τον κώλο. |
|||
Τον άφησαν δώρα χρήσιµα κι ακριβοπληρωµένα |
|||
κι αµέσως εσαλπάρανε να πάνε για τα ξένα |
|||
είναι γνωστό και ιστορικά πως άλλαξε και φάτσα |
|||
για να µπορέσει στους εχθρούς να κάνει και στραπάτσα. |
|||
Και πως τον εβοήθησε η θεία Αθηνά |
|||
πως γύρισε ο Τηλέµαχος απ' τα πολλά δεινά |
|||
πως συναντήθηκαν κρυφά, βοσκοί και υπηρέτες |
|||
και τους µνηστήρες είπανε να κόψουνε σε φέτες. |
|||
Αυτά είναι πασίγνωστα από την Ιστορία |
|||
και κάπως άσκοπο και λίγη φλυαρία |
|||
γιατί διχάζονται ορθά οι γνώµες και οι απόψεις |
|||
των πιο γνωστών ιστορικών µε δυο διπλοαπόψεις. |
|||
Η µια λέει τους σκότωσε, τους έσφαξε έναν-έναν |
|||
κι αυτοί στην παραζάλη τους τα είχανε χαµένα |
|||
κι ύστερα αφού πλύθηκε κι εντύθει προσεγµένα |
|||
όρµησε στο διαµέρισµα να βγάλει τα σπασµένα |
|||
της Πηνελόπης το µουνί αχόρταγα να σκίσει |
|||
και µέσα στο βελούδο του ο πούτσος του να χύσει. |
|||
Η άλλη ιστορική πηγή αλλιώς τα διηγείται |
|||
µε βάση το σεξουαλικό απ' την αρχή κινείται |
|||
και λέει πράγµατα σωστά µα λίγο τραβηγµένα |
|||
αρχίζοντας περίληψη σ' όλα τα πεπραγµένα: |
|||
Κι ενώ ο Οδυσσεύς κινδύνευε όπως κι αλλού σας είπα |
|||
και κάθε µέρα κοίταγε του κώλου του την τρύπα |
|||
στα πλούσια παλάτια του στη µακρινή Πατρίδα |
|||
στο σπιτικό του δηλαδή, απλώσανε αρίδα |
|||
µάτσο τα αρχοντόπουλα από γονείς µεγάλους |
|||
κάθε ηµέρα έτρωγαν καλύτερα απ` τους Γάλλους. |
|||
Την Πηνελόπη γύρευε καθένας τους για ταίρι |
|||
για να της γλύφει το µουνί και να της βάζει χέρι, |
|||
για την ζεστή της αγκαλιά φουντώνανε τα µίση |
|||
και αλληλοτρωγόντουσαν ποιος θα την εγαµήσει. |
|||
Όµως αυτή δεν πίστευε πως χήρα είχε µείνει |
|||
παρ` όλο που το πράµα της την καίει σαν καµίνι, |
|||
κρατά την τρύπα της κλειστή απ` τα καβλιά τα ξένα, |
|||
καβλιά που αν τα ένωνε για να τα κάνει ένα |
|||
κι αυτό το ένα το καβλί στην τρύπα της να χώσει |
|||
και πάλι δεν της έφτανε για να την ξεκαβλώσει. |
|||
Παρ' όλο όµως την κάβλα της, κι είναι προς έπαινό της |
|||
ψωλή δεν άγγιξε ποτέ, ούτε στο πισινό της. |
|||
Τους βάζει όρο φοβερό πως την καρδιά θα δώσει |
|||
σ` όποιον µπορέσει µε κλειστά τα µάτια να τον χώσει. |
|||
Ήτανε δύσκολο πολύ για τούτη τη φατρία, |
|||
της το `χε µάθει ο Οδυσσεύς πριν φύγει για την Τροία. |
|||
