Η Φόνισσα/Κεφάλαιο Ι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
 
Dada (συζήτηση | Συνεισφορά)
μετατροπή σε πολυτονικό
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Θ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΑ'}}
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Θ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΑ'}}
<div class="polytonic">




Παρήλθον αι εορταί του Πάσχα. Την εβδομάδα του Θωμά, η γραία Χαδούλα, βοηθουμένη από την μικράν κόρην της, την Κρινιώ, έπλυνεν εντός της ευρείας αυλής του κυρ Αλεξάνδρου του Ροσμαή, γέροντος προκρίτου, όστις ήτο σύντεκνός της, και της είχε βαπτίσει σχεδόν όλα τα τέκνα. Εις το υπόστεγον μέρος της αυλής το καλούμενον λαδαρειό, δίπλα εις την πελωρίαν ξυλίνην καρούταν, ομοιάζουσαν πολύ με την Κιβωτόν του Νώε, όπως την ζωγραφίζουν, πλησίον εις το φρέαρ, και όπου η αναθάλλουσα τεραστία μορέα εξέτεινε τους μεγάλους καταπρασίνους κλώνας της, ως χιαστήν ευλογίαν διδομένην σταυροειδώς εις αξίους και αναξίους, ο μικρός κήπος φραγμένος με δρύφακτα εξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικά άνθη εις δρόσον γλυκασμού και τρυφήν ομμάτων δι' όλα του Θεού τα πλάσματα· δίπλα εις την μικράν κάμινον με την κτιστήν στέρναν των στεμφύλων, είχεν η Φραγκογιαννού την μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, παραπλεύρως ταύτης άλλην σκάφην η Κρινιώ, και ακούραστοι αι δύο από δύο ημερών έπλυνον, εμπουγάδιαζαν, εξέβγαιναν, άπλωναν, εστέγνωναν, εμάζευαν, και ακόμα δεν είχον τελειώσει την καλήν των εργασίαν.
Παρῆλθον αἱ ἑορταὶ τοῦ Πάσχα. Τὴν ἑβδομάδα τοῦ Θωμά, γραία Χαδούλα, βοηθουμένη ἀπὸ τὴν μικρὰν κόρην της, τὴν Κρινιῶ, ἔπλυνεν ἐντὸς τῆς εὐρείας αὐλῆς τοῦ κυρ Ἀλεξάνδρου τοῦ Ροσμαῆ, γέροντος προκρίτου, ὅστις ἧτο σύντεκνός της, καὶ τῆς εἶχε βαπτίσει σχεδὸν ὅλα τὰ τέκνα. Εἰς τὸ ὑπόστεγον μέρος τῆς αὐλῆς τὸ καλούμενον λαδαρειό, δίπλα εἰς τὴν πελωρίαν ξυλίνην καρούταν, ὀμοιάζουσαν πολὺ μὲ τὴν Κιβωτὸν τοῦ Νῶε, ὅπως τὴν ζωγραφίζουν, πλησίον εἰς τὸ φρέαρ, καὶ ὅπου ἀναθάλλουσα τεραστία μορέα ἐξέτεινε τοὺς μεγάλους καταπρασίνους κλώνας της, ὡς χιαστὴν εὐλογίαν διδομένην σταυροειδῶς εἰς ἀξίους καὶ ἀναξίους, μικρὸς κῆπος φραγμένος μὲ δρύφακτα ἐξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικὰ ἄνθη εἰς δρόσον γλυκασμοὺ καὶ τρυφὴν ὀμμάτων δι' ὅλα τοῦ Θεοῦ τὰ πλάσματα· δίπλα εἰς τὴν μικρὰν κάμινον μὲ τὴν κτιστὴν στέρναν τῶν στεμφύλων, εἶχεν Φραγκογιαννοὺ τὴν μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, παραπλεύρως ταύτης ἄλλην σκάφην Κρινιῶ, καὶ ἀκούραστοι αἱ δυὸ ἀπὸ δυὸ ἡμερῶν ἔπλυνον, ἐμπουγάδιαζαν, ἐξέβγαιναν, ἄπλωναν, ἐστέγνωναν, ἐμάζευαν, καὶ ἀκόμα δὲν εἶχον τελειώσει τὴν καλὴν τῶν ἐργασίαν.


