Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα

Από Βικιθήκη
Το Ληξούρι
Συγγραφέας:


Α´
Ὅντις ἔπλασε ὁ Θειὸς τὴν Οἰκουμένη,
τὸ Ληξούρι, καὶ τόσους ἄλλους τόπους,
εἶπε στὸ νοῦ του: Ἄ! τώρα δὲ μοῦ μένει
πάρι νὰ πλάσω, γέ μου, καὶ τσ᾽ ἀθρώπους».
Κ᾽ ἐκεῖ ποὺ κράταε τὸν Ἀδὰμ στερνόνε,
τοὖπε: «Σὺ νἆσαι, Ἀδάμ, τὸ ζῶ᾽ τῶ ζῶνε!

«Ἤγουν, νἆσαι καλύτερος ἀπ᾽ ὅλα,
νἄχῃς τὸ γάϊδαρο ἀπὸ κάτουθέ σου,
νὰ θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα,
νἆνε ἡ λαγκάδες ὅλες ἐδικές σου·
Οἱ σκύλοι ταπεινοὶ νὰ σὲ ὑπακοῦνε,
καὶ γιὰ σένανε ἡ κόττες νὰ γεννοῦνε».

«Βάνω στὴν ἐξουσία σου τὰ σπανάκια,
ἄν θέλῃς νὰ τὰ κάνῃς τσιγαρίδι·
γιὰ σένανε φυτεύω ῥαπανάκια,
ἐσὺ νὰ τρῶς τὸ μῆλο καὶ τὸ ἀπίδι.
Ὅλα νὰν τἄχῃς χωρὶς νὰ κοπιάζῃς,
καὶ σ᾽ ἀγαπάω πολύ, γιατὶ μοῦ μοιάζεις».

«Σοῦ χτιῶ στὸ περιβόλι μου παλάτι
μ᾽ ὅσα καλὰ ἡ θεία μου Πρόνοια δίνει·
καὶ νὰ τρῶς τὸ καλύτερο κομμάτι
χώρις νὰ σοῦ στοιχίζῃ ἕνα φαρδίνι.
Μὰ ἔτσι κηόλα ζητῶ σου, κὺρ Ἀδάμ μου,
νὰ μὴ ᾽γγίξῃς ποτὲ τὰ τάλαρά μου!».

«Εἶν᾽ τὸ ξύλο τῆς γνώσεως τὰ χρήματα,
κι᾽ ὅποιος τἄχει, ἔχει γνῶσι, εἶν᾽ προκομμένος,
ὤμορφος, ἔχει χίλια προτερήματα,
εἶνε ἀπ᾽ ὅλον τὸν κόσμο ῾παινεμένος,
παντοῦ ἐπιθυμητός... μὰ εἶν᾽ καὶ φαρμάκι
ποὺ κάνουν τὴν ψυχὴ πηλὸ ὀχ τ᾽ αὐλάκι».

«Μὴν τὰ ῾γγίξτε, γιατὶ θὲ νὰ γνωρίσετε
τὸ βουλιασμὸ τῆς ἀθωότητός σας,
καὶ πλέον δὲ θὰ μπορέσετε νὰ ζήσετε
εὐτυχισμένοι στὸν παράδεισό σας.
Τἄφτειασ᾽ ὁ Διάολος, κ᾽ εἶνε διαολεμένα.
Ἄστε τα ἐκεῖ. Τοῦ τἄχω ἀμαχεμένα».

Β´
Ἕνα ὤμορφο καὶ πλούσιο περιβόλι
εἶχε τότες ὁ Θειὸς εἰς τὴν Ἀσία,
καὶ γιὰ νὰ μὴν ἐμπαίνουνε οἱ διαόλοι
νὰ κάνουνε στὰ λάχανα ζημία,
μέσ᾽ ᾽ς τσὴ φράχτες ἐκεῖ τσὴ καλαμένιες
εἶχε στημένες τσάκες σιδερένιες.

Μά, καθὼς ὡς καὶ τώρα συνεβαίνει,
ἐκεῖ ποὺ στηοῦμε τσάκες γιὰ ποντίκια,
ποὺ πιάνεται ἕνα, κι᾽ ἄλλο πάλε ῾μπαίνει,
γιατὶ ῾μποδιέται ἡ τσάκα στὰ χαλίκια -
ἔτσι καὶ τότε, ἐμπαίνανε οἱ διαόλοι
κι᾽ ἀφανίζανε τὸ μαῦρο περιβόλι.

