Για την πατρίδα/Κεφάλαιο ΙΒ'

Από Βικιθήκη
Για την πατρίδα
Συγγραφέας:
ΙΒ'. Θέκλα


Η Θέκλα είχε κρυφθεί μέσα στα χαμόκλαδα. Είδε τους στρατιώτες που κυνηγούσαν τον άντρα της, τους είδε που τον έπιαναν, και από μακριά άκουσε την προσταγή του αξιωματικού και το ποδοβολητό των αλόγων που έφευγαν. Όλα ησύχασαν.

Βαθιά σιωπή απλώθηκε στο κοιμισμένο δάσος. Η Θέκλα αισθάνθηκε τότε όλη την απέραντη ερημιά της. Ρίχθηκε καταγής στο μαλακό χώμα, ακούμπησε το κεφάλι στα σταυρωμένα χέρια, κι από τα βάθη της ψυχής της προσευχήθηκε στο Θεό και παρακάλεσε να πεθάνει εκεί που βρίσκουνταν...

Η ησυχία ήταν απόλυτη. Της φάνηκε σα να είχε σταματήσει η ζωή. Ούτε αεράκι δε φυσούσε. Ήταν μόνη, κατάμονη, χαμένη...

Λίγη ώρα έμεινε έτσι, ακίνητη, αφανισμένη... Της πήραν τον Αλέξιο... θα τον σκότωναν! Τι την έμελε πια ο κόσμος όλος...

Έξαφνα από μέσα από το δάσος ένα χλιμίντρισμα τάραξε τη βαθιά εκείνη σιωπή.

Τότε θυμήθηκε η Θέκλα τ' άλογα τους που τα είχαν δέσει στα δέντρα, και μαζί με τ' άλογα θυμήθηκε την αποστολή της και τα τελευταία λόγια του Αλέξιου: «Φύγε να πας εκεί που ξέρεις. Το θέλω.»

Έμενε ένα καθήκον, καθήκον ιερό, δικό του, που εκείνος δεν πρόφθασε να το εκτελέσει και της το είχε αφήσει κληρονομιά, να το εκτελέσει αυτή στη θέση του...

Σηκώθηκε με βαριά, πονεμένη καρδιά και πήγε στην πυκνάδα του δάσους όπου είχαν δέσει τ' άλογα λίγες ώρες πρωτύτερα.

Τα βρήκε όπου τα είχαν αφήσει. Πήδηξε πάνω στο ένα, και άφησε το άλλο ελεύθερο να πάγει όπου θέλει.

Περνώντας από το βράχο είδε κάτι που γυάλιζε καταγής, στο φως του φεγγαριού. Κατέβηκε από τ' άλογο στο μέρος όπου είχε γίνει η πάλη και βρήκε το χρυσό μαχαίρι του Ασώτη στα χώματα, όπου είχε πέσει.

Τ' αναφιλητά την έπνιξαν, της φάνηκε πως η καρδιά της σπούσε.

Μάζεψε τ' όπλο και τόκρυψε στον κόρφο της.

Παρακάτω, σωριασμένο κοίτουνταν το σώμα του σκοτωμένου συντρόφου του Μπόρις.

«Καλύτερα να έπεφτε εδώ και ο Αλέξιος», σκέφθηκε η Θέκλα. «Ενώ τώρα στα χέρια τους...»

Πως θα τον σκότωναν, δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία. Μα με τι τρόπο θα τον σκότωναν;

Η ιδέα πως ίσως θα τον βασάνιζαν την ξετρέλανε. Σε μια στιγμή ξέχασε την αποστολή της, τα τελευταία λόγια του Αλέξιου, όλα.

Πήδηξε στο άλογο της και σα σαΐτα κατέβηκε το βουνό και γύρισε κατά τη Σκάμπα. Μια και μόνη σκέψη βούιζε στο κεφάλι της, σα σήμαντρο θανατικό: «Θα τον βασανίσουν!... Θα τον βασανίσουν!...»