Την δευτέραν ημέραν η Φραγκογιαννού είχεν ενοχληθή μεγάλως από τα τρεξίματα, τους θορύβους, και τα καμώματα ενός σμήνους μικρών παιδίων και κορασίων, τα οποία εισήλαυνον εντός της αυλής κ' εθορύβουν. Σχεδόν όλα τα παιδιά της γειτονιάς, δέκα ή δεκαπέντε τον αριθμόν, εισέβαλλον εις την αυλήν, έτρεχαν εδώ-εκεί, εχοροπηδούσαν, εκυνηγούντο γύρω-γύρω εις την καρούταν, έπαιζον το κρυφτάκι, έκυπταν εις το φρέαρ, Νάρκισσοι διά να ιδούν την σκιάν των εις το ύδωρ, με κίνδυνον να πέσουν μέσα, εξέβαλλον μεγάλας, ανάρθρους φωνάς, ως Ηχοί, θυγάτρια κρυπτόμενα όπισθεν της καρούτας, εις τα σκοτεινά στενώματα, όπου τα έθελγεν ο παιγνιώδης φόβος και όλα ταύτα με μεγάλην παιδικήν αδιακρισίαν και φορτικότητα, μη αφήνοντα την φίλεργον γραίαν και την κόρην της να κάμουν ήσυχαι την εργασίαν των.
Τὴν δευτέραν ἡμέραν Φραγκογιαννοὺ εἶχεν ἐνοχληθῆ μεγάλως ἀπὸ τὰ τρεξίματα, τοὺς θορύβους, καὶ τὰ καμώματα ἑνὸς σμήνους μικρῶν παιδίων καὶ κορασίων, τὰ ὁποῖα εἰσήλαυνον ἐντὸς τῆς αὐλῆς κ' ἐθορύβουν. Σχεδὸν ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, δέκα δεκαπέντε τὸν ἀριθμόν, εἰσέβαλλον εἰς τὴν αὐλήν, ἔτρεχαν ἐδῶ-ἐκεῖ, ἐχοροπηδούσαν, ἐκυνηγοῦντο γύρω-γύρω εἰς τὴν καρούταν, ἔπαιζον τὸ κρυφτάκι, ἔκυπταν εἰς τὸ φρέαρ, Νάρκισσοι διὰ νὰ ἰδοῦν τὴν σκιάν των εἰς τὸ ὕδωρ, μὲ κίνδυνον νὰ πέσουν μέσα, ἐξέβαλλον μεγάλας, ἀνάρθρους φωνάς, ὡς Ἠχοῖ, θυγάτρια κρυπτόμενα ὄπισθεν τῆς καρούτας, εἰς τὰ σκοτεινὰ στενώματα, ὅπου τὰ ἔθελγεν παιγνιώδης φόβος - καὶ ὅλα ταῦτα μὲ μεγάλην παιδικὴν ἀδιακρισίαν καὶ φορτικότητα, μὴ ἀφήνοντα τὴν φίλεργον γραίαν καὶ τὴν κόρην της νὰ κάμουν ἤσυχαι τὴν ἐργασίαν των.


Δύο πύλας είχεν η ευρεία αυλή, την μεγάλην και την μικράν. Και τας δύο τας είχε κλείσει επανειλλημένως η Γιαννού με τον μοχλόν, ή με το μάνδαλον, ελπίζουσα να εύρη ησυχίαν· κ' αι δύο ευρίσκοντο μετ' ολίγον ανοικταί εκάστοτε· τούτο διότι και οι ένοικοι ελάμβανον συχνά ανάγκην να εισέλθουν ή να εξέλθουν, και άλλοι εκτός των παιδίων έξωθεν ήρχοντο, συγγενείς ή φίλοι της οικίας. Έκαμε παραστάσεις εις την σεβασμίαν γερόντισσαν, την οικοκυράν, ήτις επανειλημμένως εμάλωσε τα παιδία, όλως αλυσιτελώς. Παρεπονέθη εις δύο γειτόνισσες, μητέρας τινών εκ των θορυβούντων παιδίων. Αύται της απήντησαν ότι «να κοιτάζη τη δουλειά της, και να μην κάνη κουμάντο σε ξένο βιό».
Δυὸ πύλας εἶχεν εὐρεία αὐλή, τὴν μεγάλην καὶ τὴν μικράν. Καὶ τὰς δυὸ τὰς εἶχε κλείσει ἐπανειλλημένως Γιαννοὺ μὲ τὸν μοχλόν, μὲ τὸ μάνδαλον, ἐλπίζουσα νὰ εὔρη ἡσυχίαν· κ' αἱ δυὸ εὑρίσκοντο μετ' ὀλίγον ἀνοικταὶ ἑκάστοτε· τοῦτο διότι καὶ οἱ ἔνοικοι ἐλάμβανον συχνὰ ἀνάγκην νὰ εἰσέλθουν νὰ ἐξέλθουν, καὶ ἄλλοι ἐκτὸς τῶν παιδίων ἔξωθεν ἤρχοντο, συγγενεῖς φίλοι τῆς οἰκίας. Ἔκαμε παραστάσεις εἰς τὴν σεβασμίαν γερόντισσαν, τὴν οἰκοκυρᾶν, ἥτις ἐπανειλημμένως ἐμάλωσε τὰ παιδία, ὅλως ἀλυσιτελῶς. Παρεπονέθη εἰς δυὸ γειτόνισσες, μητέρας τινῶν ἐκ τῶν θορυβούντων παιδίων. Ἀύται τῆς ἀπήντησαν ὅτι «νὰ κοιτάζη τὴ δουλειά της, καὶ νὰ μὴν κάνη κουμάντο σὲ ξένο βιό».


Κοντά το μεσημέρι, η Γιαννού έστειλε την Κρινιώ στο σπίτι, διά να φέρη ψωμί και φάβα, την οποίαν είχεν ειπή ότι θα έβραζεν η Αμέρσα –ήτις είχε πάντοτε τον εργαλειόν της εις το σπίτι, και δεν συνήθιζε να λαμβάνη μέρος εις την πλύσιν και άλλας εξωτερικάς εργασίας– διά να γευματίσουν.
Κοντὰ τὸ μεσημέρι, Γιαννοὺ ἔστειλε τὴν Κρινιῶ στὸ σπίτι, διὰ νὰ φέρη ψωμὶ καὶ φάβα, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰπῆ ὅτι θὰ ἔβραζεν Ἀμέρσα -ἥτις εἶχε πάντοτε τὸν ἐργαλειόν της εἰς τὸ σπίτι, καὶ δὲν συνήθιζε νὰ λαμβάνη μέρος εἰς τὴν πλύσιν καὶ ἄλλας ἐξωτερικᾶς ἐργασίας- διὰ νὰ γευματίσουν.


