Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886/Κάτι τι το οποίον πρέπει να γραφή, Scoc τω Coc

Από Βικιθήκη
Γελοιογραφικὸν Ἡμερολόγιον τοῦ Ἔτους 1886
Συγγραφέας:
Κἄτι τι τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ γραφῇ, Scoc τῷ Coc


ΚΑΤΙ ΤΙ ΤΟ ΟΠΟΙΟΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΓΡΑΦῌ

SCOC τῷ COC

Ὀφείλεις νὰ ὁμολογήσῃς, φίλτατε σὺν σίγμα συνώνυμε, ὅτι ἐνίοτε μικρά, ὡς κόκκοι, αἴτια γεννῶσι μεγάλα ἀποτελέσματα. Ἡ πτῶσις λ. χ. ἑνὸς μήλου ἀπεκάλυψε τὴν κίνησιν τῆς γῆς, καὶ ἡ πτῶσις τοῦ κ. Τρικούπη τὴν ἀκινησίαν τοῦ κ. Δηλιγιάννη. Πολλάκις ἡ νηστεία προάγει τὸν εἰρηνοδικειακόν γραφέα εἰς δημοσιογράφον καὶ ἡ ἐκ τῆς ἀργίας πλῆξις τῶν καφφενείων ἐμπνέει εἰς τοὺς κηφῆνας τὴν ἰδέαν τῆς πολιτικῆς καὶ τοῦ βουλευτικοῦ ἐπαγγέλματος. Πόσοι ἔρωτες παράφοροι δὲν προῆλθον ἐκ τῆς φιλοκάλου τοποθετήσεως τῆς κόμης Ἐκείνης, ἢ ἐκ τῶν περὶ τὴν ὀσφὺν καλλιτεχνικῶν γραμμῶν τοῦ... κορσέ της, καὶ πόσα διαζύγια ἀφορμὴν δὲν ἔσχον ἓν ἀθῶον χάσμημα τοῦ συζύγου !

Ὑπάρχει μικροσκοπικώτερον τοῦ σ, ὅπερ μάλιστα μόλις ἀποτελεῖ τὸ ἥμισυ ἑαυτοῦ ὅταν εἶνε τελικόν ς ; Δὲν νομίζεις ὅτι εἷνε μικροσκοπικώτερον ἑνὸς κόκκου ; τί λέγω ; εἶνε πολλοστημόριον, μόλις τὸ 1/6 ἑνὸς ς ς ς ς κόκκου. Καὶ ὅμως αὐτὸ τὸ ἀδιόρατον, τὸ φλύαρον — μὴ λησμονῇς ὅτι ἡ γραμματικὴ τὸ θέλει συριστικὸν— το διαλανθάνον διαβολάκι, τὸ ὁποῖον ξεγλιστρᾷ ὡς σαῦρα καὶ πότε φεύγει ἀπὸ τὴν οὐρὰν τοῦ κυρίου σου ὀνόματος καὶ κολλᾷ εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐπωνύμου σου, τὸ ὁποῖον ἐνίοτε τὸ χάνω ἐγὼ ἀπὸ το ἰδικόν μου διότι κάμνει μονῳδίαν μὲ τὴν ὀπισθοφυλακὴν τοῦ βαπτιστικοῦ μου, αὐτὸ ἐν τούτοις τὸ μικρο-σ-κοκικὸν σατανίδιον, ἐγένετο ἀφορμὴ νὰ πάθω ὁλόκληρον ἱστορίαν, κἄτι τι, τὸ ὁποῖον δὲν ἔπρεπε βέβαια νὰ πάθω καὶ τὸ ὁποῖον ἐν τούτοις πρέπει νὰ γραφῇ.

Μίαν ἡμέραν μὲ ἀπαντᾷ γελαστὸς-γελαστὸς ὁ γραμματοκομιστὴς τοῦ ταχυδρομείου.

— Εἶσθε ὁ κύριος ςςςςΚόκ ;

— Μάλιστα.

— Ἔχετε ἕνα γροῦπον ἀπὸ λίραις εἰς τὸ ταχυδρομεῖον. Περάσετε νὰ ὑπογράψητε καὶ νὰ τὸν παραλάβητε.

