Του Κουμπάρου τ’ Άχερα

Από Βικιθήκη
Ἀτθίδες Αὖραι
Συγγραφέας:
ΤΟΥ ΚΟΥΜΠΑΡΟΥ Τ’ ΑΧΕΡΑ.


(ὁ Γαλαξίας ἐν Κερκύρᾳ.)

—Γιὰ ’πές μάς το! Γιὰ ’πές μάς το, παπποῦ, τὸ παραμῦθι!
Ἀκόμη μιὰ καὶ φθάνει.—
Κι’ αὐτός, τάχα δὲν ἄκουσε, καὶ δὲν ἀπολογήθη.
Ἐπίτηδες τὸ κάνει.

Ὀχτὼ παιδάκια μὲ ’ματιαίς, μὲ τὴν γλυκειὰ φωνή τους
τόνε πολιορκοῦνε.
Καί ἡ γρῃά του στὰ κρυφὰ συμμάχησε μαζί τους,
σὰν νώνα τους ὁποὖναι.

’Μπορεῖ νὰ τ’ ἀποποιηθῇ; Μὰ ἔλα ποῦ τ’ ἀρέσει
ν’ ἀκούῃ παρακάλια;
—Παππούλη, ἔλα, νὰ χαρῇς! Θρονίσου ’δὼ στὴν μέση,
κι’ ἀρχίνα. Μά, ἀγάλια!

—Καλὰ λοιπόν! Ἀκόμη μιά! ὁ γέρος ἀπεκρίθη.
Μά, τὤχω λησμονήσει
γιὰ ποιὰν αἰτία ’γένηκεν αὐτὸ τὸ παραμῦθι.
Ποιὸς θὰ μὲ τὸ ’νθυμίσῃ;

—Γιὰ τοῦ Κουμπάρου τ’ ἄχερα!—Διὰ τὸν Γαλαξία!—
καθένα ξεφωνίζει.
Κι’ ὁ γέρος ’πῆρ’ ἀπ’ τὰ ὀχτὼ στὸ πλάγι του δυὸ τρία,
κ’ ἐκάθησε κι’ ἀρχίζει.

—Ἠταν μεγάλη χειμωνιά, κι’ ἡ ὥρα περασμένη.
Ὁ μαῦρος ἀγωγιάτης
ἀκούει κάποιον καὶ βροντᾷ στὴν θύρα τὴν κλεισμένη,
καὶ σειεῖ τὴν κλειδωνιά της.

—Βόηθα, Χριστέ! Τέτοιον καιρὸ μόν’ ὁ λῃστὴς κι’ ὁ Χάρος
ἐβγαίν’ ἀπ’ τὴν φωλιά του!—
Ἀνοίγει λίγο καὶ θωρεῖ, ὁ ἴδιος τ’ ὁ κουμπάρος,
καὶ ἡ βραχνὴ λαλιά του!

—Κουμπάρε, ἄνοιξε, νὰ ζῇς! Νὰ ζήσουν τὰ παιδιά σου!
ἀπέθαν’ ἀπ’ τὸ κρύο!
κι’ ὁ Βάθιος μ’ ἀποστάθηκε. Νηστεύουμε, στοχάσου,
ἀπὸ τὰ χθὲς κ’ οἱ δύο!—

Τὸν λόγο δὲν ἀπόσωσε, τὸν ἔμβασε στὴν θύρα
ὁ μαῦρος ἀγωγιάτης.
Κ’ ἐπρόφθαξ’ ἡ γυναῖκά του· κ’ ἐτρέξανε στὴν γύρα
τ’ ἀνήλικα παιδιά της.

—Φέρτε ψωμί! φέρτε φαγί! φέρτε κρασί, νὰ πάρῃ
δυνάμωση, νὰ ζήσῃ!

Βαλτε τὸν Βάθιο στὰ ζεστὰ καὶ δῶστέ του κριθάρι,
μὴν τύχῃ καὶ ψοφήσῃ!—

Κι’ ἐβάλαν ὅ τι ’φύλαγαν διὰ τὸν ἑαυτό τους
στ’ ἀμίλητό του στόμα·
καὶ ’σῶσαν ἀπ’ τὸν θάνατο τὸν δόλιον ἐδικό τους,
καὶ τ’ ἄλογό τ’ ἀκόμα.

Καὶ σὰν τὸν ἐχορτάσανε, τὸν ’στρῶσαν κ’ ἐκοιμήθη
στὴν ἴδια τους τὴν στρώση.
Κι’ αὐτὸς ’σηκώθη κ’ ἔφυγε, προτοῦ λαλήσ’ ὀρνίθι,
προτοῦ κανένας νοιώσῃ.

—Γρῃά, παρακοιμήθηκες! Καὶ πρίν ἡ σούπα γεῖνῃ
μᾶς ἄφηκ’ ὁ κουμπάρος.
—Μᾶς ἄφηκε; Τόσο πρωΐ, τόσο κρυφὰ ἀφήνει
μόν’ ὁ λῃστὴς κι’ ὁ Χάρος!

Μά, ὡς γιὰ σούπα, σήμερα τοῦ κάκου θέν’ ἀργοῦσε
ἐδὼ στὰ φτωχικά μας.
Ἐψὲς τὸν ’φίλεψες μ’ αὐτό, ποῦ τρεῖς φοραῖς θ’ ἀρκοῦσε
σ’ ἑμᾶς καὶ τὰ παιδιά μας.