Η Φραγκογιαννού έμεινε προς ώραν μόνη, εξακολουθούσα να πλύνη. Την ώραν εκείνην υπήρχον εντός της αυλής μόνον δύο ή τρία κοράσια, τα οποία δεν εθορύβουν κι αυτά ολιγώτερον από τα παιδία. Αφότου μάλιστα είχεν ιδρυθή εις το χωρίον σχολείον των θηλέων, τα κοράσια είχον μεγάλως ξυπνήσει. Η κυρά δασκάλα πολλά γράμματα δεν τα εδίδασκεν, ακόμη ολιγώτερα χειροτεχνήματα, αλλά μόνον τα εμάνθανε «να λάβουν θάρρος» και να μην κάνουν «σαν σκιασμένα» και σαν «βουνίσια», και εκήρυττεν ότι ήτο καιρός πλέον να «χειραφετηθώσιν».
Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε πρὸς ὥραν μόνη, ἐξακολουθοῦσα νὰ πλύνη. Τὴν ὥραν ἐκείνην ὑπῆρχον ἐντὸς τῆς αὐλῆς μόνον δυὸ τρία κοράσια, τὰ ὁποῖα δὲν ἐθορύβουν κι αὐτὰ ὀλιγώτερον ἀπὸ τὰ παιδία. Ἀφότου μάλιστα εἶχεν ἱδρυθῆ εἰς τὸ χωρίον σχολεῖον τῶν θηλέων, τὰ κοράσια εἶχον μεγάλως ξυπνήσει. κυρὰ δασκάλα πολλὰ γράμματα δὲν τὰ ἐδίδασκεν, ἀκόμη ὀλιγώτερα χειροτεχνήματα, ἀλλὰ μόνον τὰ ἐμάνθανε «νὰ λάβουν θάρρος» καὶ νὰ μὴν κάνουν «σὰν σκιασμένα» καὶ σὰν «βουνίσια», καὶ ἐκήρυττεν ὅτι ἧτο καιρὸς πλέον νὰ «χειραφετηθώσιν».


Η Φραγκογιαννού τα εμάλωσεν επανηλειμμένως, αλλ' αυτά δεν άκουαν. Το εν μάλιστα θυγάτριον, μόλις επτά ετών, της γειτόνισσας της Προπαντίνας, η Ξενούλα, άρχισε να περιγελά την γραίαν, με μιμικάς κινήσεις των χειρών και του στόματος.
Φραγκογιαννοὺ τὰ ἐμάλωσεν ἐπανηλειμμένως, ἀλλ' αὐτὰ δὲν ἄκουαν. Τὸ ἐν μάλιστᾳ θυγάτριον, μόλις ἑπτὰ ἐτῶν, τῆς γειτόνισσας τῆς Προπαντίνας, Ξενούλα, ἄρχισε νὰ περιγελὰ τὴν γραίαν, μὲ μιμικᾶς κινήσεις τῶν χειρῶν καὶ τοῦ στόματος.


Στιγμήν τινά, τα δύο άλλα κοράσια έτρεξαν έξω της αυλής, η δε Ξενούλα, μείνασα, έκυπτεν εις το φρέαρ, κ' εζητούσε, με μίαν βέργαν, να φθάση και ταράξη το νερόν. Έκυπτεν επιμόνως, αλλ' η βέργα ήτο πολύ κοντή και δεν έφθανε.
Στιγμὴν τινά, τὰ δυὸ ἄλλα κοράσια ἔτρεξαν ἔξω τῆς αὐλῆς, δὲ Ξενούλα, μείνασα, ἔκυπτεν εἰς τὸ φρέαρ, κ' ἐζητοῦσε, μὲ μίαν βέργαν, νὰ φθάση καὶ ταράξη τὸ νερόν. Ἔκυπτεν ἐπιμόνως, ἀλλ' βέργα ἧτο πολὺ κοντὴ καὶ δὲν ἔφθανε.


Ε! Θε μου, και να 'πεφτες μέσα, Ξενούλα! είπε με αλλόκοτον γέλωτα η Φραγκογιαννού. Τι λευθεριά θα 'κανες της μάννας σου!
- ! Θέ μου, καὶ νὰ 'πεφτες μέσα, Ξενούλα! εἶπε μὲ ἀλλόκοτον γέλωτα Φραγκογιαννού. Τί λευθεριὰ θὰ 'κανες τῆς μάννας σου!


Ε! Σε μου, τσαί να 'μπεμπες μπέσα! εμιμήθη παρωδούσα την φωνήν η Ξενούλα! Τσι λελυγιά τσάκαλες τση μπάμιας σου!
- ! Σέ μου, τσαὶ νὰ 'μπεμπες μπέσα! ἐμιμήθη παρωδοῦσα τὴν φωνὴν Ξενούλα! Τσὶ λελυγιὰ τσάκαλες τσὴ μπάμιάς σου!


Είχεν ανασηκωθή ολίγον, και πάλιν έκυψεν βαθύτερον ή πριν.
Εἶχεν ἀνασηκωθῆ ὀλίγον, καὶ πάλιν ἔκυψεν βαθύτερον πρίν.


