Εγώ έμνωξα τα' αγάπης μου.

Από Βικιθήκη
Εγώ έμνωξα τα' αγάπης μου
Ριζίτικα Κρήτης


Μα εγώ έμνωξα τα' αγάπης μου βραδυά να μη τση λείψω
κι' εξώμεινά της μια βραδυά, μια νύχτα, μιαν εσπέρα.
Γεμίζουν τα βουνά φωνές και τα μουράκια δάκρυα
και τα λαγκοπεράματα αξέπλεχτες πλεξούδες
κι' εγώ κοιμόμουν μοναχός.

Σημ. Μουράκι = υψωματάκι
    έμνωξα = ορκίστηκα.