— Τί λέγεις ἀδελφέ ! Γροῦπον μὲ λίρες ! Εἶσαι βέβαιος ;

— Μάλιστα ! Διευθύνεται εἰς τὸ ὄνομά σας. Τὸν εἶδα μὲ τὰ ’μάτια μου !

Ἐνόμισα ὅτι δὲν ἦτο φρόνιμον ν’ ἀμφιβάλλω. Ἄλλως τε οἱ ταχυδρομικοὶ ὑπάλληλοι, ὡς γνωρίζεις, οὔτε ψεύδη λέγουν οὔτε εἰς λάθη περιπίπτουν.

— Τίς οἶδεν ! εἶπον ἐν ἐμοί. Καμμία κληρονομία, καμμία δωρεά ... τίς οἶδεν ! Ἡ τύχη ἐνίοτε...

Καὶ ἔδραμον ἀσθμαίνων πρὸς τὸν ταχυδρομικὸν ὑπάλληλον, ὅστις μοὶ ἐξεσφενδόνισε τὴν κεραυνοβόλον ἀπάντησιν:

— Τὸν γροῦπον, κύριε, ὑπέγραψε καὶ παρέλαβε πρὸ ὀλίγου ὁ ἀδελφός σας, νομίζω, κύριος ς ς ς ς ς ς Κόκ.

Ἐσκέφθην νὰ μείνω ἐμβρόντητος ! Ἀλλ’ ἦτο πρᾶγμα τὸ ὁποῖον δὲν ἐδικαιούμην νὰ πάθω, καὶ κἄτι τι τὸ ὁποῖον πρέπει νὰ γραφῇ!

Εἶχον ὅμως δίκαιον νὰ πνέω μένεα ἐναντίον σου. Καὶ ἀληθῶς σ’ ἐξεδικήθην.

Μοῦ ἥρπασες τὸν γροῦπον σου ἀπὸ τὰ χέρια μου, σοῦ ἥρπασα κι’ ἐγὼ ἓν ἐκλεκτὸν πρόγευμα καὶ ὀλίγα.... συγχαρητήρια, δι’ ὧν πρὸ μικροῦ μ’ ἐφιλοδώρησε καλοκἄγαθός μου φίλος σου.

— Σὲ συγχαίρω διὰ τὸ ὡραῖον ποίημα περὶ Μακεδονίας....

Εἶπε καί με κατέκλυσε δι’ ἀσπασμῶν καὶ περιπτύξεων.

— Ποῖον ποίημα ! νομίζω....

— Ἔλα, ἔλα ! Αἰωνίως ἀστεῖα ! σ’ ἔβλεπα μέσ’ ’στὰ ’μάτια γεμάτος συγκίνησι ’σὰν τὸ ἀπήγγελλες ! Πᾶμε νὰ σοῦ κάμω τὸ γεῦμα !

Βλέπεις ὅτι καὶ πάλιν δὲν μ' ἐσύμφερε νὰ μείνω ἐμβρόντητος διὰ τὴν ὀξυδέρκειάν του.

Καὶ μαντεύεις, ὑποθέτω, ὅτι κατελόγισα μὲν εἰς βάρος σου τὰ συγχαρητήρια, ἐπέρασα ὅμως εἰς τὴν μερίδα μου ἐκλεκτάς τινας μερίδας τοῦ restaurant d'Athènes.

Ἀλλὰ τὸ πρόγευμα ἐκεῖνο ἐκινδύνευσε νὰ μοῦ 'βγῇ ἀπὸ τὴν μύτη, διότι ἐνῷ μετέβαινον οἴκαδε αἴφνης περιπίπτω εἰς τὴν ἔνεδραν κλωστομύστακος δικαστικοῦ κλητῆρος, ὁ ὁποῖος μοῦ ἔκαμνε καρτέρι ἔξω τῆς θύρας μου.

— Τί τρέχει, κύριε ;

— Σοῦ κατάσχει ὁ ἀντίδικος τὰ οἰκόπεδά σου !...