Το στόμιον του πηγαδιού, τετράγωνον, ήτο φραγμένον με σανίδας ανίσου πλάτους, ώστε αι πλευραί δεν είχον το αυτό ύψος. Η μικρά σανίς, εφ' ης έκυπτεν η Ξενούλα, ήτο χαμηλοτέρα των άλλων τριών, φθαρμένη, ολισθηρά, φαγωμένη από την προστριβήν του σχοινίου του κουβά, δι' ου ήντλουν ύδωρ, με σκουριασμένα καρφία, σαπρά και κινουμένη. Καθώς έκυψεν η παιδίσκη, εστηρίχθη όλη, με το βάρος του σώματος επί της αριστεράς χειρός, επάνω εις αυτήν την σανίδα, εγλίστρησεν, η σανίς ενέδωκεν, εξεκόλλησεν από την μίαν άκραν, και η Ξενούλα έπεσε κατακέφαλα μέσα εις το χάσκον στόμα του φρέατος. Ηκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, και είτα μέγας πλαταγισμός εις το ύδωρ.
Τὸ στόμιον τοῦ πηγαδιοῦ, τετράγωνον, ἧτο φραγμένον μὲ σανίδας ἀνίσου πλάτους, ὥστε αἱ πλευραὶ δὲν εἶχον τὸ αὐτὸ ὕψος. μικρὰ σανίς, ἔφ' ἧς ἔκυπτεν Ξενούλα, ἧτο χαμηλοτέρα τῶν ἄλλων τριῶν, φθαρμένη, ὀλισθηρά, φαγωμένη ἀπὸ τὴν προστριβὴν τοῦ σχοινίου τοῦ κουβᾶ, δι' οὐ ἤντλουν ὕδωρ, μὲ σκουριασμένα καρφία, σαπρᾶ καὶ κινουμένη. Καθὼς ἔκυψεν παιδίσκη, ἐστηρίχθη ὅλη, μὲ τὸ βάρος τοῦ σώματος ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν σανίδα, ἐγλίστρησεν, σανὶς ἐνέδωκεν, ἐξεκόλλησεν ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν, καὶ Ξενούλα ἔπεσε κατακέφαλα μέσα εἰς τὸ χάσκον στόμα τοῦ φρέατος. Ἠκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, καὶ εἴτα μέγας πλαταγισμὸς εἰς τὸ ὕδωρ.


Η επιφάνεια του νερού ήτο μίαν και ημίσειαν οργυιάν κάτω του στομίου, το δε βάθος του νερού πρέπει να ήτο μιας οργυιάς.
ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ ἧτο μίαν καὶ ἡμίσειαν ὀργυιὰν κάτω τοῦ στομίου, τὸ δὲ βάθος τοῦ νεροῦ πρέπει νὰ ἧτο μιᾶς ὀργυιᾶς.


Εξ εμφύτου ορμής, η Φραγκογιαννού ηθέλησε να φωνάξη και να τρέξη εις βοήθειαν. Αλλά τη μεν κραυγήν της η ιδία έπνιξεν εις τον λάρυγγα, πριν την εκβάλη, αι δε κινήσεις παρέλυσαν και το σώμα της επάγωσεν. Αλλόκοτος στοχασμός της επήλθεν εις τον νουν. Ιδού ότι μόλις σχεδόν ως αστεϊσμόν είχεν εκφέρει την ευχήν, να έπιπτεν η παιδίσκη μέσα στο πηγάδι, και ιδού έγινεν! Άρα ο Θεός (ετόλμα να το σκεφθή;) εισήκουσε την ευχήν της, και δεν ήτο ανάγκη να επιβάλη πλέον χείρας, αλλά μόνον ήρκει να ηύχετο, και η ευχή της εισηκούετο.
Ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς, Φραγκογιαννοὺ ἠθέλησε νὰ φωνάξη καὶ νὰ τρέξη εἰς βοήθειαν. Ἀλλὰ τὴ μὲν κραυγήν της ἰδία ἔπνιξεν εἰς τὸν λάρυγγα, πρὶν τὴν ἐκβάλη, αἱ δὲ κινήσεις παρέλυσαν καὶ τὸ σῶμα τῆς ἐπάγωσεν. Ἀλλόκοτος στοχασμὸς τῆς ἐπῆλθεν εἰς τὸν νοῦν. Ἰδοὺ ὅτι μόλις σχεδὸν ὡς ἀστεϊσμὸν εἶχεν ἐκφέρει τὴν εὐχήν, νὰ ἔπιπτεν παιδίσκη μέσα στὸ πηγάδι, καὶ ἰδοὺ ἔγινεν! Ἄρα Θεὸς (ἐτόλμα νὰ τὸ σκεφθῆ;) εἱσήκουσε τὴν εὐχήν της, καὶ δὲν ἧτο ἀνάγκη νὰ ἐπιβάλη πλέον χείρας, ἀλλὰ μόνον ἤρκει νὰ ηὔχετο, καὶ εὐχὴ τῆς εἱσηκούετο.


