Αισώπου Μύθοι/Ιατρός άτεχνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιθήκη
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Odoiporos (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Αντιγόνη (συζήτηση | Συνεισφορά)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{Κεφαλίδα
__NOTOC__
|τίτλος = [[Αισώπου Μύθοι|Αἰσώπου Μῦθοι]]
|συγγραφέας =
|ενότητα = Ἰατρὸς ἄτεχνος
}}


<pages index="Ésope - Fables - Émile Chambry.djvu" include=171 onlysection=133 />
<!--Μύθος Αισώπου ΡΛΓ'-->

{{Τίτλος|<u>Ἰατρὸς ἄτεχνος</u>|<br>[[Αισώπου Μύθοι|Αἰσώπου Μῦθοι]]| |}}
Ἰατρὸς ἦν ἄτεχνος. Οὗτος ἀῤῥώστῳ παρακολουθῶν, πάντων ἰατρῶν λεγόντων αὐτὸν μὴ κινδυνεύειν,
ἀλλὰ χρονίσειν ἐν τῇ νόσῳ, οὗτος μόνος ἔφη αὐτῷ πάντα τὰ αὐτοῦ ἑτοιμάσαι· τὴν αὔριον
γὰρ οὐκ ὑπερβήσῃ. Ταῦτα εἰπὼν ὑπεχώρησε. Μετὰ χρόνον δέ τινα ἀναστὰς ὁ νοσῶν προῆλθεν,
ὠχρὸς καὶ μόλις βαίνων. Ὁ δὲ ἰατρὸς συναντήσας αὐτῷ· Χαῖρε, ἔφη· πῶς ἔχουσιν οἱ
κάτω; Κἀκεῖνος εἶπεν· Ἠρεμοῦσι πιόντες τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ. Πρὸ ὀλίγου δὲ ὁ Θάνατος
καὶ ὁ Ἅιδης δεινῶς ἠπείλουν τοὺς ἰατροὺς πάντας, ὅτι τοὺς νοσοῦντας οὐκ ἐῶσιν ἀποθνῄσκειν,
καὶ κατεγράφοντο πάντας. Ἔμελλον δὲ καὶ σὲ γράψαι, ἀλλ᾿ ἐγὼ προσπεσὼν αὐτοῖς καὶ
δυσωπήσας, ἐξωμοσάμην αὐτοῖς μὴ ἀληθῆ ἰατρὸν εἶναί σε, ἀλλὰ μάτην διεβλήθης. [Ὅτι]
τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀμαθεῖς καὶ κομψολόγους ἰατροὺς ὁ παρὼν μῦθος στηλιτεύει.

(variant version from Chambry&#39;s first edition)

:'''Ἰατρὸς ἄτεχνος'''
Ἰατρὸς ἄπειρος ἀῤῥώστῳ προσελθὼν πάντα πρὸς ταφὴν εὐτρεπίσαι τοῖς πρὸς αὐτὸν ἐκέλευε·
τὴν γὰρ αὔριον οὐχ ὑπερβήσεσθαι αὐτόν. Μετὰ δὲ τινα χρόνον ὁ ἀῤῥωστῶν ἀναστὰς καὶ
συναντήσας τῷ ἰατρῷ, ἀσπασίως ὁ ἰατρὸς προσηγόρευσε καὶ πῶς ἔχουσιν οἱ περὶ τὸν
Ἅιδην ἠρώτα. Ὁ δὲ εἶπεν· Ἠρεμοῦσι πάντες, πλήν γε ὅτι ὁ Θάνατος καὶ ὁ Ἅιδης ἠπείλουν
πᾶσι τοῖς ἰατροῖς τὰ ἀνήκεστα, ὅτι τοὺς νοσοῦντας οὐκ ἐῶσιν ἀποθνῄσκειν· ἔγραφον
δὲ αὐτῶν τὰ ὀνόματα ἐπὶ τιμωρίᾳ. Μελλόντων δὲ καὶ σὲ γράψαι, προσπεσὼν αὐτοῖς ἐγὼ
καὶ δυσωπήσας ἐξωμοσάμην μὴ εἶναί σε ἀληθῆ ἰατρόν, ἀλλὰ μάτην διεβλήθης.
<br>
<br>