Όσο πήγαινε αγωνίζουνταν να βρει με τι τρόπο μπορούσε να φθάσει ως τον Αλέξιο, όταν έξαφνα θυμήθηκε το γράμμα του μικρού καλόγερου.

«Ευλογημένο τ' όνομα του Κυρίου!», είπε μέσ' από την καρδιά της. «Θα πάγω ίσια στη φυλακή.»

Τα χαράματα έφθασε στη Σκάμπα. Έξω από την πύλη είδε μερικούς χωρικούς που περίμεναν με ζώα φορτωμένα χορταρικά ν' ανοίξουν οι πόρτες. Η Θέκλα χώθηκε ανάμεσα τους και μπήκε στη χώρα μαζί τους.

Ρώτησε ένα χωρικό πού ήταν η φυλακή, και, αφού της την έδειξε, πήγε και χτύπησε την πόρτα.

Κανείς δεν της αποκρίθηκε. Χτύπησε πάλι.

Από μέσα ακούστηκε μια θυμωμένη αντρίκεια φωνή:

- Μα δε θα μας αφήσουν να κοιμηθούμε σήμερα; Ποιος είναι πάλι, τέτοιες άγριες ώρες! Δεν τραβάς το δρόμο σου, όποιος και αν είσαι!

- Άνοιξε, άνοιξε! φώναξε η Θέκλα. Άνοιξε! Είναι βία!

Ακούστηκαν από μέσα βαριά βήματα, κι ένας γέρος μισοάνοιξε την πόρτα και πέρασε έξω το κεφάλι του.

- Τι θέλεις; ρώτησε απότομα.

- Το δεσμοφύλακα τον Παγράτη, αποκρίθηκε η Θέκλα.

- Εγώ είμαι, τι με θέλεις;

- Έρχομαι από τη μονή του Αγίου Γρηγορίου, είπε η Θέκλα.

Το πρόσωπο του δεσμοφύλακα έλαμψε. Άνοιξε την πόρτα διάπλατα και παραμέρισε να την αφήσει να περάσει.

- Καλώς όρισες, παλικάρι μου... Και δεν τόλεγες πρωτύτερα πως έρχεσαι απ' τον Άη - Γρηγόρη; είπε χαρούμενος. Κόπιασε μέσα να μας τα πεις.

Και την πήγε στο καμαράκι του, μέσα στη φυλακή, όπου κατοικούσε μαζί με τη γυναίκα του.

- Ξύπνα, γριά μου, φώναξε μπαίνοντας μέσα. Γραφτό μας είναι σήμερα να μην κοιμηθούμε. Μα τούτη τη φορά δε θα παραπονεθείς που σε αγουροξύπνησαν.

Μια γυναίκα με άσπρα μαλλιά σηκώθηκε από το στρώμα όπου μισοκοιμούνταν και κοίταξε τη Θέκλα με περιέργεια.

- Καλώς μας ήλθες, είπε προσφέροντας της ένα σκαμνί. Κάθησε, παιδί μου, να ξεκουραστείς και να ζεσταθείς. Φαίνεσαι κουρασμένος. Έρχεσαι από μακριά;

- Από τη μονή του Αγίου Γρηγορίου, αποκρίθηκε η Θέκλα.

- Από την ιερή μονή! φώναξε με χαρά η κυρά Παγράταινα. Η Παναγία να σ' έχει καλά! Πες μου αν είδες το παιδί μου, ένα ωραίο παλικάρι, με τα ομορφότερα μάτια του κόσμου, και την πιο χρυσή καρδιά...

- Σου έφερα γράμμα του, διέκοψε η Θέκλα, και η φωνή της μαρτυρούσε τέτοια κούραση, που, με όλη της τη χαρά, η γριά παρατήρησε την κακή της όψη.

Την πλησίασε, πήρε το χέρι της και το χάιδεψε.

- Τι έχεις, παλικάρι μου; ρώτησε με καλοσύνη. Μη δεν είσαι καλά;

- Μήπως θέλεις να ξαπλωθείς λιγάκι; ρώτησε ο δεσμοφύλακας.