Μετά μίαν στιγμή, έλαβεν απόφασιν να έλθη μέχρι του στομίου του φρέατος, να κύψη και να ιδή εις το βάθος. Είδε την αγωνίαν της μικράς κόρης, ασπαιρούσης μέσα εις το νερόν, είπε καθ' εαυτήν ότι, και αν ήθελε, δεν θα ηδύνατο να την σώση. Αλλά βεβαίως, αν επνίγετο... αυτήν θα κατηγόρουν! Να κράξει τώρα βοήθειαν, ήτο αργά. Αργά ίσως θα ήτο διά να σωθή η μικρά, αλλά πιθανώς δεν θα ήτο αργά διά να δείξη αυτή την αθωότητα της. Και όμως δεν απεφάσισε να κράξη. Καλύτερον θα ήτο, αν αμέσως το είχε κάμει. Αλλ' οποία κακή τύχη! Πώς την επαίδευεν η αμαρτία! Αν ήτο τώρα η Κρινιώ εδώ, πόσον ευκταίον θα ήτο! Εκείνη βεβαίως θα ήτον ικανή να κατέλθη ξυπόλητη εις το νερόν —διότι το πηγάδι, όπως συνήθως συμβαίνει, είχε πατήματα εις τους εσωτερικούς τοίχους, εσοχάς εντός του κτιρίου των λίθων, αν και ίσως πολύ επικινδύνους και ολισθηράς— και πιθανόν ήτο να κατώρθωνεν η Κρινιώ να σώση την μικράν κορασίδα. Τώρα όμως ήτο απελπισία και θάνατος!
Μετὰ μίαν στιγμή, ἔλαβεν ἀπόφασιν νὰ ἔλθη μέχρι τοῦ στομίου τοῦ φρέατος, νὰ κύψη καὶ νὰ ἰδῆ εἰς τὸ βάθος. Εἶδε τὴν ἀγωνίαν τῆς μικρᾶς κόρης, ἀσπαιρούσης μέσα εἰς τὸ νερόν, εἶπε καθ' ἑαυτὴν ὅτι, καὶ ἂν ἤθελε, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ τὴν σώση. Ἀλλὰ βεβαίως, ἂν ἐπνίγετο... αὐτὴν θὰ κατηγόρουν! Νὰ κράξει τώρα βοήθειαν, ἧτο ἀργά. Ἀργὰ ἴσως θὰ ἧτο διὰ νὰ σωθῆ μικρά, ἀλλὰ πιθανῶς δὲν θὰ ἧτο ἀργὰ διὰ νὰ δείξη αὐτὴ τὴν ἀθωότητά της. Καὶ ὅμως δὲν ἀπεφάσισε νὰ κράξη. Καλύτερον θὰ ἧτο, ἂν ἀμέσως τὸ εἶχε κάμει. Ἀλλ' ὁποία κακὴ τύχη! Πὼς τὴν ἐπαίδευεν ἁμαρτία! Ἂν ἧτο τώρα Κρινιῶ ἐδῶ, πόσον εὐκταῖον θὰ ἧτο! Ἐκείνη βεβαίως θὰ ἤτον ἱκανὴ νὰ κατέλθη ξυπόλητη εἰς τὸ νερὸν -διότι τὸ πηγάδι, ὅπως συνήθως συμβαίνει, εἶχε πατήματα εἰς τοὺς ἐσωτερικοὺς τοίχους, ἐσοχᾶς ἐντὸς τοῦ κτιρίου τῶν λίθων, ἂν καὶ ἴσως πολὺ ἐπικινδύνους καὶ ὀλισθηράς- καὶ πιθανὸν ἧτο νὰ κατώρθωνεν Κρινιῶ νὰ σώση τὴν μικρὰν κορασίδα. Τώρα ὅμως ἧτο ἀπελπισία καὶ θάνατος!


Εις αυτάς τας στιγμάς, η Φραγκογιαννού είχε λησμονήσει την πρώτην ιδέαν της ότι ο Θεός ηθέλησε να εισακουσθή η ευχή της και να πνιγή η παιδίσκη. Είτα ευθύς πάλιν ο λογισμός ούτος της επανήλθεν εις τον νουν και ακουσίως εγέλασε πικρόν γέλωτα.
Εἰς αὐτὰς τὰς στιγμάς, Φραγκογιαννοὺ εἶχε λησμονήσει τὴν πρώτην ἰδέαν της - ὅτι Θεὸς ἠθέλησε νὰ εἰσακουσθῆ εὐχή της καὶ νὰ πνιγὴ παιδίσκη. Εἴτα εὐθὺς πάλιν λογισμὸς οὗτος τῆς ἐπανῆλθεν εἰς τὸν νοῦν - καὶ ἀκουσίως ἐγέλασε πικρὸν γέλωτα.


Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἀπεφάσισε τί ἔπρεπε νὰ κάμη.
Εν ριπή οφθαλμού απεφάσισε τι έπρεπε να κάμη.


«Ας πάω στο σπίτι, είπε μέσα της. θα προφασισθώ, επειδή το Κρινιώ αργεί να έλθη –ίσως να μην είν' έτοιμο το φαΐ– πως πείνασα τάχα πολύ, κ' επροτίμησα να φάμε όλοι στο σπίτι, για να βγάλω απ' τον κόπο και το Κρινιώ, να κουβαλά».
«Ἂς πάω στὸ σπίτι, εἶπε μέσα της. θὰ προφασισθῶ, ἐπειδὴ τὸ Κρινιῶ ἀργεῖ νὰ ἔλθη -ἴσως νὰ μὴν εἴν' ἕτοιμο τὸ φαΐ- πὼς πείνασα τάχα πολύ, κ' ἐπροτίμησα νὰ φᾶμε ὅλοι στὸ σπίτι, γιὰ νὰ βγάλω ἀπ' τὸν κόπο καὶ τὸ Κρινιῶ, νὰ κουβαλά».

Και εν ακαρεί, αφού ετοποθέτησε την σκάφην με όσα ρούχα είχε μισοπλυμένα ακόμη όπισθεν της καρούτας, εις μέγα ξύλινον αμπάριον, το οποίον εκλείδωσε, κ' έβαλε το κλειδίον στην τσέπην της, εξήλθε τρέχουσα από την αυλήν, διά της μικράς πύλης, την έκλεισεν έξωθεν με το μάνδαλον, και απήλθεν.


Καὶ ἐν ἀκαρεῖ, ἀφοῦ ἐτοποθέτησε τὴν σκάφην μὲ ὅσα ροῦχα εἶχε μισοπλυμένα ἀκόμη ὄπισθεν τῆς καρούτας, εἰς μέγα ξύλινον ἀμπάριον, τὸ ὁποῖον ἐκλείδωσε, κ' ἔβαλε τὸ κλειδίον στὴν τσέπην της, ἐξῆλθε τρέχουσα ἀπὸ τὴν αὐλήν, διὰ τῆς μικρᾶς πύλης, τὴν ἔκλεισεν ἔξωθεν μὲ τὸ μάνδαλον, καὶ ἀπῆλθεν.




