Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ασκητικά/Λόγος Κ

Από Βικιθήκη
Λόγος Κ'
Περί του πόσην τιμήν κέκτηται η ταπεινοφροσύνη και πόσον ανώτερος έστιν ο βαθμός αυτής.

Συγγραφέας:


Θέλω ανοίξαι το στόμα μου, αδελφοί, και λαλήσαι περί της υψηλής υποθέσεως της ταπεινοφροσύνης, και πληρούμαι φόβου καθάπερ τις επισταμένος, ότι μέλλει περί Θεού διαλέγεσθαι εν τω τρόπω των εαυτού λογισμών. Στολή γαρ θεότητας εστίν. Ο γαρ Λόγος ο ενανθρωπήσας, αυ­τήν ενεδύσατο και ωμίλησεν ημίν δι’ αυτής εν τω σώματι ημών. Και πας αμφιεσάμενος αυτήν αληθώς αφωμοιώθη τω καταβάντι εκ του εαυτού ύψους και καλύψαντι την αρετήν της μεγαλωσύνης αυτού και σκεπάσαντι την εαυτού δόξαν εν τη ταπεινοφροσύνη, ίνα μη η κτίσις τη αυτού θεωρία καταφλεχθή. Διότι η κτίσις ουκ ηδύνατο θεάσασθαι αυτόν, ει μη μέρος εξ αυ­τής έλαβε και ούτως ωμίλησε μετ’ αυτής, ούτε δε ακούσαι των λόγων του στόματος αυτού πρόσωπον προς πρόσωπον. Διότι ουδέ οι υιοί Ισραήλ της φωνής αυτού ακούσαι ηδυνήθησαν, ηνίκα εκ της νεφέλης ελάλησε προς αυτούς, εως αν είπον προς Μωϋσήν «λαλείτω ό Θεός μετά σου, και συ ακούτισον προς ημάς τους λόγους αυτού, και μη λαλήση ο Θεός μεθ’ ημών, ίνα μη αποθάνωμεν».

Πως ούν φανερώς η κτίσις ηδύνατο δέξασθαι την θεωρίαν αυτού; Ούτω γαρ φοβερόν το δράμα του Θεού, ώστε τον μεσίτην ειπείν, «έμφοβός ειμί και έντρομος». Εφάνη γαρ επί το όρος το Σινά αύτη η αρετή της δόξης. Και το όρος ην καπνιζόμενον και τρέμον εν τω φόβω της αποκαλύψεως της εν αυτώ, ώστε και τα θηρία τα πλησιάζοντα τοις κατωτέροις αυτού μέρεσιν αποθνήσκειν. Και ητοιμάσθησαν και παρεσκευάσθησαν οι υιοί Ισραήλ, αγνίσαντες εαυτούς, κατά την εντολήν του Μωϋσέως, ημέρας τρεις, ώστε γενέσθαι αυτούς αξίους του ακούσαι της φωνής του Θεού και της οράσεως της αποκαλύψε­ως αυτού. Και ότε έφθασεν ο καιρός, ουκ ηδυνήθησαν δέξα­σθαι την όρασιν του φωτός αυτού και την σφοδρότητα της φωνής των βροντών αυτού.

Αλλά νυν, ότε την χάριν εαυτού εξέχεεν επί τον κόσμον εν τη εαυτού παρουσία, ουκ εν σεισμώ, ουκ εν πυρί, ουκ εν φωνή φοβερά και σφοδρά κατήλθεν, άλλ’ ως υετός επί πόκον και η σταγών η στάζουσα επί την γήν εν απαλότητι, και εν άλλω τρόπω ωράθη ομιλών ημίν. Τούτο δε εστίν, ηνίκα ως εν θησαυρώ εσκέπασε την μεγαλωσύνην εαυτού εν τω σκεπάσματι της σαρκός, και εν ημίν ωμίλει μεθ’ ημών εν εκείνω, όπερ ετεκτήνατο αυτώ το εαυτού νεύμα εκ του κόλπου της Παρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, όπως, ιδόντες αυτόν τον όντα εκ του γένους ημών ομιλούντα μεθ’ ημών, μη θροηθώμεν εκ της θεω­ρίας αυτού. Δια τούτο πας, ος την στολήν, εν η ωράθη εν τω σώματι εκείνω, ο ενεδύσατο ο κτίστης, αμφιεσθείη, αυτόν τον Χριστόν ενεδύσατο. Ότι την αφομοίωσιν, εν η ωράθη τη κτί­σει εαυτού και συνανεστράφη, επεθύμησεν ενδύσασθαι είς τον έσω αυτού άνθρωπον και εν αυτή οράται τοις συνδούλοις αυτώ. Και αντί του ενδύματος της τιμής και της δόξης της εξωτέρας, εν αυτή εκοσμήθη.