Η Θέκλα πάλευε για να συγκρατήσει τα δάκρυα. Έβγαλε από τον κόρφο της το γράμμα του καλόγερου και το έδωσε της μητέρας του.

- Διάβασε το, είπε· ύστερα μιλούμε.

Εκεί που, σκυμμένοι κοντά στο λυχνάρι, διάβαζαν οι δυο γέροι το γράμμα του παιδιού τους, η Θέκλα, καθισμένη πλάγι στο τζάκι, γύριζε χίλια σχέδια στο μυαλό της.

Είχε έλθει με σκοπό μόνο να δει τον Αλέξιο. Μα τώρα που ήταν μέσα στη φυλακή κι έβλεπε το αγαθό πρόσωπο του δεσμοφύλακα και το μειλίχιο χαμόγελο της γυναίκας του, γεννιούνταν μέσα της η τρελή ελπίδα να σώσει τον άντρα της με τη βοήθεια των καλών αυτών ανθρώπων, που ίσως θα λυπούνταν τη δυστυχία της αν τους εξόρκιζε στ' όνομα του αγαπημένου γιού τους.

Έξαφνα γύρισε η γριά και τη ρώτησε.

- Και πότε φθάσατε στη Σκάμπα με τον αφέντη σου;

- Τώρα, αποκρίθηκε η Θέκλα. Και ήλθα ίσια εδώ.

- Έτσι, πριν ξημερώσει; έκανε ο δεσμοφύλακας. Και ο αφέντης σου σ' άφησε αμέσως να μας φέρεις το γράμμα; Καλά τον μάντεψε ο γιός μου, και γράφει πως η ευγένεια της ψυχής του είναι τέτοια που φαίνεται και από το πρόσωπο του. Πες μας πού κάθεται; Θα πάγει ύστερα η γυναίκα μου να τον ευχαριστήσει.

Τα χείλια της Θέκλας έτρεμαν.

- Ο αφέντης μου... ο αφέντης μου... άρχισε, μα δεν μπόρεσε να εξακολουθήσει.

Έκανε να σηκωθεί, τα γόνατα της κόπηκαν, έπεσε βαριά στο πάτωμα και ξέσπασε στα κλάματα.

Κατατρομαγμένη έσκυψε η γριά να τη βοηθήσει, και, καθώς έκανε να της σηκώσει το κεφάλι, έφυγε ο κίτρινος σκούφος και τα μαλλιά της Θέκλας χύθηκαν στη ράχη της.

- Παναγία μου! ψιθύρισε η κυρά Παγράταινα, γυναίκα είναι!

Με τη βοήθεια του γέρου τη σήκωσε και την έβαλε στο στρώμα.

Η Θέκλα είχε κρυμμένο το πρόσωπο της στα χέρια της κι έκλαιγε με βαθιά αναφιλητά, νικημένη από την αγωνία και την κούραση.

Ο δυο γέροι, γονατισμένοι κοντά της, έβρεχαν κάθε λίγο το μέτωπο της με ανθόνερο· «ώσπου να ησυχάσει η καρδιά της», έλεγε η κυρά Παγράταινα.

- Έλα, κόρη μου, κάνε θάρρος, είπε συμπονετικά ο δεσμοφύλακας. Δεν είναι καλό να κλαις έτσι...

Και η γυναίκα του, κουνώντας το κεφάλι και σηκώνοντας κάθε λίγο τα χέρια της στον ουρανό, μουρμούριζε:

- Σε τι καιρούς ζούμε, Παναγίτσα μου!..

Η Θέκλα σκούπισε τα δάκρυα της και σηκώθηκε.

- Έφεραν κανέναν άνθρωπο εδώ τη νύχτα; ρώτησε το δεσμοφύλακα.

- Ναι! Μας χάλασαν τον ύπνο από τ' άγρια μεσάνυχτα, για να κλειδώσω έναν κακούργο, που είχε σκοτώσει, λέει, δυο ανθρώπους. Σήμερα το πρωί θα τον βασανίσουν αποκρίθηκε ο γέρος.