</div>
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Θ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΑ'}}
{{Πλοήγηση|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο Θ'|Η Φόνισσα|Η Φόνισσα: Κεφάλαιο ΙΑ'}}

Αναθεώρηση της 14:58, 25 Φεβρουαρίου 2007

Πρότυπο:Πλοήγηση


Παρῆλθον αἱ ἑορταὶ τοῦ Πάσχα. Τὴν ἑβδομάδα τοῦ Θωμά, ἡ γραία Χαδούλα, βοηθουμένη ἀπὸ τὴν μικρὰν κόρην της, τὴν Κρινιῶ, ἔπλυνεν ἐντὸς τῆς εὐρείας αὐλῆς τοῦ κυρ Ἀλεξάνδρου τοῦ Ροσμαῆ, γέροντος προκρίτου, ὅστις ἧτο σύντεκνός της, καὶ τῆς εἶχε βαπτίσει σχεδὸν ὅλα τὰ τέκνα. Εἰς τὸ ὑπόστεγον μέρος τῆς αὐλῆς τὸ καλούμενον λαδαρειό, δίπλα εἰς τὴν πελωρίαν ξυλίνην καρούταν, ὀμοιάζουσαν πολὺ μὲ τὴν Κιβωτὸν τοῦ Νῶε, ὅπως τὴν ζωγραφίζουν, πλησίον εἰς τὸ φρέαρ, καὶ ὅπου ἡ ἀναθάλλουσα τεραστία μορέα ἐξέτεινε τοὺς μεγάλους καταπρασίνους κλώνας της, ὡς χιαστὴν εὐλογίαν διδομένην σταυροειδῶς εἰς ἀξίους καὶ ἀναξίους, ὁ μικρὸς κῆπος φραγμένος μὲ δρύφακτα ἐξεδίπλωνε πολύχρωμα μεθυστικὰ ἄνθη εἰς δρόσον γλυκασμοὺ καὶ τρυφὴν ὀμμάτων δι' ὅλα τοῦ Θεοῦ τὰ πλάσματα· δίπλα εἰς τὴν μικρὰν κάμινον μὲ τὴν κτιστὴν στέρναν τῶν στεμφύλων, εἶχεν ἡ Φραγκογιαννοὺ τὴν μεγάλην, βαθείαν σκάφην της, παραπλεύρως ταύτης ἄλλην σκάφην ἡ Κρινιῶ, καὶ ἀκούραστοι αἱ δυὸ ἀπὸ δυὸ ἡμερῶν ἔπλυνον, ἐμπουγάδιαζαν, ἐξέβγαιναν, ἄπλωναν, ἐστέγνωναν, ἐμάζευαν, καὶ ἀκόμα δὲν εἶχον τελειώσει τὴν καλὴν τῶν ἐργασίαν.

Τὴν δευτέραν ἡμέραν ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχεν ἐνοχληθῆ μεγάλως ἀπὸ τὰ τρεξίματα, τοὺς θορύβους, καὶ τὰ καμώματα ἑνὸς σμήνους μικρῶν παιδίων καὶ κορασίων, τὰ ὁποῖα εἰσήλαυνον ἐντὸς τῆς αὐλῆς κ' ἐθορύβουν. Σχεδὸν ὅλα τὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς, δέκα ἢ δεκαπέντε τὸν ἀριθμόν, εἰσέβαλλον εἰς τὴν αὐλήν, ἔτρεχαν ἐδῶ-ἐκεῖ, ἐχοροπηδούσαν, ἐκυνηγοῦντο γύρω-γύρω εἰς τὴν καρούταν, ἔπαιζον τὸ κρυφτάκι, ἔκυπταν εἰς τὸ φρέαρ, Νάρκισσοι διὰ νὰ ἰδοῦν τὴν σκιάν των εἰς τὸ ὕδωρ, μὲ κίνδυνον νὰ πέσουν μέσα, ἐξέβαλλον μεγάλας, ἀνάρθρους φωνάς, ὡς Ἠχοῖ, θυγάτρια κρυπτόμενα ὄπισθεν τῆς καρούτας, εἰς τὰ σκοτεινὰ στενώματα, ὅπου τὰ ἔθελγεν ὁ παιγνιώδης φόβος - καὶ ὅλα ταῦτα μὲ μεγάλην παιδικὴν ἀδιακρισίαν καὶ φορτικότητα, μὴ ἀφήνοντα τὴν φίλεργον γραίαν καὶ τὴν κόρην της νὰ κάμουν ἤσυχαι τὴν ἐργασίαν των.

Δυὸ πύλας εἶχεν ἡ εὐρεία αὐλή, τὴν μεγάλην καὶ τὴν μικράν. Καὶ τὰς δυὸ τὰς εἶχε κλείσει ἐπανειλλημένως ἡ Γιαννοὺ μὲ τὸν μοχλόν, ἢ μὲ τὸ μάνδαλον, ἐλπίζουσα νὰ εὔρη ἡσυχίαν· κ' αἱ δυὸ εὑρίσκοντο μετ' ὀλίγον ἀνοικταὶ ἑκάστοτε· τοῦτο διότι καὶ οἱ ἔνοικοι ἐλάμβανον συχνὰ ἀνάγκην νὰ εἰσέλθουν ἢ νὰ ἐξέλθουν, καὶ ἄλλοι ἐκτὸς τῶν παιδίων ἔξωθεν ἤρχοντο, συγγενεῖς ἢ φίλοι τῆς οἰκίας. Ἔκαμε παραστάσεις εἰς τὴν σεβασμίαν γερόντισσαν, τὴν οἰκοκυρᾶν, ἥτις ἐπανειλημμένως ἐμάλωσε τὰ παιδία, ὅλως ἀλυσιτελῶς. Παρεπονέθη εἰς δυὸ γειτόνισσες, μητέρας τινῶν ἐκ τῶν θορυβούντων παιδίων. Ἀύται τῆς ἀπήντησαν ὅτι «νὰ κοιτάζη τὴ δουλειά της, καὶ νὰ μὴν κάνη κουμάντο σὲ ξένο βιό».

