Απ' το παράθυρό μου...

Από Βικιθήκη
Απ' το παράθυρό μου...
Συγγραφέας:


Απ' το παράθυρό μου όλο πιο πέρα τη θάλασσα αντικρύζω
Όλο πιο πέρα τραβάνε οι στοχασμοί μου
Εκοίταξα ώρα πολλή όλα τ' αστέρια και τα ψάρια
Εφλόμωσε ο νους μου
Και σιγοανέβηκαν τα παιδιά του παραδείσου
Να με σηκώσουν
Και να με φέρουν πιο σιμά στις βρύσες

Δεν είμαι εγώ ο άνθρωπος που φτύνει
Πάνω στη δόξα των πουλιών
Δεν είμαι εγώ εκείνος που ζηλεύει
Τους δρόμους στο χρυσάφι
Αν περπατώ ανάμεσα σε στάχυα
Καλό μου κάνει να σε λησμονώ
Χρόνε που ήρθες τόσο πια μαζί μου
Να μη διακρίνω πια το πρόσωπό σου
Και να μην ξέρω αν είσαι εχθρός ή φίλος
Μα ποιος το ξέρει τ' όνομα του χρόνου;

Μα ποιος σ' εμένα φτάνει να μου αλλάξει
Τη γέρικη καρδιά;
Ποιος ανεβαίνει όξω απ' το νου μου
Κι όξω απ' το χρυσάφι
Και μέσα σ' όλον τούτον τον αγέρα
Και μέσα στο σπαρταριστό μου δώμα
Να μου γεμίσει πάλι την καρδιά
Και σίδερο ή λουλούδια στις φούχτες μου να βάλει;
Τότε θ' αρμέξω γάλα απ' τα βουνά
Και θα σας κατανοήσω περιστέρια

Έλα τριφύλλι ρίξε στα μαλλιά σου
Και γίνου άλο πράμα όχι αστέρι
Πρόβατο όχι και μήτε μια βελόνα
Όπου περνώ το πρόσωπο
Και βλέπω τη σελήνη
Γίνου γυναίκα αν και γυναίκα είσαι
Γίνου γυναίκα κι έλα τραγουδώντας
Εκεί που αναπνέουν τα κόκκαλά μας
Εκεί που εσύ με τα παιδιά σου παίζεις
Όταν τα ντύνει ο ήλιος κι όταν ο ήλιος φεύγει

Απόψε εμαστίγωσα τη σάρκα τη δική μου
Εκέντρισα την αδράνειά μου
Απόψε με το πρόσωπο καμμένο
Χύμηξα στο νερό του ποταμού και ήπια
Έστιλβε ο βίος μου κι έπρεπε να ξεδιψάσω
Το καλοκαίρι αφόρητο
Οι άλλες εποχές είχαν αποσυρθεί
Ελαιώνες έβλεπαν τα μάτια
Όταν αφήναν το νερό
Αν και βογγούσε η σάρκα μου επαίρονταν ακόμα.