Η Θέκλα ανατρίχιασε.

- Γιατί θα τον βασανίσουν; αναφώνησε με φρίκη.

- Πρώτα για να ομολογήσει. Ύστερα και για να τον θανατώσουν. Έτσι σκοτώνουν τους φονιάδες, αποκρίθηκε ο γέρος.

- Για το Θεό, σώπα! βόγγησε η Θέκλα. Δεν είναι φονιάς! Είναι ήρωας ο άντρας μου.

Και ξέσπασε στα κλάματα, χειρότερα παρά πριν.

Μόλις ησύχασε λίγο, τους διηγήθηκε πως πήγαιναν στο Δυρράχιο και στο δρόμο απάντησαν τους κατασκόπους που θέλησαν να τους σκοτώσουν πως ο άντρας της πάλεψε μονάχος με τους δυο και τους σκότωσε, και πως τότε έφθασαν οι στρατιώτες και τον έπιασαν και τον πήραν στη φυλακή, τάχα πως είναι φονιάς και κλέφτης.

- Και γιατί δεν τους είπε την αλήθεια; ρώτησε ο δεσμοφύλακας.

Η Θέκλα τον κοίταξε ίσια στα μάτια.

- Τι είσαι συ; τον ρώτησε. Βούλγαρος;

Ο γέρος έριξε πίσω του μια γοργή ματιά, να βεβαιωθεί πως η πόρτα ήταν κλειστή.

- Ο γιός μου είναι ορθόδοξος Έλληνας παπάς, είπε σε χαμηλή φωνή. Αυτό δε σου αρκεί να καταλάβεις;

- Ναι, είπε η Θέκλα, μου αρκεί. Κι αν σου πω κι εγώ πως είμαστε από την ίδια μεγάλη πατρίδα, ίσως καταλάβεις και συ γιατί δε μίλησε ο άντρας μου!

Ο Παγράτης την κοίταξε σιωπηλά. Πού και πού αργοκουνούσε το κεφάλι συλλογισμένος, σα να μην έμπαινε στο νόημα.

- Δεν πιστεύεις πως ο άντρας μου είναι αθώος; ρώτησε η Θέκλα με δάκρυα στη φωνή.

- Δε λέω αυτό, είπε ο γέρος, μη συγχίζεσαι, κόρη μου, μα δεν καταλαβαίνω γιατί δεν είπε πως δεν ήταν κλέφτης. Καλά, ας μην έλεγε πως είναι Έλληνας, μα ας απέδειχνε πως ήταν αθώος και πως οι άλλοι δυο ήθελαν να τον σκοτώσουν. Αυτό τάχα δεν μπορούσε να το κάνει;

- Και αν σου πω πως ίσως είχε λόγο, λόγο μεγάλο και ιερό, να μην αποδείξει την αλήθεια, θα με πιστέψεις;

- Δε σε καταλαβαίνω, είπε ο γέρος.

Η Θέκλα έβγαλε το σταυρό της και τον έδειξε στο δεσμοφύλακα.

- Μέσα έχει τίμιο ξύλο, είπε. Ορκίσου εδώ πάνω να βαστάξεις το μυστικό μου.

Ο γέρος άπλωσε το χέρι και ορκίστηκε. Και η κερα-Παγράταινα, αφού σταυροκοπήθηκε πρώτα με ευλάβεια, ορκίστηκε κι αυτή.

Τότε η Θέκλα έβγαλε από τον κόρφο της το πιστοποιητικό έγγραφο με την αυτοκρατορική βούλα και το έδειξε του δεσμοφύλακα.

- Τώρα πιστεύεις; ρώτησε.

Ο γέρος, καθώς είδε και αναγνώρισε τη βούλα, που τόσα χρόνια ήταν γι' αυτόν το σημάδι της ανώτατης και πιο σεβαστής αρχής, έπεσε στα γόνατα και προσκύνησε.

- Πρόσταξε, κόρη μου, είπε με συγκίνηση. Είμαι δούλος σου από τώρα και στο μέλλον.