Κοντὰ τὸ μεσημέρι, ἡ Γιαννοὺ ἔστειλε τὴν Κρινιῶ στὸ σπίτι, διὰ νὰ φέρη ψωμὶ καὶ φάβα, τὴν ὁποίαν εἶχεν εἰπῆ ὅτι θὰ ἔβραζεν ἡ Ἀμέρσα -ἥτις εἶχε πάντοτε τὸν ἐργαλειόν της εἰς τὸ σπίτι, καὶ δὲν συνήθιζε νὰ λαμβάνη μέρος εἰς τὴν πλύσιν καὶ ἄλλας ἐξωτερικᾶς ἐργασίας- διὰ νὰ γευματίσουν.

Ἡ Φραγκογιαννοὺ ἔμεινε πρὸς ὥραν μόνη, ἐξακολουθοῦσα νὰ πλύνη. Τὴν ὥραν ἐκείνην ὑπῆρχον ἐντὸς τῆς αὐλῆς μόνον δυὸ ἢ τρία κοράσια, τὰ ὁποῖα δὲν ἐθορύβουν κι αὐτὰ ὀλιγώτερον ἀπὸ τὰ παιδία. Ἀφότου μάλιστα εἶχεν ἱδρυθῆ εἰς τὸ χωρίον σχολεῖον τῶν θηλέων, τὰ κοράσια εἶχον μεγάλως ξυπνήσει. Ἡ κυρὰ δασκάλα πολλὰ γράμματα δὲν τὰ ἐδίδασκεν, ἀκόμη ὀλιγώτερα χειροτεχνήματα, ἀλλὰ μόνον τὰ ἐμάνθανε «νὰ λάβουν θάρρος» καὶ νὰ μὴν κάνουν «σὰν σκιασμένα» καὶ σὰν «βουνίσια», καὶ ἐκήρυττεν ὅτι ἧτο καιρὸς πλέον νὰ «χειραφετηθώσιν».

Ἡ Φραγκογιαννοὺ τὰ ἐμάλωσεν ἐπανηλειμμένως, ἀλλ' αὐτὰ δὲν ἄκουαν. Τὸ ἐν μάλιστᾳ θυγάτριον, μόλις ἑπτὰ ἐτῶν, τῆς γειτόνισσας τῆς Προπαντίνας, ἡ Ξενούλα, ἄρχισε νὰ περιγελὰ τὴν γραίαν, μὲ μιμικᾶς κινήσεις τῶν χειρῶν καὶ τοῦ στόματος.

Στιγμὴν τινά, τὰ δυὸ ἄλλα κοράσια ἔτρεξαν ἔξω τῆς αὐλῆς, ἡ δὲ Ξενούλα, μείνασα, ἔκυπτεν εἰς τὸ φρέαρ, κ' ἐζητοῦσε, μὲ μίαν βέργαν, νὰ φθάση καὶ ταράξη τὸ νερόν. Ἔκυπτεν ἐπιμόνως, ἀλλ' ἡ βέργα ἧτο πολὺ κοντὴ καὶ δὲν ἔφθανε.

- Ἕ! Θέ μου, καὶ νὰ 'πεφτες μέσα, Ξενούλα! εἶπε μὲ ἀλλόκοτον γέλωτα ἡ Φραγκογιαννού. Τί λευθεριὰ θὰ 'κανες τῆς μάννας σου!

- Ἕ! Σέ μου, τσαὶ νὰ 'μπεμπες μπέσα! ἐμιμήθη παρωδοῦσα τὴν φωνὴν ἡ Ξενούλα! Τσὶ λελυγιὰ τσάκαλες τσὴ μπάμιάς σου!

Εἶχεν ἀνασηκωθῆ ὀλίγον, καὶ πάλιν ἔκυψεν βαθύτερον ἢ πρίν.

Τὸ στόμιον τοῦ πηγαδιοῦ, τετράγωνον, ἧτο φραγμένον μὲ σανίδας ἀνίσου πλάτους, ὥστε αἱ πλευραὶ δὲν εἶχον τὸ αὐτὸ ὕψος. Ἡ μικρὰ σανίς, ἔφ' ἧς ἔκυπτεν ἡ Ξενούλα, ἧτο χαμηλοτέρα τῶν ἄλλων τριῶν, φθαρμένη, ὀλισθηρά, φαγωμένη ἀπὸ τὴν προστριβὴν τοῦ σχοινίου τοῦ κουβᾶ, δι' οὐ ἤντλουν ὕδωρ, μὲ σκουριασμένα καρφία, σαπρᾶ καὶ κινουμένη. Καθὼς ἔκυψεν ἡ παιδίσκη, ἐστηρίχθη ὅλη, μὲ τὸ βάρος τοῦ σώματος ἐπὶ τῆς ἀριστερᾶς χειρός, ἐπάνω εἰς αὐτὴν τὴν σανίδα, ἐγλίστρησεν, ἡ σανὶς ἐνέδωκεν, ἐξεκόλλησεν ἀπὸ τὴν μίαν ἄκραν, καὶ ἡ Ξενούλα ἔπεσε κατακέφαλα μέσα εἰς τὸ χάσκον στόμα τοῦ φρέατος. Ἠκούσθη πνιγμένη κραυγή, κτύπος, καὶ εἴτα μέγας πλαταγισμὸς εἰς τὸ ὕδωρ.

Ἡ ἐπιφάνεια τοῦ νεροῦ ἧτο μίαν καὶ ἡμίσειαν ὀργυιὰν κάτω τοῦ στομίου, τὸ δὲ βάθος τοῦ νεροῦ πρέπει νὰ ἧτο μιᾶς ὀργυιᾶς.