Μιὰ ῾μέρα ποὺ ὁ Ἀδὰμ κ᾽ ἡ ἀρχόντισσά του
ἐμετρηόντανε ποιὸς εἶνε ψηλότερος,
στὰ πόδια ὀρθοί, σὲ μιὰ μηλιὰ ἀποκάτου,
καὶ καθένας τους ἤτανε εὐθυμότερος
εἰς τὴν εὐτυχισμένη μοναξιά τους —
νά! κ᾽ ἕνας Διαολάκης ὀμπροστά τους!

—«Ἀδέλφια, λέει, καλῶς τὰ κουβεντιάζετε!
ὤ, εὐτυχισμένοι ποὺ εἴστεν᾽ ἐδῶ - πέρα
σὲ τόσες ἡδονές! Μὰ δὲ δουλιάζετε . . . . . . . . »
 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Ἐκάκιωσε τ᾽ ἀντρόϋνο κ᾽ ἐσκληρήθηκε
γιὰ τοῦ Διαόλου τὴν ἄταχτη πράξη·
κι᾽ ὅλη κόκκινη ἡ Εὔα τοῦ ἀπεκρίθηκε:
—«Γαϊδαράτσε, ποιός σὤδειξε τὴ τάξη
νὰ μπαίνεις δίχως ἄδεια κοῦτρα-κοῦτρα;
Μ᾽ ἕνα παπούτσι σὤπρεπε στὰ μοῦτρα!»

—«Συμπάθειο, λέει ὁ Διάολος, Κυρά μου,
γιατὶ δὲν ἦλθα μὲ κακὸ σκοπό . . .
Διαβάτης εἶμαι· πηαίνω στὴ δουλειά μου
καὶ βαστάω πραμματεῖες καὶ πουλῶ».
Μόνε σὰν ἄκουσ᾽ ἡ Εὔα πραμματεῖες,
τὤκαμε μιὰ χιλιάδα εὐχαριστίες.

Εἶνε ἁλαφρά, λιγόμυαλη ἡ γυναῖκα,
καὶ πολὺ τῆς ἀρέσουν τὰ στολίδια,
καὶ μόλις ἀπὸ χίλιες ῾βρίσκεις δέκα
νὰ μὴν ἔχουν τοῦ ἀντρός τους ἀντικλείδια,
νὰ παίρνουν ὤμορφάμορφα παρᾶδες,
νὰ τσὴ ᾽ξοδεύουνε ᾽ς τσὴ πραμματευτᾶδες.

Ἐγὼ ὅμως δὲν τὸ παίρνω στὴν ψυχή μου
πὼς ἡ Εὔα εἶχε ἀντικλείδι κ᾽ ἐτρυπούλευε.
Τὸ λέν᾽ οἱ ἱστορικοί μας, ἀκροατή μου,
καὶ λένε πὼς ὁ Διάολος τὴ συβούλευε,
καὶ πὼς μετατρεμμένος εἰς σὲ φείδι
τῆς ἐπῆγε μιὰ ῾μέρα τὸ ἀντικλείδι.

Βέβαια ποὺ ἔπειτ᾽ ἀπὸ τόσους αἰῶνες
ὁποὺ ἐφτειάστηκε ὁ Κόσμος, δὲ μπορεῖ
νὰ γνωρίζουμε ἂν εἶνε ἀπατεῶνες
ἢ ἂν λένε τὴν ἀλήθεια οἱ Ἱστορικοί.
Μ᾽ ἀπὸ τὴς τωρινὲς γυναῖκες κρίνει
κανείς, ὀμπρὸς - ὀπίσω καὶ γιὰ κείνη.

Ὡς τόσο ὁ Διάολος ἄνοιξε τσὴ κόφφες
κ᾽ ἔβγαινε ὅσα στολίζουν τσὴ Κυράδες —
μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφφες,
βελέτες, μπλόντες, ὀμπρελέτες, μποάδες . . .
Κ᾽ ἡ Εὔα ποὺ τἄβλεπε, ἔτρεμε ἡ καρδιά της,
καὶ ῾σα Χριστέ της νἆνε ὅλα ῾δικά της!

Σὲ μι᾽ ἄλλη κόφφα εἶχε ὤμορφα διαμάντια,
πουλιὸ ὤμορφα, δεμένα στο Παρίσι,
καὶ χωριστὰ σ᾽ ἄλλο κουτί μπριλλάντια
κυματερὰ σὰν τὸ νερὸ στὴ βρύση.
Κ᾽ ἡ Εὔα, ὅντις τἄειδε, σκούζει: «Ὤ, γε! τὰ θέλω!
τὰ θέλω, μόνε πλήρωνε, Ἀδαμιέλο!»