Χοῦμ! Χοῦμ! Λοιπὸν οὔτε ψωμί, γιὰ σήμερα, γυναῖκα;
Καλά! καταλαμβάνω.
Ὁ μαῦρος ἦταν νηστικός κ’ ἐχόρτασε γιὰ δέκα,
καὶ ’κόμα παραπάνω.

Χαλάλι του! Χαλάλι του!—Κ’ ἐπῆγε νὰ ταγίσῃ
τὸ γέρο του μουλάρι,
γιὰ νὰ τ’ ἀναίβῃ πρόθυμο, στὴν χώρα νὰ κινήσῃ,
ψωμὶ φαγὶ νὰ πάρῃ.

Μὰ ’κεῖ ποῦ ’πάγει, τὶ νὰ διῇ! Τοῦ ’κλέψαν ἀπ’ τ’ ἀχοῦρι
ὅλο τὸ ἄχερό του!
Δυὸ σάκκους! Χθές τ’ ἀγόρασε! Οὔτ’ ἕνα καλαθοῦρι
δὲν μένει γιὰ τὸ ζῶ’ του!

Τώρα; Ἡ μούλα νηστικιά, κ’ ἔξω Χιονιάς, φοβέρα!
Πῶς νὰ καβαλικέψῃ;
Κι’ ἂν δὲν τὸ κάμῃ, ποῦ θαὑρῇ στὴν ἐρημιὰ ’δώ πέρα
τὰ τέκνα του νὰ θρέψῃ!

Πετιέται πάνω στὸ χτηνό, καὶ ῥίχνεται στὴν μπόρα,
καὶ τρέχει, τρέχει, τρέχει!
Μᾆναι τὰ χιόνι’ ἀδιάβατα, κ’ εἶναι μακράν ἡ χώρα,
ἡ μούλα δὲν ἀντέχει.

’Πάγ’ ἕνα μίλι, ’πάγει δυό—οἱ λύκοι τὴν ’γροικᾶνε,
τῆς ρίχνουνται στὴν πλάτη!
Τρώγουν τὸ ζῶ’ τ’ ἀδύνατο, καὶ ’κόντεψε νὰ φᾶνε
κι’ αὐτὸ τὸν ἀγωγιάτη!

Τὸ πῶς ἐξέφυγε πεζός, τὸ πῶς δὲν τὸν ἐφάγαν,
μόν’ ὁ Θεὸς τὸ ξέρει.

Μὰ τὰ παιδιά του νηστικὰ τρεῖς ’μέραις ἐφυλάγαν,
ψωμάκι νὰ τὰ φέρῃ.

Σταὶς τέσσαρες ἐπρόφθαξε, στὰ δόντια τὴν ψυχή του,
γιὰ νὰ γλυτώσ’ ἐκεῖνα.
Μὰ, ἦρθ’ ὁ δύστυχος ἀργά! Τὸ πιὸ μικρὸ παιδί του
ἀπέθαν’ ἀπ’ τὴν πεῖνα!..

—Βόηθα, Χριστὲ καὶ Παναγιά!—Στὰ γόνατά του πέφτει,
μεγάλα δάκρυα χύνει.
—Κι’ ἂν δὲν βοηθήσῃς νὰ τὸν ’βρῶ τὸν αἴτιο, τὸν κλέφτη,
ποὖναι Δικαιοσύνη;—

Τὸν λόγο δὲν ἀπόσωσεν, ἁγέρας παραρῃόνει
τῆς συννεφιᾶς τὸ στρῶμα.
Κ’ ἐβγῆκ’ ὁ ἥλιος στ’ ἁψηλά κι’ ἀνάλυωσε τὸ χιόνι,
ποῦ 'σκέπαζε τὸ χῶμα.

—Θωρεῖς τὸ σκόρπιο τ’ ἄχερο, ποῦ λάμπει δρόμο δρόμο;
Εἶναι Θεοῦ δαχτύλι!
Ὁ κλέφτης ἔφυγ’ ἀπ’ ἐδώ μὲ τὰ σακκιὰ στὸν ὦμο,
καὶ ’χύθηκ’ ἀπ’ τὰ χείλη!—

Παίρνει τὴν στράτα τὸ στρατί, μὲ τὸν μπαλτὰ στὸ χέρι,
καὶ μ’ ὄψ’ ἀγριωμένη.
Κ’ ἡ στράτα στοῦ κουμπάρου του τὸ σπίτι τόνε φέρει,
μὲ τ’ ἄχερα ’στρωμένη.

—Κουμπάρε, ἔπιες κ’ ἔφαγες κ’ ἐπλάγιασες, χαλάλι
’μπρὸς στὸν Θεὸ ποῦ βλέπει!
Μὰ μ’ ἔκλεψες καὶ τ’ ἄχερο. Αὐτό, κακὸ κεφάλι,
νὰ τὸ πληρώσῃς πρέπει!

Μ’ ἐκόστισε τὴν μούλα μου· μιὰ φρίκη· ἕνα κόπο,
κ’ ἕνα παιδί!.. Σ’ ἀρέσει;—
Μιὰ μπαλταδιὰ τὸν ἔδωκε, τὸν ἄφησε στὸν τόπο!
—Θεὸς νὰ τὸν σχωρέσῃ!—

Ἐκτότ’ ἡ στράτ’ ἀπέμεινε στὸν οὐρανό, γιὰ θᾶμμα,
μέ τ’ ἄχερα ’στρωμένη.
Γιὰ νὰ στοχάζετ’, ὅποιος πᾷ νὰ κλέψῃ ξένο πρᾶμμα,
τὸ τί τὸν περιμένει.