— Μὰ κύριε, ἐγὼ δὲν ἔλαβα ποτὲ τὴν τιμὴν νὰ κλέψω οἰκόπεδα τοῦ δημοσίου ...

— Αὐτὰ δὲν τ' ἀκούω 'γώ ! Ἢ ὑπογράφεις τὸ ἐπιδοτήριον ἤ τὸ τοιχοκολλῶ μὲ δύο μάρτυρας στὴ πόρτα σου !

Ἐδὼ πλέον ἤμην ὑπόχρεως νὰ μείνω ἐμβρόντητος ! ἤ τοὐλάχιστον νὰ τὸν στείλω εἰς ἑντάμωσίν σου.

Ἀλλὰ μὴ τρομάξῃς, ὡς ἐγώ. Ἐπρόκειτο περὶ ἑνὸς τρίτου Σωσίου μας, ὁ ὁποῖος μᾶς ἔχει καὶ τοὺς δύο στὸ χέρι, διότι ἔχει τ' ὄνομά μου καὶ τὸ ἐπώνυμόν σου.

Ὥστε ἶσα-ἶσα βλέπεις ὅτι εἷνε κἄτι τι τὸ ὁποῖον, πρὸς ἡσυχίαν σου, πρέπει νὰ γραφᾗ.

Προχθὲς λαμβάνω εὐωδιῶντα φάκελλον ἀπὸ μέρους ὡραίας ἀγνώστου — διότι ὅλαι αἱ ἄγνωστοι εἷνε ὡραῖαι πάντοτε.

Ποῖον ἆρά γε παράδεισον ἀπολαύσεων περιεῖχεν ἡ ἀρωματώδης ἐκείνη ἐπιστολή; — διενοήθην.

Καὶ ὅμως ὃ ἀνύποπτος ἐκεῖνος περιειλιγμένος χάρτης περιέκλειε

« τὸν κεραυνὸν εἰς φάκελλον εὐώδη κεκλεισμένον ! »

Διότι, οἰκειοποιηθεὶς ἀλλότρια τρυφερὰ δικαιώματα — καὶ τί ἔπταια ἐγὼ ἀφοῦ προσεκαλούμην ῥητῶς εἰς τὴν μίαν μετὰ τὸ μεσονύκτιον; — ὀλίγον ἔλειψε νὰ γίνω ἥρως κωμῳδίας, ἡ ὁποία ὡς γνωρίζεις, καταλήγει συνήθως εἰς τὸ ξύλο.

Ἐννοεῖς ὅτι τὸ πρᾶγμα μένει μυστήριον, διότι εἶνε κἄτι τι τὸ ὁποῖον δὲν πρέπει νὰ γραφῇ.

Παραλείπω ἄλλα ἐπεισόδια καὶ σκηνὰς κατὰ τὸ μᾶλλον καὶ ἧττον κωμικοτραγικάς, καὶ — ὅπερ σπουδαιότερον — ἡμέραν τινὰ ἔμεινα νῆστις, διότι ὁ μικρὸς ὀψοπώλης τῆς ἀγορᾶς εἶχε τὴν καλωσύνην νὰ διευθύνῃ ἀλλαχοῦ — γνωρίζεις ποῦ ; — τὸ ὀρεκτικὸν φορτίον του.

Ἐν τούτοις ἐγώ, ἐκτὸς ἑνὸς γεύματος τὸ ὁποῖον ἔφαγον διὰ λογαριασμόν σου, καὶ ἑνὸς ξύλου, τὸ ὁποῖον δὲν ἐπρόφθασα νὰ φάγω διὰ λογαριασμόν σου, σοῦ ἐπέστρεψα τὸν γροῦπον, τὰ συγχαρητήρια καὶ τὰ ἀρώματα τῆς πολυποθήτου ἐκείνης ἐπιστολῆς.

Ἆρά γε σὺ δὲν μοὶ ὀφείλεις τίποτε ; Ἐρεύνησον τὰ κατάστιχά σου, διότι, νομίζω, ἐπὶ τῆς ἀπορίας μου ταύτης κἄτι τι πρέπει νὰ γραφῇ.

Ἀθῆναι, Σεπτέμβριος τοῦ 1885.

Σκοκ.