Την έγδυνε κάθε φορά, ασφάλιζε τα µάτια, |
|||
έπαιρνε φόρα από µακριά σαν τα βαρβάτα τ' άτια |
|||
κι έτσι τρεχάτος πήγαινε στην τρύπα συστηµένα, |
|||
παρ` όλο που τα µάτια του ήτανε σφαλισµένα. |
|||
Και µε το κόλπο τώρα αυτό τους έχει πια στο χέρι |
|||
κι έπαιρνε όρκο πως κανείς δεν θα τα καταφέρει. |
|||
Έφτασε η µέρα η κρίσιµη, πλησίασε η ώρα |
|||
που βασιλιά θ` απόκταγε του Οδυσσέα η χώρα. |
|||
Σε χαµηλό ανάλκηθρο στα κόκκινα στρωµένο |
|||
η Πηνελόπη ξάπλωσε µε κώλο τουρλωµένο. |
|||
Λίγο πιο πέρα οι γαµπροί στεκόνταν στη γωνία |
|||
και τη σειρά του ο καθείς προσµένει µ` αγωνία. |
|||
Πρώτος είν` ο Μουνιχιός τα µάτια του `χουν δέσει |
|||
µα το πανί είναι µακρύ και κρέµεται σαν φέσι. |
|||
Κινά σε λίγο βιαστικός για την κωλοτρυπίδα |
|||
περνάει δίπλα της ξυστά και χάνει κάθε ελπίδα. |
|||
∆εύτερος είν` ο Αρχίµανδρος µε τα µεγάλ` αρχίδια |
|||
όµως σκοντάφτει στα µισά και πάει κι αυτός τα ίδια. |
|||
Τρίτος είν` ο Ψωλάριχος τρανός απ` την Τριζίνα, |
|||
µα παίρνει λάθος διεύθυνση και πάει για την κουζίνα. |
|||
Και ο κώλος πάντα ανέγγιχτος τουρλώνεται µε νάζι |
|||
και την ψωλή του τυχερού στα βάθυ του φωνάζει. |
|||
Τέταρτος, πέµπτος, δέκατος κανείς δεν έχει τύχη |
|||
και την πληρώνουν πάντοτε οι πόρτες και οι τοίχοι. |
|||
Ένας µετά τον άλλονε χάνονται οι µνηστήρες, |
|||
πάνε οι κόποι µάταιοι και οι προσπάθειες στείρες. |
|||
Μα ξάφνου κάποιος πρόβαλλε, κανένας δεν τον ξέρει, |
|||
ούτε για να `ναι φαίνεται απ` τα δικά τους µέρη. |
|||
Στον κώλο ρίχνει µια µατιά π` ασπρίζει εκεί στο βάθος, |
|||
γυρνά και λέει στους γαµπρούς όλο καηµό και πάθος: |
|||
-Είµαι και `γω ένας άρχοντας κι έχω γαλάζιο αίµα, |
|||
να µαραθεί ο πούτσος µου άµα σας λέω ψέµα. |
|||
Τον κώλο αυτόν τον αναιδή θα `θελα να δαµάσω, |
|||
παρακαλώ αφήστε µε και µε να δοκιµάσω-. |
|||
Και οι γαµπροί το δέχτηκαν του δέσανε τα µάτια, |
|||
µα µόλις ο πούτσος φάνηκε εκάνανε την πάπια. |
|||
Αυτός κινά ατάραχος µε σταθερό το βήµα |
|||
κι ο πούτσος του στον κώλο της σφηνώθηκε σαν βλήµα. |
|||
Ακούστηκ` ένα τρίξιµο σαν πόρτα όταν κλείνει, |
|||
είχε ξεχάσει η δύστυχη να βάλει βαζελίνη. |
|||
Όλοι οι µνηστήρες τα `χασαν, τους έζωσαν τα φίδια |
|||
και απ` το κώλο µοναχά κρεµόντανε τ` αρχίδια. |
|||
Της Πηνελόπης η φωνή τους βγάζει απ` την πλάνη |