Ἐξ ἐμφύτου ὁρμῆς, ἡ Φραγκογιαννοὺ ἠθέλησε νὰ φωνάξη καὶ νὰ τρέξη εἰς βοήθειαν. Ἀλλὰ τὴ μὲν κραυγήν της ἡ ἰδία ἔπνιξεν εἰς τὸν λάρυγγα, πρὶν τὴν ἐκβάλη, αἱ δὲ κινήσεις παρέλυσαν καὶ τὸ σῶμα τῆς ἐπάγωσεν. Ἀλλόκοτος στοχασμὸς τῆς ἐπῆλθεν εἰς τὸν νοῦν. Ἰδοὺ ὅτι μόλις σχεδὸν ὡς ἀστεϊσμὸν εἶχεν ἐκφέρει τὴν εὐχήν, νὰ ἔπιπτεν ἡ παιδίσκη μέσα στὸ πηγάδι, καὶ ἰδοὺ ἔγινεν! Ἄρα ὁ Θεὸς (ἐτόλμα νὰ τὸ σκεφθῆ;) εἱσήκουσε τὴν εὐχήν της, καὶ δὲν ἧτο ἀνάγκη νὰ ἐπιβάλη πλέον χείρας, ἀλλὰ μόνον ἤρκει νὰ ηὔχετο, καὶ ἡ εὐχὴ τῆς εἱσηκούετο.

Μετὰ μίαν στιγμή, ἔλαβεν ἀπόφασιν νὰ ἔλθη μέχρι τοῦ στομίου τοῦ φρέατος, νὰ κύψη καὶ νὰ ἰδῆ εἰς τὸ βάθος. Εἶδε τὴν ἀγωνίαν τῆς μικρᾶς κόρης, ἀσπαιρούσης μέσα εἰς τὸ νερόν, εἶπε καθ' ἑαυτὴν ὅτι, καὶ ἂν ἤθελε, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ τὴν σώση. Ἀλλὰ βεβαίως, ἂν ἐπνίγετο... αὐτὴν θὰ κατηγόρουν! Νὰ κράξει τώρα βοήθειαν, ἧτο ἀργά. Ἀργὰ ἴσως θὰ ἧτο διὰ νὰ σωθῆ ἡ μικρά, ἀλλὰ πιθανῶς δὲν θὰ ἧτο ἀργὰ διὰ νὰ δείξη αὐτὴ τὴν ἀθωότητά της. Καὶ ὅμως δὲν ἀπεφάσισε νὰ κράξη. Καλύτερον θὰ ἧτο, ἂν ἀμέσως τὸ εἶχε κάμει. Ἀλλ' ὁποία κακὴ τύχη! Πὼς τὴν ἐπαίδευεν ἡ ἁμαρτία! Ἂν ἧτο τώρα ἡ Κρινιῶ ἐδῶ, πόσον εὐκταῖον θὰ ἧτο! Ἐκείνη βεβαίως θὰ ἤτον ἱκανὴ νὰ κατέλθη ξυπόλητη εἰς τὸ νερὸν -διότι τὸ πηγάδι, ὅπως συνήθως συμβαίνει, εἶχε πατήματα εἰς τοὺς ἐσωτερικοὺς τοίχους, ἐσοχᾶς ἐντὸς τοῦ κτιρίου τῶν λίθων, ἂν καὶ ἴσως πολὺ ἐπικινδύνους καὶ ὀλισθηράς- καὶ πιθανὸν ἧτο νὰ κατώρθωνεν ἡ Κρινιῶ νὰ σώση τὴν μικρὰν κορασίδα. Τώρα ὅμως ἧτο ἀπελπισία καὶ θάνατος!

Εἰς αὐτὰς τὰς στιγμάς, ἡ Φραγκογιαννοὺ εἶχε λησμονήσει τὴν πρώτην ἰδέαν της - ὅτι ὁ Θεὸς ἠθέλησε νὰ εἰσακουσθῆ ἡ εὐχή της καὶ νὰ πνιγὴ ἡ παιδίσκη. Εἴτα εὐθὺς πάλιν ὁ λογισμὸς οὗτος τῆς ἐπανῆλθεν εἰς τὸν νοῦν - καὶ ἀκουσίως ἐγέλασε πικρὸν γέλωτα.

Ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ ἀπεφάσισε τί ἔπρεπε νὰ κάμη.

«Ἂς πάω στὸ σπίτι, εἶπε μέσα της. θὰ προφασισθῶ, ἐπειδὴ τὸ Κρινιῶ ἀργεῖ νὰ ἔλθη -ἴσως νὰ μὴν εἴν' ἕτοιμο τὸ φαΐ- πὼς πείνασα τάχα πολύ, κ' ἐπροτίμησα νὰ φᾶμε ὅλοι στὸ σπίτι, γιὰ νὰ βγάλω ἀπ' τὸν κόπο καὶ τὸ Κρινιῶ, νὰ κουβαλά».

Καὶ ἐν ἀκαρεῖ, ἀφοῦ ἐτοποθέτησε τὴν σκάφην μὲ ὅσα ροῦχα εἶχε μισοπλυμένα ἀκόμη ὄπισθεν τῆς καρούτας, εἰς μέγα ξύλινον ἀμπάριον, τὸ ὁποῖον ἐκλείδωσε, κ' ἔβαλε τὸ κλειδίον στὴν τσέπην της, ἐξῆλθε τρέχουσα ἀπὸ τὴν αὐλήν, διὰ τῆς μικρᾶς πύλης, τὴν ἔκλεισεν ἔξωθεν μὲ τὸ μάνδαλον, καὶ ἀπῆλθεν.


Πρότυπο:Πλοήγηση