Δία τούτο πάντα άνθρωπον, τον τούτο το ομοίωμα ενδεδυμένον, θεωρούσα η κτίσις η λογική και σιωπητική κατά τον Δεσπότην προσκυνεί αυτώ, δια την τιμήν του εαυτής Δεσπότου, ον εθεάσατο ενδεδυμένον αυτήν, και συναναστρεφόμενον εν αυτή. Ποία γαρ κτίσις ουκ αιδείται την θεωρίαν του ταπεινόφρονος; Όμως δε έως αν απεκαλύφθη η δόξα της ταπει­νοφροσύνης τοις πάσιν, ευκαταφρόνητος ην η θεωρία εκείνη, η πλήρης αγιότητος. Νυν δε ανέτειλεν η μεγαλωσύνη αυτής τοις οφθαλμοίς του κόσμου, και πάς άνθρωπος τιμά την ομοιότητα ταύτην εν παντί τόπω ορωμένην, και εν τούτω τω μεσίτη ηξιώθη η κτίσις δέξασθαι την όρασιν του κτίστου εαυτής και δημιουργού. Διά τούτο ουδέ παρά τοις εχθροίς της αληθείας εστίν ευκαταφρόνητος, ει και ενδεής εστί πάσης της κτίσεως, ο ταύτην κτησάμενος, άλλ’ ως εν στεφάνω και πορφύρα τιμάται εν αυτή ο μαθών αυτήν.

Τόν ταπεινόφρονα άνθρωπος ποτέ ου μισεί, ου πλήττει εν λόγω, ου καταφρονεί. Διότι γαρ αγαπά αυτόν ο εαυτού Δεσπότης, υπό πάντων αγαπάται. Αγαπά τους πάντες, και οι πάντες αγαπώσιν αυτόν. Πάντες επιθυμούσιν αυτόν, και είς πάντα τόπον, όπου πλησιάζει, ως Άγγελον φωτός ορώσιν αυ­τόν και την τιμήν αυτώ αφορίζουσι. Καν λαλήση ο σοφός και ο διδάσκαλος, κατασιγασθήσονται. Διότι τω ταπεινόφρονι διδούσι τόπον του λαλείν. Οι οφθαλμοί πάντων τω στόματι αυτού προσέχουσιν, οποίος λόγος εξέρχεται εξ αυτού, και πάς άνθρωπος τους λόγους αυτού προσδοκά, ώσπερ λόγους του Θεού. Η βραχυλογία αυτού, ως οι λόγοι των σοφιστών, οι εξετάζον­τες τα νοήματα αυτών. Οι λόγοι αυτού ηδείς τη ακοή των σο­φών πλέον κηρίου και μέλιτος τω φάρυγγι. Και πάσιν ως Θεός ψηφίζεται, καν και ιδιώτης τω εαυτού λόγω η, εξουδενωμένος τε και ευτελής τη εαυτού θεωρία.

Ο καταφρονητικώς λάλων κατά του ταπεινόφρονος, και ου ψηφίζων αυτόν ως ζώντα, ως ανοίξας εστί το στόμα ε­αυτού κατά του Θεού. Και όσον καταφρονείται εν οφθαλμοίς αυτού υπό πάσης της κτίσεως, η τιμή αυτού διαμένει. Προσεγγίζει ο ταπεινόφρων τοις φθορεύσι θηρίοις και όταν επιβλέ­ψη η όρασις αυτών επ’ αυτώ, ημερούται η αγριότης αυτών και προσπελάζουσιν αύτώ ως δεσπότη εαυτών και σαίνουσι τάς κε­φάλας εαυτών και λείχουσι τάς χείρας αυτού και τους πόδας. Διότι εκείνην την οσμήν την εκπνεύσασαν εκ του Αδάμ προ της παραβάσεως, ότε συνήχθησαν προς αυτόν και επέθηκεν αυτοίς ονόματα εν τω παραδείσω, ωσφράνθησαν εξ αυτού, όπερ ελή­φθη εξ ημών, και πάλιν ανεκαίνισεν αυτό και έδωκεν ημίν αυτό εν τη εαυτού παρουσία ο Ιησούς. Αυτός εστί το μύρισαν την ευωδίαν του γένους των ανθρώπων.

Πάλιν προσεγγίζει τοις ερπετοίς τοις θανατηφόροις, και ευθύς ηνίκα πλησιάσει η αίσθησις της χειρός εαυτού και άψεται του σώματος αυτών, η οξύτης και η σκληρότης της πικρότητος αυτών της θανατηφόρου παύεται, και εν εαυτού χερσίν ως την ακρίδα ψώχει αυτά.