|||
καθώς τον είχε µέσα της κι από τους πόνους κλάνει. |
|||
-Είναι ο Οδυσσέας και κανείς δεν θα µε διαψεύσει |
|||
λάθος δεν κάνω εγώ ποτέ, τον γνώρισα από τη γεύση-. |
|||
Τότε τι θαύµα φοβερό, αυτοί οι ψωλαράδες |
|||
κατάχαµα ξαπλώσανε σα 'τανε Κυράδες |
|||
ανοίγουνε τα πόδια τους τουρλώνουνε τον κώλο |
|||
θέλανε όλοι να γευθούν τον φοβερό του ψώλο. |
|||
Μα αυτός δηλώνει άσπλαχνα πως είναι κουρασµένος, |
|||
πως είν` τ` αρχίδια του αδειανά κι ο πούτσος του |
|||
πεσµένος. |
|||
∆ίνει όµως υπόσχεση στους τουρλωµένους κώλους, |
|||
πως κάποια µέρα απ` αυτές θα τους γαµήσει όλους. |
|||
ΡΑΨΩ∆ΙΑ ΙΖ' |
|||
∆ΙΑΘΗΚΗ Ο∆ΥΣΣΕΑ |
|||
Στερνή µου θέληση λοιπόν, ακούστε σαν πεθάνω |
|||
εκατοντάδες γυναικών στον τάφο µου επάνω |
|||
να γαµηθούν ολόγυµνες από µπροστά και πίσω |
|||
ίσως καβλώσω κι εγώ στον τάφο µου και χύσω. |
|||
Επάνω από τον τάφο µου να 'ρθουνε αγγελούδια |
|||
να 'ναι µικρά ξεβράκωτα µε φίνα κωλαρούδια |
|||
να γίνουν γλέντια και γιορτές, χαρές και πανηγύρια |
|||
και να γαµούν καλόγεροι µέσα στα µοναστήρια |
|||
τις όµορφες καλόγριες και καλογεροπαίδια |
|||
να γεµιστούν ψωλόχυµα χιλιάδες τενεκέδια. |
|||
Τα κόκαλα µου κλύσµατα και ψωλαρούς να κάνον |
|||
και οι γυναίκες όλες τους στον κώλο τους να βάλουν |
|||
µέσ' τα σγουρά τους τα µουνιά και τον αφράτο πάτο |
|||
και να θυµούνται κάποτε κι εµένα τον βαρβάτο |
|||
που όταν ήµουν ζωντανός δρόσιζα ο καηµένος |
|||
και τώρα δεν τις ξέχασα κι ας είµαι πεθαµένος. |
|||
Όση έχω επίπλωση, κτήµατα και παράδες |
|||
να µοιραστούν στους πουτσαράδες και στους |
|||
κωλοµπαράδες, |
|||
τα κινητά κι ακίνητα θα τα κληροδοτήσω |
|||
σ' όσες µικρούλες παχουλές το κάνουν από πίσω. |
|||
Στην κουρασµένη πούτσα µου να βάλουνε στεφάνι |
|||
γιατί δεν άφησε µουνί και κώλο πριν πεθάνει. |
|||
Κλάψτε µε κώλοι και µουνιά και µαυροφορεθείτε |
|||
τον πιο πιστό σας σύντροφο δεν θα τον ξαναδείτε. |
|||
Η διαθήκη γράφτηκε χωρίς συµβολαιογράφο |
|||
κι όποιος έχει αντίρρηση στ' αρχίδια µου τον γράφω |
|||
και εσείς γιατροί και χειρουργοί µε τα πολλά ψαλίδια |
|||
κλάψτε µου όλη την ψωλή και κλάστε µου τ' αρχίδια. |
|||
ΥΠΟΓΡΑΦΗ |
|||
Όµηρος - Όµηρος |
|||
ο πούτσος του ο κακόµοιρος |
|||
Κι έχυσαν αυτοί καλά κι εµείς καλύτερα... |
|||
Stern im Abo |
|||
chat by texxland.de |
|||
</poem> |