Ὁ Διάολος, ὡς κ᾽ ἐκειὸς τὸν ῾παρακίνα·
κι᾽ ὁ Ἀδὰμ δὲν εἶχε, κ᾽ ἔσφιγγε τσὴ πλάτες.
Μὰ ἡ Εὔα κλαίοντας τὤλεγε: «Μ᾽ εὐκεῖνα
μὲ περνᾷς πάντα! Πρόφασες μονάτες.
Πάρε τα, Ἀδάμ μου . . . πάρε τα μπιστιού . . .
Τὸν Ἄγουστο πλερώνεις . . . μιού . . . μιού . . . μιού . . .

Τὰ δάκρυα ἐκειὰ τῆς Εὔας ἐσουρώνανε
μέσ᾽ στὴν καρδιὰ τοῦ Ἀδὰμ καὶ τὸν ἀνοίγανε·
πού, ζαχαροφτιασμένος, τὸν ἐλυώνανε,
τὸν ἐστενοχωρούσανε, τὸν ῾πνίγανε.
Καὶ λέει: «Κακὸ ποὺ μοὖρτε τοῦ φτωχοῦ!
Ἂς γένῃ, γέ μου, ἐτοῦτο τὸ ᾽μπιστιού».

Τὸ ῾μπιστιοὺ ἔγινε κῃόλες, κ᾽ ἐμετρήθηκε
καὶ τοῦτο μεταξὺ στὰ ἑφτὰ μυστήρια,
γιατὶ ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ τὸ ἐντύθηκε,
ἄκουε ῾πίσω θ᾽ ὁ Ἀδὰμ κλαμπανιστήρια,
σὰν τοῦ σκύλου, ὅντις τὤχουν τὰ παιδιὰ
λάτινο ἀγγειὸ δεμένο στὴν ὀρά.

Γ´
Μὰ ἦλθε κι᾽ ὁ Ἄγουστος, ποὔταν᾽ ἡ διορία,
κ᾽ ἦλθε κι᾽ ὁ Διάολος στὸν Ἀδὰμ μαζί του.
Μὰ ὁ Ἄγουστος σὲ μεγάλη δυστυχία,
κι᾽ ὁ Διάολος ζητάει τὴν πληρωμή του.
Γιὰ πρώτη φορὰ τότε ἐκειὸς ὁ Διάολος
ἐφάνηκε τοῦ Ἀδὰμ αἰσθητὸς Διάολος.

Κράζει τὴν Εὔα κι᾽ ἀρχινάει τὴ γκρίνα·
κ᾽ ἐγκρίνιαζε τ᾽ ἀντρόϋνο ἀνάμεσό του
κ᾽ ἐτρωγότουν᾽ πουλιὸ πάρι ἕνα μῆνα —
ὅντις διαλέει καιρὸ γιὰ τὸ σκοπό του
ὁ Διάολος, κι᾽ ἀλλάζοντας μορφή,
ἦλθε κ᾽ ηὗρε τὴν Εὔα μοναχή.

— «Εὔα μου, λέει, σὲ βλέπω πικραμένη,
καὶ μὲ λυπάει πολύ, ποὺ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει,
γιατὶ ὡς κ᾽ ἐσύ ᾽σαι καλομαθημένη
κ᾽ ἤθελες πάντα τάλαρα στὸ χέρι.
Μὰ ὑπομονή, Κυρά μου, καὶ ῾θυμήσου
πὼς εἰς τὴ χρεία δὲν εἶσαι μοναχή σου».

«Εἶν᾽ τόσοι ποὺ περσσότερο ἀπὸ σὲ
ἔχουνε χρεία στὸν κόσμο γιά ᾽να – γι᾽ ἄλλο,
καὶ ποὺ οὔτε σ᾽ ὄνειρο εἴδανε ποτὲ
τὸ πλούτι τὸ δικό σας τὸ μεγάλο.
Μὰ ὁ ἄντρας σου δὲ θέλει νὰ ῾ξοδέῃ . . .
Κάνει καλά . . . εἶνε φρόνιμος . . . σωρεύει . . .