===Στα νέα Ελληνικά===
===Στα νέα Ελληνικά===
:Ένας γιατρός ήταν "ατζαμής", δέν ήξερε την τέχνητου όπως πρέπει να την ξέρει ένας γιατρός. Αυτός φρόντιζε έναν άρρωστο κ δέν μπορούσε να τον θεραπεύσει, κ μάλιστα διέγνωσε οτι ο ασθενής δέν θα ζήσει περισσότερο απο την επόμενη μέρα, κ είπε στους συγγενήςτου να ετοιμάσουν ό,τι χρειαζόταν για την κηδεία κ την ταφή. Είπε έτσι κ έφυγε, ενώ άλλοι γιατροί που ήρθαν διέγνωσαν οτι ο άρρωστος θα γίνει καλά, απλώς θα πάρει καιρό η αρρώστια. Και όντως, κράτησε κάμποσο η αρρώστια, αλλα ο άρρωστος έγινε καλά κ βγήκε περπατούσε στο δρόμο. Τότε έτυχε να συναντήσει κ εκείνον τον αμόρφωτο γιατρό που έλεγε οτι δέν θα ζήσει παραπάνω απο την επόμενη μέρα, κ ο γιατρός, για να δικαιολογήσει την ανόητη διάγνωσήτου, "το έπαιζε" οτι ο ασθενής επέστρεψε απο τον άλλο κόσμο, τον χαιρέτησε λοιπόν κ τον ρώτησε: "τί κάνουν εκεί στον κάτω κόσμο, πώς τα περνούν;" - "ά, καλά είναι", απάντησε ο άρρωστος παίζοντας το παιχνίδι του γιατρού, "ησυχάζουν οι νεκροί, ξέχασαν τα βάσανα του κόσμου, αφού ήπιανε της Λησμονιάς το νερό. Κ ξέρεις τί; πρίν λίγο καιρό, εκεί που ήμουν στον κάτω κόσμο, ο Άδης κ ο Θάνατος θύμωσαν πολύ με τους γιατρούς γιατί δέν αφήνουνε τους αρρώστους να πεθαίνουν. Κ μάλιστα έπιασαν κ έγραφαν μιά λίστα με τα ονόματα των γιατρών για να τους τιμωρήσουν με ανεπανόρθωτες ποινές, κ θα έγραφαν κ εσένα. Τότε εγώ έπεσα στα πόδιατους κ τους παρακάλεσα να μή σε γράψουν στη λίστα, γιατί εσύ με κανέναν τρόπο δέν αξίζεις να λέγεσαι γιατρός".
Ένας γιατρός ήταν ατζαμής, δεν ήξερε την τέχνη του όπως πρέπει να την ξέρει ένας γιατρός. Αυτός φρόντιζε έναν άρρωστο και δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει, μάλιστα διέγνωσε οτι ο ασθενής δεν θα ζήσει περισσότερο από την επόμενη μέρα, είπε στους συγγενείς του να ετοιμάσουν ό,τι χρειαζόταν για την κηδεία και την ταφή. Είπε έτσι και έφυγε. Κράτησε κάμποσο η αρρώστια, αλλά ο άρρωστος έγινε καλά. Αργότερα έτυχε να συναντήσει το γιατρό. Ο γιατρός, για να δικαιολογήσει την ανόητη διάγνωσή του, υποστήριξε ότι ο ασθενής επέστρεψε από τον άλλο κόσμο, τον χαιρέτησε λοιπόν και τον ρώτησε: «Τι κάνουν εκεί στον κάτω κόσμο, πώς τα περνούν;» «Καλά είναι», απάντησε ο άρρωστος, «Ησυχάζουν οι νεκροί, ξέχασαν τα βάσανα του κόσμου, αφού ήπιαν της Λησμονιάς το νερό. Πριν λίγο καιρό, εκεί που ήμουν στον κάτω κόσμο, ο Άδης κ ο Θάνατος θύμωσαν πολύ με τους γιατρούς γιατί δέν αφήνουν τους αρρώστους να πεθαίνουν. Μάλιστα έπιασαν και έγραφαν μια λίστα με τα ονόματα των γιατρών για να τους τιμωρήσουν με ανεπανόρθωτες ποινές. Θα έγραφαν καιεσένα, όμως εγώ έπεσα στα πόδια τους και τους παρακάλεσα να μη σε γράψουν στη λίστα, γιατί εσύ με κανέναν τρόπο δέν αξίζεις να λέγεσαι γιατρός.»