Προσεγγίζει τοις ανθρώποις, και ως τον Κύριον προσέχουσιν εις αυτόν. Και τι λέγω ανθρώπους; Αλλά και οι δαί­μονες μετά της σφοδρότητος αυτών και της πικρίας και πάσης μεγαλαυχίας του φρονήματος εαυτών, ηνίκα φθάσωσι προς αυτόν, γίνονται ως χους. Και μωραίνεται πάσα η κακία αυτών και καταλύονται αι μηχαναί αυτών και αργούσι τα πανουργεύματα αυτών.

Νύν ούν, επειδή εδείξαμεν το μέγεθος της τιμής αυτής της εκ του Θεού και την δύναμιν την κεκρυμμένην εν αυτή, λοιπόν δείξωμεν τί εστίν αύτη η ταπείνωσις και πότε αξιούται δέξασθαι ταύτην ο άνθρωπος τελείως καθώς εστί. Ποιήσωμεν δε διαφοράν μεταξύ του ταπεινόφρονος εν προσώπω του αξιωθέντος της αληθινής ταπεινοφροσύνης.

Ταπείνωσις εστί δύναμις τις μυστική, ην μετά την τελείωσιν της πολιτείας απάσης υποδέχονται οι τέλειοι άγιοι. Και ου δίδοται αύτη η δύναμις, ει μη τοις τελείοις μόνοις εν αρετή, δια της δυνάμεως της χάριτος, καθ’ όσον ικανοί τη φύσει εν όρω. Διότι η αρετή συγκλείει εν εαυτή πάντα. Δια τούτο ου δύναται τις έκαστον άνθρωπον, ως έτυχε, λογίσασθαι ταπεινόφρονα, αλλά μόνους τους αξιωθέντας ταύτης της τάξεως, ης είπομεν.

Ουχί πάς ο κατά φύσιν επιεικής και ησύχιος ή συνετός ή πράος, ούτος έφθασε τον βαθμόν της ταπεινοφροσύνης, αλλά ταπεινόφρων εστί κατά αλήθειαν, όστις έχει εν τω κρύπτω τι άξιον υπερηφανίας, και ούχ υπερηφανεύεται, αλλ’ ως χουν έχει αυτό εν τω εαυτού λογισμώ. Αλλ’ ουδέ τον εν τη μνήμη των παραπτωμάτων και πλημμελημάτων ταπεινοφρονούντα και μνημονεύοντα αυτών, έως αν συντριβή η καρδία αυτού και συγκαταβή η διανοία αύτοο εκ των εννοιών της υπερη­φανίας εν τη μνήμη αυτών, καλούμεν ταπεινόφρονα, καν και η τούτο επαινετόν. Διότι ακμήν έχει τον λογισμόν της υπερηφανίας και την ταπείνωσιν ουκ εκτήσατο, αλλά ταίς μηχαναίς εγ­γίζει αυτήν προς εαυτόν. Και εί τούτο επαινετόν, καθώς είπον, αλλ’ ιδού άκμήν ουκ εστίν αυτού, αλλά θέλει αυτήν, και αύτη ουκ εστίν αυτού.

Ταπεινόφρων δε τέλειος εστίν ό μη χρήζων μηχανάσθαι αιτίας τω εαυτού φρονήματι του ταπεινοφρονείν, αλλ’ ο εν πάσι τούτοις τελείως και φυσικώς αυτήν κτησάμενος άνευ έργου. Ώσπερ ο χάρισμα τι μέγα και υπερέχον πάσαν κτίσιν και φύσιν δεξάμενος εν εαυτώ, αυτός δε ορά εαυτόν ως αμαρτωλόν και ευτελή και ευκαταφρόνητον τοις ιδίοις οφθαλμοίς, και ως ο εισελθών εις τα μυστήρια πασών των φύσεων των πνευματικών και τέλειος ων εν τη σοφία απάσης της κτίσεως εν πάση ακριβεία, αυτός δε εαυτόν λογίζεται γινώσκοντα μηδέ εν, και ούτος ουκ εν μηχαναίς, αλλά χωρίς βίας ούτως εστίν εν τη καρδία εαυτού.

