Επίλογος (Παλαμά): Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Μορφοποίηση ποιήματος
 
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
}}
}}


:Φτωχά γεννάς τραγούδια, πατρίς, φτωχή μητέρα!
<poem>Φτωχά γεννάς τραγούδια, πατρίς, φτωχή μητέρα!
:Μικρά πουλιά πετούνε μες σε κλουβί στενό,
Μικρά πουλιά πετούνε μες σε κλουβί στενό,
:οι σταυραϊτοί γυρεύουν ελεύθερον αέρα
οι σταυραϊτοί γυρεύουν ελεύθερον αέρα
:κι απέραντο ουρανό.
κι απέραντο ουρανό.


:Της αρχοντιάς ο λύχνος ο κρυσταλλένιος φέρνει
Της αρχοντιάς ο λύχνος ο κρυσταλλένιος φέρνει
:ατάραχη, περίσσια, λευκή φεγγοβολή,
ατάραχη, περίσσια, λευκή φεγγοβολή,
:της φτώχειας το λυχνάρι κάθε πνοή το δέρνει,
της φτώχειας το λυχνάρι κάθε πνοή το δέρνει,
:δαδί με λάμψη λίγη και με καπνό πολύ.
δαδί με λάμψη λίγη και με καπνό πολύ.


:Όμως θα ’ρθεί μια μέρα που η πατρίς, μεγάλη,
Όμως θα ’ρθεί μια μέρα που η πατρίς, μεγάλη,
:τη γλώσσα τη μεγάλη θα βρει μες στην καρδιά
τη γλώσσα τη μεγάλη θα βρει μες στην καρδιά
:και θε να έχουν ταίρι του κλέφτ’ οι στίχοι πάλι
και θε να έχουν ταίρι του κλέφτ’ οι στίχοι πάλι
:κι οι Πίνδαροι παιδιά!
κι οι Πίνδαροι παιδιά!


:Ω ποιηταί που τότε γλυκά θα τραγουδάτε,
Ω ποιηταί που τότε γλυκά θα τραγουδάτε,
:—τί χρόνια μακρυσμένα, τί όνειρο χρυσό!—
—τί χρόνια μακρυσμένα, τί όνειρο χρυσό!—
:που δε θα είν’ οι δάφνες πικρές και θα τρυγάτε
που δε θα είν’ οι δάφνες πικρές και θα τρυγάτε
:αμάραντα τα ρόδα ψηλά στον Παρνασσό,
αμάραντα τα ρόδα ψηλά στον Παρνασσό,


:Ω! μη μας λησμονείτε! Κι εμείς για σας, αηδόνια,
Ω! μη μας λησμονείτε! Κι εμείς για σας, αηδόνια,
:φυτέψαμε τις δάφνες και τις τριανταφυλλιές.
φυτέψαμε τις δάφνες και τις τριανταφυλλιές.
:Βαστάξαμε κι αγκάθια εμείς και καταφρόνια,
Βαστάξαμε κι αγκάθια εμείς και καταφρόνια,
:για να ’χετε σεις τ’ άνθη και τις μοσχοβολιές.
για να ’χετε σεις τ’ άνθη και τις μοσχοβολιές.</poem>

[[Κατηγορία:Ποίηση]]

Τελευταία αναθεώρηση της 20:22, 26 Φεβρουαρίου 2022

Επίλογος (Παλαμά)
Συγγραφέας:
Το ποίημα εκδόθηκε το 1886.


Φτωχά γεννάς τραγούδια, πατρίς, φτωχή μητέρα!
Μικρά πουλιά πετούνε μες σε κλουβί στενό,
οι σταυραϊτοί γυρεύουν ελεύθερον αέρα
κι απέραντο ουρανό.

Της αρχοντιάς ο λύχνος ο κρυσταλλένιος φέρνει
ατάραχη, περίσσια, λευκή φεγγοβολή,
της φτώχειας το λυχνάρι κάθε πνοή το δέρνει,
δαδί με λάμψη λίγη και με καπνό πολύ.

Όμως θα ’ρθεί μια μέρα που η πατρίς, μεγάλη,
τη γλώσσα τη μεγάλη θα βρει μες στην καρδιά
και θε να έχουν ταίρι του κλέφτ’ οι στίχοι πάλι
κι οι Πίνδαροι παιδιά!

Ω ποιηταί που τότε γλυκά θα τραγουδάτε,
—τί χρόνια μακρυσμένα, τί όνειρο χρυσό!—
που δε θα είν’ οι δάφνες πικρές και θα τρυγάτε
αμάραντα τα ρόδα ψηλά στον Παρνασσό,

Ω! μη μας λησμονείτε! Κι εμείς για σας, αηδόνια,
φυτέψαμε τις δάφνες και τις τριανταφυλλιές.
Βαστάξαμε κι αγκάθια εμείς και καταφρόνια,
για να ’χετε σεις τ’ άνθη και τις μοσχοβολιές.