Το Μπεόπουλο

Από Βικιθήκη
Το Μπεόπουλο
Συγγραφέας:
Από τη συλλογή διηγημάτων Αητοί και λελέκια.


Στἅρματα ποὺ κρεμασμένα σκονίζονταν στὸν τοῖχο, αἰστανότανε τὸ μπεόπουλο ὅλο τὸ θαμασμό, ὅλη τὴν περηφάνεια καὶ τὴν ἀγάπη ποὖχε στὸν πατέρα του ὅταν εἴτανε στὴ ζωή, ποὺ θαρροῦσε πὼς τὸν ἔβλεπε ἀκόμα στολισμένο μ' ἐκεῖνα, νὰ περπατάῃ καμαρωτὰ καὶ νὰ τὸν τρέμῃ ὁ τόπος.

- Ἄχ, πότε, Θέ μου, νὰ μεγαλώσω νὰ σὲ πάρω κ' ἐγὼ στὰ χέρια μου, νὰ περπατῶ σὰν παλληκάρι ἁρματωμένο.

Αὐτὴ εἴτανε ἡ σκέψη του κι' ἀγκάλιαζε μὲ τἀνάβλεμμά του τὸ μελαγχολικὸ τὸ ντουφέκι κι ἅπλωνε τὰ χέρια σηκόνωντας τὸ κορμί του πάνου στὰ νύχια τῶν ποδιῶν του γιὰ νὰ τὸ ζυγώσῃ καὶ νὰ τὸ χαϊδέψῃ ὅσο τὄφτανε. Κι ὅταν ἔβλεπε, πὼς δὲ μποροῦσε νὰ τὸ δῇ κανένας καὶ νἀκούσῃ τὰ λόγια του, ἀρχίναε σωστὴ κουβέντα μὲ τἅρματα. Κουβέντα, ὅχι λόγια. Μόνο ποὺ δὲν ἀπαντοῦσαν στὰ λίγα του τἅρματα, σὰ νὰ μὴ καταδεχόντουσαν τὸ μικρὸ μπεόπουλο.

Μιὰ σκόλη ποὺ ἔτυχε νὰ βρεθῇ μονάχο του στὸ σπίτι, ἀρχίνησε πάλι τὴν κουβέντα καὶ τὸν ἔρωτα μὲ τἅρματα. Μὰ δὲν τὸ χόρταιναν οἱ ματιὲς καὶ τὸ καμάρι του μὲ τὰ ὄνειρα ποὔκανε. Πῆρε ἕνα σκαμνὸ ἀνέβηκε καὶ κατέβασε τὸ ντουφέκι τοῦ πατέρα του. Τὸ ξεσκόνισε καλά, καλά, τὸ χάϊδεψε, τἀγκάλιασε.

Τὸ σήκωσε στὰ χέρια του, τὄβανε στὸν ὦμο του. Τίποτις κακὸ δὲν τοὔκανε, πούπουλο τοὺ φαινότανε ἀπ' τὴ χαρά του. Δὲν εἴτανε δὰ καὶ μωρὸ παιδί, δέκα, δώδωκα, χρονῶν ἀγόρι, σωστὸ παλληκαρόπουλο. Κι ἀπὸ μικρὸ συνηθισμένο νὰ βλέπῃ ἅρματα.

Μάστορας στὸ γιόμισμα τοῦ ντουφεκιοῦ. Τάχα μποροῦσε νὰ λησμονήσῃ, ὅταν τὄπερνε καμιὰ φορὰ ὁ μακαρίτης ὁ πατέρας του στὸ κυνήγι, πῶς τὸ ἴδιο τοῦ τοίμαξε τὶς ριξές, τὸ μπαροῦτι καὶ τὰ σκάγια; Νὰ πεταχτῇ τώρα κἐκεῖνο μιὰ στιγμὴ στὸ περιβόλι νὰ κυνηγήσῃ, νὰ σκοτώσῃ κανέναν κότσιφα. καμιὰ πέρδικα; Πόσες φορὲς δὲν εἶδε πάνου στὰ δέντρα τοῦ περιβολιοῦ τους νἀρχόνται τόσα κυνήγια καὶ νὰ πηγαίνουν τοῦ κάκου, ποὺ δὲν εἴτανε κανένας νὰ τὰ σκοτώσῃ; Κι ἀν δὲν εἴτανε κότσιφας, πέρδικα, τίποτις πουλάκια δὲν εἴτανε κι ἄσκημο πρᾶμα.

Ὡραία ἰδέα. Ἀλήθεια, νἀρθῇ ἡ μάννα του καὶ να βρῇ ἕτοιμο κυνήγι. Τὄχεις λίγο;

Καλὲ οὔτε λόγος νὰ γίνεται. Γρήγορα νὰ γιομίσῃ τὸ ντουφέκι. Νά, καὶ μπαροῦτι, νά, καὶ σκάγια, νάσου, καὶ τὸ καψούλι. Ἕτοιμο. Ἀμή; τί θαρρεῖς πὼς παίζουμε; Τώρα νὰ πᾶμε στὸ περβόλι καὶ πάντα γρήγορα, μὴν ἔρθῃ κανένας καὶ μᾶς μποδίσῃ.

