Το κέντημα του μαντηλιού

Από Βικιθήκη
Το κέντημα του μαντηλιού
Συγγραφέας:


Στην άκρη του γιαλού ξανθή κάθεται κόρη
κι ωριόπλουμο λευκό χρυσοκεντάει μαντίλι,
μαντίλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι.
Την θαλασσα κεντάει, με τα νησιά της όλα,
κεντάει τον ουρανό με τα λαμπρά του αστέρια,
τη γη με τα πολλά και με τα ωραία λουλούδια,
κεντάει κ' ένα βουνό, ψηλό ψηλό και μέγα:
το χάραμα γλυκά προβάλει στην κορφή του
και βάφεται η κορφή και τ' ουρανού η λουρίδα
ροδόλευκη, νερά καθάρια κι ασημένια
τα διάπλατα πλευρά ξετρέχουν κι αυλακώνουν,
χιλιόχρονα, παλιά, βαθιά, ισκιωμένα ορμάνια
κεντάει στις λαγκαδιές με πράσινο μετάξι
στους όχτους, στα ριζα, κοπάδια ασπρολογάνε
και φαίνονται οι βοσκοί, και στ' όμορφο κεντίδι
φλογέρες λες κι ακούς, λες και γρικάς τραγούδια,
βελάσματα βραχνά και ηχούς από τρουκάνια.

Στα πόδια του βουνού κεντάει γαλάζια λίμνη
με καλαμιές χρυσές, ένας ψαράς στην άκρη
πεζόβολον κρατεί και δόλωμα ετοιμάζει,
κάμπον πλατύν-πλατύν με σμαραγδένιο νήμα
ολόγυρα κεντάει, στη μέση από τον κάμπο,
ποτάμι σιγαλό και φιδωτό ξομπλιάζει,
με δάφνες, με μυρτιές και με δασιά πλατάνια,
με αηδόνια, με φωλιές, και στο πανώριο ξόμπλι
τον φλοίβο του νερού θαρρείς κι ακούς, της δάφνης
τον μύρο, της μυρτιάς, θαρρείς ότι ανασαίνεις,
πως τον κελαηδισμό των αηδονιών ξανοίγεις,
πως νιώθεις το απαλό της φυλλουργιάς μουρμούρι...
Στην ακροποταμιάν αλάφι ζωγραφίζει,
που σκύφτει τα νερά να πιει, τα κρυσταλένια,
και, ξάφνου, σαϊτιά στην πλάτη το λαβώνει,
στρέφεται αυτό, κοιτάει με πόνο την πληγή του,
πάσχει ν' απαλλαχτεί, δε δύνεται το μαύρο,
κι από τον ουρανόν, από τα δένδρα γύρα
βοήθεια λες ζητάει...
Ολόυρα από τον κάμπο,
πλήθος μικρά χωριά κεντάει, χωράφια ολλούθε
με ολόχρυσα σπαρτά, με θυμωνιές, με αλώνια,
πράσινα αμπέλια αλλού, με κίτρινα σταφύλια,
κίτρινα σαν φλουριά, κ' έμορφα κοπελούδια,
που μπαίνουν με πλεχτά καλάθια και τρυγάνε.

Γάμον αρχοντικό σ' ένα χωριό πλουμίζει,
με νύφην, με γαμπρό, με φλάμπουρα, με ψίκι,
δράκους αλλού κεντάει, και λάμιες και νεράϊδες,
κεντάει κ' έναν γιαλό με ζαφειρένια πλάτια,
στην άκρη του γιαλού την ίδια την θωριά της
ολόφαντη ιστορεί από ομορφιάν και νιότη
και πλούτον και αρχοντιά, και στα λευκά της χέρια
τ' αργόχειρο κρατεί, τ' ωριόπλουμο μαντίλι,
μαντίλι του γαμπρού, του γάμου της κανίσκι,
ανάρια το κεντάει κι όλο του λέει τραγούδια:

-Μαντίλι πλουμερό και χρυσοκεντημένο,
ποιος νάναι τάχα ο νιος οπού θα σ' αποχτήσει;
Ποιος νάναι τάχα ο νιος που μ' ένα δακτυλίδι,
μαντίλι μου ακριβό, κανίσκι θα σε πάρει;
Ποιος νάναι τάχα ο νιος, που μ' ένα φιλημά του,

γλυκό και φλογερό, απ' το λευκό μου χέρι
στην κλίνη την αγνή θα μ' οδηγήσει νύφην;
Ποιος νάναι τάχα αυτός; Πέτε μου, εσείς δεντράκια,
κ' εσείς καλά πουλιά. Μουρμούρισέ μου αγάλια,
εσύ ωραίε γιαλέ και γαλανέ ουρανέ μου!
Εσύ, φτερουγιαστέ, καθάριε λογισμέ μου,
γιατί δε μου τον λες, γιατί δε μου τον δείχνεις,
γιατί μια ωραία βραδιά κρυφά δε μου τον φέρνεις,
σαν όνειρο χρυσό, γλυκά στην αγκαλιά μου;..