379
επεξεργασίες
(→ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: συνέχεια των διορθώσεων) |
(→ΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΣ: διορθώσεις) |
||
μαγεύτρα του άντρα, η φρόνιμη, σοφή, σκληρή Αθηναία,
και φόνισσα του σπλάχνου της και μάνα του λαού της,
ξέβρασμα
μήτε που κλαίει τη μοίρα της. Η απελπισιά της πέτρα.
Σέρνεται στην ακρογιαλιά,
σα μαύρη λάμια του γιαλού. Μακριά, μακριά, καράβια !
Κύματα, συνεπάρτε την, με τα συντρίμμια, τρίμμα.
Μα ποιος θα σε διαλογιστή και ποιος θα σε
εσένα, αυτοκρατόρισσα με τα ισόθεα νιάτα,
που ξέχωρη κι αταίριαστη και μια, μεθάς τη σκέψη,
και κάνεις πέρασμα αστρικού
Ποιος με το κερομάστιχο θα
τη ζωγραφιά σου αντάξια, ποια φλογέρα θα
με το τραγούδι σου, χωρίς να συντριφτή απο κείνο ;
Ποιος θα
να μυριστή, και πίνοντας τη δυνατή ευωδιά του,
τον ύπνο και το θάνατο μαζί να
πολύ γλυκό και αχόρταγα πιθυμητό εδώ κάτου ; 160
Και να την, η Σπαρτιάτισσα. Δεν ξέρω αν είναι η Σπάρτη
το χώμα που τη φύτρωσε, για η Σπάρτη αν είναι η γνώμη
που πήρε και την έζησε. Μα ξέρω πως τη λούσαν
τα ίδια νερά που λούσανε και την αρχαίαν Ελένη
μεσ' στα φιλιά των
Δεν ξέρω αν την πρωτόρριξε
το φως αν είδε σε χρυσό της αρχοντιάς κουβούκλι.
Μα ξέρω πως οι αγέννητες κ' οι φοβερές Μητέρες
που ζούνε απόξω απ' τον καιρό κι από τον τόπο απόξω,
κρατώντας μεσ' στην άβυσσο της αγκαλιάς τους όλα 170
τα πλάσματα που
και που τα παίρνουν απ' αυτές και μας τα ξαναφέρνουν
του κόσμου ονείρατα άπιαστα πανώρια κάποιοι μάγοι,
μα ξέρω πως οι αμίλητες κ' οι αλόγιαστες Μητέρες
της
Να την η Αυγούστα Θεοφανώ ! Πούλια και Φούρια. Κοίτα.
Βέργα κρατά, λιγνόβεργα, και στην κορφή της βέργας
ασάλευτος ο τρίφυλλος λωτός, μαλαματένιος.
Και
που με το θώρι σε χαλά, με
κι όποιος κι αν είσαι, ασκητευτής ή χαροκόπος, ό,τι,
τα ξεχνάς όλα· τη ζωή, τη δύναμη, τη νιότη,
κι αν είσαι τίμιος, την τιμή, το θρόνο, αν είσαι
θησαυριστής, και γίνεσαι ζητιάνος κ' ερμοσπίτης,
παιδί για την αγάπη της, φονιάς για το φιλί της.
Και με τη βέργα<ref>''βέργα'': το σκήπτρο.</ref> κυβερνά, και δένει πολεμάρχους,
τους λογισμούς και τις καρδιές, τις χώρες και τους κόσμους,
αυτοκρατόρους Ρωμανούς, Φωκάδες, Τσιμισκήδες,
κι όσα για να κυβερνηθούν κι όσα για να δεθούνε
στου πέλαου τα πλεούμενα και στου ντουνιά τα κάστρα 190
ταράζουν τα γυμνά σπαθιά και
και την ογρή φωτιά που καίει, δε
Κι όπως δε
και καταλύτρα και στη γη και στο νερό εκδικήτρα,
να την η Αυγούστα Θεοφανώ, παντού και πάντα αφέντρα,
λάμπουν, και τις βυζαίνουνε και τρεμοκοκκαλιάζουν
το χαύνο βασιλόπουλο το γυναικοδοσμένο
κι ο νικητής ο ασύντριφτος των αμηράδων, όμοια· 200
και λάμπει, βίγλα αγγελική σε ουρανική μιά πύλη,
το μουσικό χαμόγελο στα πλαστικά της χείλη.
Να την η Αυγούστα Θεοφανώ ! Γλυκοτηρά και σφάζει·
στην άκρη από τη βέργα της πως κρέμεστε, σφαγάρια !
Και να κ' η Αυγούστα Θεοφανώ! γλυκογελά και στάζει
το φόνο και το χαλασμό, καθώς η αυγή σταλάζει
Του νιου το θρασομάνημα, του γέρου η ξελογιάστρα,
λυγίζει τους αλύγιστους, τα κατεβάζει
με την ειδή της η ομορφιά σαν το χρυσό δρεπάνι, 210
σαν την αράχνη η σκέψη της, η αγάπη της αφιόνι.
Λύσσα και σφίγγα, σάρκα εσύ, δρακόντισσα, Αφροδίτη !
Και αλύγιστη και αχάλαστη, δέσποινα πάντα, μα ίσκιος,
|
επεξεργασίες