[[Κατηγορία:Υποσελίδες]]

Αναθεώρηση της 11:12, 12 Αυγούστου 2019

Αἰσώπου Μῦθοι
Ἰατρὸς ἄτεχνος


Ἰατρὸς ἦν ἄτεχνος. Οὗτος ἀρρώστῳ παρακολουθῶν, πάντων ἰατρῶν λεγόντων αὐτὸν μὴ κινδυνεύειν, ἀλλὰ χρονίσειν ἐν τῇ νόσῳ, οὗτος μόνος ἔφη αὐτῷ πάντα τὰ αὐτοῦ ἑτοιμάσαι· «τὴν αὔριον γὰρ οὐκ ὑπερβήσῃ.» Ταῦτα εἰπὼν ὑπεχώρησε. Μετὰ χρόνον δέ τινα ἀναστὰς ὁ νοσῶν προῆλθεν, ὠχρὸς καὶ μόλις βαίνων. Ὁ δὲ ἰατρὸς συναντήσας αὐτῷ· «Χαῖρε, ἔφη· πῶς ἔχουσιν οἱ κάτω;» Κἀκεῖνος εἶπεν· «Ἠρεμοῦσι πιόντες τὸ τῆς Λήθης ὕδωρ. Πρὸ ὀλίγου δὲ ὁ Θάνατος καὶ ὁ Ἅιδης δεινῶς ἠπείλουν τοὺς ἰατροὺς πάντας, ὅτι τοὺς νοσοῦντας οὐκ ἐῶσιν ἀποθνῄσκειν, καὶ κατεγράφοντο πάντας. Ἔμελλον δὲ καὶ σὲ γράψαι, ἀλλ’ ἐγὼ προσπεσὼν αὐτοῖς καὶ δυσωπήσας, ἐξωμοσάμην αὐτοῖς μὴ ἀληθῆ ἰατρὸν εἶναί σε, ἀλλὰ μάτην διεβλήθης.»

[Ὅτι] τοὺς ἀπαιδεύτους καὶ ἀμαθεῖς καὶ κομψολόγους ἰατροὺς ὁ παρὼν μῦθος στηλιτεύει.

Στα νέα Ελληνικά

Ένας γιατρός ήταν ατζαμής, δεν ήξερε την τέχνη του όπως πρέπει να την ξέρει ένας γιατρός. Αυτός φρόντιζε έναν άρρωστο και δεν μπορούσε να τον θεραπεύσει, μάλιστα διέγνωσε οτι ο ασθενής δεν θα ζήσει περισσότερο από την επόμενη μέρα, είπε στους συγγενείς του να ετοιμάσουν ό,τι χρειαζόταν για την κηδεία και την ταφή. Είπε έτσι και έφυγε. Κράτησε κάμποσο η αρρώστια, αλλά ο άρρωστος έγινε καλά. Αργότερα έτυχε να συναντήσει το γιατρό. Ο γιατρός, για να δικαιολογήσει την ανόητη διάγνωσή του, υποστήριξε ότι ο ασθενής επέστρεψε από τον άλλο κόσμο, τον χαιρέτησε λοιπόν και τον ρώτησε: «Τι κάνουν εκεί στον κάτω κόσμο, πώς τα περνούν;» «Καλά είναι», απάντησε ο άρρωστος, «Ησυχάζουν οι νεκροί, ξέχασαν τα βάσανα του κόσμου, αφού ήπιαν της Λησμονιάς το νερό. Πριν λίγο καιρό, εκεί που ήμουν στον κάτω κόσμο, ο Άδης κ ο Θάνατος θύμωσαν πολύ με τους γιατρούς γιατί δέν αφήνουν τους αρρώστους να πεθαίνουν. Μάλιστα έπιασαν και έγραφαν μια λίστα με τα ονόματα των γιατρών για να τους τιμωρήσουν με ανεπανόρθωτες ποινές. Θα έγραφαν καιεσένα, όμως εγώ έπεσα στα πόδια τους και τους παρακάλεσα να μη σε γράψουν στη λίστα, γιατί εσύ με κανέναν τρόπο δέν αξίζεις να λέγεσαι γιατρός.»