Κρεμασμένο τὸ μακρὶ ντουφέκι στὸν ὦμο περπατοῦσε στὸ περβόλι τὸ μπεόπουλο προφυλαχτά, μήπως καὶ τὸ δοῦνε ἀπὸ πουθενὰ καὶ τὸ μποδίσουνε. Τουλάχιστο νὰ ρίξουμε μιὰ ντουφεκιά, νὰ σκοτώσουμε κανένα πουλάκι. Τί; Νὰ ποῦνε πῶς δὲν ξέρει σημάδι τὸ μπεόπουλο;

Ἀπὸ τὸ χυνοπωριάτικο ἀγεράκι σκορπίζονταν τὰ φύλλα τῶν δεντρῶν ἀπ' τὰ ψηλὰ τὰ κλόνια. Τἄβλεπε τὸ μπεόπουλο καὶ φανταζότανε, πὼς ἂν τύχαινε καὶ περνοῦσε τὴν ὥρα κείνη ἀπὸ πάνου του κανένα μεγάλο κοπάδι πουλιὰ μὲ μιὰ ντουφεκιά, ὅμοια, σὰν τὰ ξερόφυλλα θὰ σκορπιζόντουσαν στὰ πόδια του καὶ τὰ πετούμενα. Μὰ τίποτις, μήτε κοπάδι, μήτε κότσιφας, μήτε πέρδικα, μήτε μύγα ξεφανερωνότανε. Ἄρχισε νὰ σκάῃ τὸ μπεόπουλο. Κρῖμα στὸν κόπο καὶ στὰ ὄνειρά του. Κ' ἐκεῖ ποὺ στενοχωριότανε καὶ χολόσκαγε, νά, δυὸ πουλάκια σιμὰ στὴν ἄκρη τοῦ περβολιοῦ ποὺ χοροπηδούσανε στὰ κλονάρια τῆς γέρικης ἀμυγδαλιᾶς. Χτύπησε ἡ καρδιά του δυνατὰ ἀπ' τὴ χαρά.

Ὅπως χαίρεται τὸ πουλάκι, τὸ ξεπεταρούδι, τὸ πέταμα του ὄξω ἀπὸ τὴ φωληὰ καὶ σὰν τὸ μικρούλι παιδί, ποὺ ξαπολύεται μἀναγάλλιαση ἀπὸ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάννας του στὰ πρῶτα κοντινὰ βηματάκια του ποὺ κάνει ὀλόρθο, ὡς ποὺ νὰ πιαστῇ στὸ πρῶτο πρᾶμα ποὺ θἀπαντήσῃ, ἀπαράλλαχτα τὸ μπεόπουλο μὲ λαχτάρα καὶ μὲ καρδιοχτύπι, ὁλόχαρο, σημαδέβοντας τὰ δυὸ πουλάκια, τὰ ζύγονε προφυλαχτικά, ὡς ποὺ τράβηξε τὸ σκαντάλι τοῦ ντουφεκιοῦ, μὲ τὴ βεβαιότη πὼς ἀδύνατο πιὰ νὰ τοῦ ξεφύγουνε.

Τὸ ντουφέκι βούξε κι ἀντιλάλησε ἡ ρεματιά. Μὲ μεγάλη του λύπη ὅμως εἶδε τὸ μπεόπουλο νὰ πετάξουνε μακριὰ τὰ δυὸ πουλάκια καὶ μὲ τρόμο παρατήρησε, πὼς πέρα, στὴν πλαγιὰ ἀπὸ δίπλα τοῦ περβολιοῦ, ἕνα κόκκινο φέσι, πήδησε στὸν ἀγέρα ἀπὸ τὴν παρέα, ποὺ ὡς τὴν ὥρα μὲ ἡσυχία κουβέντιαζε καὶ ποὺ τώρα ἀναστατώθηκε μὲ τὴ ντουφεκιά του. Κι ἄκουγε φωνὲς καὶ βλαστήμιες ἀντρίκιες. Τἄχασε τὸ μπεόπουλο, κέρωσε ἀπ' τὸ φόβο του κἔτρεξε νὰ κρυφτῇ στὸ σπίτι του. Καὶ πρώτη του ἔνοια νὰ κρεμάσῃ τὸ ντουφέκι τοῦ πατέρα του στὸν τόπο του.

Ἐκεῖ, ποὺ πολεμοῦσε μὲ τρεμάμενα τώρα χέρια νὰ κρεμάσῃ τὸ ντουφέκι στὸν τοῖχο, ἀνεβασμένο σἕνα σκαμνί, γιόμιζε τὸ σπίτι του ἀπὸ φωνὲς κι ἀπὸ τὸ ποδοβολητό. Ὁ μπάρμπας του, ἕνας Ἀρβανίταρος ἴσαμε κεῖ πάνου, τἅρπαξε ἀπὸ τἀφτὶ φωνάζοντας.

- Μωρὲ κι ἂν σκότωνες κανένα, τί θὰ σὲ κάναμε; Ἔ;

Τὸ μπεόπουλο κατακόκκινο τώρα ἀπ' τὴ ντροπὴ κατέβασε τὰ μάτια του ἕτοιμο νὰ δεχτῇ τὴ δίκια τιμωρία του.