Άρα δυνατόν γενέσθαι άνθρωπον ούτω και εν τη φύσει ούτως αλλάσσειν εαυτόν, ή ου;

Λοιπόν μη δίσταζε, ότι η δύναμις, ην εδέξατο, των μυστηρίων τελειοί ταύτα εν αυτώ, εν πάση αρετή έργων χωρούσα. Αύτη εστίν η δύναμις, ην εδέξαντο οί μακάριοι Απόστολοι εν τη ιδέα του πυρός. Δι’ αυτήν παρήγγειλεν αυτοίς ο Σωτήρ, μη χωρίζεσθαι από Ιερουσαλήμ, έως αν την εξ ύψους δέξωνται δύναμιν. Ιερουσαλήμ αύτη εστίν η αρετή, δύναμις δε η ταπείνωσις η εξ ύψους δε δύναμις ο Παράκλητός εστίν, ο ερμηνευόμενος Πνεύμα παρακλήσεως. Και τούτο εστί το ρηθέν εν τη θεία Γραφή περί αυτού, ότι «τα μυστήρια τοις ταπεινόφροσιν αποκαλύπτονται».

Τούτου δε του Πνεύματος των αποκαλύψεων και δεικνύοντος τα μυστήρια αξιούνται οι ταπεινόφρονες δέξασθαι ένδον εαυτών. Και δια τούτο ερρέθη υπό τίνων αγίων, ότι η ταπείνωσις εν ταίς θείαις θεωρίαις τελειοί την ψυχήν. Λοιπόν μη τολμήση άνθρωπος εννοήσαι κατά την ψυχήν εαυτού, ότι έφθα­σε το μέτρον της ταπεινοφροσύνης εν εαυτώ, και δι’ ένα λογισμόν κατανύξεως, τον αναβάντα εν αυτώ εν καιρώ τινι, ή εν ολίγοις δάκρυσι τοις εξελθούσιν εξ εαυτού, η δι’ εν αγαθόν, όπερ έχει φυσικώς, η εκράτησεν εν βίω προς εαυτόν ότι εκείνο όπερ εστί πλήρωμα πάντων των μυστηρίων και φρούριον πα­σών των αρετών εστίν ότι εν έργοις μικροίς εκτήσατο ταύτα πάντα εν τόποις τούτου του χαρίσματος.

Αλλ’ εάν νικήση πάντα τα πνεύματα τα εναντία, και ουκ εξείλησεν αυτώ εν των έργων εκ πάσης αρετής, όπερ κατά πρόσωπον ουκ ειργάσατο κσι ουκ εκτήσατο, και ενίκησε και υπέταξε τα οχυρώματα πάντα των υπεναντίων, και μετά ταύτα εν πνεύματι αισθηθή εν αυτώ, ότι εδέξατο αυτό το χάρι­σμα, ηνίκα το Πνεύμα μαρτυρεί τω πνεύματι αυτού κατά τον λόγον του Αποστόλου, τούτο η τελειότης της ταπεινοφροσύνης. Μακάριος ο κτησάμενος αυτήν, ότι εν πάση ώρα τον κόλπον ασπάζεται του Ιησού και περιλαμβάνει.

Εάν δε ερώτηση άνθρωπος, Τι ποιήσω; πώς κτήσομαι; ποιώ τρόπω άξιος γένωμαι δέξασθαι αυτήν; ιδού εγώ βιάζω εμαυτόν, και ηνίκα νομίσω, ότι εκτησάμην αυτήν, Θεωρώ, ότι ιδού έννοιαι εναντίαι αυτής περιστρέφονται εν τω μέσω της διανοίας μου. Και άρτι πίπτω εις απόγνωσιν ένθεν.

Τούτω τω ερωτώντι τούτο αποκριθήσεται αυτώ Αρκετόν τω μαθητή γενέσθαι κατά τον διδάσκαλον, και τω δούλω κατά τον εαυτού κύριον». Βλέπετε τον εντειλάμενον ταύτην και τον δωρούμενον το χάρισμα, εν ποίω τρόπω ταύτην εκτήσατο, και ομοιώθητι και ευρήσεις αυτήν. Αυτός γαρ είπεν, «έρχεται ο άρχων του κόσμου τούτου, και εν εμοί ευρήσει ουδέν». Βλέπεις πώς εν τελειότητι πασών των αρετών, κτήσασθαι δυνατόν την ταπείνωσιν; Τούτον τον εντειλάμενον ζηλώσωμεν. «Αι αλώπε­κες» φησί, «φωλεούς έχουσι, και τα πετεινά του ουρανού κατασκηνώσεις, ο δε Υιός του ανθρώπου ουκ έχει που την κεφαλήν κλίνη», ο έχων δόξαν εκ πάντων των τελειωθέντων και αγιασθέντων και πληρωθέντων εν πάσαις γενεαίς, μετά του Πα­τρός του αποστείλαντος αυτόν και του αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και είς τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.