—«Πλούτι! λέ᾽ ἡ Εὔα· ὄξω κι᾽ ἂ μοῦ λὲς
γιὰ ῾κειὰ ποὺ ὁ Θειὸς βασταίνει κλειδωμένα,
Μὰ ἐκεῖνα εἶνε ῾δικά του». — «Μπά! ᾽ντροπές!
ὁ Διάολος λέει, «ἐκεῖνα εἶνε γιὰ σένα·
οὔτε ὁ Θειὸς εἶπε διαφορετικά,
μόνε τὸν καταλάβετε κακά».

«Ὁ Θειὸς δὲν ἔχει χρειὰ γιὰ παρᾶδες,
κ᾽ εἴστενε σ᾽ ἕνα σφάλμα μεγαλώτατο,
μόνε ἂ θέλῃς νὰ ἐβγῇς ὀχ τσοὺ μπελλιᾶδες,
εἶνε τὸ μέσος, Εὔα μου, εὐκολώτατο.
Νά! τὸ κλειδί! Τρέχα, ἔπαρε ὅλα ῾κεῖνα
ποὺ σοῦ χρειάζουνται, νὰ πάψῃ ἡ γκρίνα».

Δ´
Κ᾽ έτσι ἐκλεφτήκαν᾽ τοῦ Θεοῦ οἱ παρᾶδες,
κ᾽ ἡ Εὔα κάνει τὴν πρώτη ἁμαρτία,
δὲ θυμῶμαι σὲ πόσες ῾κατοστάδες.
Καὶ τὸ δέχτηκι᾽ ὁ Ἀδάμ, γιατ᾽ εἶχε χρεία.
Μὰ ἕνα ἔργο τόσο ἀχρεῖο καὶ κακόποιο
ὁ Θειὸς τὸ ἐκύττα μὲ τὸ τελεσκόπιο.

Σημαίνει μὲ θυμὸ τὸ καμπανέλι,
κ᾽ ἔρχουνται εὐθὺς ἐμπρὸς ξεσκουφωμένοι
Μικέλης καὶ Γαβρίλης, δυὸ Ἀγγέλοι,
ποὖνε στὸν Οὐρανὸ συνειθισμένοι
νὰ κάνουνε μὲ τέσσερα πηδήματα
τὰ πουλιὸ μακρυνώτερα θελήματα.

—«Φέρτε, λέει, τὸ Διάολο, Ἄγγελοί μου . . .
Μὰ ὄχι, ὄχι· ἀφήσετε καὶ πααίνω ἐγὼ
ἔπειτα, νὰ τοῦ δείξω τὴν ὀργή μου!
Κι᾽ ὡς τόσο, μιὰ φορὰ κ᾽ εἴστεν᾽ ἐδῶ,
προβατεῖτε νὰ ἰδῆτε μιὰ δουλειά,
γιὰ νὰ σᾶς βάλω καταμαρτυριά».

Τοὺς φέρνει καὶ τοὺς δυὸ στὸ περιβόλι,
καὶ φθάνοντας ὀμπρὸς στοῦ Ἀδὰμ τὸ σπίτι,
φωνάζει δυνατὰ καὶ βγαίνουν ὅλοι.
Καὶ πιάνει τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὴ μύτη:
—«Ἐδῶθε, λέει, σὲ σέρνει τὸ βελέσι·
Γάϊδαρε! Μασκαρᾶ! Ἔτσι σ᾽ ἀρέσει!»

«Καὶ σύ, Εὔα, εἶν᾽ τοῦτες ὤμορφες δουλειές;
Ἔτσι ἡ γυναῖκες κάνουνε Ἅη Γιάννη;
Μά, μὰ τὴ Δραπανιώτισσα, μωρές,
θὲ νὰ σᾶς διώξω ᾽δῶθε. Ἂς εἶνε . . . — φτάνει».
Τἄχασε ἡ Εὔα, ἐσβύστηκε, ἐσκοτίστηκε,
κι᾽ ὂχ τὴ πολλὴ τρομάρα ἐκατουρήστηκε.

Ὡς τόσο, ὁ Διάολος ἤτανε φευγᾶτος,
κ᾽ ἐπήαινε τραγουδῶντας τά - λα - ρα.
κι᾽ ὁ Ἅδης ἀνάβλυαζε, χαρὰ γιομᾶτος,
κ᾽ ἐτραγούδα ὅλη μέρα: τά- λα- ρα!
Κι᾽ ἀπὸ ᾽κειὸ τὸ τραγοῦδι τά, λα, ρα,
εἶπαν τοῦ ἐγκλήματος τὸ σῶμα: Τάλαρα!